Thursday, May 5, 2011

Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο


Μ Ε Ρ Ο Σ    Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο



«Εάν ο άνθρωπος θέλει τα όνειρά του να βγουν αληθινά, καλύτερα να ξυπνήσει απ’ τον ύπνο.»















Γ Ν Ω Μ Ε Σ

Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ε Σ

Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Ο Τ Η Τ Ε Σ



Γ Ι Α    Τ Η    Φ Ι Λ Ι Α

Ο πραγματικός σου φίλος,
με αγάπη αληθινή,
πιο πολύ αξίζει απ’ όσα
ξάδερφός σου στη βουλή.

Η πραγματική φιλία, σε σωστή αναλογία,
τις καρδιές απαλοδένει και ενώνει τους ανθρώπους.
Στις ψυχές όπου φωλιάζει δίνει ελπίδα, ευλογία.
Χωρίς νόμους κυβερνάει, με δικούς της πάντα τρόπους.

Είπαν στον Αριστοτέλη
να τους πει σαν πώς την θέλει
την πραγματική φιλία.
Και αυτός με ευκολία
διετύπωσε ευχή:
«Δυο καρδιές με μια ψυχή.»


ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΛΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ

Ο άτολμος από μακριά
την ευτυχία βλέπει,
μα ο τολμηρός πάει κοντά
και τους καρπούς της δρέπει.

Η γνώση και η μάθηση
λαούς εξημερώνουν.
Τόλμη όμως κι απόφαση
ηγέτες αντρειώνουν.


ΤΙ ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ

Όλοι λένε πως προβλέπουν
σαν τι πρόκειται να γίνει,
μαι οι πιο πολλοί δεν βλέπουν
ούτε αυτά που έχουν γίνει.

Πολλοί τό ‘χουν σαν πρόγραμμα πρώτα να ενεργούνε,
μετά κάθονται σκέφτονται, τι έκαμαν να δούνε.
Και
η διορθώνουν ακριβά ‘π’ τα λάθη όσα μπορούνε
ή την υπόλοιπη ζωή με τύψεις την περνούνε.

Όταν κυνηγούνε τίγρη
το καλούν τιγροθηρία.
Μ’ αν τους κυνηγά εκείνη
το καλούν θηριωδία.

Σήμερα κάθε ανόητος εύκολα κατακρίνει
και ο ντουνιάς στις μέρες μας μπόλικους τέτοιους δίνει.


ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΚΑΙ  ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Όταν ο κόσμος σκοπτικά για σένανε μιλάει
κι όταν για το ταλέντο σου αδιάκοπα γελάει,
νά ‘σαι πολύ περήφανος αν είσαι κωμικός.
Μα βρες μια τίμια δουλειά αν είσαι πολιτικός.

Το κάθε κόμμα υπόσχεται
να φέρει αλλαγές,
μα στην ουσία μάχεται
να πάρει τις εκλογές.


ΓΙΑ  ΤΗ  ΓΥΝΑΙΚΑ

Μες στο ντουνιά, μες στη ζωή, σ’ όλη την οικουμένη,
το πιο ακριβό απόχτημα φτωχού ή πλούσιου άντρα
είναι γυναίκα όμορφη, σεμνή και μετρημένη,
πού ‘χει καρδιά ανθόκηπο και λογική για μάντρα.

Δέκα άντρες χτίζουνε
μαζί μία οικία.
Μα μια γυναίκα μοναχά
την κάνει κατοικία.

Ίσως δύνασαι να ελέγξεις
τη γυναίκα, το κρασί.
Μ’ αν τα δυο μαζί τα μπλέξεις,
τότε χάθηκες εσύ.



        ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Όποιος νομίζει ότι μπορεί
το παν να πράξει με το χρήμα,
αυτός πραγματικά μπορεί
το παν να πράξει για το χρήμα.

Όταν προχωρεί το χρήμα,
κάθε πόρτα κλειδωμένη,
ξεκλειδώνει παραχρήμα
και ορθάνοιχτη απομένει.

Δρόμοι αν τύχουνε κλεισμένοι
τους ανοίγει ο παράς.
Ποιος τον έχει πλούσιος μένει
και ποιος όχι, φουκαράς.


Δ Ι Α Φ Ο Ρ Α

Όποιος νομίζει σφαλερά
πως είν’ λευτερωμένος,
αυτός είναι πραγματικά
στ’ αλήθεια σκλαβωμένος.

* * * *

Το μικρό χλωρό κλωνάρι
στους βοριάδες δεν τσακίζει.
Πάντα βγαίνει παλικάρι,
γιατί ξέρει να λυγίζει.


* * * *

Της καλοσύνης τη μορφή και ο τυφλός τη βλέπει.
Τα βήματά της κι ο κουφός καμπανιστά τ’ ακούει.
Κι ο άλαλος τη γλώσσα της ξεκάθαρα μιλάει.
Μόνο ο κάθε ‘’άγιος’’ τη βλέπει και γελάει.

