Wednesday, March 16, 2011

Απίστευτα κι όμως αληθινά του Αλέκου Ν. Αγγελίδη


Απίστευτα κι όμως αληθινά

του Αλέκου Ν. Αγγελίδη

Ο μηχανισμός του Ήρωνα

Ο μηχανισμός που δουλεύει με κέρματα και μας δίνει καφέδες, σοκολάτες, σάντουιτς, εισητήρια ή ανοίγει το τηλέφωνο, βάζει μπρος στο πλυντήριο, ανοίγει τη συσκευή του γκαζιού, μας ζυγίζει αυτόματα ή ενεργοποιεί τα ηλεκτρονικά μας παιχνίδια, ένα σύστημα δηλαδή που σχεδόν αποτελεί το σύμβολο της εποχής μας, επινοήθηκε και πρωτοκατασκευάστηκε απ’ τον Έλληνα μαθηματικό, φυσικό, συγγραφέα και μεγάλο εφευρέτη Ήρωνα, ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια κάπου ανάμεσα στο 100 π.Χ. και στο 100 μ. Χ..
Το μηχανισμό αυτό σχεδίασε ο Ήρωνας για να τοποθετηθεί στους ναούς και να δίνει αγιασμένο νερό (‘’ιερόν ύδωρ’’) στους πιστούς έναντι αμοιβής και εξίσου σε όλους.
Το νερό έρχονταν σ’ ένα μεταλλικό σφαιρικό δοχείο από έναν οριζόντιο σωλήνα, που το διαπερνούσε και χρησίμευε και σαν άξονας στήριξής του. Το σφαιρικό δοχείο έφερε στο κάτω μέρος του μικρό σωλήνα εξόδου. Το επάνω άκρο του σωλήνα αυτού βρίσκονταν ψηλά μέσα στη σφαίρα και το ύψος του συνέπιπτε με την επιφάνειά του νερού, που βρίσκονταν μέσα στη σφαίρα κι όταν αυτή βρίσκονταν σε ισορροπία και ηρεμία. Η είσοδος του νερού απ’ τον οριζόντιο άξονα ελέγχονταν μ’ ένα πώμα που ήταν εφαρμοσμένο σ’ αυτόν.
Όταν η σφαίρα βρίσκονταν σε ακινησία, το πώμα έφραζε την οπή του άξονα και το νερό δεν έμπαινε σ’ αυτήν. Τότε η επιφάνειά του δεν ξεπερνούσε το επάνω άκρο του σωλήνα εξόδου. Όταν, όμως, ρίχνονταν από μια εγκοπή κάποιο νόμισμα, ας πούμε μια δραχμή, το βάρος του κέρματος πίεζε κάποιο ευαίσθητο μοχλό που βρίσκονταν στην πορεία του και ο οποίος ήταν κατάλληλα συνδεμένος με το πώμα. Έτσι, μετατοπίζονταν το πώμα κι άφηνε το νερό να τρέχει μέσα στη σφαίρα και να ξεπερνάει το ύψος του σωλήνα. Το επιπλέον νερό έτρεχε μέσα σε ένα κύπελλο που ήταν τοποθετημένο κάτω απ’ τη σφαίρα. Μόλις, όμως, το κέρμα στην πορεία του προς τα κάτω ξέφευγε απ’ τον ευαίσθητο μοχλό, το πώμα επανέρχονταν στη θέση του και η ροή του νερού σταματούσε αμέσως, Έτσι, όποιος είχε δραχμή έπαιρνε ‘’ιερόν ύδωρ’’, όποιος δεν είχε έβλεπε τους άλλους πώς αγόραζαν ακριβοδίκαια τη χάρη των θεών.
Ο Ήρωνας ήταν πραγματικά μια μεγάλη και σπάνια φυσιογνωμία, που ξεχώριζε κι ακτινοβολούσε σ’ όλους τους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας. Έδειξε στους συγχρόνους του, πώς είναι δυνατό να μετρηθεί η απόσταση της Αλεξάνδρειας απ’ τη Ρώμη με βάση την έκλειψη του ηλίου.
