Thursday, May 5, 2011

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ

Με το ύφος ταραγμένο
και το βλέμμα τρομαγμένο,
ένας φίλος, σε καλό του,
μού ‘πε τι είδε στ’ όνειρό του.

Ήμουν, λέει, σε εκκλησία.
Κόσμος γύρω μου στεκόταν.
Κι είδα με απελπισία,
ότι όλοι τους κοιμόταν.

Ένας δεσπότης μέσα κει παπά χειροτονούσε
και στοργικά και πατρικά έτσι τον νουθετούσε.

«Να λες το Ευαγγέλιο κι όλο το συναξάρι.
Τα μάτια σου όμως τέσσερα και έξω στο παγκάρι.

Όλα να ελέγχεις τα κεριά, για πούλημα πριν βγούνε
κι όλους τους δίσκους να μετράς στον κορβανά πριν μπούνε.

Στους λαϊκούς να συνιστάς, να φεύγουν κάθε κρίμα.
Τον υλισμό να πολεμάς. Μα πρόσεχε το χρήμα.

Κόπους και πόνους στη δουλειά να μη φεισθείς κανένα.
Σε δεξιώσεις και γιορτές θα πάω εγώ για σένα.

Κοίτα τι λεν οι εντολές και οι κανονισμοί μας.
Έλεγχε τους αντίχριστους, εκτός κι είναι ‘’δικοί μας’’.

Αν δεις τα οικονομικά να παν καλά του τόπου,
αμέσως ειδοποίησε να κατεβώ επι τόπου,

να βάλω τα θεμέλια κι άλλο ναό να χτίσω.
Αλλιώς, όλο το ποίμνιο κι εσένα θ’ αφορίσω.

Κι όταν περνάς από εκκλησιά, να κάνεις το σταυρό σου,
αν ο παπάς, πού ‘ναι σ’ αυτή είναι συνάδελφός σου.

Γιατί, αν οι γύρω κάτοικοι τον τίτλο έχουν στα χέρια,
τότε μ’ αυτούς εγώ και συ είμαστε στα μαχαίρια.

Να είσαι ευθύς και τίμιος στων χριστιανών τον κύκλο.
Μα πάντοτε να σκέφτεσαι, πώς να τους φας τον τίτλο.

Να είσαι πράος, ταπεινός, πρώτος στη δυστυχία.
Δεν πρέπει να διαφέρουμνε μόν’ στην ιεραρχία.

Στα φτωχικά τα ράσα σου κοίτα να συνηθίσεις.
Μίτρες και χρυσεγκόλπια να μην επιθυμήσεις.

Να βάζεις στους συνοικισμούς νέους ναούς να χτίσουν.
Κι όσοι υπάρχουνε παλιοί να προσπαθείς να κλείσουν.

Αν θα μου πεις τη γνώμη σου, να ξέρεις, θ’ αμαρτήσεις,
εσύ δεν είσαι για να λες, είσαι να υπηρετήσεις.

Κράτα σφιχτά το θυμιατό και να με θυμιατίζεις
κι εμέ που σ’ έκανα παπά, πάντα να μακαρίζεις.

Μόνο εγώ θα πρέπει εδώ να έχω τα πρωτεία,
γιατ’ είμαι ορθοδοξότερος μες στην Ορθοδοξία.

Άσε τι λένε οι Γραφές, τι γράφουν τα βιβλία.
Ξέχασε αυτά που έμαθες κάποτε στα σχολεία.»

    Δυο τρεις αγουροξύπνησαν
    σε τούτο το σημείο
και μεταξύ τους μίλησαν
σε τόνο κάπως κρύο.

Πιο πέρα ένας φώναζε
στους άλλους να ξυπνήσουν.
Την εκκλησιά τους πρόσταζε
να πιάσουν να σκουπίσουν.

Ένας μικρόσωμος θαρώ
σηκώθηκε απ’ την κλίνη
και πήρε βούρτσα και νερό
το ιερό να πλύνει.

Προς τ’ άγιο βήμα πήγαινε
και με παράπονο έκλαιγε.
Τους κοιμισμένους ξύπναγε
κι αυτά περίπου έλεγε:

«Ξυπνήστε, ειδέστε το ναό
σε ποιο έχει φτάσει χάλι.
Γιατί κοιμόσαστε εδώ . . .;»
Μ’ αμέσως τού ‘ρθε ζάλη,

γιατ’ έφτασε ένα θυμιατό
απ’ τη μεριά την άλλη
και μ’ έναν τρόπο θαυμαστό
τού ‘πεσε στο κεφάλι.

Ο κόσμος ξαναέπεσε
στον ύπνο ναρκωμένος
κι ο Δέσποτας συνέχισε
προς τον παπά στραμμένος.

«Να διαλύεις Κοινότητες, τον κόσμο να χωρίζεις
κι αν βγουν πολλοί αντίθετοι και συ να αφορίζεις.

Μ’ άλλον παπά ‘ποιος βάφτισε παιδί του, εις το μέλλον
για μας θα είν’ αβάφτιστο. Πλην οι γονείς, αν θέλουν,

να καταβάλουν το ποσό, πού ‘ναι καθορισμένο,
οπότε θα θεωρηθεί το τέκνο βαφτισμένο.

Έτσι, με μία είσπραξη τ’ αμάρτημα θα σβήνεις.
Λάδι είναι, μύρο και νερό η απόδειξη που δίνεις.

Γάμους που έγιναν αλλού, δε θα αναγνωρίζεις
κι όλα αυτά τ’ αντρόγυνα αμέσως θα χωρίζεις.

Κι αν θα διωχτούν μικρά παιδιά και σπίτια διαλυθούνε
και αν μητέρες τίμιες στους δρόμους πεταχτούνε

ή αν οι κατεργάρηδες βρούνε την ευκαιρία,
να κάνουν τον ανύπαντρο, δεν είναι αμαρτία.

Αμάστημα είναι τρανό και κρίμα είναι μεγάλο,
το ότι παντρευτήκανε από Δεσπότη άλλο.

Δεν έπρεπε αυτοί να μπουν στων έγγαμων τις τάξεις,
προτού να εφαρμόσουμε τις νέες διατάξεις.

Το λένε οι ‘’Κανόνες μας’’ και τ’ Άγιο ‘’Σύνταγμά μας’’.
Πρέπει εδώ να επιβληθούν τα ράσα τα δικά μας.

Την ώρα αυτή που σ’ ευλογώ και που παπά σε χρίζω,
ταμία εδώ και πρόεδρο εγώ σε διορίζω.
Κι αν κάποιος έχει αντίρρηση, τώρα τον αφορίζω.»


Όταν ο φίλος τέλειωσε,
απ’ την τρομάρα κέρωσε.
Κι εγώ πολύ σκοτίστηκα,
με τ’ όνειρο ζαλίστηκα.

Κι ενώ συνήθως μ’ άνεση
έδινα την απάντηση,
με τούτα τα λεγόμενα
ώρες βουβός απόμεινα.

Προσπάθησα κάτι να βρω,
κάπως να του μιλήσω . . .
Μα ούτε τώρα δεν μπορώ
το όνειρο να λύσω.

Μονάχα τού ‘πα φιλικά:
«Τα βράδυα να ονειρεύεσαι,
σε τίποτα γειτονικά
βουνά πως περιφέρεσαι.