* * * *

Κάθε πειρασμός μας είναι και μια πλήρης δοκιμή.
Μας μετρά το χαρακτήρα, την ψυχή, τη λογική.
* * * *

Τα λάθη, τα παθήματα,
χωρίς κακίας δόση,
μας γίνονται μαθήματα,
μας βάζουνε και γνώση

* * * *

Οι πλούσιοι και οι φτωχοί
στον Άδη συναντούνται.
Παρ’ ότι ζουν μαζί στη γη,
τελείως αγνοούνται.

* * *

Η Ηθική ελεύθερη
δεν ζει στην Εξουσία,
ακόμα κι αν η δεύτερη
λέει πως είν’ οσία.

* * * *

Κακής συνήθειας δεσμά
είν’ στην αρχή αιθέρια.
Μα σαν σε δέσουνε γερά,
κόβουνε σα μαχαίρια.

* * * *

Η σουπιά μελάνη αφήνει
όταν θέλει να κρυφτεί.
Μα πού βρίσκεται προδίνει
δίχως να καλοσκεφτεί.

* * * *

Ποίηση, σοφία, τέχνη και μαζί και το τραγούδι,
είναι τα φτερά, τα μάτια, είναι άυλο σχολείο.
Την ψυχή μας ανηψώνουν, την ανοίγουν σαν λουλούδι
και μας κάνουνε να δούμε κάποιο αιθέριο μεγαλείο.

* * * *

Χοντροκομμένα λόγια σου
αντί να πελεκήσεις,
πελέκησε τη γλώσσα σου
προτού τα ξεστομίσεις.

* * * *

Η ανέχεια κι η φτώχεια
των αδύνατων εμπόδιο
στης ζωής το μονοπάτι.,
είν’ για λίγους βοσκοτόπια.
Είν’ των πλούσιων εφόδιο
και ανόδου σκαλοπάτι.

* * * *

Μέσα σε τούτον το ντουνιά, σ’ αυτήν την κοινωνία,
αν ο καθένας είχαμε φτωχό το γείτονά μας,
το φθόνο δε θα ξέραμε και την αλαζονεία
και θά ‘μασταν χαρούμενοι με τα υπάρχοντά μας.

* * * *

Αν θες να ζήσεις δυο φορές,
ζήσε την πρώτη μ’ αρετές.
Κι αν θες όνομα αθάνατο,
θανάτωσε το θάνατο.

* * * *
Μες στα έγκατα της γνώσης
η χρυσόπετρα είν’ θαμμένη
κι ο καλός μεταλλωρύχος
κατεβαίνει και την παίρνει.

* * * *
Η θεωρία δίνει ελπίδα
και η πείρα σιγουριά
κι η προσπάθεια σαν αχτίδα
δίνει στα όνειρα θωριά.

* * * *

Με ανώτερο στη γνώση
ουδέποτε να λογοφέρνεις,
γιατί, αντί για ύψος, πτώση
στ’ άτομό σου γοργοφέρνεις.
* * * *
Αν έχεις πλούτο, λογική,
δύναμη και συμπόνια,
εσύ θα ζήσεις μια φορά,
μα τ’ όνομά σου αιώνια.

* * * *

Η ζωή κι η επιστήμη
τίποτα δε σου χρωστά,
όταν σύνεση και τόλμη
προχωρούν μαζί μπροστά.

* * * *

Όσο και μικρό κι αν είναι
ένα δώρο που δωρίζεις,
θα το μεγαλώσει η αγάπη,
αν μ’ αγάπη το χαρίζεις.

* * * *

Κάθε πράξη και σπουδή
της καρδιάς μας κρούει χορδή·
που άλλοτε γλυκά ευφραίνει
κι άλλοτε μας ξεκουφαίνει.

* * * *

Όσα θαρρείς πως δύνασαι
για πάντα να τα χάσεις,
τόσα μονάχα δάνειζε
κι ουδέποτε θα χάσεις.

* * * *
Άμα θέλω αγνοώ
το τι λεν για μένα άλλοι.
Το τι λέω όμως εγώ
μου ζαλίζει το κεφάλι.

* * * *

Η πείρα είναι ευλογημένη
μα ακριβοπληρωμένη·
γιατί το κάθε πάθημα
δαπανηρό είναι μάθημα.
* * * *

Στενοχώρια είναι ο τόκος
για αναποδιές μας τόσες,
που ανεξόφλητες ακόμα
τις πληρώνουμε με δόσεις.

* * * *

Έσο αγαπητός σε όλους,
προσιτός στους πιο πολλούς,
πιο κλειστός σε μερικούς.
Κάνε φίλο αν θέλεις ένα,
μα εχθρό σου ούτε ένα.

* * * *

Ο χρόνος φεύγει γρήγορα
και χάνεται μακριά μου
κι αυτή η στιγμή που σας μιλώ
χάθηκε από κοντά μου.

* * * *

Η άπονη η πρόοδος σήμερα μας μαθαίνει
ολομπροστά να τρέχουμε
και μ’ ό,τι όλοι κατέχουμε,
ουδέποτε να είμαστε ικανοποιημένοι.