Εκτός απ’ τα ανδιαφέροντα βιβλία που έγραψε, όπως μαθηματικά, μηχανικά, κατοπτρικά, βελοποιητικά κλπ. κλπ. σχεδίασε και κατασκεύασε πολλές και χρήσιμες μηχανές. Έκανε μηχανισμό σύνθλιψης των καρπών της ελιάς για την ευκολότερη εξαγωγή του λαδιού και κατασκεύασε βιδωτό πιεστήριο για το πάτημα των σταφυλιών. Επίσης, αυτός πρώτος επινόησε και κατασκεύασε μηχάνημα κοπής ξύλινων βιδών και παξιμαδιών. Αν σκεφτούμε, ότι οι βίδες και τα παξιμάδια χρησιμοποιήθηκαν 16 αιώνες αργότερα, θα δούμε πόσο πιο μπροστά απ’ τους συγχρόνους του ήταν ο Ήρωνας.
Για τον εξοπλισμό των στρατιωτών έκανε το δυνατό για την εποχή του τόξο των δύο καμπυλών. Ένωσε τα δυο μακριά και λεπτά κέρατα ενός ζώου και συνέδεσε τις άκρες τους με γερή χορδή από ειδικά κατεργασμένα νεύρα μεγάλων ζώων. Έτσι, ο στρατιώτης που είχε το τόξο του Ήρωνα ήταν δυνατός και ασυναγώνιστος.
Μια απ’ τις περίεργες ανακαλύψεις του είναι και η αυτόματη ‘’κλειδαριά’’, η οποία μπορούσε μόνη της να ανοιγοκλείνει τις τεράστιες πόρτες των ναών. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν μια φωτιά μέσα στο ναό. Και φωτιές άναβαν τότε οι ιερείς πάνω στους βωμούς για τις καθιερωμένες λατρευτικές θυσίες.
Κάτω απ’ το βωμό ο Ήρωνας σκέφτηκε να βάλει ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο, το οποίο περιείχε απλό αέρα. Με τη φωτιά που προετοίμαζαν οι ιερείς για τις θυσίες, ο αέρας ζεσταίνονταν και μόνος του προωθούνταν με μια σωλήνωση σ’ ένα δοχείο γεμάτο με νερό όπου βρίσκονταν τοποθετημένο στο υπόγειο του ναού και κάτω απ’ τις μεγάλες πόρτες της εισόδου.
Ο αέρας, διαστελλόμενος συνεχώς, πίεζε μέσα στο δοχείο το νερό, το οποίο ξεχείλιζε σ’ ένα σωλήνα, μέσα απ’ τον οποίο έφτανε και χύνονταν σ’ έναν κουβά. Ο κουβάς ήταν κρεμασμένος κατάλληλα με σκοινί και τροχαλίες στη βάση των φύλλων της πόρτας, τα οποία παρέσυρε σιγά-σιγά με το βάρος που αποκτούσε διαρκώς, καθώς περισσότερο νερό χύνονταν μέσα του και άνοιγε.
Οι προσερχόμενοι ‘’πιστοί’’ που περίμεναν απ’ έξω, ώσπου να ετοιμάσουν οι ιερείς μέσα στο ναό τα της θυσίας και να τους επιτρέψουν την είσοδο, καθώς έβλεπαν να ανοίγουν οι πόρτες μόνες τους, χωρίς καν την παρουσία ιερέα, ένιωθαν κάποιο δέος και πίστευαν πως θεία δύναμη τις άνοιγε γι’ αυτούς. Όταν οι σπονδές τελείωναν και η φωτιά έσβηνε, ο αέρας κρύωνε και συστέλλονταν, το νερό ξαναγύριζε στη θέση του, ο κουβάς αλάφραινε και οι πόρτες ξανάκλειναν μόνες τους.
Δεν είναι γνωστό πόσες απ’ τις πολυάριθμες εφευρέσεις του Ήρωνα χρησιμοποιήθηκαν στη μετέπειτα τεχνολογία. Είναι, όμως, σίγουρο πως πάρα πολλές απ’ τις σύγχρονες μηχανές θα έχουν σε κάποιο σημείο τους και κάτι απ’ τις επινοήσεις του μεγάλου Έλληνα εφευρέτη.
Δυστυχώς οι ανακαλύψεις και τα έργα του Ήρωνα, παρ’ ότι λίγο ή πολύ εφαρμόστηκαν διεθνώς, δεν προβλήθηκαν απ΄ τους μεταγενέστερους Έλληνες όσο έπρεπε και ενώ ακούμε και θαυμάζουμε το Λεονάρδο Νταβίντσι, αγνοούμε τελείως τον μεγάλο μας σοφό απ’ την Αλεξάνδρεια.