Μέσα σε δάση ερημικά,
σε καμιά παραλία . . .
Τι θες και φεύγεις μακριά
και πας στην Αυστραλία;»


ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ

Αποσύνθεση μύριζε η Ελλάδα
κι είχε χρώμα χλομό και ζαλάδα.
Με το δράμα της κάνανε γούστο
οι οπαδοί της 4ης Αυγούστου.

Μα σαν έφτασε κρίσιμη ώρα
και φασίστες θελήσαν τη χώρα,
να την δέσουν σφιχτά στην απόχη,
όλοι οι Έλληνες φώναξαν ΟΧΙ.

Στη μητέρα τους δώσανε θάρρος,
δεν αφήσαν να σβήσει ο φάρος.
Της φωνάξαν: «κουράγιο κι αγάντα»,
μιαν αυγή βροχερή του Σαράντα.

Σαν φωτιά ζωντανεύει η Χώρα,
ο λαός στο λαό λέει προχώρα
και τον κόσμο ξυπνά πέρα ως πέρα
των Ελλήνων τ’ αθάνατο ‘’ΑΕΡΑ’’.


Κ Α Τ Ο Χ Ι Κ Α

Πολλοί με σοβαρότητα ρωτούνε και με ύφος·
γιατί, ενώ οι Έλληνες διακρίνονται για ήθος,
στην Κατοχή χωρίσανε και γίναν τρεις φατρίες;
Θα δώσω εγώ απάντηση σ’ αυτές τις απορίες.

Όπως το παραδέχεται κι η ελληνική Ιστορία,
διαβρωμένοι ήμασαν απ’ τη Δικτατορία.
Γι’ αυτό, σαν ήρθε κατοχή και βρήκαν ευκαιρία
διάφοροι αετονύχηδες μας χώρισαν στα τρία.

Αντί να μας ενώσουνε, μας έκαναν κομμάτια.
Να βγάλει ο ένας πάσχιζε του αλλουνού τα μάτια.
Εχθροί και φίλοι χαίρονταν και σβάστικα και στέμμα
και τις χαρές τους πλήρωνε η Πατρίδα μας με αίμα.

Άλλοι από πατριωτισμό κι άλλοι από συμφέρον
κι άλλοι γιατί δεν είχανε κανένα ενδιαφέρον,
οι Έλληνες χωρίστηκαν και γίνανε σμπαράλια
για αλλονών συμφέροντα και για δικά τους χάλια.

Σαν μπήκανε οι Γερμανοί και πήραν την Ελλάδα
κάθ’ Έλληνας ξεχώρισε σε χωριστή ομάδα.
Η κάθε μια ‘ποτέλεσε ξεχωριστή φατρία
κι η κάθε μία έγραψε δική της Ιστορία.

Η πρώτη πάνω στα βουνά για λευτεριά εβγήκε.
Η δεύτερη στων Γερμανών τη δούλεψη εμπήκε.
Η τρίτη έμεινε αργή κι έκανε το κορόιδο,
όπως συνήθως γίνεται και γίνοντ’ όλα ρόιδο.

Η πρώτη σκλάβους άνδρωνε με όπλα και με άσματα,
ενώ η άλλ’ επάνδρωνε κτελεστικά αποσπάσματα.
Η τρίτη έτρεχε να δει πώς κάνουν εκτελέσεις
και γύριζε αδιάφορη στο σπίτι, στις ανέσεις.

Η πρώτη μες στην Κατοχή μ’ Άγγλους συμπολεμούσε
και πριν χτυπήσει τον εχθρό το Κάιρο ρωτούσε.
Η δεύτερη τους Γερμανούς νυχθημερόν φρουρούσε
κι όσους Εγγλέζους έπιαναν αυτή τους τυραννούσε.


Η τρίτη ούτε ήξερε, ούτ’ ήθελε να μάθει
το δράμα της Πατρίδας της, μήπως και κάτι πάθει.
Δεν ήξερε ποιον ήθελε και ποιόνα συμπαθούσε
ή μάλλον όλα τά ‘ξερε και όλα τ’ αγνοούσε.

Η πρώτη, που υπέφερε στα χιόνια και στα κρύα,
‘πτη δεύτερη εστάλθηκε στο τέλος εξορία.
Την τρίτη ο κόσμος ρώτησε, για να του πει τι τρέχει
κι αυτή μισοκοιμάμενη τού ‘πε πως «πέρα βρέχει».

Σαν ελευθερωθήκαμε κι οι Σύμμαχοι γυρίσαν,
εχθροί και φίλοι τά ‘χασαν και όλοι απορήσαν,
όταν τους συμπολεμιστές οι Άγγλοι φυλακίσαν
κι αυτούς που τους βασάνιζαν παρασημοφορήσαν.

Επίσης, όλοι ξέρουμε χωρίς αμφιβολία,
τους πρώτους που πολέμησαν για την ελευθερία,
οι δεύτεροι τους δίκασαν για ‘’γερμανοφιλία’’,
ενώ οι τρίτοι έβλεπαν με αδιαφορία.

Όσ’ είχαν την Ελλάδα μας στην Κατοχή τσιφλίκι
και κράταγαν της Γκεσταμπό φασιστικό καμτσίκι,
κοντολογίς γενήκανε αφέντες μ’ ασικλίκι
και στην απελευθέρωση πουλούσαν νταϊλίκι.

Η υπόθεση μπερδεύτηκε και άκρη πια δεν έχει,
ποιος φταίει για το μπέρδεμα κανένας δεν κατέχει.
Παρ’ ότι όλοι το ξέρουμε, κανένας δεν το λέει,
τι έπαθε η Πατρίδα μας ‘πτους δεύτερους και κλαίει.

Παρ’ όλους τους αγώνες μας κι όλες τις φασαρίες,
στο τέλος καταλήξαμε με δύο Ιστορίες.
Η αληθινή που έγινε κι άγραφτη απομένει
κι η άλλη που δεν έγινε κι είναι παντού γραμμένη.

Τον κόσμο εξαφνιάσαμε μ’ αυτό το ρεζιλίκι.
Χρόνια μαζί μας θα γελά το παρδαλό κατσίκι.






       Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΦΙΛΙΑ

Τι κι αν αλλάξαν οι καιροί,
τι κι αν περάσαν χρόνια;
Οι φίλοι πάντα οι παιδικοί
ζουν στις καρδιές αιώνια.

Όσο κι αν είναι μακριά,
πελάγη αν τους χωρίζουν,
τα χρόνια τους τα παιδικά
φιλία αγνή θυμίζουν.

Τι κι αν το χιόνι έφτασε,
λύγισε το κορμί τους;
Η αγάπη στέκει αγέραστη
ως τη στερνή πνοή τους.

* * * *


(Το ποίημα που ακολουθεί είναι γραμμένο σε Κιτριώτικη γλώσσα, στη γλώσσα του χωριού μου και απευθύνεται στον αγαπητό μου φίλο Κώστα Πανταζή. Θίγει με τον τρόπο του τη νοοτροπία και τις συνήθειες των συγχωριανών μας παλιότερης εποχής και ξαναφέρνει στη μνήμη μας τα παιδικά μας χρόνια).