* * * *

Π Ο Ν Τ Ι Α Κ Ο

Τρανόν Εγγλέζικον παμπόρ’ έρθεν σην παραλία,
τα παλικάρια μουν’ α παίρνει μακράν σην Αυστραλίαν.

Μαύρον – μαύρον το παμπόρ’ κι ο καπετάνον σ’ άσπρα,
τα απαλικάρια μουν’ α πάει εκεί που χάνται τ’ άστρα.

Τέρεν αφκά, αφκά τέρεν, τέρεν σην παραλία,
παιδία εμαζόχτανε ασ’ ούλια τα χωρία.

Τα παλικάρια έρθανε σην παραλίαν ούλα,
μπαίν’ νε κι εξαφανίσκουνται ση παμπορί τη γούλα.

Ο Γιούραν ο κεμεντζετζήν, με το γλυκόν λαλόπον
κι αβούτος α μεταναστεύκει κι αφήν’ οπίσ’ καρδόπον.

Την κεμεντζέν σο σέρινατ κρατεί με τα χαρτία,
α κρούει ατο πέσ’ σο παμπόρ, χορεύνε τα παιδία.

Ο Μήμης φεύ’ τη μυλωνά κι ο γιον τη γιαουρτσάβας,
ο Μπάμπης τη Μπαλωματή κι ο Χάρην τη Χαντζιάβας.

Χαντζιάβα άλλον κι δουλεύκει, χαντζιαβικήν κε φτάει,
δολάρια ονειρεύκεται και λάσκεται και πάει.

Ο Παντελήν πε πώληνεν πέσ’ σο παζάρ’ πιπέρια
κι ατός ση μετανάστευσης εγράφεν τα τεφτέρια.

Κι ο Νίκον ο γραμματικόν εφέκεν το κοντύλ’ νατ,
το πασαπόρτ’ κι ατός κρατεί και σαιρετάει τον κύρνατ.

Κι ο Κώτσιον α σο Κουλουκούρ’ κι ατός κρατεί βαλίτσαν
τα πρόβατα εφέκε ατα και τσάκωσεν την κλίτσαν.

Κι ο Λάζαρον ο καφετζήν πε ποίνεν τα καϊβέδας
κι ατός διαβαίνει πλαν και κα, χάρτσεν τα βερεσέδας.

Κι ο Συμεών πε κράτηνε βούδια αμόν πετσία,
θα γίνει, λέει, δέσκαλον σο ξένον καλατσία.

Κι ο απρομάλλτ’ ς ο γέρονταν πε πώλνε τα χαμψία
κι ατός ση μετανάστευσην εδέκεν δύο ψύα.

Η μάχαλα ευκαίρωσεν, εχάθαν τα παιδία,
εχάθε ο Γιάννες ο ψηλόν πε πώλνεν τα ναλία.

Κι απέσ’ σα καπνομάγαζα φκαιρώθαν τα χαβάνια,
τ’ αφεντικά κι ξέρν’ ντα φταν, στέκνε αμόν χαϊβάνια.

Και α σην παραθύρα οπίσ’ κλαίει ένα κορτσόπον,
εξέγγεν τα μαλλία νατ, τσέρτσεν το φιστανόπον.

Κι ο Λεωνίδαν τη Λολής, π’ εφτάει τα πασαπόρια
ατόν κεν άλλο εφτεχού, εγομώθεν παγκανότια.

Τη Φώτ’ το ξυγαλάδικον, τη Μπάμπη το κουρείο
εφκαίρωσεν κι εντάμωσεν κι εποίκεν πρακτορείον.

Ο άπορον ο Περικλήν με τα φτενά σερόπα
ατώρα αμόν τον κόκορα α στέκ’ πέσ’ σα κορτσόπα.

Σήβε ο παπάν πέσ’ σο παμπόρ’ α δίγει παρηγορία,
πέντε κουβέντας πατρικά είπεν α σα παιδία.

«Η ξενιτέα εν έμορφον, μον κόκκινο μηλόπον
απ’ οξιουκά είναι γλυκόν, απέ’ έσ’ φαρμακόπον.

Παιδία πάτε χάστουνε ση κόσμονος την άκραν
πυκνά μαλλία έσετε, κλώστεστε με φαλάκραν.

Η χώρα που διαβαίνετε ας εν ευλογημέντσα.
Γαρήν οπίσ’ αν ‘φήνετε, α λέπω την καημέντσα.»

Κι α σο τρανόν συγκίνησιν τα παλικάρια ούλα
έρπαξαν τα χουλιάρια τουν κι ερούξαν σα φασούλια.

Κι η γαία η Μάρθα που κρατεί σο σέρνατ ‘ς μαντιλόπον
τα μάτια νατς εσπόγγισε κι εδέκεν συμβουλόπον.

«Παιδία όπου κι αν είστουνε τιδέν να μην ξεχνάτε,
λάχανα ν’ αγοράζετε και στίπας να εφτάτε.»

No comments:

Post a Comment