Thursday, May 5, 2011

Η Ζ Υ Γ Α Ρ Ι Α


Η   Ζ Υ Γ Α Ρ Ι Α

Σ’ ένα χωριό οι χωριανοί πεινούσαν οι καημένοι
και πήγαν όλοι στον παπά, σκυφτοί, ταπεινωμένοι.
-Πάτερ, του είπανε δειλά, μικρό είναι το χωριό μας,
λίγα είναι τα κτήματα και λιγοστό το βιο μας.
Κι απ’ όλα αυτά τα πιο πολλά τα έχει η εκκλησία
κι άλλοι εκμεταλλεύονται τόση περιουσία.
Αν το νομίζεις φρόνιμο και δίκαιο παπά μας,
δώστα να τα δουλέψουμε, να ζήσουν τα παιδιά μας.

Χωριάτης ήταν ο παπάς κι αγράμματος κι εκείνος,
γι’ αυτό η ψυχή του πόνεσε και άνοιξε σαν κρίνος,
σαν είδε τη φτωχολογιά να έρχεται κοντά του
και να ζητά βοήθεια απ’ τα χέρια τα δικά του.

-Καθίστε, είπε, χωριανοί, να το καλοσκεφτούμε,
λύση καλή και δίκαιη όλοι μαζί να βρούμε.
Στης εκκλησούλας την αυλή όλοι γύρω καθίσαν
και μες στη μέση έφεραν μια ζυγαριά και στήσαν.
Το λόγο πήρε ο παπάς κι είπε στους χωριανούς του,
ό,τι του έλεγε η καρδιά κι ό,τι έκοβε ο νους του.

-Μαζί, είπε, παλεύουμε στους κάμπους, στα λιβάδια,
μέσα στα πετροχώραφα ή πέρα στα κοπάδια.
Μαζί πάλι τις Κυριακές και τις γιορτές του χρόνου
δεήσεις αναπέμπουμε προς του Θεού το θρόνο.
Μαζί την εκκλησούλα μας όλοι τη συντηρούμε
και λάδι στα καντήλια της πάντα διατηρούμε.

Σωστά βρίσκω τα λόγια σας, δίκιο το αίτημά σας.
Κι αφού ο ναός βολεύεται απ’ το υστέρημά σας,
πάρτε εσείς τα κτήματα, δουλέψτε τα και ζήστε,
αλλά θα πρέπει κάτι τι κι εμένα να μ’ αφήστε.
Πάνω σ’ αυτή τη ζυγαριά που έβαλα στη μέσα
το δίκιο ας ζυγίσουμε και παίρνω ό,τι μου πέσει.

Οι χωριανοί συμφώνησαν έτσι να βρούνε λύση.
Ήτανε άλλωστε σωστό και ο παπάς να ζήσει.

-Θα βάλω, είπε ο παπάς, ό,τι βαρύ κατέχω
στη μια μεριά της ζυγαριάς. Λόγο δοσμένο έχω,
να υπηρετώ την εκκλησιά, να σας μεταλαβαίνω,
να κάνω το καλύτερο, όπως καταλαβαίνω.
Γι’ αυτό και σεις ‘πτα κτήματα βάλτε ό,τι απαιτήσει
τ’ άλλο μέρος της πλάστιγγας, για να ισοφαρίσει.

-Δεχόμαστε, δεχόμαστε, ο προεστός φωνάζει.
Τους χωριανούς που αμίλητοι τριγύρω κάνουν χάζι
και τι στ’ αλήθεια θα συμβεί ο νους τους δεν το βάζει,
νά ‘ρθουν κοντά, τη ζυγαριά να βλέπουν τους προστάζει.

Κορμιά βουβά κι αμίλητα, με την καρδιά σφιγμένη,
στέκουν τριγύρω στον παπά οι χωριανοί οι καημένοι.
Κι όλοι μαζί, χωρίς μιλιά, στη φτώχεια τυλιγμένοι,
στέλνουν ψηλά μια προσευχή απ’ την καρδιά βγαλμένη.
Στ’ αυλακωμένα πρόσωπα, στα ροζιασμένα χέρια,
στ’ αδύναμο το βλέμμα τους η αδικία πλέρια
αντανακλούσε αδιάντροπη, χωρίς καμιά συμπόνια
κι έσφιγγε σαν πνιγμού θηλιά αιώνων καταφρόνια.

Όλοι ένιωθαν την ώρα αυτή φόβο Θεού και δέος.
Μυστήριο έκανε ο παπάς, ξοφλούσε κάποιο χρέος.
Στεκόταν με κατάνυξη την ώρα αυτή την άγια,
σάμπως να έκανε αγιασμό ή να περνούσε τ’ Άγια.
Γριούλες και μικρά παιδιά, χέρια σκελετωμένα,
στην άγια όψη του παπά στρέφονται φοβισμένα.
Σταυροκοπιούνται αδύναμα, σιγά αργοσαλεύουν,
τον άυλο θρόνο του Θεού να αγγίξουμε γυρεύουν.
Κι υψώνονται δειλά-δειλά, σπρωγμένα απ’ την ελπίδα,
ανάστασης μες στην καρδιά αχνοφεγγίζει αχτίδα.

Θαύμα τρανό οι χωριανοί να δούνε περιμένουν
κι ενδόμυχα το είναι τους με τη ζωή το δένουν.
Παλιές ελπίδες κι όνειρα, αιώνων προσδοκίες
ζωντάνευαν κι απάλαιναν όλες τις αδικίες.
Έπαιρναν σχήμα και μορφή στων άμοιρων τις σκέψεις
και στους δυνάστες θύμιζαν το θεϊκό ‘’ου κλέψεις’’.
Στο σταύρωμα της ζυγαριάς, πού ‘ταν εκεί στημένη,
την αδικιά περίμεναν να δούνε σταυρωμένη.

Βγάζει ο παπάς τα ράσα του, στη ζυγαριά τα βάζει,
ενώ στο στήθος του η καρδιά σαν βάτος καταυγάζει
κι άστρο λαμπρό της Γέννησης τους άκληρους φωτίζει.
Στων άδικων τα θύματα πνοή ζωής σκορπίζει.
Βάζει το πετραχήλι του, το μαύρο καλυμμαύχι
κι ο προεστός αντίβαρο τοποθετεί χωράφι.
Πεντάστρεμμο, ποτιστικό και καλοδουλεμένο,
πού ‘χε το χώμα του παχύ και καλοκοπρισμένο.
Ήταν καλός ο ιερεύς κι όλοι τον αγαπούσαν,
για την καλή του την ψυχή όλοι τον εκτιμούσαν.
Γι’ αυτό το πρωτοχώραφο αγόγγιστα του δώσαν
και δυο μουλάρια τρίχρονα ευθύς του παραδώσαν.
Οι κτηνοτρόφοι φώναξαν απ’ τη μεριά την άλλη
στον προεστό κι απ’ τη βοσκή δυο στρέμματα να βάλει.
Τα ράσα όμως του παπά ήτανε εφθαρμένα,
φτωχά ήταν κι ανάλαφρα κι απ’ τον καιρό τριμμένα.
Είχανε λιώσει οι κλωστές κι είχαν φθαρεί απ’ το χρόνο,
γι’ αυτό κι ισοφαρίσανε με το χωράφι μόνο.

