Thursday, May 5, 2011

ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΩΣ ΠΟΤΕ


ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΩΣ ΠΟΤΕ

(Άρθρα του Αλέκου Αγγελίδη σε αφημερίδα της Κατερίνης κατά την περίοδο 1983 - 1985)και άλλα.

Κακή νοοτροπία και αδιαφορία
Ολύμπιο Βήμα 6.11.83

Η στήλη αυτή έχει σα σκοπό να φέρει στο φως, όσο γίνεται πιο αντικειμενικά και σ’ όλη της τη γύμνια, την πραγματικότητα που χαρακτηρίζει και βαθμολογεί τη ζωή και το είναι της πόλης μας.
Προσπάθειά μου είναι η επισήμανση των κακώς κείμενων, το ξεσκέπασμα της αλήθειας, η από δική μου σκοπιά πληροφόρηση των κατοίκων, η ενημέρωση των ίσως ακατατόπιστων σε ορισμένα σημεία αρμοδίων, η προσέλκυση της προσοχής και η ένταση του ενδιαφέροντος του κοινού, των υπηρεσιών και των διαφόρων φορέων, ώστε το κέντρισμα να είναι γενικότερο, για να ληφθούν το γρηγορότερο μέτρα βελτίωσης (όσο γίνεται), της ποιότητας ζωής αυτού του τόπου.
Βέβαια, δε μας αρέσει –κι ιδιαίτερα εμάς τους Έλληνες- να ξεσκεπάζονται ορισμένα λάθη μας και μάλιστα, όταν αυτά ξεσκεπάζουν ταυτόχρονα και διάφορα ελαττώματά μας. Αλλά, τα καλώς κείμενα δεν έχουν ανάγκη καμιάς προσοχής και κανενός ενδιαφέροντος, γιατί δεν χρειάζονται καμιά διόρθωση. Τα κακώς κείμενα είναι εκείνα που θα πρέπει να μας απασχολούν και να τραβήξουν την προσοχή μας. Ύστερα, μόνο οι έπαινοι δεν οικοδομούν. Τα λάθη, οι παραλείψεις, τα σφάλματα είναι εκείνα που μας παραδειγματίζουν και μας ωθούν στην αναζήτηση του καλύτερου, του τελειότερου.
Αυτά, λοιπόν, θα πρέπει να δούμε προσεχτικά, να τα εξετάσουμε ανεπηρέαστα, να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε την κακή τους υφή και να επισημάνουμε την κακή τους βάση, αν θέλουμε να θεραπεύσουμε το κακό μια για πάντα κι απ’ τη ρίζα του.
Γι’ αυτό, λοιπόν, θα είμαι, όσο γίνεται, ευθύς και αντικειμενικός. Και πιστεύω πως οι αναγνώστες μου θα διακρίνουν στο βάθος της αυστηρότητάς μου την καλή μου πρόθεση και το πραγματικό μου ενδιαφέρον για την πόλη μας.
Η πόλη της Κατερίνης είναι γνωστό πως είναι συγκριτικά μια απ’ τις πλουσιότερες πόλεις της Ελλάδας και, σαν ευρισκόμενη σε προνομιακή θέση, έχει αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό κάθε παραγωγική δραστηριότητα.
Λόγω της θέσης της και της οικονομικής της ευεξίας, έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η εξέλιξή της πήρε αλματώδη ρυθμό. Δυστυχώς, όμως, η εξέλιξή της αυτή έγινε τελείως απρογραμμάτιστα, χωρίς καμιά μελέτη και πρόβλεψη και χωρίς να ληφθούν ούτε και τα στοιχειοδέστερα ακόμη μέτρα, για να εξασφαλιστεί κάποια άνεση, ευπρέπεια και κάποια βασική λειτουργικότητα.
Έτσι, παρ’ ότι είναι αναλόγως πολύ νέα, τη βλέπουμε σήμερα γερασμένη, ασφικτική και ακαλαίσθητη, χωρίς την παραμικρή ομορφιά και άνεση, χωρίς να είναι ικανή να προσφέρει έστω και κάποια υποτυπώδη ποιότητα ζωής. Οι άχαρες οικοδομές της με το μπόλικο, τετραγωνισμένο και κρύο μπετόν τους, οι αλλοπρόσαλλοι, σακατεμένοι και στενοί δρόμοι της, με τα ανεκδιήγητα κράσπεδα και οδοστρώματά τους και η παντελής έλλειψη πράσινου σ’ αυτούς, δίνουν την εντύπωση ενός κακομοιριασμένου και εγκαταλειμμένου μεγάλου συνοικισμού της Βαγδάτης ή του Καράτσι.
Την τρομερή αυτή εικόνα συμπληρώνουν τα στενά, στραβά και κακοφτιαγμένα πεζοδρόμια και η τέλεια αμεριμνησία και η αδιαφορία των κατοίκων της, που ενδιαφέρονται περισσότερο για τα κόμματα και σχεδόν καθόλου για την πόλη τους.