Θ Υ Μ Α Σ Α Ι

Θυμάσαι όταν ήμασταν μικροί,
χωρίς έγνοια μια στάλα,
στο μαχαλά γυρίζαμε
με τα παιδιά τα άλλα;

Στη θάλασσα πηγαίναμε
στο γάιδαρο καβάλα
κι απ’ το μαντρί επαίρναμε
στο γυρισμό το γάλα;

Στις καλαμιές, στα οργώματα
τρέχαμε για να πάμε
σε διαλεγμένες αγκορτσιές
αγριόγκορτσα να φάμε;

Σε σούδες κατεβαίναμε,
σε ρέματα, μπαΐρια,
να μάσουμε βατσνόμαρα,
να πιάσουμε τσιντζίρια.

Στο σπίτι μας αφήνανε
και μεις αλλού γυρίζαμε.
Μα όταν μας μαλώνανε,
αμέσως απαντούσαμε:

«Μπα, εγώ; δεν πήγα πουθενά.»
Στα ψέματα ατσίδες
κι ας ήταν τα σκουφούνια μας
γιομάτα ακολτσίδες.

Στις αχυρώνες παίζαμε,
πίσω στις αποθήκες
κι είτε αγκάθι πατούσαμε
ή μας τσιμπούσαν σφήκες.

Αν ποτέ κάτι χάναμε,
με μάτι γλαρωμένο,
ώρες στο χώμα ψάχναμε
να βρούμε το χαμένο.

Μάλιστα, μουρμουρίζαμε
μικρό τραγούδι τόσο:
«Βρες το, βρες το διάβολε
κι εσένα θα στο δώσω.»

Για ψώνια επηγαίναμε,
στο δρόμο όμως ξεχνούσαμε.
Ή άλλ’ αντ’ άλλων φέρναμε
η κλαίγοντας γυρνούσαμε.

Στο μύλο όταν μας στέλνανε,
στης Πάλιανης τη σούδα,
ψωμί, τυρί μας έδινε
η γριά η μανιά η Μαρούδα.

Στ’ αλευρωμένα τα σακιά
γινόμασταν μαντάρα
και βλέπαμε τους πόντιους
πώς ‘’έχτιζαν τσιγάρα’’.

Είχαν τσαρούχια γελαδνά,
κοκαλιασμένα ‘’βούδια’’.
Μιλούσανε πολιτικά
και άλεθαν ‘’λαζούδια’’.

‘’Σην άλλην την κυβέρνησην
είχαν τρανόν ελπίδα’’
και πάντα όλοι κάπνιζαν
τσιγάρο φημερίδα.

Σχισμένοι κι όλα φαίνονταν
στους ώμους τους τα βάτα,
τσουβάλι στο καπέλο τους,
καινούργια όμως γραβάτα.

Οι αγνώνες και τα γόνατα
όλα κατασχισμένα
με παρδαλά μπαλώματα
ήτανε μπαλωμένα.

Τριών τετάρτων παντελόνι
με το λινάρι ζωμένο,
μαντίλι όμως στο λαιμό
αφράτο είχαν δεμένο.

Θυμάσαι, όλοι στο σχολειό
πώς έρχονταν με τάξη;
Σα νά ‘ταν αγριόσκυλα
που είχανε λυσσάξει.

Άλλοι στον κόρφο είχαν ψωμί,
κότσια, καλιακδαρούδια
κι άλλοι στο δρόμο μάλωναν
με τα Καβακλιωτούδια.

Οι δάσκαλοι καθημερνώς
βέργες δυο-τρεις αλλάζαν,
γιατί στων άξιων μαθητών
τις κεφαλές τις σπάζαν.

Όταν πηγαίναμε εκδρομή
στα κοντινά δασάκια
όλοι είχαμε ψωμί, τυρί,
ούρδα και κρεμμυδάκια.

Κι άλλοι το φίτσιο έπαιζαν
και άλλοι τα σκαμνάκια,
άλλοι πηδούσαν κάτσικες
ή έπαιζαν σκλαβάκια.


Αργά τα ψυχοσάββατα
σαν έγερνε το δείλι,
θείτσες και γριές μας έδιναν
κόλλυβα στο μαντίλι.

Στην ηλικία του σχολειού
μιλούσαμε για κλάσματα
και κάτι πιο προχωρημένοι
μιλούσαν για φαντάσματα.

Θυμάσαι, τι πολιτισμός,
τι ήθη και εθίματα,
τι ανώτερος αλτρουισμός,
τι ευγενικά αισθήματα

επικρατούσαν πάντοτε
μέσα στους χωριανούς μας;
Και τότε που τα σκεφτόμασταν
δεν τα χωρούσε ο νους μας.

Τι λογικά και ήρεμα
πάντοτε συζητούσαν.
Η κοντοκλίμι έπαιρναν
ή με δικράνι ορμούσαν.

Αμέσως, για το τίποτα
χωρίζαν σε μπουλούκια
κι άλλοι τις ξιάλες άρπαζαν
και άλλοι τα παλούκια.

Σε κάθε τους εκδήλωση
τηρούσαν τα εθίματα
και δίναν συμπεριφοράς
στους νιότερους μαθήματα.

Σε γάμο όσοι πήγαιναν
χωρίς να τους καλέσουν,
αμέσως τους αλεύρωναν
και όξω τους πετούσαν.

Η νύφη να φάει δεν έπρεπε
στου γάμου της τη μέρα
κι ο πεθερός τη φώναζε
από έθιμο ‘’χολέρα’’.

Στους γάμους και στις βάφτισες
για δυο ψωροκουφέτα
στης εκκλησιάς το πάτωμα
σπρωχνόμασταν αβέρτα.

Κι αν ήταν νούνος πλούσιος
με ολόγιομες αμπάρες
μες στα κουφέτα έβαζε
δυο-τρεις τρύπιες δεκάρες.

Και στα βαφτίσια τρέχαμε
το όνομα να πάμε,
δραχμή για να μας δώσουνε,
σταφίδες για να φάμε.

Τι χαρά, τι νταβατούρι,
τρέχαμε ξυπολταριό,
όταν έρχονταν μαϊμούνι
ή αρκούδα στο χωριό.

Τι πανόραμα, τι θαύμα
όξω απ’ το μαγαζί
αρκουδιάρης και αρκούδα
να χορεύουνε μαζί!

Τα παιδιά με περηφάνια
λέγανε στους χορευτήδες:
«Έλα και στ’ν αυλή μας μπάρμα,
έχουμε και τσιγαρίδες.»

Τι απόλαυση να βλέπεις
το μαϊμούνι πάνω στο ξύλο,
χίλια κόλπα να σου κάνει
μ’ ευχαρίστηση και ζήλο.

«Κάνε τα κορίτσια Μάρω
πώς τη βάζουνε την πούντρα;
Κάνε πώς τσακίζει η μπάμπω
ψείρες στου παππού την κούτρα;

Πώς το κλέβουν οι μπεκρήδες
το κρασί απ’ τα βαρέλια . . .;
Ο αγροφύλακας πώς βλέπει
με τόση τεμπελιά τ’ αμπέλια;»

Κι αλλού έβλεπες αρκούδα
μες στο σπίτι να γυρίζει,
έτσι, για το χαϊρλίτκο
τα κακά να εξανεμίζει.