Τρέμει από ρίζα η αδικιά και τρίζει η καταφρόνια,
καθώς κουνιέται η ζυγαριά και κλίνει στη συμπόνια.
Βλέπει ο παπάς τους χωριανούς και βαριαναστενάζει,
την καθαρή τους την ψυχή, το ήθος τους θαυμάζει.
Το βλέμμα υψώνει αυθόρμητα στον ουρανό και κλαίει
και μέσ’ από τα χείλη του μια προσευχούλα λέει.
Κοιτάζει όλους γύρω του με δακρυσμένα μάτια
κι από τα βάθη της ψυχής, πού ‘χουν γενεί κομμάτια,
λέει στους γεροντότερους: «Δώστε τα στα παιδιά σας.
Πήρα ό,τι μου έπρεπε. Τα άλλα είναι δικά σας.
Μόν’ προσοχή στον πειρασμό, στον άνομο σατράπη,
μοιράστε τα τα κτήματα όλοι σας με αγάπη.»

Το νέο διαδόθηκε, έφτασε και στην πόλη.
Το έμαθε ο δέσποτας κι οι ιερωμένοι όλοι.
Οργίστηκε ο ‘’άγιος’’, βράζει απ’ το θυμό του,
για όσα λεν πως έγιναν μέσα στο ‘’ποίμνιό’’ του.
Αρπάζει τη μαγκούρα του, στην κούρσα ανεβαίνει
και μια και δυο ίσα τραβά και στο χωριό πηγαίνει.

Μες στα καλά καθούμενα ακούγεται η καμπάνα
και χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Άλλοι νομίζουν πυρκαγιά πως σπίτι έχει κάψει
και άλλοι πάλι πόλεμος πως έχει ξανανάψει.
Αλαφιασμένοι οι χωριανοί ξεβγαίνουν στο δερβένι,
να παν να δουν τι γίνεται, να μάθουν τι συμβαίνει.

Στ’ αλήθεια όλο το χωριό απορημένο μένει,
σαν είδε κούρσα δέσποτα στους δρόμους του να μπαίνει.
Σαν τι να θέλει ο δέσποτας καθημερνή ημέρα;
Αυτός ούτε τις Κυριακές δεν έρχεται ‘δω πέρα.
Τζάμπα ποτέ δεν έρχεται εδώ να λειτουργήσει,
μόνο σαν προπληρώσουνε όσα θα τους ζητήσει.
Τότε με στόμφο έρχεται και ύφος αρχιερέα
κι ανάλογα με τα λεφτά, τόσο τους κάνει παρέα.

Η κούρσα ήρθε κι άραξε, φανταχτερή κοντέσσα
και βγήκε κατακκόκινος ο δέσποτας ‘πο μέσα.
Καλεί τους δυο επίτροπους, τον προεστό φωνάζει
και τον ανύποπτο παπά από τα γένια αρπάζει.
Στης εκκλησούλας την αυλή μαζεύονται και πάλι
και με τρεμάμενη καρδιά και με σκυφτό κεφάλι,
γύρω-τριγύρω κάθονται, όπως πριν λίγες μέρες
κι ακούν από το δέσποτα κατάρες και φοβέρες.
Τους συνιστά να αγαπούν πνευματικές αξίες
κι όχι χωράφια, κτήματα, κοινές πλεονεξίες.
Να είναι λιτοδίαιτοι. Στα λίγα να αρκούνται
και αγαθά πνευματικά μονάχα να καρπούνται.
Τον υλισμό να πολεμούν, το χρήμα να φθονάνε,
αν θέλουν μετά θάνατο στους ουρανούς να πάνε.
Χωράφια, ζώα, κτήματα, ύλη, περιουσία,
θα τα φροντίζει όλα αυτά μόνο η εκκλησία.

Με μιας η οργή του δέσποτα απότομα ξεσπά
και με φωνή τρεμάμενη φωνάζει στον παπά:
-Της εκκλησιάς πώς άγγισες εσύ περιουσία;
Αυτό, παπά, που έκανες είναι συνωμοσία.

-Στον τόπο αυτό χρόνια πολλά, είπε ο παπάς δειλά-δειλά,
υπηρετώ με θέληση, με πίστη και ελπίδα
και θαύμα πάντα καρτερώ να κάνει η πατρίδα,
ίσως ποτέ κι οι χωριανοί δούνε ήλιου αχτίδα.
Γιατί, στα χρόνια όπου ζω, ουδέποτε εγώ είδα
να στρέψει μάτι στους φτωχούς με πόνο η εκκλησία.
Αυτή μονάχα σκέφτεται για την περιουσία.
Κι ούτε πιστεύω, ο Θεός ή κάποιος Άγιος άλλος
να θέλει με τα κτήματα να γίνει πιο μεγάλος.
Κι ούτ’ έρχεται από ψηλά με το σακί στα χέρια,
να λογαριάζει, να μετρά, να γράφει στα δευτέρια.
Δεν στέλνει Αυτός καλόγερο το μερτικό να πάρει
και να μας δώσει εντολές να σπείρουμε σιτάρι
ή κάτι άλλο, αν προτιμά, του χρόνου να θερίσει
και τους φτωχούς τριγύρω του πώς ζούνε ν’ αγνοήσει.
Μόνο εσείς κάθε σοδειά λογαριασμό ζητάτε
κι όσο μπορείτε πιο βαθιά το χέρι σας βουτάτε.
Γι’ αυτό αποφασίσαμε με τους συγχωριανούς μου
να κάνουμε ό,τι έλεγε η συνείδηση κι ο νους μου.