Δεν έφτανε, λοιπόν, η πρωτοφανής και άνευ προηγουμένου στενότητα των πεζοδρομίων της, τα οποία είναι διαφορετικά σε χρώμα, ποιότητα και υψόμετρο σε κάθε μαγαζί και σε κάθε σπίτι αλλά, σε πάρα πολλές περιπτώσεις (κι είναι κι αυτές αμέτρητες), προεξέχει και μια βεράντα αρκετούς πόντους έξω απ’ τον τοίχο της οικοδομής, πάνω στο πεζοδρόμιο ή και το χειρότερο, βγαίνουν κι ένα-δυο σκαλιά πάνω σ’ αυτό και πιάνουν ολόκληρο το καχεκτικό του φάρδος.
Οι ιδιοκτήτες, οι μηχανικοί και οι διάφοροι κατασκευαστές, όταν προέβαιναν σε τέτοια κατασκευάσματα, δεν αναλογίστηκαν ποτέ άραγε το φτωχό διαβάτη, πώς θα κυκλοφορεί σε τέτοια πεζοδρόμια και πόσο θα σκοντάφτει και θα παραπαίει από σκαλοπάτι και προεξοχή κι από προεξοχή σε λακούβα; Δεν σκέφτηκαν τουλάχιστον τον ίδιο τον εαυτό τους; Γιατί κι αυτοί κάποτε θα βρεθούν διαβάτες ανάμεσα σ’ ένα τόσο κακό κι ασυγχώρητο συνοθύλευμα αδικαιολόγητων εμποδίων.
Αυτά και μόνο θα ήταν αρκετά και ικανά να αφαιρέσουν κάθε δικαίωμα απ’ τους κατοίκους της να υπερηφανεύονται για την ανάπτυξη και την ομορφιά της πόλης τους.
Αλλά, υπάρχουν κι άλλα πολύ χειρότερα. Πολλά συνεργεία, ξυλουργεία, αλουμινάδικα κι άλλα εργαστήρια στήνουν τους πάγκους τους στο πεζοδρόμιο και δουλεύουν πάνω σ’ αυτό(!!).
Μάλιστα –κι αυτό είναι τελείως ακατανόητο- πολλοί ηλεκτροκολλητές δουλεύουν με ακάλυπτη φλόγα έξω στο πεζοδρόμιο κι ανάμεσα στον κόσμο. Δεν ξέρουν άραγε, πόσο δυνατή κι επικίνδυνη στην όραση είναι η φλόγα της ηλεκτροκόλλησης; Αλλά, αν αυτό δεν το ξέρουν οι τεχνίτες, δεν το ξέρουν άραγε και οι ειδικοί; Οι οφθαλμίατροι, για παράδειγμα; Οι αρμόδιοι υπάλληλοι, οι επιφορτισμένοι με την προστασία της υγείας των πολιτών; Να είναι άραγε τόσο μεγάλη η άγνοιά τους ή να έχει προχωρήσει σε τέτοιο έπακρο η αδιαφορία τους;
Πώς δίνεται μια άδεια λειτουργίας ενός εργαστηρίου και πώς χαρακτηρίζεται ένα οίκημα κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό, όταν η χωρητικότητά του δεν είναι αρκετή για το σκοπό που προορίζεται; Η αρμόδια υπηρεσία, πριν χορηγήσει την άδεια, δεν ζητάει σχέδιο εσωτερικής διαρρύθμισης και διάταξης των μηχανημάτων και εργαλείων που θα χρησιμοποιηθούν, με την ακριβή και καθορισμένη θέση εγκατάστασης του καθένα απ’ αυτά;
Αν ναι, τότε, πώς ο καθένας μπορεί να αλλάζει ανεξέλεγκτα τη θέση μιας πρέσσας, ενός ψαλιδιού κοπής λαμαρινών ή ενός πάγκου και να τα μεταφέρει με κάθε προχειρότητα όπου θέλει, ακόμα και στο πεζοδρόμιο; Αν πάλι αυτά δεν εξετάζονται όταν χορηγείται η άδεια γιατί θεωρούνται αμελητέα, τότε τι προσέχουν οι υπηρεσίες προκειμένου να τηρηθούν οι ανάλογες συνθήκες προστασίας, ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού γενικότερα; Δεν εξετάζεται η χωρητικότητα του οικήματος; (αναλογία όγκου κατά εργαζόμενο άτομο, φάρδος διαδρόμων διακίνησης, αποστάσεις μεταξύ πάγκων, θέση επικίνδυνων μηχανημάτων, απορροφητήρες σκόνης, φωτισμός, αερισμός, πυροσβεστήρες κλπ.);
Αλλά, αν αυτά δεν ενδιαφέρουν τους ιδιοκτήτες και τα αφεντικά, δεν ενδιαφέρουν άραγε και τους εργαζόμενους σ’ αυτά, τα σωματεία τους, τα διάφορα συνδικάτα, ασφαλιστικές εταιρίες, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες κλπ. κλπ.;
Ή μήπως όλοι οι αρμόδιοι ελέγχουν μόνο αν τα κάθε είδους χαρτόσημα είναι ίσια και ευθύγραμμα κολλημένα στις αιτήσεις;


ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
’Ο. Β.’’ . . . . 1983

Ύστερα από πολλούς μόχθους και πολλές θυσίες ο φιλόπατρης ελληνισμός του ’21 λευτέρωσε και ανάστησε τη σκλαβωμένη πατρίδα του. Προσπάθησαν οι Μακρυγιάννηδες και οι Κολοκοτρώνηδες, μαζί με τον αφανή κι ανώνυμο σκλάβο λαό να διώξουν το βάρβαρο κατακτητή και τα κατάφεραν. Ξεσκλαβώθηκε η πατρίδα απ’ τον Τούρκο δυνάστη κι είδε το πρόσωπο της Λευτεριάς. Μείναμε, όμως, εμείς σκλαβωμένοι. Σκλαβωμένοι σ’ άλλους δυνάστες, σ’ άλλα συμφέροντα, σ’ άλλες νοοτροπίες. Πήραμε τη ζωή μας λάθος . . . Και με τα χρόνια, τούτη η σκλαβιά της σκέψης και του πνεύματος μας κατέβαλε χειρότερα ίσως απ’ την άλλη, του γιαταγανιού και της μπότας.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια από τότε. Ήρθαν κι έφυγαν γενιές και γενιές. Αλλά κάθε φορά κι άλλα σύννεφα σκίαζαν τον ήλιο κι άλλες καταχνιές μας κρατούσαν στο σκοτάδι..
Θόλωναν τα νερά οι καταφερτζήδες, βουλιάζαμε εμείς κι επέπλεαν εκείνοι.
Με κομμένη την ανάσα, λαχανιασμένοι και μισολιπόθυμοι φτάναμε κοντά στην τελματωμένη επιφάνεια. Αλλά, πριν καλά-καλά βγάλουμε το κεφάλι έξω απ’ τη θολούρα, με μια σπρωξιά μας ξανάστελναν στον πάτο. Και μέναμε στο χαροπάλεμα αυτό χρόνια και χρόνια.
Σκαρφαλώσαμε μερικές φορές μισοπεθαμένοι στα ξερόκλαδα και στα φαγωμένα απ’ την ακρίδα γυμνά κλωνάρια των δέντρων του Μακρυγιάννη, του Κιλελέρ και της Καισαριανής, που φύτρωναν ακόμα στα έλη και στα τέλματα της κατάντιας μας. Μα  κάθε φορά οι δυνάστες μας έκοβαν σύρριζα τα δέντρα και μας ξανάστελναν στο βυθό. Έμεναν, όμως, πάντα οι αθάνατες ρίζες κι αυτές βλάσταιναν και ξαναμεγάλωναν κι έβγαζαν κλώνια και κλαδιά για νά ‘χουμε να ξαναπιαστούμε στην άλλη μας γύρα, στο άλλο μας ανέβασμα στην επιφάνεια.
Κι αυτός ο ασταμάτητος φαύλος κύκλος είναι ένα άλλο είδος δυνάστευσης. Είναι για τη φυλή μας μια άλλη ανυπόφορη σκλαβιά. Σκλαβιά ίσως χειρότερη απ’ την πρώτη.
Πάντα, όμως, τα κακά και οι τυραννίες –κατά πως είπαν και οι αρχαίοι σοφοί πρόγονοι- έχουν και τα καλά τους. Ατσαλώνουν τα νεύρα, ανοίγουν τα μάτια και αφυπνίζουν το πνεύμα. Μας γεμίζουν με εμπειρίες και πλουτίζουν την πείρα μας. Μας διδάσκουν και μας οδηγούν. Κάθε φορά, ύστερα από μια κατακόρυφη καταπόντιση, τα δεινά μας μας φέρνουν στην επιφάνεια πιο δυνατούς, πιο ξύπνιους, πιο ώριμους.
Και σήμερα ξανασκαρφαλώσαμε στα κλωνάρια των σωτήριων δέντρων. Κι είδαμε θαμπές τις ακτίνες της ανθρωπιάς, της λευτεριάς και της προόδου. Στέκουμε, όμως, σκαρφαλωμένοι και διστακτικοί στα ακριδοφαγωμένα ξερόκλαδά τους και δεν πηδούμε στην ακτή. Δεν κάνουμε βήματα μπροστά. Δεν βγαίνουμε στη στεριά. Δεν προχωρούμε. Δεν δημιουργούμε.
Ως πότε, άραγε, θα παραμένουμε παγωμένοι και αδρανείς; Ως πότε θά ‘μαστε τυλιγμένοι στη δειλία και στη μοιρολατρεία μας; Ως πότε θά ‘μαστε διστακτικοί, άτολμοι, αναποφάσιστοι; Πότε θα κηρύξουμε κι εμείς επανάσταση για τη λευτεριά και την αλλαγή της νοοτροπίας μας;
Σήμερα, γιορτάζοντας το μεγάλο ξεσηκωμό της φυλής μας, λαμπρυνόμενοι για την ανάσταση του Γένους μας και τιμώντας τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, ας αδράξουμε μαζί με τη σάλπιγγα της λευτεριάς και τη σάλπιγγα της δημιουργίας. Κι ας σαλπίσουμε με δύναμη και θάρρος. Κι ας διαλαλήσουμε με πίστη και πεποίθηση τη θέλησή μας και την απόφασή μας για δημιουργία και πρόοδο. Ας αφήσουμε να λάμψει μια αλλαγμένη και ώριμη πια νοοτροπία μας. Τα κομματικά σαλπίσματα της διαίρεσης δεν δημιουργούν. Οι φατριαστικές τρουμπέτες με τη βραχνή φωνή τους –απόηχοι του παρελθόντος- δεν ενθουσιάζουν και δεν ενδυναμώνουν. Μεμονωμένες και ξεκομμένες προσπάθειες δεν κεντρίζουν και δεν προωθούν.
Για να χτίσουμε σωστή πατρίδα, αντάξια της ιστορίας της και της θέσης της, θέλει γενικό ξεσήκωμα κάτω από ένα λάβαρο. Το λάβαρο της Δημιουργίας. Θέλει ακλόνιτη πίστη, αλύγιστη θέληση κι ασταμάτητη προσπάθεια. Θέλει προσφορά και θυσίες.
Οι ένδοξοι πρόγονοί μας λάμπρυναν την ιστορία μας με αγώνες για λευτεριά. Εμείς ας την λαμπρύνουμνε με αγώνες για δημιουργία.
Ας βάλουμε κάποτε όλοι μαζί μπροστά.