Τάζανε πολλά στο γύφτο,
η αρκούδα να θελήσει,
κάποιον άρρωστο που είχαν
στην αυλή να τον πατήσει.

Δίναν μπόλικο σιτάρι
κι ας γουργούριζε η κοιλιά
αρκουδότριχες να πάρουν,
για να φκιάσουν χαμαϊλιά.

Τα χρόνια εκείνα ο άρρωστος
φάρμακο δεν ζητούσε
ή ο παπάς τον διάβαζε
ή αρκούδα τον πατούσε.

Ή σάλωμα τον έριχναν,
ή τον ξετριουρνούσαν,
άλλοτε τον τλιγάδιαζαν
ή κάρβουνα τον σβούσαν.

Ανάλογα την πάθηση
η συνταγή ήταν άλλη.
Μόνο αν τον πονούσε η ‘’ψκη’’
τον έριχναν το τσκάλι.

Θυμάσαι, όταν καλόγεροι
ερχόταν με μουλάρια
κι αδιάζαν με τον τρόπο τους
των χωριανών τ’ αμπάρια;

Με πρόσωπα παράξενα,
μ’ ένα σκουφί στην κόμη
με κάτι γένια πού ‘μοιαζαν
ξεπαγιασμένη βρώμη;

Γύριζαν όλο το χωριό
μια κάτω μια επάνω
και έκαναν το φουκαρά
τον Άγιο τους ζητιάνο.

Ο κόσμος τάχα με χαρά
το γούμενο υποδέχεται.
«Πω – πω», από μέσα του έλεγε,
«πάλι ο Άγιος έρχεται».

Ο γύφτος με το μάιμονα
κι ο Άγιος με εικόνα,
κρατούσανε τους χωρικούς
πίσω ένα αιώνα.

Θυμάσαι, όταν ντυθήκαμε
φουστάνια; Βρε τι χάλια!
Και πήγαμε κάποια χρονιά
μαζί στα καρναβάλια;

Στις πέτρες του καμπαναριού
γέλια κι οχλαγωγία,
όταν μιλούσαν ‘’ειδικοί’’
για φανταγμολογία;

Θυμάσαι, όταν στον καφενέ
του Χρήστου ένα βράδυ
απ’ όξω ήμασταν πολλοί
και μέσα στο σκοτάδι

αργοχτυπούσε η ζυγαριά
στο πάτωμα αφημένη
κι όλοι ρωτούσανε σιγά,
τι τάχα να συμβαίνει;

Την απορία έλυσε
κάποιος και είπε αντρίκια:
«Περνούν απ’ την επιλογή
του Χρήστου τα ποντίκια.»

Τι ψέματα, τι μορφασμοί,
τι τερατολογία . . .
Όλα φαιδρά μας φαίνονταν
κι όλα για κωμωδία.

Αλλάξαν όμως οι καιροί
κι ήρθανε χρόνια άλλα·
και ψάχνουμε με το κερί
για ξεγνοιασιά μια στάλα.


ΣΤΟΥΣ  ΠΕΣΟΝΤΕΣ

Εσείς που μας χαρίσατε της λευτεριάς το δώρο,
ευγνωμοσύνης δώρο
δεχτείτε κι από μας.

Μακριά απ’ τα ξένα στέλνουμε φτωχό ένα στεφάνι,
που ήρωες δεν φτάνει
να στέψει σαν και Σας.

Κομμένα απ’ τις ψυχές μας είν’ όλα του τα λουλούδια,
με λευτεριάς τραγούδια
το πλέξαμε για Σας.

Ευλαβικά τ’ αφήνουμε στου τάφου Σας την άκρη,
μαζί με ένα δάκρυ
καυτό της ξενιτιάς.

Στην άγια Σας θυσία ύμνους λένε τα χείλη,
καίει στην  καρδιά καντήλι
ακοίμητο για Σας.

Η δόξα Σας θα φέγγει στο πέρασμα του χρόνου
Λεβέντες του Σβορώνου,
που πέσατε για μας.


         ΣΤΟ  ΦΙΛΟ  ΠΟΥ  ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Πως θά ‘ρθει να με δει μού ‘πε ένας φίλος
εδώ στη μακρινή την ξενιτιά
κι αστέρωσε ο ουρανός με μιας ο οργίλος
και σκόρπισε του ωκεανού την καταχνιά.

Συθέμελα σπαρτάρισε η ψυχή μου
κι είδε τον Όλυμπο, τα Τρίκαλα, τα Γιάννενα κοντά.
Η ελπίδα μου φτερούγισε μαζί με την ευχή μου
κι ακράτητες τώρα διαβαίνουν θάλασσες, κάμπους και βουνά.

Δεν τις μαλώνω τις τρελές που παραφέρνουν
και σαν παιδούλες τα παλιά γλυκοφιλούν.
Αόρατες τους φίλους γυροφέρνουν
και μ’ αναμνήσεις και καημούς παιζογελούν.

Αυτές οι άμυαλες μας δώσανε ζωντάνια
και μας ψυχώνουν μες στις μπόρες, στο βοριά.
Αυτές μας οδηγούν σ’ απάνεμα λιμάνια
κι ανάλαφρη τη μοίρα μας την κάνουν τη βαριά.

Ο χρόνος που τα πάντα μεταβάλλει,
νικήθηκε εδώ στην ξενιτιά.
Δεν μπόρεσε με την καρδιά μας να τα βάλει
κι η πιο πικρή του αστοχίζει σαϊτιά.

Ό,τι έκλεισε στο είναι του ο καθένας,
απ’ την πατρίδα όταν άνοιγε πανιά,
της ξένης γης δεν το ξεθώριασε ο αγέρας
κι ούτε το κρύωσε η ξένη παγωνιά.

Στη σπίθα αυτή, που σαν ακοίμητο καντήλι
τα βήματά μας οδηγεί στη σκοτεινιά
αντιφεγγίζουν γίγαντες οι γνήσιοι φίλοι
και διώχνουν μακριά τη λησμονιά.

Τέτοιο ένα φίλο καρτερώ κι εγώ να έρθει
και μέρα νύχτα προς τα πέλαγα θωρώ . . .
Μα η Κλωθώ αλλιώς τα νήματά της γνέθει
κι αλί . . . το έπνιξε το όνειρο θαρρώ.

Γι’ αλλού του γύρισε ζηλόφθονα την πλώρη
κι ενάντια τον πάει σ’ άλλο γιαλό.
Θεέ μου, στο δρόμο του μην συναντήσει ξεροβόρι
κι όλα ας του βγούνε, όπως θέλει, σε καλό.

Εγώ, όπως πάντα, με ελπίδα θ’ αγναντεύω
το πέλαγος μακριά το αντικρινό.
Μορφές που δε θα σβήσουν θα γυρεύω.
Ποιος ξέρει; Μπορεί το όνειρο να βγει αληθινό.




         (Το ποίημα αυτό γράφτηκε για το φίλο και συμπατριώτη μου Θεόδωρο Σιδηρόπουλο, όταν έγινε Δήμαρχος του Collingwood το 1978. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε πεθάνει η μητέρα του στην Ελλάδα και μερικά χρόνια πριν ο πατέρας του. Έτσι, την εποχή της ανάδειξης του παιδιού τους δεν βρίσκονταν στη ζωή για να μάθουν τη χαρμόσυνη είδηση της επιτυχίας του.
Είχε σα σκοπό, να κοινοποιήσει το σπουδαίο γεγονός στην Ελλάδα και να πάει, αν ήταν δυνατό, το χαρμόσυνο μήνυμα μέχρι τους ίσκιους των φευγάτων απ’ τη ζωή γονιών).