Αγρίεψε ο δέσποτας και έγινε θηρίο
και όλους τους κεραύνωσε με ένα βλέμμα κρύο.
Στρέφει τα μάτια στον παπά και σείει τη μαγκούρα,
τον περιλούζει με φωνές, με βρομερή θολούρα.
-Έβαλες, λέει, τα ράσα σου στης ζυγαριάς την πλάκα
και μ’ ένα παλιοχώραφο ετούτοι εδώ βρε βλάκα
αμέσως σ’ εξοφλήσανε, σε φέραν ίσια-ίσια
και τ’ άλλα δεν τα δέχτηκες, σου φάνηκαν περίσσια;
Αν ήμουνα εδώ κοντά, θα σού ‘βγαζα τα γένια
όταν πρωταποφάσισες, χωρίς σκοτούρες κι έννοια,
της εκκλησιάς τα κτήματα στον κόσμο να χαρίσεις,
χωρίς για με μερίδιο πρώτα να ξεχωρίσεις.

-Αν είναι έτσι δέσποτα, ο προεστός του λέει,
ενώ ο παπάς ο δύστυχος απ’ τη ντροπή του κλαίει,
φέρνουμε εδώ τα κτήματα και ο παπάς κι οι άλλοι
και μοιρασιά απ’ την αρχή αρχίζουμε και πάλι.
Μάλιστα, τούτη τη φορά εσύ να πάρεις πρώτος,
σαν πού ‘σαι πρωτοχριστιανός, του ποίμνιου πιλότος.

Η ίδια πάλι ζυγαριά στη μέση ξαναμπαίνει
και στέκεται εκεί βουβή, κοιτά απορημένη.
Τα ράσα τότε ο δέσποτας τα μεταξένια βγάζει
και διπλωμένα όμορφα στη ζυγαριά τα βάζει.
Τρία κουστούμια άμφια ασημοκεντημένα
και άλλα δυο πανάκριβα και χρυσοστολισμένα.
Δυο-τρία καλυμμαύκια και πέντε πετραχήλια,
πού ‘χαν στολίδια κεντητά το καθένα ‘πο χίλια.
Μια πατερίτσα ολόχρυση κι ένα βαρύ εγκόλπι
και μια κορόνα π’ άστραφτε, σωστό διαμαντοτόπι.
Σειέται με μιας η ζυγαριά και κάθεται στο χώμα,
ενώ ο δεσπότης έβγαζε απ’ το λαιμό του ακόμα
βαριούς ολόχρυσους σταυρούς κι άλλ’ ακριβά στολίδια
κι ας έτριζαν της ζυγαριάς της δόλιας τα παΐδια.

Βάζουν παχύ βοσκότοπο στη ζυγαριά οι χωριάτες,
μα μένανε του κανταριού νεκροί οι παραστάτες.
Ρίχνουν χωράφι απλόχωρο και καλοδουλεμένο,
με διαλεχτό σκληρόσταρο αραδιαστά σπαρμένο.
Φέρνουν και βάζουν δεύτερο και τρίτο βοσκοτόπι,
βάζουν χωράφια καναδυό κι ένα αμπελοτόπι.
Βάζουν απάνω πρόβατα οι χωριανοί οι καημένοι,
μα το καντάρι ακίνητο στη θέση του απομένει.
Φέρνουν και άλλα πρόβατα και κατσικιών κοπάδια,
μουλάρια ασαμάρωτα, μοσχάρια και γελάδια . . .
Και κει που ήταν έτοιμο να ‘’παίξει’’ το καντάρι,
ρίχνει το σάκο ο δέσποτας και το επιρριπάρι.
Κι είχε ακόμα άριχτα τη ζώνη, το φαιλόνι,
τα δυο επιμανίκια και ένα παντελόνι,
βαρύ επιγονάτιο κι ολόλευκο στιχάρι . . .

Απελπισμένοι οι χωρικοί ζυγώσαν στο καντάρι
κι όλοι από το δέσποτα ζητούσανε μια χάρη.
Τα ράσα κι ό,τι έβαλε στη ζυγαριά να πάρει.
Κι αυτοί όλοι τους δέχονται, χωρίς κανένα όρο,
τα κτήματα ν΄αφήσουνε, να δώσουνε και φόρο.

-Δέσποτα, είπε ο προεστός, ό,τι είχε το χωριό μας
στη ζυγαριά το βάλαμε. Εδώ είν’ όλο το βιο μας.
Άλλο πια δεν αντέχουμε. Αν θέλεις πίστεψέ μας
και για το τόσο αμάρτημα, αν θες συγχώρεσέ μας.
Κακώς μάτι σηκώσαμε στης εκκλησιάς το κτήμα
και το χωριό μας κάναμε πλεονεξίας θύμα.
Γέλασε τότε ο δέσποτας κι έσκυψε στον καντάρι
κι όλα τα ράσα μάζεψε στην αγκαλιά κουβάρι.
Μετά, στα κτήματα έστρεψε τ’ αστραφτερά του μάτια
ενώ οι καρδιές των χωριανών γινότανε κομμάτια.

-Παίρνω ό,τι είν’ της εκκλησιάς. Σας δίνω τα δικά σας.
Να τιμωρείστε έτσι μ’ αυτά και σεις και τα παιδιά σας.
Οι χωριανοί μακάριζαν την τόση καλοσύνη
και του δεσπότη θαύμαζαν την τόση αγιοσύνη.
Αρνιά και γίδες τού ‘ταξαν, όπως και πρώτα πάλι,
ενώ ο παπάς πικρόκλαιγε για το μεγάλο χάλι.
Για μια στιγμή ο δέσποτας προς τον παπά γυρίζει
και δυνατά και νευρικά ετούτα ξεστομίζει.
-Με τα τριμμένα ράσα σου θέλησες να ζυγίσεις
του κλήρου δικαιώματα; Και θες να ξεκληρίσεις
της εκκλησιάς τα κτήματα κι όλα να τα σκορπίσεις
κι αγώνες επισκοπικούς αιώνων ν’ αφανίσεις;