Ας απαλλαγούμε απ’ τα δεσμά της προκατάληψης

Ολύμπιο Βήμα Κατερίνη 13 . 4 . ’83.
του Αλέκου Αγγελίδη

Πόσο κακή είναι η προκατάληψη και πόσο κακό κάνει στο νου και στη σκέψη εκείνων που τυχόν επηρεάζει, είναι σχεδόν γνωστό στον κάθε άνθρωπο των ημερών μας. Ιδιαίτερα, η επίδραση αυτή πρέπει να είναι αισθητή σε μας τους Έλληνες, γιατί δυστυχώς ακόμα βαριές και επίμονες προκαταλήψεις εξακολουθούν όχι μόνο να μας επηρεάζουν αλλά επιμένουν να μας εξουσιάζουν έντονα σε κάθε σχεδόν εκδήλωση της ζωής μας και ως επί το πλείστο στην πολιτική.
Όλοι μας, γεννημένοι μέσα σ’ ένα χώρο και σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο δεισιδαιμονίες και προλήψεις, ήταν επόμενο να δεχτούμε, ποιος λίγο-ποιος πολύ, τις επιδράσεις τέτοιων συνθηκών και μέχρις ενός βαθμού να γίνουμε έρμαια απαράδεχτων μεθόδων σκέψης, κρίσης και ενέργειας.
Την ελαττωματική αυτή προδιάθεση και τη ροπή μας προς εύκολες και αβασάνιστες λύσεις των κάθε είδους προβλημάτων μας συνέδραμε και ο αναλφαβητισμός και βοήθησε πάρα πολύ η κακή, η ελλειπής και σε πολλές περιπτώσεις η εσκεμμένα διαστρεβλωμένη μάθηση και πληροφόρηση των μεγάλων μαζών του λαού μας, σε τρόπο ώστε, το μικρό μας ελάττωμα, να γίνει μέγα μειονέκτημα, να αρπάξει στα χέρια του το χαλινάρι της ζωής μας και να καταστεί σκληρός οδηγός και αδυσώπητος ρυθμιστής όλων σχεδόν των κοινωνικών μας εκδηλώσεων.
Την ουσιαστική αυτή αδυναμία μας υπέθαλψε συστηματικά και μάλλον αδιάκοπα η πολιτική, που την εκμεταλλεύτηκε μεθοδικά και κατά κόρον κατά καιρούς.
Και γιατί να μην το κάνει; Άλλωστε, στενοί και αδύναμοι πολιτικοί, για να σταθούν στην επιφάνεια, στηρίζονται σε πλατιές αδυναμίες των λαών τους. Και για μας η προκατάληψη είναι μια μεγάλη, μια πλατύτατη αδυναμία.
Εκμεταλλευόμενοι, λοιπόν, κατά καιρούς και οι κάθε είδους ‘’εθνοσωτήρες’’ μας την αγραμματοσύνη μας, την ψυχοσύνθεσή μας και λίγο-πολύ το ελαφρό της κρίσης μας, καθώς και τη διάβρωσή μας από τα πολλά και διάφορα ταμπού που μας πολιορκούσαν και μας πολιορκούν και που τα οποία οι ίδιοι σκόπιμα εκκόλαψαν, ποντάρισαν στην προκατάληψη και πέτυχαν. Κατάφεραν να λύνουν από πλευράς τους τα προβλήματά τους, να μας επιβάλλονται και να μας φορτώνουν με το πέρασμα των καιρών μ’ ένα σωρό ελαττώματα και μειονεκτήματα, που το ξεπέρασμά τους σήμερα μας είναι επίπονο και δύσκολο.
Και το κακό αυτό δεν έχει παρελθόν μόνο στις πρόσφατες δεκαετίες. Οι ρίζες του πάνε βαθύτερα στην ιστορία.
Οι προκαταλήψεις είναι εκείνες που κατά κανόνα μας κρατούν τόσο αυστηρά χωρισμένους πολιτικά. Κι αυτές συνήθως είναι οι αιτίες των οξύτατων πολιτικών κλιμάτων που κατά καιρούς, κεντριζόμενες κατάλληλα απ’ τους μαέστρους της διχόνοιας, συγκλόνισαν τόσο έντονα τη χώρα μας, προς δόξαν των λίγων και συμφορά των πολλών.
Δεν μάθαμε να ακούμε, να σκεφτόμαστε, να κρίνουμε και να αποφασίζουμε. Δε μας ενδιαφέρει το τι λέγεται. Μας αρκεί το ποιος το είπε κι ιδιαίτερα το πού ανήκει αυτός που το είπε. Αν πολιτικά είναι δικός μας, δεν χρειάζεται να μας πει τίποτα. Συμφωνούμε απόλυτα μαζί του. Αν αντίθετα δεν είναι δικός μας, πάλι δεν χρειάζεται να μας πει τίποτα. Οπωσδήποτε δεν συμφωνούμε και δε θα συμφωνήσουμε ποτέ μαζί του.