Τ Ο   Μ Η Ν Η Μ Α

Στεφάνι ας γενεί το μήνυμα ‘π’ αμάραντα λουλούδια
κι ανάλαφρο ας το πάρουνε της ξενιτιάς τραγούδια,
με το γλυκοξημέρωμα, με της αυγής αχτίδα.
Περήφανα τους δυο σταυρούς στη μακρινή Πατρίδα
μ’ αυτό ας στεφανώσουνε μιας Πασχαλιάς ημέρα.
Ν’ αναγαλιάσουν οι ψυχές της Μάνας, του Πατέρα,
που το παιδί τους τίμησε στα μακρινά τα ξένα
τ’ όνομα της Ελλάδας μας, σωστή Ελλήνων γέννα.

Κι από τη λάμψη των σταυρών, ‘π’ τ’ ανάλαφρο το μνήμα,
στων Πιερίων τις πλαγιές, στης θάλασσας το κύμα,
ας ακουστεί το μήνυμα με των πουλιών το στόμα.
Για να το πάρει ο Όλυμπος, που αγέροχος ακόμα
κρατά αδέκαστος κριτής του Δία τη ρομφαία
και με τη δίκαια του φωνή να το βροντοφωνάει,
για ν’ ακουστεί στα πέρατα, ‘π’ τον Έβρο ως το Μαλέα:
«Αυτούς που η Ελλάδα ξέχασε η ξενιτιά τιμάει.»


ΣΤΟ ΝΕΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗ

Σε είδα να γυρίζεις μοναχός σου
στα τρίστρατα μιας ξένης πολιτείας.
Η θλίψη και ο πόνος ο δικός σου,
προοίμιο δικής μου ιστορίας.

Η καρδιά μου εσπαρτάρησε στα στήθια.
Σε ένιωσα, σε πόνεσα στ’ αλήθεια.
Κύλησε ένα δάκρυ μου στο μάγουλό μου,
σαν θυμήθηκα κι εγώ το παρελθόν μου.

Ο πόνος σου με δύναμη με τράβηξε κοντά σου,
για να ζεστάνει η καρδιά μου την καρδιά σου.
Θερμή σου έστειλα με τη ματιά μου μια αχτίδα
σαν ένιωσα πως έχεις την πατρίδα μου πατρίδα.


Σ Τ Ο Ν   Η Λ Ι Ο

Ήλιε μ’, γιε του Περίονα με τα ξανθά σου τ’ άτια,
που περπατάς περήφανα στου ουρανού το θόλο,
πάν’ στη χρυσή σου άμαξα, στ’ αστραφτερό θρονί σου.
Σήμερα βιάσε τ’ άλογα, λευτέρωσε τα γκέμια.
Κράτα σφιχτά το καμουτσί και χτύπα στα καπούλια,
σαν πάρεις τον κατήφορο στης γύρας σου τον κύκλο.
Και σα θα φτάσεις Ήλιε μου στη χώρα των γονιών σου,
συγκράτησε τα άλογα, τράβα τα χαλινάρια.
Εκεί σιγοπερπάτησε, κατέβα απ’ το θρονί σου.
Πάρε δαυλό απ’ το χέρι της, πύρα απ’ τη φωτιά της,
νά ‘χεις διπλάσια δύναμη όταν γυρίσεις πίσω.
Να ξεπροβάλεις την αυγή, όλος φωτιά γιομάτος,
με δύναμη αλλιώτικη, με λάμψη όλο ζωντάνια..
Και σα θα βγεις κατάκορφα αντάμα με τη μέρα,
σκίσε Ήλιε μ’ την καταχνιά, σκόρπισε τη θολούρα,
τα σύννεφα ξεδιάλυνε και στα ουράνια λάμψε.
Να ζεσταθούν τα σύμπαντα κι η ξενιτιά η κρύα,
να ζεσταθεί η καρδούλα μου που είναι παγωμένη.
Κατέβα Ήλιε μ’ χαμηλά, ζέστανε τα φτερά μου,
δυνάμωσε τα μπράτσα μου, άνδρειωσε το κορμί μου.
Να τεντωθούν τα νεύρα μου, να παίξουν τα πλατούρια,
ν’ ανάψουνε τα αίματα, να πυρωθεί η ανάσα.
Βάλε φωτιά στα στήθια μου, κουράγιο στην καρδιά μου,
να ξανοιχτώ μεσούρανα, να  ανεβώ κοντά σου.
Ν’ αφήσω το χαμήλωμα, του κάμπου τα ισάδια,
του ξένου βάλτου τα νερά, της ξένης γης τα χνώτα.
Μαζί με τ’ άλλα τα πουλιά, που τώρα κείθε φεύγουν,
να πάρω τον ανήφορο, του γυρισμού τη στράτα,
σαν τον πετρίτη γερανό, τον πελαργό τον άσπρο.

Θέλω μαζί σου Ήλιε μου τον ουρανό να σκίσω,
τ’ αγριωπά τα πέλαγα μαζί σου να περάσω.
Ν’ αφήσω πίσω θάλασσες κι ωκεανών θολούρες.
Ν’ αφήσω μαύρα σύννεφα, γιομάτα καταφρόνια.
Κι όπως θα είμαι δίπλα σου, μέσα στην αγκαλιά σου
κι όταν αγνάντια θά ‘χουμε του Δία τα παλάτια
και έρχονται αστραφτερές του Παρθενώνα οι λάμψεις,
συγκράτησε το βήμα σου και πιο σιγά περπάτα.
Θέλω να δω από ψηλά, απ’ τ’ ουρανού τα ύψη
του κόσμου τα σταυρώματα και της ζωής τη φλέβα.
Να δω το γερο Όλυμπο, να δω Θεούς και Μούσες,
να δω πηγές π’ ανάβληζαν άγιο νερό της γνώσης.

Κι αν τα πελάγη Ήλιε μου μαζί σου τα περάσω
κι αν σε αιθέρες κι ουρανούς γνώριμους ξαναφτάσω,
τότε θα σείσω τα φτερά, θα ρίξω απ’ τις φτερούγες
του βάλτου πικροκαταχνιές, της ξένης γης τις πάχνες.
Θα πάρουν φως τα μάτια μου, το βλέμμα μου θα στράψει,
θα σφίξουν οι κλειδώσεις μου, τα κόκαλα θα δέσουν.
Τότε συ τράβα στο καλό, στη μάνα σου τη Δύση
κι άσε με εμένα μοναχό ψηλά να γυροφέρνω
σε ασημένιο ουρανό να διπλοφτερουγίζω
ως να γεμίσει η ψυχή ζωή, γνώση, ζωντάνια.
Να δω τι είχα κι έχασα, να δω σαν τι μου λείπει.