Στέκει ο παπάς ακίνητος κι αμίλητος κρατιέται,
ενώ από μέσα του η ψυχή σπαράζει και χτυπιέται.
Πώς θέλει τη στιγμή αυτή τρανή φωνή να βγάλει,
του δέσποτα κατάμουτρα έτσι να του τα ψάλει.
«Αν δεν είχα τα ράσα αυτά κι έχε δέσποτα χάρη
κι αν ήμουν ένας λαϊκός, δικράνι θά ‘χα πάρει
και τότε μόνο θά ‘βλεπες σε ποιο πατάς σανίδι.
Μόνος θα διαπίστωνες, σε τίνος κεραμίδι
φαρδιά, πλατιά και άνετα να βολευτείς πασχίζεις
κι αυτούς εδώ τους δύστυχους δεν τους υπολογίζεις.
Σέβομαι όμως το Θεό, τα ράσα μου, το σχήμα,
αν και νομίζω πως αυτό είν’ πιο μεγάλο κρίμα
και νιώθω ο ίδιος ένοχος, σαν σκύβω το κεφάλι
κι ανέχομαι η απληστιά να γίνει πιο μεγάλη.
Λησμόνησες τον ουρανό και των Γραφών τις ρήσεις
και προσπαθείς αδιάντροπα μόνο να θησαυρίσεις.
Σαν τι τα θέλεις δέσποτα τα τόσα εσύ χωράφια,
τα ράσα τα μεταξωτά, τ’ ασήμια, τα χρυσάφια;
Ο Μέγας Παντοδύναμιος διακρίνει απ’ την ψυχή τους
τους χριστιανούς τους αληθείς κι ακούει την προσευχή τους.
Εσύ με τα χρυσαφικά θες να Τον προσελκήσεις;
Με κεντημένα άμφια πας να Τον συγκινήσεις;
Αυτά δεν πιάνουν χαρτωσιά και άδικα πασχίζεις
και το Θεό δεν τον γελάς, όπως κουτά νομίζεις.
Αντί δοχείο άπλυτο απ’ έξω να γυαλίζεις
προσπάθησε το μέσα του συχνά να καθαρίζεις.
Άσε το βάρος του χρυσού, τα κτήματα, το χρήμα,
για να μπορέσει η ψυχή, σαν πας εσύ στο μνήμα,
να ξεκολλήσει απ’ το χρυσό, να φύγει απ’ το μετάξι
κι ανάλαφρη στους ουρανούς εύκολα να πετάξει . . .»
Αυτά τα λόγια ο παπάς ήθελε να φωνάξει,
για να ραγίσει ο ουρανός, το σύμπαν να τραντάξει.
Μα η φωνή του είχε κοπεί, η ανάσα είχε σβήσει,
η δύναμή του είχε χαθεί κι η γλώσσα είχε κολλήσει.

Μπήκε στην κούρσα ο δέσποτας κι έφυγε για την πόλη,
ενώ οι χωριάτες έμεναν απορημένοι όλοι.
Κι άλλοι νομίζαν εύκολα είχαν ξεκαθαρίσει,
ενώ μπορούσε ο δέσποτας, όχι να τους στερήσει
μόνο αυτά που είχανε παλιά κληρονομήσει,
αλλά ακόμα δύνονταν και να τους αφορίσει.
Κι άλλοι το χάος έβλεπαν που έχασκε μπροστά τους
και σπάραζαν που έθαφταν σ’ αυτό τα όνειρά τους.
Γι’ αυτό τριγύρω κάθονταν βουβοί και ζαλισμένοι,
με πικραμένη την καρδιά, ψυχή φαρμακωμένη.
Κι ένας τον άλλο έβλεπε μ’ απόγνωση και πόνο
κι αναρωτιόταν σιωπηλοί, γιατί με τόσο φθόνο
η μοίρα τους η δολερή τους έχει ξεχασμένους
και εκκλησία και πατρίς τους έχει ξεγραμμένους;
Τα μάτια όλων άθελα στη ζυγαριά γυρίσαν.
Χωρίς κανένας να μιλά, όλοι μαζί ρωτήσαν:
Πώς ιεράρχη η καρδιά αλύγιστη έχει μείνει,
ενώ μια άπνοη ζυγαριά πρόθυμα έχει κλίνει
προς τη δική τους τη μεριά. Το δίκιο είδε μόνη
και της ζωής τους θέλησε να ισάξει το τιμόνι;
Χωρίς να της προσπέσουνε, χωρίς να της το πούνε,
πράγμα που οι ‘’πρωτοχριστιανοί’’ δεν μπόρεσαν να δούνε;

Ένας τότε μουρμούρισε την κεφαλή κουνώντας
και είπε με παράπονο, δειλά, μονολογώντας.
-Πάν’ οι ελπίδες χάθηκαν πού ‘χαμε για τον τόπο.
Στα λιγοστά χωράφια μας, με βάσανα και κόπο
εκεί θα βολοδέρνουμε σαν είλωτες, σα σκλάβοι
και πάντα μαύρα θά ‘χει πανιά το μαύρο μας καράβι.
Δεν έφταναν για τους πιστούς μονάχα οι παπάδες;
Γιατί τους έστειλε ο Θεός τάχα τους δεσποτάδες;

Μείνανε όλοι σκεφτικοί, εκεί, καθηλωμένοι,
σα να μην είχανε πνοή, σα νά ‘ταν πεθαμένοι.

Το λόγο πήρε ο προεστός κι είπε στους χωριανούς του,
όταν ξαλάφρωσε η ψυχή, ξεδιάλυνε ο νους του.
-Νομίζω πως καλύτερη ήταν αυτή η λύση
κι ας τη δεχτούμε όλοι μας, προτού ξαναγυρίσει
πίσω ξανά ο δέσποτας. Τη φόρα πού ‘χει πάρει,
μπορεί κι αυτά που έχουμε να μας τα ξαναπάρει.
Σταμάτησε για μια στιγμή να διώξει κάποια ζάλη
και με φωνή που έτρεμε συνέχισε και πάλι.
-Σκεφτείτε και τη ζυγαριά, πώς είχε γονατίσει,
ο ένας ο βραχίονας πόσο είχε λυγίσει!
Ακίνητη στεκότανε, γυρτή στο μέρος τό ‘να.
Πόσα χωράφια ήθελε να κουνηθεί η βελόνα,
για να ζυγίσει ό,τι έβαλε μόν’ ένας ιεράρχης! . . .
Μ’ αν έρθει αρχιεπίσκοπος ή κανας πατριάρχης . . . ;



Η    Σ Π Ι Θ Α

Απ’ έξω λαμπροφόρα φορεσιά,
φανταχτερό της ξενιτιάς ξεγελαστήρι
και μέσα μαυροφόρα απελπισιά
βουβαίνει την ψυχή σαν κοιμητήρι.

Αφήκε κάποια χώρα ένα πρωί
σπρωγμένος απ’ ονείρατα κι ελπίδες.
Μα ‘δω στην ξενιτιά φυλλορροεί,
του ήλιου δεν ζεσταίνουν οι αχτίδες.

Στα ξένα δεν θερμαίνει η αντηλιά
και το φεγγάρι είναι πάντα θαμπωμένο.
Εδώ δεν κελαηδούνε τα πουλιά
και μένει το μπουμπούκι μαραμένο.

Μονάχος τριγυρνά στην ξένη γη,
με συντροφιά της μοναξιάς το θηλοβρόχι.
Να ξεδιψάσει ψάχνει μια πηγή
παρηγοριάς ώσπου να έρθει πρωτοβρόχι.