Αν, παρ’ ελπίδα τον ακούσουμε να ομιλεί, δεν παρακολουθούμε τα λεγόμενά του, για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Προσπαθούμε, όμως, απ’ τα ελάχιστα που θα αρπάξουμε να μαντέψουμε πού ανήκει. Κι αν δεν μπορούμε να το συμπεράνουμε αυτό, τότε απ’ τις μέσες-άκρες που αρπάξαμε τον τοποθετούμε βιαστικά κι αυθαίρετα κάπου και ησυχάζουμε και μ’ αυτόν.
Η κρίση για τα λεγόμενά του και η ανάλυση και πλήρης κατανόηση των όσων μας είπε ή μας έγραψε ούτε καν μας απασχολεί. Αυτά δε μας ενδιαφέρουν. Αφού ‘’είναι δικός μας’’, πώς να τον κρίνουμε; Κι αφού ‘’δεν είναι δικός μας’’, γιατί να τον ακούσουμε;
Αλλά και πώς να κάνουμε διαφορετικά, αφού μια ζωή έχουμε συνηθίσει να συμπεραίνουμε χωρίς να ακούμε και να κρίνουμε χωρίς να γνωρίζουμε; Έχουμε μάθει να αφήνουμε την ουσία και να κολλάμε στους τύπους. Να διυλίζουμε τον κώνωπα και να καταπίνουμε την κάμηλο. Αδιαφορούμε για την αντικειμενική αλήθεια και ενδιαφερόμαστε για την πολιτική τοποθέτηση.
Πρόχειρα, λοιπόν και αβασάνιστα τοποθετούμε πρώτα τον οποιονδήποτε σε κάποιο πολιτικό στρατόπεδο κι ύστερα ακούμε ανάλογα ή διαβάζουμε τις απόψεις του. Έτσι, το αποτέλεσμα για μας είναι δεδομένο και προκαθορισμένο και το συμπέρασμα έτοιμο και προετοιμασμένο. Τό ‘χουμε ετοιμάσει εκ των προτέρων και μάλιστα και χωρίς να βασανίσουμε τη σκέψη και την κρίση μας. Μας τό ‘δωσε καλουπιαστό κι όπως το θέλαμε η προκατάληψή μας. Γι’ αυτό και πολύ συχνά παρατηρείται το περίεργο φαινόμενο, να γίνεσαι πολιτικός φίλος κάποιας ομάδας για ορισμένες αλήθειες που είπες και να γίνεσαι γενικά εχθρός μιας άλλης ομάδας για τις ίδιες αλήθειες, που αυτή δεν ήθελε καν να τις ακούσει. Μα η αλήθεια είναι μία και δεν την ενδιαφέρουν οι ιδιαίτερες προτιμήσεις του καθενός.
Είναι, λοιπόν, πολύ εύκολο όσο και επιπόλαιο από μια και μόνο φράση (χωρίς να ληφθούν καθόλου υπόψη τα συμφραζόμενα) να τοποθετηθεί κανείς από ορισμένους τελείως αβασάνιστα και αυθαίρετα στο ΕΞ ή στην ΕΠΕΝ, ενώ άλλοι τον θέλουν στη ΝΔ ή επιμένουν πως είναι στο ΕΣ, ή να χαρακτηριστεί ότι ανήκει σε κάποιο άλλο πολιτικό κέντρο ή σε ένα εκστρεμιστικό άκρο. Τον θέλουμε οπωσδήποτε κάπου μονολιθικά τοποθετημένο.
Τι είναι άραγε αυτό που μας σπρώχνει και μας αναγκάζει, πριν πούμε καλημέρα στο συμπολίτη μας, να μάθουμε πού ανήκει πολιτικά; Τι είναι εκείνο που μας κάνει ή να χαριεντιζόμαστε με το παραπάνω μαζί του στο δρόμο ή να τον αποφεύγουμε σαν το διάβολο με το θυμιάμα; Η καλώς εννοούμενη κοινωνικότητά μας; Η ανθρωπιά μας; Ή η έντονη προκατάληψή μας;
Πόσο κακό κάνει μια κακή συνήθεια! Δίκαια είπαν, ότι των κακών συνηθειών τα δεσμά είναι στην αρχή ελκυστικά, ελαφρά και ανεπαίσθητα. Όταν γίνουν αισθητά είναι αποτροπιαστικά, βαριά και αδιάρρηκτα.
Πώς και πότε, λοιπόν, θα απαλλαγούμε απ’ τα δεσμά της πολιτικής μας προκατάληψης; Πότε θα μπορέσουμε να βλέπουμε, να ακούμε και να κρίνουμε αντικειμενικά;


ΣΥΓΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΙ ΚΡΙΝΕΤΕ

Ολύμπιο Βήμα  2 . 11 . 83
του Αλέκου Αγγελίδη

Είδαμε προ ημερών τη μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Είδαμε σε λίγες μέρες και την επίσης μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη. Και οι δυο ήρθαν βιαστικές, πέρασαν με γρηγοράδα κι έφυγαν όπως ήρθαν, αφήνοντας βαθιές χαρακιές και σημάδια ανάλογα στις ψυχές και στις συνειδήσεις του πολύ λαού.
Αν ρωτήσουμε γιατί έγιναν, θα μας περάσουν για αφελείς. Τις πολιτικές επιδιώξεις των πολιτευόμενων τις καταλάβαμε. Το ουσιαστικό, όμως, όφελος του ελληνικού λαού, σα σύνολο, δεν είδαμε.
Δεν μπορώ να καταλάβω ποιο ήταν το όφελος αυτών που έφυγαν απ’ την Κορινθία, για παράδειγμα, ή την Κρήτη ή την Καλαμάτα κι ήρθαν στη Θεσ/νίκη. Και δεν εννοώ φυσικά τους λεωφορειούχους.
Για πιο λόγο, στα καλά καθούμενα, μετακινήθηκε ξαφνικά κι απότομα, με τόση ορμή και πείσμα όλος αυτός ο λαός, μια προς την Αθήνα και μια προς τη Θεσ/νίκη. Μήπως για να ακούσουν τους ομιλητές; Αν ναι, τους ρωτώ. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τους ακούσουν; Αλλά και μια που ήρθαν, τους άκουσαν; Μπόρεσαν να ξεχωρίσουν λέξη απ’ τον κ. Αβέρωφ για παράδειγμα, μέσα στην οχλαγωγία και στον πανζουρλισμό, που αυτοί οι ίδιοι, οι υποτιθέμενοι ακροατές, δημιουργούσαν; Κι αν ξεχώρισαν λέξη εδώ κι εκεί, έβγαλαν νόημα; Ασφαλώς όχι.
Δε θα ήταν προτιμότερο και με λιγότερα έξοδα για όλους, χωρίς πονοκεφάλους και ταλαιπωρίες και για τον ομιλητή και για τον όχλο, να γίνουν οι ομιλίες απ’ την τηλεόραση; Τότε και οι ομιλητές, καθισμένοι στα γραφεία τους, θα ήταν πιο συγκεντρωμένοι και ήρεμοι και θα διάβαζαν πιο άνετα τα χειρόγραφά τους. Αλλά και οι ακροατές θα τους άκουγαν πιο ξεκούραστα, καθισμένοι κι εκείνοι με άνεση στις αναπαυτικές τους πολυθρόνες, ώστε, ψύχραιμοι και νηφάλιοι και τις λέξεις θα ξεχώριζαν και τις φράσεις θα καταλάβαιναν. Θα είχαν μάλιστα την ευκαιρία να κρατήσουν και καμιά χρήσιμη σημείωση. Έτσι, θα μπορούσαν να ακούσουν ανεπηρέαστοι, όλοι ανεξάρτητα οι Έλληνες, όλους αδιάκριτα τους ομιλητές και με την ησυχία τους να κρίνουν και να συγκρίνουν.
Προς τι τάχα οι φωνές και τα σφυρίγματα; Μήπως, για να μην μπορέσουν να ακούσουν, να καταλάβουν, να κρίνουν και προπαντός να συγκρίνουν; Προς τι τα πλακάτ του μίσους και τα πανώ της διχόνοιας; Προς τι όλα αυτά τα απαράδεχτα συστήματα που χωρίζουν τους Έλληνες σε ‘’καλούς’’ και ‘’κακούς’’, σε ‘’ημέτερους’’ και στους ‘’άλλους’’;
Πολλά δεν μπόρεσα να καταλάβω, παρακολουθώντας στην τηλεόραση την ομιλία του κ. Αβέρωφ. (Τον κ. Παπανδρέου δεν τον άκουσα, έτσι συνέπεσε. Μόνο στα νέα κάτι είδα). Ένα, όμως, απ’ τα πολλά με κράτησε περισσότερη ώρα σκεφτικό. Όταν ο κ. Αβέρωφ είπε ότι είναι περήφανος, γιατί προέρχεται από οικογένεια τσομπαναρέων, όλοι αυτομάτως οι ‘’ακροατές’’ του χειροκτρότηταν και μια ιαχή ικανοποίησης δόνησε τους όχλους.
Μη μπορώντας να αντέξω τον πειρασμό, ρώτησα το διπλανό μου.
- Δε μου λες, του είπα. Αν ο κ. Αβέρωφ προέρχονταν από μια άλλη οικογένεια, τσαγκαράδων για παράδειγμα, δε θα ήταν ικανός και κατάλληλος για αρχηγός;
-Ίσως να ήταν, μου απάντησε ο συνομιλητής μου. Αλλά ο λαός ενθουσιάζεται έτσι περισσότερο, γιατί, με αρχηγούς τσομπαναρέους, νιώθει πιο άνετα πως αυτός είναι πρόβατο.
Μερικές φορές, πόσο ευχάριστο είναι να έχεις χιουμορίστα κι ετοιμόλογο συνομιλητή! Κάποια στιγμή πάλι, αναφερόμενος ο κ. Αβέρωφ στις δυο συγκεντρώσεις, της πλατείας Συντάγματος και της πλατείας Ελευθερίας, είπε: ‘’ . . . τρέμει το Σύνταγμα μπροστά στην  . . . . Ελευθερία . . . . .’’.
Κι ο συνομιλητής μου βιαστικά αναφώνησε.
-Προς Θεού αρχηγέ! Όχι κλυδωνισμούς. Χρειάζεται γερό Σύνταγμα για να σταθεί η Ελευθερία.
Με οχλαγωγίες, όμως και φωνασκίες ο πολίτης παρασύρεται. Δεν ακολουθεί, γιατί έχει πεισθεί. Κατρακυλά, γιατί έχει γίνει έρμαιο στη δίνη του πάθους. Η ατομική νηφαλιότητα πνίγηκε μέσα στην άρρωστη ομαδική ψυχολογία, που κατάλληλα δημιούργησαν τα ξεφωνητά, τα σφυρίγματα και η οχλαγωγία. Κι ένα νοικοκυρεμένο κράτος δεν έχει ανάγκη από παρασυρμένο και κλυδωνιζόμενο όχλο. Χρειάζεται πολίτες με οντότητα και βαρύτητα, σταθερούς, με θέληση και ορμή, πουνα στηρίζονται στην ανεπηρέαστη κρίση τους και στη βαθιά κι ακλόνητη πίστη τους.
Αν ζητούσαμε, άραγε, απ’ τους Νοτιοελλαδίτες νά ‘ρθουν στην Καστοριά ή στην Ξάνθη, για να επιτελέσουμε όλοι μαζί, χιλιάδες Έλληνες ενωμένοι, ένα κοινωφελές έργο, μια αναδάσωση ενός καμένου δάσους, για παράδειγμα, θα έσπευδαν έτσι όλοι ορμητικοί κι ακάθεκτοι, με φάλαγγες λεωφορείων, με τραγούδια ειρήνης και συνθήματα προόδου, με κέφι και όρεξη για δημιουργία, να φυτέψουν ένα δέντρο, να ανοίξουν ένα χαντάκι ή να στρώσουν μια φτυαριά χαλίκι σ’ ένα λασπόδρομο;
Αν πάλι λέγαμε στους Βορειοελλαδίτες να εξορμήσουν για να αναδασώσουμε όλοι μαζί τον καμένο, ας πούμε,Παρνασό, θα ξεσηκώνονταν, άραγε, αμέσως χαρούμενοι κι ορμητικοί, να κατεβούν με δικά τους έξοδα προς νότο και να εξαντλήσουν όλη τους την ορμή και τη μαχητικότητα σε κάποιο κοινωφελές έργο στο άλλο άκρο της Ελλάδας; Θα έκαναν, άραγε, με την ίδια ευχαρίστηση και τον ίδιο ενθουσιασμό για την πατρίδα τους ό,τι κάνουν για το κόμμα, όταν ήξεραν ότι η όλη συμβολή τους δε θα τους στοίχιζε παραπάνω, ούτε σε κόπους, ούτε σε χρήμα; Απλούστατα. Αντί να αγοράσουν ένα κομματικό πλακάτ, θα αγόραζαν ένα δενδρίλλιο ή ένα φτυάρι. Κι αντί να συμβάλουν σ’ έναν οξύ κι ασύμφορο κομματικό διαχωρισμό, θα συνέβαλαν σε ένα θερμό και εθνικά επιβεβλημένο αγκάλιασμα του λαού απ’ το ένα άκρο της Ελλάδας ως το άλλο.
Τότε, δε θα υπήρχαν τσομπαναρέοι και πρόβατα. Θα υπήρχαν μόνο Πατρίδα και πατριώτες. Μόνο Ελλάδα και Έλληνες.