Κι αφού χορτάσω από ψηλά του τόπου μου τις χάρες,
πιο χαμηλά θα κατεβώ, καλύτερα να βλέπω.
Να ξαναδούν τα μάτια μου γαλάζια ακρογιάλια,
ακτές δαντελοστόλιστες, νησιά διαμαντοβράχια.
Να δω βουνά δασόραχα, βουνά πετροσπαρμένα.
Να δω στων λόφων τις πλαγιές ξέγνοιαστα ξαπλωμένα
χωριά μικρά κι ολόασπρα, σκόρπια μαργαριτάρια.
Να αγναντεύουν το γιαλό, τον Πλάστη να υμνούνε.
Να χαίρονται την ξαστεριά, το χρόνο ν’ αψηφούνε.
Στους ποταμούς να νίβονται, στα γκρέμια να σκαλώνουν.
Νά ‘χουν γυαλί το πέλαγος και χτένι τις χαράδρες.
Εκεί να καθρεφτίζονται κάθε πρωί και δείλι.
Να παίζουν με τα σύννεφα, να ντύνονται με χιόνια.
Να πλέκουν μ’ αγριολούλουδα στεφάνια τιμημένα,
τη Δόξα και την Αντρειά μ’ αυτά να στεφανώνουν.
Να δω το κύμα τ’ απαλό, τ’ αφροστεφανωμένο,
να μουρμουρίζει ξέγνοιαστο τραγούδι μυρωμένο,
καθώς θα πλένει αρμυρό των βότσαλων τα πόδια.

Οξιές και μαύρα έλατα ν’ αλαφροπλησιάσω.
Να γίνω αγνώριστο πουλί, μικρό ένα γεράκι.
Ψηλά να κάτσω στις κορφές, στα φουντωτά κλωνιά τους,
καθώς θα σιγοτραγουδούν, ν’ ακούσω το σκοπό τους.
Να μάθω το παράπονο και τον πικρό καημό τους.
Πώς κουβεντιάζουν την αυγή, το δειλινό τι λένε.
Πώς συζητούν αδιάκοπα με το Βοριά αντάμα.
Να μάθω τάχα σαν τι λεν, που τ’ άφησα έτσι έρμα.

Εκεί να σκούξω Ήλιε μου πως σκούζουνε κι εκείνα.
Ν’ αντιβουίξει ο πόνος μου στων φαραγγιών τα πλάγια.
Ν’ αφήσω στις χαράδρες τους να ξεχυθεί ο καημός μου,
που χρόνια τρώει αβάσταχτος τα δόλια σωθικά μου.
Και σα λαφρώσει η καρδιά και λαγαρίσει η σκέψη,
ψυχή να πάρω απ’ τ’ άψυχα, κουράγιο από τα βράχια.
Να κατεβώ στην άγια γη, το χώμα να φιλήσω.
Να πάρω λίγο αγιόχωμα να ρίξω στο κεφάλι
και της ζωής μου την κλωστή να ξαναδέσω πάλι.

Να γίνω Ήλιε μ’ στραυραϊτός, πέρδικα, χελιδόνι.
Να πάω να πιω κρύο νερό, μ’ αγρίμια να μιλήσω.
Να κατεβώ στις ρεματιές, να δω πώς ζει τ’ αρκούδι,
πώς βγάζει ρίζες το καπρί, πώς τρώει βελανίδι.
Ψηλά να βγω στα κράκουρα, στων όρνιων τα λιμέρια,
να δω σαν πού κουρνιάζουνε, πού έχουν τις φωλιές τους.
Να δω ζαρκάδια από ψηλά να παίζουνε στη χλόη.
Να δω λαγό τρεμόκαρδο τον ίσκιο του πώς τρέμει.
Με το πετροχελίδονο να παίξω μες στα γκρέμια
κι απ’ τ’ αψηλό το φρύδι τους τους κάμπους ν’ αγναντέψω.
Να δω αγριοπερίστερο να βόσκει μες στ’ αμπέλια,
να δω στη στρούγκα αρμεχτές και λιχνιστές στ’ αλώνια.
Να δω τον ίσκιο του βουνού στο σπάσιμο της μέρας,
να ξεμακραίνει αδιάκοπα, στο κύμα να βουτάει.

Και σα θά ‘ρθει τ’ απόβραδο και πας Ήλιε μ’ στο στρώμα,
γλυκόηχο, νοσταλγικό να φτάνει της φλογέρας
το ξωτικό αντιβούισμα ολόγυρα απ’ τις στάνες.
Σμιχτό με τα βελάσματα, της στρούγκας χαροκόπι,
νά ‘ρχεται σκύλων γαύγισμα και τσοπανιών τραγούδι.
Τότε να βγω στα τρίκορφα, στις μυτερές κοτρώνες,
ν’ αφουγκραστώ στις ρεματιές πώς κλαίει η κουκουβάγια,
για το χαμό μου πώς θρηνεί που χάθηκα στα ξένα.
Και μια φωνή απ’ τα σωθηκά από κει ψηλά να βγάλω,
ν’ αντιβουίξουν λαγκαδιές, πετροπλαγιές και δάσια.,
για να μ’ ακούσουν τα πουλιά, τα έλατα, τ’ αγρίμια
πως γύρισα στον τόπο μου κι είμαι ξανά κοντά τους.
Να ξεθολώσουν τα νερά, πηγές να λαγαρίσουν,
να ξαστερώσει ο ουρανός, να ξαναβγεί η πούλια,
να πάψει και το κλάμα της η δόλια η κουκουβάγια.

Να βγω μετά κατάκορφα σ’ άγριων βουνών τα βράχια
μονάχος μες στη σιγαλιά ν’ ακούσω τους παλμούς τους.
Το καρδιοχτύπι να αισθανθώ αθάνατων προγόνων.
Και μες στην  ξάστερη νυχτιά, στου φεγγαριού το δίσκο
να δω να στράφτουν δόρατα και περικεφαλαίες
τιτανομάχων πού ‘φυγαν κι αθάνατοι απομείναν.
Ν’ ακούσω λιανοντούφεκα, κλέφτικα καριοφίλια,
κλεφτών λεβέντικες ψυχές τη λευτεριά να υμνούνε.
Μες στα φυλλοθροΐσματα στου άνεμου την αύρα
ν’ ακούσω το περπάτημα παιδιών του Εικοσιένα,
νά ‘ρχονται πέρα απ’ τη Γραβιά, ‘πτο έρμο Μεσολόγγι,
των Δολιανών λεβεντουριά, δόξες της Αλαμάνας.
Πέρ’ από την Αράχωβα, απ’ τα Ψαρά, απ’ το Σούλι.
Απ’ το Μανιάκι νά ‘ρχονται αετοί του Παπαφλέσσα
και να μου λεν πώς νίκησαν οι αθάνατοι το χάρο.
Να δω το γερο-γούμενο με το δαυλί στο χέρι,
να μάθω πώς τραγούδαγε τη λευτεριά ο Διάκος.

Κι όταν η λάγνη η νυχτιά με το βουνό θα σμίγει,
τότε να κατεβώ κι εγώ, να πάω στους δικούς μου.
Να πάω να δω ποιοι πέθαναν και πόσοι ζουν ακόμα.
Να δω σαν πόσος μού ‘μεινε κι εμέ χρόνος να ζήσω.