Ο απολιθωμένος άντρας

‘’Ο. Β.’’ 1984

Ένας απολιθωμένος άντρας κείτεται μισοξαπλωμένος στη μέση ενός απανθρακωμένου δρόμου, με την παλάμη του κλειστή και τα δάχτυλά του σφιχτά γύρω από μια χούφτα χρυσών νομισμάτων. Πρόκειτα άραγε για κάποιον κλέφτη που έτρεχε βιαστικός να ξεφύγει και να εξαφανιστεί ή μήπως πρόκειται για κάποιον βιοπαλαιστή, που προσπαθούσε να διασώσει εκείνες τις τρομερές στιγμές του θυμού του Εγκέλαδου ό,τι κατάφερε να συγκεντρώσει, αποταμιεύοντας για χρόνια;
Κανείς ποτέ δε θα απαντήσει στο ερώτημα αυτό και κανένας δε θα μάθει την αλήθεια. Πάντως, οποιαδήποτε κι αν ήταν η σχέση του με το χρυσάφι που σφίγγει στη χούφτα του, ήταν γραφτό του να το κρατάει εκεί στην παλάμη του σφιχτά για πάνω από 1600 χρόνια, θαμμένος μέσα σε στρώματα στάχτης και λάβας, ώσπου η αρχαιολογική σκαπάνη να τον φέρει στο φως τον 18ο αιώνα.
Ο άνθρωπος με το χρυσό, δικό του ή ξένο αδιάφορο πια, ήταν ένας απ’ τους πολίτες της Πομπηίας, του καλοκαιρινού εκείνου θερέτρου των πλούσιων Ρωμαίων, που βρίσκονταν κοντά στον κόλπο της Νεάπολης και που χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης τη φοβερή μέρα της 24ης Αυγούστου του 79 μ.Χ.. Τότε που ξέσπασε η κοχλάζουσα ορμή του Βεζούβιου, του οποίου η μανία έθαψε ολόκληρη την πόλη κι ολόκληρη την περιοχή μέσα στην πυρακτωμένη λάβα του.
Παράλληλα, όμως, διατήρησε στους όγκους της υφαιστειογενούς στάχτης και κάτω απ’ τα παγωμένα στρώματα της λυωμένης λάβας της την καρβουνιασμένη πόλη, όπως ήταν την ώρα της καταστροφής. Ένας μαγαζάτορας βρέθηκε να κλείνει την ξύλινη πόρτα του μαγαζιού του. Μερικά κορίτσια συζητούσαν δίπλα σε μια βρύση. Ένας φούρναρης μόλις είχε φουρνίσει τα 81 ψωμιά του στο φούρνο και κοίταζε μ’ ενδιαφέρον πώς ψήνονταν. Ένας πελάτης ενός καπηλιού μόλις είχε αφήσει στο μπάγκο τα χρήματα για ένα κρασί που είχε παραγγείλει. Τότε, ξαφνικά ξέσπασε η πρώτη φοβερή δόνηση. Η κοπέλα του καπηλιού προσπάθησε να πάρει τα λεφτά απ’ το μπάγκο, μα έμεινε εκεί με το χέρι απλωμένο. Όπως και τα ψωμιά του φούρναρη έμειναν στο φούρνο για να τα ψήσει η λάβα του Βεζούβιου και να βρεθούν, ύστερα από 15 αιώνες κάρβουνα σ’ ένα μουσείο της Νεάπολης.
Πολλοί απ’ τους κατοίκους, μόλις ένιωσαν το φριχτό ξύπνημα του κοιμώμενου γίγαντα, τράπηκαν αμέσως σε φυγή. Άλλοι, όμως, παρέμειναν στην πόλη, δεμένοι από ‘’δεσμά’’ που δεν ήταν δυνατό να σπάσουν αμέσως.