Παρμένη απ’ την αθάνατη φωτιά,
μια μικροσπίθα όπου έφερε μαζί του,
την έχει φυλαγμένη στην καρδιά,
την έκανε καντήλι στην ψυχή του.

Θεριεύει, λαμπαδιάζει ξαφνικά,
εκεί που λες πως η άγια φλόγα τρεμοσβήνει.
Τα σκότη της ψυχής του τα νικά,
κουράγιο και πνοή νέα του δίνει.

Μη σκιάζεσαι, του λέει μια φωνή,
που αντιβουίζει καθαρή σαν ξυπνητήρι.
Τράβα μπροστά και με παλάμη σταθερή
κυβέρνα της ζωής το τρεχαντήρι.

Στη μπόρα, στη φουρτούνα, στο βοριά
συνεχιστής ηρώων δεν κιοτεύει.
Και δεν φοβάται ο Έλληνας θεριά,
μόν’ απ’ αυτά εκείνος πιο πολύ θεριεύει.


Ο   Κ Ω Σ Τ Α Ν Τ Η Σ

Από νωρίς τοιμάστηκε του Κωσταντή η μάνα,
να πάει φαΐ στο γιόκα της πέρα στο Μαυρονέρι.
Εκεί είχε τα πρόβατα, του κοπαδιού τη στάνη,
που ήταν η δέση του νερού ανάμεσα στα βράχια.
Παίρνει μισούρι πήλινο κι απ’ όξω σκαλισμένο,
με μπόλικα μπογιατιστά λουλούδια στολισμένο.
Ήταν βαθύ και όμορφο του Κωσταντή το πιάτο.
Απ’ όλα το καλύτερο πού ‘χε στο σπιτικό της.
Σ’ αυτό μικρόν τον τάιζε και ήτανε δικό του.
Το γέμισε ζεστό φαΐ, που άρεσε στο γιο της
και μέσα το σταυρόδεσε σε κάτασπρη πετσέτα,
μαζί με αχνιστό ψωμί, ζεστό-ζεστό απ’ το φούρνο.

Δίπλωσε και τα ρούχα του, τα ‘τοίμασε και κείνα
κι ανάλαφρα τα τύλιξε σε μια φαρδιά μαντήλα.
Από βραδίς τα έπλυνε, τα άπλωσε στον κήπο,
για να στεγνώσουν στη δροσιά, να μην τα κάψει ο ήλιος
και να μοσχομυρίσουνε απ’ της αυλής τα άνθη,
πού ‘χε φυτέψει ο Κωσταντής κι αυτή τα περετούσε.
Τα έσκαβε, τα πότιζε και τά ‘χε συντροφιά της.
Πιάνει γεμίζει το σταμνί κρύο νερό απ’ τη στάμνα,
να πιει ο γιος της στο μαντρί, τη δίψα του να σβήσει.

Μα, πριν να βγει απ’ την αυλή, πριν φύγει απ’ το σπίτι,
σε πέτρα παραπάτησε και σπάζει το λαγίνι.
Ζητά απ’ τη γειτόνισσα να πάρει το δικό της.
-Δεν τό ‘χω εδώ θεια-Χρίσταινα, της απαντά εκείνη.
Το πήρανε νωρίτερα με κρύο νερό στ’ αλώνι.
Μ’ αν θες καρτέρα δυο λεφτά, να πάω να στο φέρω.
-Πήγαινε, αν θέλεις Μαριγώ, να έχεις την ευχή μου
κι εγώ εδώ σε καρτερώ. Μα βιάσου. Μην αργήσεις.
Εκεί στης γέρικης μουριάς εκάθισε τη ρίζα
κι αφήκε δίπλα το φαΐ και παρακεί τα ρούχα
και στον κορμό ακούμπησε την πλάτη η κακομοίρα.
Ένα λεφτό δεν πέρασε και την επήρε ο ύπνος.
Ύπνος βαρύς, παράξενος, μ’ ονείρατα γιομάτος.

Είδε πως ήρθε από μακριά άγνωστος καβαλάρης.
Ψηλός, μαύρος, παράξενος, στα σκούρα φορεμένος.
Ξεπέζεψε απ’ τ’ άλογο και σίμωσε κοντά της.
-Έρχομαι, λέει, από μακριά και είμαι διψασμένος.
-Αν θες να πιεις κρύο νερό, του απαντά εκείνη,
περίμενε ένα λεφτό να φέρουν το λαγίνι.
Εδώ στην πέτρα σκόνταψα κι έσπασα το δικό μου.
Τώρα όπου νά ‘ναι έρχεται η Μαριγώ απ’ τ’ αλώνι . . .
Μα πες μου ξένε για πού πας, ποιο είναι τ’ όνομά σου;
-Για τ’ όνομά μου μη ρωτάς, της απαντά ο ξένος.
Με στέλνουνε προξενητή μακριά απ’ άλλα μέρη . . .
-Κόρες δε μ’ έδωσε ο Θεός, του λέει η γριούλα,
γι’ αυτό δεν περιμένω εγώ προξενητές στο σπίτι.
Κάτσε αν θες να πιεις νερό και άντε στο καλό σου.
Σύρε που έχει κοπελιές. Εκεί σε περιμένουν.
-Τις κοπελιές μη σκέφτεσαι κι άσ’τες να περιμένουν.
Εγώ τρεις μέρες  περπατώ κι έρχομαι δω για σένα.
Φέρνω μεγάλη προξενιά για το μοναχογιό σου.
Του Κωσταντή μαθεύτηκε η λεβεντιά στη χώρα
και τον ζητούνε σώγαμπρο σ’ απέραντο τσιφλίκι.
-Ο Κωσταντής είναι μικρός για προξενιές ακόμα.
Κι ύστερ’ αν φύγει αυτός μακριά και πάει γαμπρός στα ξένα,
πού θα μ’ αφήσει μοναχή και έρημη εμένα;
-Αυτά κυρά μου που μου λες είναι λόγια χαμένα.
Τα προξενιά κλειστήκανε, παντρεύεται ο γιος σου.
Ράγισε η δόλια της καρδιά και είπε λυπημένα.
-Ο Κωσταντής πώς δέχτηκε έρημη ν’ απομείνω;
Αν θα μου φύγει μακριά, εγώ τι θ’ απογίνω;
Την πήρε το παράπονο και σκέπασε τα μάτια.
Μα όταν τα ξεσκέπασε, αντίκρισε με φρίκη
να τριγυρνά μες στην αυλή το άλογο του ξένου,
τα χόρτα να τσαλαπατά, να τρώει τα λουλούδια.