          Τ Ο    Π Ο Τ Α Μ Α Κ Ι

Πόσο μοιάζεις ποταμάκι με την πρόσκαιρη τη φήμη!
Στα φουσκωμένα σας νερά, όπως εσύ κι εκείνη
κρατάτε πράγματα ελαφρά και τα χοροπηδάτε
και τα βαριά τα πνίγετε και στο βυθό τα πάτε.

Πόσο μοιάζεις ποταμάκι μ’ αρετή πραγματική,
που φωλιάζει μες στη γνώση, στην καρδιά, στη λογική!
Όσο πιο βαθιά έχεις κοίτη και βαθιά είν’ τα νερά,
τόσο αθόρυβα διαβαίνεις από κάμπους και χωριά.

Πόσο μοιάζεις ποταμάκι με τα τόσα τα βιβλία!
Το καθένα χρόνια τώρα προσπαθεί να μας φωτίσει.
Και συ χρόνια τα νερά σου με μεγάλη ευκολία
μες στη θάλασσα τα ρίχνεις, μα αυτή πού να γεμίσει;




          Ο Ι    Ζ Η Τ Ι Α Ν Ο Ι

Δυο ζητιάνοι καθισμένοι
όλη μέρα στη γωνιά,
στο λιοπύρι οι καημένοι,
στη βροχή, στην παγωνιά.

Με τα χέρια απλωμένα,
τους διαβάτες που περνούν,
«κάτι δώστε και σε μένα»
και οι δυο παρακαλούν.

‘δω. χειμώνα – καλοκαίρι,
τους θυμάμαι από παιδί,
κατεβαίναν χέρι-χέρι,
ακουμπώντας στο ραβδί.

Τότε είχαν μαύρα γένια
και κατάμαυρα μαλλιά.
Μα τους άσπρισε η έννοια
και του πόνου η αντηλιά.

΄δω, στο ίδιο σταυροδρόμι
έρχονται κάθε πρωί
κι η πλατεία και οι δρόμοι
μένουν πάντα σκυθρωποί.

Σήμερα όμως η πλατεία
έχει λαμπροστολιστεί.
Μέγαρα και κυβερνεία
όλα έχουν φωτιστεί.

Κόσμος γύρω μαζεμένος
στους επίσημους χαζεύει
ή μια θέση εσπευσμένως
ο καθείς να βρει γυρεύει.

Μες στη μέση οι δεσποτάδες
αναπέμπουν προσευχές
και χοροί από παπάδες
ψέλνουνε γι’ αυτούς ευχές.



Στις εξέδρες όπου στήσαν,
ν’ ανεβούν πολλοί παλεύουν
κι ό,τι άλλοι κατακτήσαν,
τώρα ετούτοι τους το κλέβουν.

Οι τρουμπέτες παιανίζουν
εμβατήρια κι αυτές
 και σημαίες κυματίζουν
σ’ όλες τις περιοχές.

Τίποτ’ απ’ αυτά δεν βλέπει
ο τυφλός στη σκοτεινιά.
Μόν’ ρωτάει: «εκεί του πρέπει
νά ‘ναι τώρα στη γωνιά»;

Άθελά του η σκέψη τρέχει
στην Κλεισούρας τα στενά
κι η ψυχή του δεν αντέχει,
κομματιάζεται ξανά.

Φανταράκι τότε, νέος,
ασυλλόγιστα ορμούσε
κι έκαμε κι αυτός το χρέος,
πως το Έθνος απαιτούσε.

Με το φίλο του αντάμα
φώναζαν κι οι δυο ‘’ΑΕΡΑ’’
κι έκαμαν μαζί το θαύμα
του ‘’Σαράντα’’ κάποια μέρα.

Κάνανε στο Γερακίνι
την πατρίδα τους να ζει.
Κι από τη στιγμή εκείνη
ζητιανεύουνε μαζί.

Με το όπλο εις την χείραν
όρμησαν πρώτοι στους πρώτους
και το ύψωμα το πήραν
και το έκαμαν δικό τους.

Στη φωτιά, μέσα στη μάχη,
τον εχθρό τον αψηφήσαν,
σκαρφαλώσανε στη ράχη
και κει τη σημαία στήσαν.

Όμως, στον αχό, στην πάλη,
μες στην άγρια χαρά,
χτυπηθήκαν στο κεφάλι
και τους βρήκε συμφορά.

Στην επίθεση εκείνη
ο ένας έχασε το φως του.
Και ο άλλος έχει μείνει
σ’ άλλον κόσμο, μοναχός του.

Του τυφλού η καρδιά ραγίζει,
καθώς σάλπιγγες σαλπίζουν.
Νιώθει κάτι ν’ ανεμίζει
και τα μάτια του δακρύζουν.

Ό,τι αντίκρισε στερνά του,
πριν το φως του τον αφήσει,
είν’ εικόνα στην καρδιά του,
που όσο αυτός κι αυτή θα ζήσει.

Είναι φως στερνής αχτίδας,
άγιο φως που δε θα σβήσει.
Είν’ σημαία της πατρίδας,
που οι δυο τους είχαν στήσει.

Τώρα ο κόσμος που περνάει
τις καρδιές τους δεν διαβάζει·
μόνο πίκρες τους κερνάει,
την κατάντια τους χλευάζει.

Τους πετούν χολή κομμάτια,
τη δεκάρα σαν πετάνε
κι από τα σβησμένα μάτια
δάκρυα πικρά κυλάνε.

Τα σκοτάδια τους ταράζει
μια βαριά φωνή του Νόμου.
«Φύγετε», τους διατάζει.
«Τα ραβδιά σας πάρτε επ’ ώμου

και χαθείτε αλλού, πιο πέρα.
Δες ζητιάνους τέτοια μέρα!
Εμπρός, αδειάστε μου την κόχη.
Εδώ γιορτάζουμε το ΟΧΙ.»


Τ Ι   Θ Ε Λ Ω

Δεν θέλω νά ‘μαι στην αφάνεια,
μα ούτε στις τιμές να κολυμπώ.
Δεν θέλω να επιπλέω στην επιφάνεια
και σ’ αλλωνών τις πλάτες ν’ ακουμπώ.

Δεν θέλω να ζω μέσα στη φτώχεια,
μα ούτε και τα πλούτη επιθυμώ.
Συχαίνομαι της άμετρης χλιδής τα βρόχια
κι ούτε τα μεγαλεία εκτιμώ.

Δεν θέλω νά ‘μαι ο ρυθμιστής του κόσμου,
μα ούτε κι άλλοι να με κυβερνούν.
Δεν θέλω να χρωστάω αλλού το φως μου,
μα ούτε και οι άλλοι να μου το χρωστούν.

Δεν θέλω να ζω κάτω από βία
και δεν ανέχομαι αυταρχισμό.
Δεν θέλω δέσμευση καμία,
μισώ όμως και τον αναρχισμό.

Πολέμοι, μίση, αλαζονεία
δεν θέλω ούτε ίχνος ν’ απομείνει.
Να βασιλεύει μες στην κοινωνία
θέλω μονάχα η ειρήνη.

Όλοι να νιώσουμε αγάπη και συμπόνια.
Κανείς να μη γνωρίζει δυστυχία.
Θέλω να λείψει η ανέχεια, η διχόνοια.
Να βασιλεύει το τραγούδι, η χαρά, η ευτυχία.