Ακαταστασία και αταξία παντού
‘’Ο. Β.’’13 . 11 . 83
Α. Αγγελίδη

Πριν προχωρήσω στο επόμενο βήμα του σκοπού της στήλης ‘’ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΩΣ ΠΟΤΕ’’, θα ήθελα να σταθώ για λίγο σε ορισμένες επισημάνσεις μερικών αναγνωστών σε ότι αφορά την εκτύπωση του κειμένου του προηγούμενου (και πρώτου) δημοσιεύματος. Φυσικά, πάντοτε γίνονται και ορισμένα τυπογραφικά λάθη (ας αφήσουμε τα ορθογραφικά), τα οποία, άλλοτε προξενούν μειδιάματα κι άλλοτε εξοργίζουν και δημιουργούν καμιά φορά και καταστάσεις, γιατί παραποιούν τρομερά το νόημα. Θα είδατε, λοιπόν, όλοι στο προηγούμενο δημοσίευμα της στήλης μας πως, αντί να γραφεί ‘’ . . . και το χειρότερο, βγαίνουν κι ένα-δυο σκαλιά . . .’’ γράφτηκε ‘’. . . βγαίνουν κι ένα-δυο σκυλιά . . .’’ Επίσης, πιο κάτω, αντί να γραφεί ‘’ . . . τα διάφορα συνδικάτα . . .’’ γράφτηκε ‘’ . . . τα αδιάφορα συνδικάτα . . .’’.
Αυτά, απλώς για την τάξη και πάμε στο επόμενο θέμα μας.
Ένα άλλο ανεξήγητο φαινόμενο που παρατηρείται με τα πεζοδρόμια της Κατερίνης και τα κάνει πιο ασφυκτικά, ακαλαίσθητα και επικίνδυνα, είναι, ότι πολλοί καταστηματάρχες κρεμούν μπροστά στα μαγαζιά τους διάφορα μουσαμαδένια ή πλαστικά προστατευτικά των βιτρινών τους απ’ τον ήλιο.
Φαίνεται πως κι αυτά θα τοποθετούνται χωρίς καμιά άδεια και χωρίς καμιά προδιαγραφή ή κανένα έλεγχο, αλλά θα κρεμιούνται εκεί, έτσι, απλώς και ως έτυχε, με βάση την οποιαδήποτε προτίμηση του καταστηματάρχη και την κρίση του κάποιου τοποθετητή. Γιατί, άλλο πέφτει χαμηλά, άλλο ψηλότερα. Άλλο σκεπάζει το μισό πεζοδρόμιο κι άλλο ολόκληρο. Όλα, πάντως, είναι σε τέτοια θέση, που, αν δεν προσέξει ο διαβάτης, θα βγάλει οπωσδήποτε το μάτι του ή το λιγότερο, θα πάει με καρούμπαλο στο σπίτι του.Το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφορες ταμπέλες σηματοδότησης των δρόμων. Κι αυτές έχουν τοποθετηθεί απλώς κι ως έτυχε. Δεν είναι τοποθετημένες πάνω σε ορισμένο ύψος, ώστε να περνά ακίνδυνα από δίπλα τους ο διαβάτης. Πρέπει να σκύβει όταν περνάει από κοντά τους και να προσέχει οπωσδήποτε τις επικίνδυνα προεξέχουσες μπροστά του γωνίες τους.
Και κάτι χειρότερο. Ορισμένες πόρτες μαγαζιών και σπιτιών ανοίγουν πάνω στο πεζοδρόμιο (!!).
Απορεί κανείς, πώς ήταν και είναι δυνατό να αποτολμούνται τέτοιες αντινομίες και να παραβιάζονται τόσο έντονα βασικές και στοιχειώδεις αρχές. Πράγματα που ο κοινός νους θα τα απέφευγε, αν λάβαινε λίγο υπόψη του την υγεία και την προστασία των συμπολιτών του από αδικαιολόγητα ατυχήματα και τις υποχρέωσεις του σ’ ότι αφορά την εξασφάλιση κάποιας άνεσης στο κοινό, στο οποίο μέσα συμπεριλαμβάνεται κι αυτός ο ίδιος.
Ένα άλλο ανεξήγητο φαινόμενο είναι ότι ορισμένοι μαγαζάτορες κι είναι πολλοί αυτοί, απλώνουν το εμπόρευμά τους έξω απ’ το μαγαζί τους σκεπάζοντας έτσι ένα μεγάλο μέρος του πεζοδρομίου ή και ολόκληρο το χώρο του. Κι άλλοι πάλι πιο ‘’τολμηροι’’, ή αν θέλετε χαρακτηρίστε τους κάπως αλλιώς εσείς, ξανοίγονται πιο πέρα. Κατεβαίνουν και κατακλύζουν και το μισό δρόμο. Με ποια λογική το κάνουν αυτό, το ξέρουν μόνο αυτοί οι ίδιοι. Και με ποιο δικαίωμα, το ξέρει η Τροχαία και οι αρμόδιοι για την κυκλοφορία, την ευπρέπεια και την τάξη της πόλης αρχές. Εμείς, άραγε, οι άλλοι, οι πολλοί, που σκουντουφλάμε κάθε μέρα πάνω σε τέτοια ‘’εμπόδια’’  και που ταλαιπωρούμαστε συνέχεια, προσέχοντας μάλιστα με διακριτικότητα μην τύχει και αγγίξουμε το εμπόρευμά τους και βλάψουμε την πραμάτεια τους, δεν είμαστε τουλάχιστον περίεργοι να μάθουμε και για τη λογική των πρώτων και για την αδιαφορία των δεύτερων;