Όρμησε τότε η γριά, το άλογο να διώξει,
μ’ ακούστηκε του Κωσταντή η φωνή να την μαλώνει,
που είχε έρθει απ’ το μαντρί κι ήταν εκεί κοντά της.
-Μην το πειράζεις μάνα μου το άλογο του ξένου.
Σαν τι τα θες τα λούλουδα αφού εγώ θα φύγω;
Κι όρμησε μ’ ένα πήδημα κι ανέβηκε στη σέλα.
Δίπλα κι ο ξένος πήδησε και άρπαξε τα γκέμια
και τ’ άλογο οδήγησε προς της αυλής την πόρτα.

-Παιδί μου, λέει η μάνα του με δακρυσμένα μάτια,
εγώ σου έφερνα φαΐ. Έλα να φας πριν φύγεις.
Εδώ έχω τα ρούχα σου, πάρτα κι αυτά μαζί σου.
Εψές το βράδυ τά ‘πλυνα, τα ετοίμασα ν’ αλλάξεις.
-Κράτα μάνα μ’ το πιάτο μου, κράτα και τα σκουτιά μου,
αυτά να τά ‘χεις συντροφιά σαν μείνεις μοναχή σου.
Εκεί που πάω τώρα εγώ, ρούχα, φαΐ δε θέλω.
Πάω σε σπίτι ονομαστό, σ’ απέραντο τσιφλίκι.

Πήρε τα ρούχα η μάνα του, το σκαλιστό το πιάτο
κι έτρεξε έξω απ’ την αυλή τ’ άλογο να προλάβει,
στου Κωσταντή που έφευγε τα χέρια να τα δώσει.
Ο ξένος όμως θύμωσε και άρπαξε το πιάτο,
το πέταξε με δύναμη και τό ‘σπασε στην πέτρα.

Ο κρότος αντιβούισε φριχτός στ’ αυτά της μάνας
κι απότομα την ξύπνησε απ’ το βαρύ τον ύπνο.
Μόλις η δόλια ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια,
η ταραγμένη της καρδιά εγίνηκε κομμάτια.
Σπαραχτικά και πένθιμα χτυπούσε η καμπάνα.
Κι ήταν ο χτύπος της πικρός, φαρμάκι η φωνή της.

Πετάχτηκε η Χρίσταινα κι έτρεξε προς το δρόμο
να πάει στη γειτόνισσα να μάθει τι συμβαίνει.

Οι χωριανοί ανάστατοι τρέχανε προς το ρέμα,
να παν να δούνε το κακό που βρήκε το χωριό τους.
Την ώρα εκείνη γύριζε κι η Μαριγώ απ’ τ’ αλώνι
κι έφερνε στη θεια-Χρίσταινα το μικρολαγινάκι.

-Τι στέκεις έτσι Μαριγώ με το σταμνί στο χέρι;
φωνάζει ένας χωριανός που έτρεχε στο δρόμο.
Τρέξε να βρεις τη Χρίσταινα, κοντά της να καθίσεις.
Το Μαυρονέρι έσπασε, γκρεμίστηκε η δέση
και έπνιξε τον Κωσταντή μ’ όλο του το κοπάδι.
Δεν ήξερε ο καψερός ότι η γριά ήταν μέσα
εκεί στη ρίζα της μουριάς κι άκουσε τη φωνή του.

Έσκουξε η μάνα η άμοιρη και σπάραξε ο τόπος,
σαν ένιωσε κατάκαρδα του χάρου τη σαΐτα.
Πήρε τις στράτες κλαίγοντας, βαριά μοιρολογώντας.
Τα ρούχα είχε αγκαλιά και το φαΐ στα χέρια.
Τον Κωσταντή της φώναζε, τον πικροτραγουδούσε
-Παιδί μ’, το μαύρο τ’ όνειρο δεν ήταν αρραβώνας,
δεν ήταν γάμος και χαρά, όπως μου είπε ο ξένος.
Γύρνα παιδί μου να σε δω, έλα να σε φιλήσω.
Γύρνα παιδί μ’ και πάρε με και μένανε μαζί σου . . .

Τώρα η γριά η Χρίσταινα τρελή γυρνά στους δρόμους
και τραγουδά τον Κωσταντή, μοιρολογάει το γιο της.
Το σπίτι της ερήμαξε, χορτάριασε η αυλή της.
Τα λούλουδα αγρίεψαν και μπλέξανε σα δάσος
κι εκείνη στέκει, τα θωρρεί με βλέμμα παγωμένο
κι απλώνει στα κλωνάρια τους του Κωσταντή τα ρούχα,
για να στεγνώσουν γρήγορα, να μοσμομυριστούνε.
Θέλει να τά ‘χει έτοιμα όταν θα πέφτει ο ήλιος,
την ώρα που γυρίζουνε στις στάνες τα κοπάδια.
Τότε που θά ‘ρθει ο Κωσταντής για να πλυθεί, ν’ αλλάξει.

Όλη τη νύχτα καρτερεί το γιο της να γυρίσει.
Το πιάτο του κρατά ζεστό στης χόβολης την άκρη.
Μα ο Κωσταντής δεν έρχεται. Βουβή μένει η πόρτα.
Μόν’ σαν χαράξει η αυγή και αχνοφέξει η μέρα,
τότε τα ρούχα του όμορφα με προσοχή διπλώνει
και βγαίνει η δόλια στην αυλή, κει στης μουριάς τη ρίζα,
απ’ όπου ασταμάτητα τις στράτες αγναντεύει.
Κι αν δει στους δρόμους να περνά άγνωστος καβαλάρης,
τρέχει πίσω απ’ τ’ άλογο τα ρούχα να του δώσει.


Ο Ι    Ξ Ε Δ Ι Α Ν Τ Ρ Ο Π Ο Ι

Μέσα σε τούτον το ντουνιά, τον πλήρη κινημάτων,
κήρυκες ξεφαντώνουνε παράξενων δογμάτων.
Προστάτες δήθεν των φτωχών, φρουροί των αδυνάτων,
εισηγητές κι υπέρμαχοι νεοφανών πραγμάτων.

Τον ευκολόπιστο λαό συχνά εξαπατούσε
και απ’ τη μια τη συμφορά στην άλλη τον πετούνε.
Άλλοι εράνους ενεργούν για τους εκπατρισθέντες
κι άλλοι τα δίκαια ζητούν για τους αδικηθέντες.

Άλλοι παπάδες γίνονται σε άγνωστη θρησκεία
κι άλλοι, ως χθες θρησκόληπτοι, κηρύσσουν αθεΐα.
Λογιών-λογιών πονόψυχοι εξαπατούν τις μάζες,
πουλούν θρησκεία και Θεό και κάνουν γερές μπάζες.