ΤΟ  ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ

Φεγγαράκι μου που φέγγεις
όλη νύχτα μοναχό
και την άλλη σου την όψη
γύρισέ την να την δω.

Είσαι άραγε ωραίο
κι απ’ την άλλη τη μεριά;
Ή είν’ αλήθεια ότι έχεις
μαύρη, σκοτεινή θωριά;

Με τον άνθρωπο πώς μοιάζεις!
Διπλή όψη έχει κι αυτός
κι ας τον βλέπεις να διαβαίνει
πρόσχαρος και γελαστός.

Καλοπρόσεχτη η μία
λάμπει στη γνωστή μορφή
και καχύποπτη η άλλη
κρύβεται μες στην ψυχή.



Η  ΓΡΙΟΥΛΑ  ΚΑΙ  Ο  ΞΕΝΟΣ

- Τι έχεις γριούλα ανήμπορη και περπατάς σκυμμένη;
Γιατ’ είσαι έτσι αμίλητη και καταφρονεμένη;
Πες μου ποιος είν’ ο πόνος σου, ποιο είναι τ’ όνομά σου;
Η όψη σου είναι γνώριμη και το περπάτημά σου.
Ξένος περνώ κι εγώ από δω, περαστικός διαβάτης,
σαν πως με σπρώχνει ο βοριάς ή μ’ αργοπάει ο μπάτης.

- Κι εγώ σε είδα γιόκα μου και σπάραξε η καρδιά μου.
Η όψη σου μου θύμισε κι εμένα τα παιδιά μου.
Πολλά έχω κι εγώ παιδιά και πιο πολλά εγγόνια,
μα όλα γυρίζουν άκληρα στις στράτες από χρόνια.
Οι Μοίρες τα μοιρώσανε στην κούνια τα καημένα,
να ζούνε πάντα άκληρα και περιφρονημένα.
Άλλα είναι στον πόλεμο κι άλλα λιχνούν στ’ αλώνια,
άλλα στα εργοστάσια μοντάρουνε κανόνια.
Τη μέρα ήλιο δε βλέπουμε, ούτε το βράδυ τ’ άστρα,
δουλεύουν ασταμάτητα και χτίζουν γι’ άλλους κάστρα.
Οι δυνατοί με απονιά τις τύχες τους κρατούνε
και δεν μπορούν τα μάτια τους ελπίδας φως να δούνε.

Πως το κοπάδι οι πιστικοί στις ξέρες οδηγούνε
και παν τριγύρω κι έρχονται και τα ραβδιά κουνούνε,
πασχίζοντας τα ζωντανά στ’ ανήλιο να κρατήσουν,
μην τύχει αρχόντων τις βοσκές στο διάβα τους πατήσουν,
έτσι και μας στον τόπο μας με βία και φοβέρες
μας οδηγούν οι δυνατοί στ’ ανήλια και στις ξέρες.
Μέσα στα πετροχώραφα τα νύχια μας τσακίζουν,
τα πόδια μας ματώνουνε, τα γόνατα λυγίζουν.
Κι αν τύχει απ’ τα ζωντανά κανένα ξελακίσει,
οι πιστικοί το κλείνουνε στη στρούγκα να ψοφήσει.

- Βαρύς, κυρά μου, ο καημός και το παράπονό σου.
Μ’ άκου κι εμέ τον πόνο μου, είναι σαν το δικό σου.
Έξι αδέρφια έκανε η δόλια μου η Μάνα.
Για το μικρό πολύ νωρίς εβάρεσε η καμπάνα.
Μ’ ένα καράβι μπάρκαρε ο πρώτος για τη Δύση,
χωρίς ποτέ να μάθουμε, αν ζει ή αν έχει σβήσει.
Ο τρίτος στους ξερόκαμπους σκάβει με την αξίνα,
ή μες στα έγκατα της γης χτυπάει παραμίνα.
Τον τέταρτο τον κάλεσαν φαντάρος για να πάει.
Χρόνια σε χώρες μακρινές για άλλους πολεμάει.
Ο άλλος ζει στης φάμπρικας την άσπλαχνη υγρασία
ή περιμένει στις ουρές ζητώντας εργασία.
Κι εγώ γυρνώ στην ξενιτιά, τ’ αδέρφια μου ζητώντας,
τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου τραγουδώντας.

Η Μάνα μου μας έπαιρνε μικρά στα γόνατά της
και μας σιγοτραγούδαγε έτσι τα βάσανά της:
‘’Δυο αδερφάδες ήμασταν, δίδυμες γεννημένες.
Πλούσιος νουνός μας βάφτισε αντάμα τις καημένες.
Φτώχεια εμένα ονόμασε, την αδερφή μου Ανέχεια.
Μα κείνη τη μέρα βάφτιζαν στην εκκλησιά συνέχεια,
γι’ αυτό, ο νονός με τον παπά εκρύψανε το μύρο,
για να το έχουν μπόλικο στο δεύτερο το γύρο.
Είδαν πως επερίμενε μια αρχόντισσα σα στέκα,
μ’ ένα αγόρι στρουμπουλό, μια πεταχτή μπεμπέκα.
Τα δυο μαζί τα βάφτισαν και τ’ ακριβοασημώσαν,
Πλούτο και Δόξα τά ‘πανε και τα διπλομυρώσαν.
Και μας μας ρίξαν βιαστικά σ’ ένα κολυμπηθράκι
κι εν γνώσει τους μας έχρισαν μονάχα με νεράκι.’’

- Φτάνει παιδί μου άλλο μη λες, ματώνει η ψυχή μου.
Η πονεμένη Μάνα σου είναι η αδερφή μου.


     ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ

Μπροστά τραβούνε οι φτωχοί
και σπέρνουν και θερίζουν
κι ακολουθούν οι πλούσιοι
και τα σακιά γεμίζουν.

Μπροστά τραβούνε οι μικροί
με το σπαθί στο χέρι
και πίσω έρχονται οι τρανοί
και κατακτούν τα μέρη.

Στον πόλεμο παν οι φτωχοί
και στη δουλειά εκείνοι,
μα τίποτ’ απ’ τα κέρδη τους
κανένας δεν τους δίνει.

Από της Κτίσης την αρχή
τόσα οι φτωχοί χρωστάνε,
που από την κούνια ως τη θανή
δίνουν και δεν ξοφλάνε.

ΑΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Αγαθή μια γριά η καημένη
με χωριάτικα ρούχα ντυμένη,
ξεκινά απ’ το χωριό μιαν αυγή,
στο Δεσπότη πηγαίνει, ρωτάει,
την Τετάρτη και την Παρασκευή
λίγο λάδι αν κάνει να φάει.

Ο Δεσπότης με ύφος θλιμμένο
και με τόνο φωνής λυπημένο,
με αγάπη πλαστή μα περίσσια,
στη γριά με στοργή απαντάει:
«Τις δυο μέρες αυτές», λέει στα ίσια,
«ο καλός χριστιανός τις κρατάει.

Όπως βλέπεις κι εγώ ο καημένος,
αν και είμαι τρανός ιερωμένος,
τις δυο μέρες αυτές της βδομάδας
το λαδάκι ποτέ δεν τ’ αγγίζω.
Μόν’ με βούτυρο αγνό αγελάδας
το κοτόπουλο ξεροτσιγαρίζω.»

No comments:

Post a Comment