Μια ομάδα βρέθηκε να κάθεται ευλαβικά στην τελετή της κηδείας κάποιου φίλου. Μερικοί έσκαβαν βιαστικοί για να θάψουν τα τιμαλφή τους και θάφτηκαν οι ίδιοι στο λάκκο που άνοιγαν. Άλλοι τρύπωσαν στα σπίτια τους, προσπαθώντας να προφυλαχτούν απ’ την άσπλαχνη κι ακατανίκητη δύναμη του υφαίστειου. Ακόμα, πολλοί, μόλις ένιωσαν τα πρώτα σεισμικά κύματα, φόρτωσαν βιαστικά τα πράγματά τους σε κάρα, μόνο και μόνο για να παγηδευτούν σε λίγο στις στενές πύλες της Πομπηίας.
Οι πρώτες, όμως, δονύσεις δεν ήταν παρά μόνον οι αρχικές συσπάσεις των μυών του τέρατος.
Όταν ο Βεζούβιος σίγασε, ύστερ’ από 28 ώρες, η Πομπηία είχε θαφτεί σε βάθος 6 μέτρων μέσα στο θρυμματισμένο έδαφος και στα παχιά στρώματα της λάβας και 2000 κάτοικοί της απ’ τις 20 χιλιάδες του πληθυσμού της είχαν φύγει απ’ τη ζωή.
Η πόλη και η τραγωδία της είχε για σειρά αιώνων ξεχαστεί. Το 1748, όμως, ο Αλκουμπιέρι, μηχανικός του βασιλιά της Νεάπολης, άνοιξε διάφορες μικροστοές για να επιθεωρήσει ένα παλιό τούνελ, που είχε ανοιχτεί 150 χρόνια πριν κι έφερνε νερό απ’ τον διπλανό ποταμό Σάρνο. Κατά τύχη, η πρώτη στοά έπεσε μέσα στην αγορά της θαμμένης πόλης κι έφερε στο φως μια ωραία τοιχογραφία. Η επόμενη ανακάλυψη ήταν ο άνθρωπος με τα χρυσά νομίσματα στη χούφτα. Ο Αλκουμπιέρι άρχισε να παροτρύνει τους πάντες, με την ελπίδα πως κάποιος θα ενδιαφερθεί για την αποκάλυψη της χαμένης πόλης.
Έτσι,  το 1763 ο γιος ενός Γερμανού αγγειοπλάστη, ο Γιόχαν Βίνκελμαν, ενδιαφέρθηκε για τα απανθρακωμένα μυστικά της Πομπηίας κι άρχισε να μελετάει την ιστορία της. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες, όμως, στη δικαιοδοσία των οποίων υπάγονταν η περιοχή, δεν του επέτρεπαν ούτε να την επισκεφτεί. Κατάφερε, όμως, δωροδοκώντας κάποιον αρμόδιο, να μπει και να δει από κοντά την περιοχή. Παράλληλα συνέχισε να μελετάει κομμάτι-κομμάτι ό,τι είχε έρθει στο φως ως τότε και άρχισε να δημιουργεί την δεκαέξι αιώνων ιστορία της πόλης. Τον επίμονο, όμως, μελετητή δολοφόνησαν άγνωστοι για άγνωστη αιτία στην Τεργέστη το 1768, πριν ολοκληρώσει το έργο του.
Ύστερα από ένα περίπου αιώνα ο Ιταλός αρχαιολόγος Γκιουζέπε Φιορέλλι, με προσοχή άρχισε με τη σκαπάνη και το φτυάρι του να ξεσκεπάζει σπίτι-σπίτι και δρόμο-δρόμο, προσέχοντας να μη χαθεί τίποτα ή να μην καταστραφεί κάτι κατά την ανασκαφή.
Σήμερα, τα δυο πέμπτα της Πομπηίας βρίσκονται ακόμα θαμμένα κάτω απ’ τις στάχτες και τη λάβα. Ίσως αυτό που μένει ακόμα άγνωστο κάτω απ’ τη γη να είναι πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι ήρθε στο φως μέχρι σήμερα.

Τερατώδεις απάτες
‘’Ο.Β.’’ 3 Μαρτ. 1985
‘’Αν κάθε λεπτό γεννιέται πραγματικά κι ένας ανόητος, τότε για κάθε ανόητο υπάρχει κι ένας κακοποιός για να τον φτιάξει λίγο σοφότερο’’, λέει μια ξένη παροιμία.