Άλλοι φοράνε άμφια φανταχτερά στους ώμους
κι εικόνες περιφέρουνε θαυματουργές στους δρόμους.
Τον πόνο εκμεταλλεύονται το δόλιου μετανάστη
κι αδιάντροπα ποζάρουνε σαν εκλεκτοί του Πλάστη.

Δέκα λοιπόν τα μάτια σας και σταυροκουμπωθείτε,
προσέχτε απ’ αετονύχηδες να μην απατηθείτε.
‘’Φιλάνθρωπους’’ και ‘’άγιους’’ γέμισε η ανθρωπότης,
δεν έχουν όμως ανθρωπιά, τους λείπει η αγιότης.



Ο Ι    Γ Υ Φ Τ Ο Ι

Στην άκρη του χωριού, κοντά στο ρέμα,
στ’ απόμερου του σύδενδρου την άκρη
φαλάγγι καταφτάσανε μια μέρα,
περιφρονώντας το λιοπύρι και την ξέρα
οι γύφτοι απ’ του ορίζοντα τα μάκρη.

Της μοίρας ακλουθώντας το γραμμένο,
ξέγνοιστα, διαβατάρικα πουλιά
ξεπέζεψαν στο πλάι το δασωμένο,
κοντά στο εξωκλήσι το θλιμμένο
κι αράξαν στης σκιάς την αγκαλιά.

Τσαντίρια ξαναστήσαν καπνισμένα
και γέμισε φωνές η ρεματιά.
Γυρίζουν τα γυφτάκια σκονισμένα,
μισόγυμνα ή με φορέματα σχισμένα
και πρόσωπα μισόμαυρα, σταχτιά.

Στων δέντρων τους κορμούς έχουν δεμένες
σκουρόχρωμες αρκούδες θεριεμένες.
Στο δόκανο της μοίρας τους πιασμένες,
κει γυροφέρνουν όλη μέρα απελπισμένες
κι εκείνες σαν κι αυτούς κατατρεγμένες.

Τα ζώα τους σκυφτά, σκελετωμένα,
κομμένα από πορεία μακρινή,
ακίνητα κουρνιάζουν μουδιασμένα
και τρέμουν από τώρα τα καημένα
την ψύχρα σαν σκεφτούν τη βραδινή.

Σα στήσουν το κονάκι τους πως ξέρουν
και τα τσαντίρια τους καπνίσουνε ξανά,
αμέριμνοι στο στέκι γυροφέρνουν,
ξαπλώνουν, τραγουδούν ή λογοφέρνουν,
τη φτώχεια τους κανείς δεν μελετά.

Φωνές, οχλοβοή, μικροκαυγάδες,
φωτιές. ογκανιτά και προσταγές.
Άλλοι αργολαλούνε τους ζουρνάδες,
άλλοι ταψιά γανώνουν και νταβάδες
κι άλλοι ξεχύνονται στις ρεματιές.

Μα σαν γυρίσουν όσοι βγήκανε στο ρέμα
με τα μαχαίρια για να κόψουν σμαρδαλιές[1]
και φτάσουν οι χλωρές οι βέργες δέμα,
τότε αφήνουν το ραχάτι και το ψέμα
κι αρχίζουνε τις καλαθοδουλειές.

Στριφογυρίζουν στο χωριό οι χαρτορίχτρες,
των σκύλων αψηφώντας την ορμή,
προσφέροντας αδράχτια και σαΐτες,
καλάθια και πανέρια ή πατήτρες[2]
για λίγο άχυρο, σιτάρι ή ψωμί.

Οι γύφτισσες τεχνήτρες, λαοπλάνες
της μοίρας εξηγώντας τα γραμμένα,
τις κόρες ξεγελούνε και τις μάνες
και παίρνουν απ’ αυτές οι τσαρλατάνες
πράγματα όμορφα, αξίας, διαλεγμένα.

Τ’ απόβραδο οι γύφτοι τριγυρίζουν
στις στράτες, την αρκούδα τους χορεύουν.
Τους αφελείς με ευκολία ξεχωρίζουν,
τον ταμπουρά[3] με γέννημα γεμίζουν
και λίγο άχυρο επιπλέον τους γυρεύουν.

Κι ενώ όλο το χωριό γι’ αυτούς μιλάει
και τα παιδάκια θέλουν πάλι να τους δουν,
ο χρόνος παγερός καθώς κυλάει,
χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι πού τους πάει,
τους παίρνει και στο άγνωστο τραβούν.

Στα δέντρα πάλι ησυχία βασιλεύει.
Το εκκλησάκι ξαναπόμεινε βουβό.
Η αύρα στην πλαγιά αργοσαλεύει,
τ’ αποκαΐδια και τις στάχτες αναδεύει,
«δε θέλω», λέει, «στα κλώνια ν’ ανεβώ».

Η ρεματιά τους φίλους της γυρεύει
και το χορτάρι τους ζητά το απαλό.
Την ξεγνοιασιά τους και ο τζίτζικας ζηλεύει.
Το χελιδόνι από ψηλά τους συντροφεύει
και το ρυάκι μουρμουρίζει «στο καλό».


Τ Ι    Ε Ι Δ Α

Έλειπα, λέει, σε όνειρο, γυρνούσα με το χρόνο.
Μα ξαφνικά σταμάτησα στης γης τα μετερίζια.
Ήρθα να δω τον τόπο αυτό, να τον χαρώ σαν πρώτα,
μα βρήκα μέρη έρημα και χώρες ρημαγμένες.
Δακρύσανε τα μάτια μου και ράγισε η καρδιά μου.

Δεν είδα κόσμο στα χωριά, ούτε λαό στις πόλεις.
Είδα στοιχειά παράξενα, τέρατα σαν ανθρώπους,
να γυροφέρνουν άσκοπα, να βρίζουν το ‘να τ’ άλλο.
Να καμαρώνουν την κλεψιά και να κλοτσούν το δίκιο.
Να αγνοούνε το καλό, να χαίρονται το μίσος.
Κι ήτανε μέρα της Λαμπρής, ημέρα της αγάπης.

Είδα παραξενιές πολλές που δε χωρούσε ο νους μου.
Είδα γεωργό ακτήμονα σε τσιφλικά υπηρέτη
κι εργάτη είδα στην ουρά δουλειά να ζητιανεύει.
Του δίκιου είδα αγωνιστές στις φυλακές κλεισμένους
κι είδα αδικιάς υπέρμαχο, φρουρός να τους φυλάγει.
Κι από τους δυο δεν ήξερα σαν ποιον να πρωτοκλάψω.