Πολλοί, πάρα πολλοί απ’ τους κατοίκους αυτής της πόλης, βγήκαν έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας και ταξίδεψαν σε πιο προηγμένες χώρες. Είδε κανείς ποτέ τέτοια ασυδοσία αλλού πουθενά; Αν τολμούσε κανείς να απλώσει εμπορεύματα στο πεζοδρόμιο ή στο δρόμο σε κάποια άλλη χώρα, στην Αγγλία, στην Αυστραλία, στον Καναδά ή στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι πεζοί και τα αυτοκίνητα θα τους τα θρυμμάτιζαν αμέσως όλα. Θα τους ζητούσαν μάλιστα και αποζημίωση από πάνω, για τη φθορά που προξένησε στα παπούτσια, στα ρούχα και στο αυτοκίνητό τους η παράνομα κι αντικανονικά αφημένη πραμάτεια στο δρόμο. Θα ήταν δε ευτυχείς οι παράνομοι καταστηματάρχες, αν ξέμπλεκαν μόνο με τις παραπάνω αποζημιώσεις και με το πρόστιμο, που οπωσδήποτε θα πλήρωναν στο Δήμο, αν δεν είχαν να πληρώνουν και νοσοκομειακά ή και καμιά αποζημίωση εφ’ όρου ζωής σε κάποιον ή κάποιους, που πιθανόν να τραυματίζονταν εξαιτίας της τόσο χοντροκομμένης ασυδοσίας τους.
Εδώ ας σημειωθεί ότι σ’ άλλα μέρη, όποιος εγκαταλείψει ή παράνομα κι αντικανονικά τοποθετήσει αντικείμενα στο πεζοδρόμιο ή στο δρόμο ή και σε χώρο τον οποίο δεν εξουσιάζει απόλυτα και νόμιμα, είναι παραβάτης. Αν δε ένας οδηγός, για να αποφύγει τη σύγκρουση με τα αντικείμενα αυτά, στραβοτιμονιάσει και χτυπήσει πεζό ή συγκρουστεί με άλλο αυτοκίνητο, τότε ουπεύθυνος για την τοποθέτηση των πραγμάτων αυτών στο δρόμο, είναι και υπεύθυνος του δυστυχήματος και πληρώνει όλα τα σπασμένα, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Με ποιο δικαίωμα, λοιπόν, οι μαγαζάτορες μας πιάνουν το χώρο του πεζοδρομίου και του δρόμου, τον αφαιρούν απ’ τους πεζούς και τον εκμεταλλεύονται αυταρχικά, χρησιμοποιώντας τον για δική τους βιτρίνα; Μήπως έχουν ιδιαίτερα δικαιώματα πάνω στους χώρους αυτούς; Αν ναι, να αναρτούν στο τζάμι της βιτρίνας τους και σε ευδιάκριτο σημείο κάποια άδεια ή άλλα στοιχεία, που τους εξασφαλίζουν τέτοια δικαιώματα. Αν όχι, αύριο το πρωί να επέμβει η αστυνομία –και όποιοι άλλοι είναι αρμόδιοι- και να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Να απαλλάξουν τα φτωχά πεζοδρόμια απ’ την ποικίλη πραμάτεια του καθενός κι από τα κάθε είδους τραπεζάκια, που μπλοκάρουν κυριολεκτικά την κυκλοφορία και να ξαναπαραδώσουν ολόκληρο το ελάχιστο πλάτος τους στους διαβάτες της πόλης. Φτάνουν τα κακόγουστα κι ερειπωμένα περίπτερα, που φρακάρουνκυριολεκτικά την κυκλοφορία.
Είμαι σίγουρος πως το ξεμπλοκάρισμα των πεζοδρομίων θα αρέσει τελικά και σ’ αυτούς, που τόσο προκλητικά τα μπλοκάρουν σήμερα. Γιατί κι αυτοί θα περνούν στο εξής, όσο γίνεται πιο άνετα, από άλλο πεζοδρόμιο, που ως τώρα κάποιος άλλος παράνομα το δέσμευε και μπλοκάριζε και το δικό τους πέρασμα.
Αν στους δύσπιστους επιβληθούν, χωρίς καμιά διάκριση κι ανάλογα με το χώρο που δεσμεύει ο καθένας, αυστηρά πρόστιμα, τότε αυτοί μεν θα ευθυγραμμιστούν και θα μάθουν να ζουν συνετά και νόμιμα ανάμεσα στους συμπολίτες τους, ο Δήμος δε θα αποκτήσει, έστω και για λίγο, ένα υπολογίσιμο έσοδο.
Δεν πιστεύω πως στην περίπτωσή μας θα χρειάζονταν μπερδεμένες γραφειοκρατικές διαδικασίες, για να διατυπωθεί και να υπογραφεί μια διάταξη, η οποία θα βάλει αμέσως τα πράγματα στη θέση τους. Εγώ νομίζω, πως το θέμα αυτό τακτοποιείται σε μια μέρα. Εσείς τι λέτε, μια εβδομάδα ή έστω δέκα μέρες δε θα είναι αρκετός χρόνος για τους αρμόδιους;

No comments:

Post a Comment