Δυο απ’ τους πιο διακεκριμένους απατεώνες όλων των εποχών ήταν ο ‘’κόμης’’ Βίκτωρ Λάστιγκ, ένας Αυστριακός (κατ’ άλλους απ’ τη Βοημία), που δούλευε στο Γαλλικό Υπουργείο Εργασίας και ο Δανιήλ Κόλλινς ένας Αμερικανός μικροδιαρρήκτης. Οι δυο μαζί κατάφεραν να πουλήσουν τον πύργο του Άιφελ, όχι μια αλλά δυο φορές.
Ο ‘’κόμης’’, την άνοιξη του 1925, νοίκιασε μια σουίτα σ’ ένα ξενοδοχείο του Παρισιού και κάλεσε πέντε διακεκριμένους επιχειρηματίες της Γαλλίας να τον συναντήσουν  στο διαμέρισμά του για μυστική και ενδιαφέρουσα υπόθεση. Μόλις και οι πέντε έφτασαν στο ξενοδοχείο, τους υποδέχτηκε με σεβασμό και τυπικότητα και τους ζήτησε να του υποσχεθούν απόλυτη εχεμύθεια πριν τους ανακοινώσει τους σκοπούς του.
Αφού απόσπασε την υπόσχεσή τους ότι τα πάντα θα τηρηθούν μυστικά, τους είπε ότι είναι ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου, αρμόδιος για τα δημόσια κτίρια και τους ανακοίνωσε ότι ο φημισμένος πύργος του Άιφελ βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Τα έξοδα συντήρησής του είναι υπέρογκα και προβληματίζουν την κυβέρνηση, η οποία σκέφτεται να τον κατεδαφίσει. Σαν εκπρόσωπος δε του υπουργείου ζητούσε προσφορές ενδιαφερομένων για την κατεδάφισή του και την αγορά των χιλιάδων τόνων σιδήρου που τον αποτελούσαν για παλιοσίδερα.
Ο ‘’κόμης’’ πρόσθεσε στους εκλεκτούς επιχειρηματίες, πως το υπουργείο του επιθυμεί απόλυτη μυστικότητα, για να αποφύγει κάθε ενδεχόμενη πρόσκαιρη λαϊκή κατακραυγή για την κατεδάφιση του τόσο σημαντικού και αγαπημένου μνημείου του λαού του Παρισιού. Οι σχετικές ανακοινώσεις θα γίνονταν σταδιακά με κάποιο προγραμματισμό απ’ την κυβέρνηση και μέσω του καθημερινού τύπου, ώστε να μην δημιουργηθεί οξύτητα και σάλος. Οι διεργασίες, όμως, μεταξύ τους μπορούσαν να προχωρήσουν και τα συμβόλαια να υπογραφούν κανονικά.
Οι επιχειρηματίες έφυγαν αθόρυβα, βεβαιώνοντας το Βίκτωρα Λάστιγκ πως όλοι τους θα μείνουν βουβοί σαν τάφος και πως γρήγορα θα στείλουν τις κλειστές προσφορές τους.
Πράγματι, μέσα σε μια βδομάδα έφτασαν και οι πέντε προσφορές στο ξενοδοχείο κι ο μεγαλόσχημος ‘’κόμης’’ επέλεξε την καλύτερη και πιο συμφέρουσα προσφορά του Αντρέ Πόιζον.
Οι διαπραγματεύσεις προχώρησαν και ο τελευταίος πλειοδότης κλήθηκε σε λίγες μέρες να υπογράψει τα συμβόλαια. Στη συνάστηση αυτή ο ‘’κόμης’’ παρουσίασε στον Πόιζον και το συνεργάτη του Κόλλινς σαν ιδιαίτερο γραμματέα του. Σε κάποια στιγμή, περιεργαζόμενος δήθεν τα συμβόλαια ο Λάστιγκ, είπε: ‘’Η ζωή των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι καθόλου εύκολη . . . Στην υπογραφή συμβολαίων με το Δημόσιο είναι συνήθεια οι αντιπρόσωποι του Κράτους να δέχονται και κάποιο . . .’’