Κι είδα γυναίκες να πουλούν τη γύμνια τους στους δρόμους
και ορφανά να πνίγουνε την πείνα τους στη θλίψη.
Άντρες, λεβέντες της δουλειάς να σφάζονται στις μάχες,
να χύνουνε το αίμα τους για να βαθύνει η λήμνη,
ώστε να πλέει άνετα το πλοίο των τυρράνων.
Λυπήθηκα τους δύστυχους και ράγισε η καρδιά μου.

Είδα κηφήνα ν’ αλυχτά στο πιάτο πεινασμένου
και ορφανό να τριγυρνά σε μαγεριό απ’ όξω
και να γυρίζει νυστικό χαράματα στους δρόμους.
Κι είδα χορτάτο να κλοτσά το χέρι πεινασμένου
που απλώνονταν καχεχτικό μπουκιά να του ζητήσει.
Την απονιά αντίκρισα παντού να διαφεντεύει.

Είδα ζητιάνους στις γωνιές δεκάρες να ζητούνε
κι είδα πολέμων έμπορους μιλιούνια να μετρούνε.
Είδα ανθρώπους άδικους το δίκιο να ορίζουν.
Κι είδα του δίκιου τη θεά ντυμένη στα κουρέλια
χωρίς χλαμίδα και ζυγό να τριγυρνά στους δρόμους
διωγμένη απ’ τις ιέρειες, των δυνατών τις λόγχες.
Λυπήθηκα τους δυνατούς κι έκλαψα τα παιδιά τους.

Δε βάσταξα και στέναξ’ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου.
Κι ο στεναγμός μου βούηξε κι ο απόηχος μου είπε:
Γιατί στενάζεις μοναχός και σκύβεις το κεφάλι.
Πες το και βροντοφώναξε το τι η καρδιά προστάζει.
Κλάψε και σκούξε δυνατά, ίσως σ’ ακούσουν κι άλλοι,
ίσως και πάψει η συμφορά τη γη μας να ρημάζει.


ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΙ

Δε μετράω άλλο τ’ άστρα
από ‘δω από τη γη,
στου πολέμου τα πλοκάμια
μ’ έμπλεξαν οι δυνατοί
και με στέλνουν στα ουράνια
για να τα μετρήσω εκεί.

Την ορφάνια αφήνω πίσω
και τον πόνο το βαρύ
σαν παράσημο στο στήθος
κάθε πολεμοχαρή.

Νάν’ της δόξας του παιάνας
των κρανίων ο τριγμός.
Να γενεί γι’ αυτόν καιάδας
ορφανών ο οδυρμός.

Κι όταν τ’ άστρα θ’ ατενίζει
στης νυχτιάς τη σιγαλιά,
την οργή μου θ’ αντικρίζει
στ’ ουρανού την αγκαλιά.

Ή σαν τύχει ν’ αρμενίζει
μες στα πέλαγα της δόξας
και να πλέει τροπαιούχος
στων νικών του τους αφρούς,

θα μετρά τα τρόπαιά του,
την ισχύ και την αντρειά του,
με χορταριασμένους τάφους,
με αμέτρητους σταυρούς.


     Α Ν Α Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Ι

Μες στις πτυχές του σκοταδιού,
στις σκέψεις ορφανού παιδιού
και άνεργου εργάτη,
τρέχουν οι αναλογισμοί
και ψηλαφίζουν της ζωής
το φως και το σκοτάδι.

Από παντού φτάνουν λυγμοί,
τρέλες και παραλογισμοί,
μοίρες, γραμμένα, στοχασμοί,
φοβέρες, καλογερισμοί . . .
Φουρτουνιασμένοι εγωισμοί
λυγούν το βάδισμά μου.

Κι ακουμπισμένος στο ραβδί
φτωχού κι ανήμπορου ξενότοπου διαβάτη,
πασχίζω ο δόλιος σαν παιδί
να βγάλω όλους τους λαούς
απ’ του ραγιά το σκυθρωπό
και στείρο μονοπάτι.

Κι αν το ρολόι αργοχτυπά,
γοργοπερνούν οι ώρες.
Ασπρίζουν γένια και μαλλιά,
γεράζουν τα μικρά παιδιά
κι ώσπου να δω καλοκαιριά
ξανάρχονται οι μπόρες.

Καγχάζουν γύρω μου οι φωνές
απ’ του χαμού τις μηχανές,
του θάνατου τις κόρες.
Μ’ αντί γι’ αγριελιάς κλαριά
ύαινες σαρκοβόρες.

Στο σκλάβο που αιμορραγεί,
λένε πως ήρθε χαραυγή
κι όπου ‘ναι ξημερώνει.
Μα πριν προβάλλει η αυγή,
ξανατραντάζεται η γη,
ο ήλιος δεν τολμά να βγει
κι αρχίζει και νυχτώνει.


Ο    Μ Υ Λ Ω Ν Α Σ

Πες μου αν θέλεις μυλωνά τι έχω να κερδίσω,
αν καιρούς που πέρασαν ξαναφέρω πίσω
κι αν με το τραγούδι μου σου ξαναθυμίσω
εποχές που άλεθες γέννημα περίσσιο
και αξάι έπαιρνες μπόλικο σταρίσιο,
όταν ήσουν προύχοντας σε χωριό καμπίσιο;
Πες μου αλήθεια μυλωνά τι έχω να κερδίσω;

Τις βαριές μυλόπετρες αν ξαναγυρίσω,
τη λειψή την πλάστιγγα εδώ μπροστά αν σου στήσω
κι άπειρα βοϊδάμαξα άλεσμ’ αν ζυγίσω,
τη μεγάλη σέσουλα αν θα σου θυμίσω
και τσουβάλια τρίριγα αξάι αν σου γεμίσω
κι αν στιγμές που λαχταράς σου ξαναγυρίσω,
πες μου τότε μυλωνά, τι έχω να κερδίσω;

Αν το μύλο πού ‘χασα μου ξαναθυμίσεις,
τη ζωή, το θόρυβο εκείνο αναστήσεις,
το γλυκό της πλάστιγγας ήχο τραγουδήσεις,
το γυάλισμα της σέσουλας μπροστά μου αν λαμπυρίσεις
κι αν τσουβάλια τρίριγα αξάι μου γεμίσεις,
μισό σακί γρουνάλευρο έχεις να κερδίσεις.


[1] Θάμνος, του οποίου οι βέργες είναι κατάλληλες για το πλέξιμο καλαθιών.
[2] Εξαρτήματα αργαλειού.
[3] Το νταούλι, το οποίο χτυπά  ο γύφτος, όταν χορεύει η αρκούδα.

No comments:

Post a Comment