Δεν χρειάζονταν να συμπληρώσει τη φράση του. Ο Πόιζον κατάλαβε το νόημά της και τον διέκοψε. ‘’Καταλαβαίνω’’, του είπε, ‘’γιατί προτιμήσατε να γίνει η όλη εξέλιψη των πραγμάτων στο ξενοδοχείο αυτό . . . Μέσα στους τοίχους του Υπουργείου δεν ήταν δυνατόν να προωθηθούν όλα με άνεση . . .’’ Χαμογέλασε ευχάριστα κι έβγαλε μια επιταγή της τράπεζάς του και την έδωσε στο Λάστγκ. Ήταν η ’’νόμιμη’’ προκαταβολή. Μετά έβγαλε και το πορτοφόλι του και τράβηξε όλο το περιεχόμενο, μια παχουλή δεσμίδα χαρτονομισμάτων και τά ‘βαλε πάνω στο τραπέζι. μπροστά στον ‘’αντιπρόσωπο του Κράτους’’, χωρίς να πει λέξη. Υπόγραψε το συμβόλαιο, υποκλίθηκε χαμογελώντας κι έφυγε ευχαριστημένος. Ο Λάστιγκ και ο Κόλλινς παίρνοντας τα χρήματα εγκατέλειψαν τη Γαλλία. Έφυγαν για τη Βιέννη ταξιδεύοντας μέσα στο αναπαυτικό διαμέρισμα κάποιας υπερταχείας. Στην αυστριακή πρωτεύουσα εγκαταστάθηκαν σ’ ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο κι από κει παρακολουθούσαν τις γαλλικές εφημερίδες για να δουν μήπως γράφουν κάτι γι’ αυτούς. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας Πόιζον αντιλήφτηκε σύντομα ότι έπεσε θύμα απατεώνων αλλά ντράπηκε τόσο πολύ για το πάθημά του, που δεν τόλμησε να αναφέρει τίποτα στις αρχές.
Ο ‘’κόμης’’ και ο γραμματέας του επέστρεψαν σε λίγο στο Παρίσι και επανέλαβαν το ίδιο κόλπο. Ξαναπούλησαν και πάλι τον πύργο του Άιφελ για παλιοσίδερα σ’ άλλον μεγαλοεπιχειρηματία. Αυτή τη φορά, όμως, ο πελάτης τους πήγε στην αστυνομία κι ίσα που πρόλαβαν οι δυο ‘’αντιπρόσωποι του υπουργείου’’ να φύγουν έξω απ’ τη χώρα με την προκαταβολή και πάλι στο χέρι φυσικά. Έτσι, ουδέποτε συνελήφθηκαν αλλά και ουδέποτε έμαθε κανείς πόσα χρήματα οικειοποιήθηκαν με τα κόλπα τους αυτά.
Τα κατορθώματά τους αυτά τα εμπνεύστηκαν απ’ το Σκωτσέζο Αρθούρο Φέργκισον, ο οποίος μέσα σε καναδυό μήνες πούλησε το 1923 τρία ονομαστά κτίρια του Λονδίνου σε διαφορετικούς πλούσιους Αμερικανούς τουρίστες. Το παλάτι του Μπάκιγχαμ ‘’πουλήθηκε’’ με δυο χιλιάδες λίρες προκαταβολή. Το μεγάλο ρολόι του Λονδίνου (Μπιγκ-Μπεν) για χίλιες λίρες και η στήλη του Νέλσωνα για έξι χιλιάδες λίρες.
Ο Φέργκισον το 1925 μετανάστεψε  στην Αμερική. Στην Ουάσιγκτον συνάντησε μια μέρα ένα μεγαλοκτηνοτρόφο απ’ το Τέξας να περιεργάζεται και να θαυμάζει το Λευκό Οίκο. Ο Φέργισον τον πλησίασε, και, παριστάνοντας τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης, άρχισε να του λέει πόσο πολυέξοδο και προβληματικό για την κυβέρνηση κατάντησε το κτίριο αυτό και πως οι αρμόδιοι προσπαθούν να βρουν τρόπους περιορισμού των εξόδων του. Ένας τρόπος που πολυσυζητιέται από την κυβέρνηση, είπε για μια στιγμή ο πονηρός Σκωτσέζος, είναι η ενοικίαση του κτιρίου σ’ έναν καλό εχέμυθο επιχειρηματία με σχετικά αρκετά χαμηλό ενοίκιο . . . Ας πούμε 100 χιλιάδες δολάρια το χρόνο, πρόσθεσε έντεχνα. Ο άνθρωπος απ’ το Τέξας το νοίκιασε για 99 χρόνια κι έδωσε αμέσως στο Σκωτσέζο το ενοίκιο της πρώτης χρονιάς προκαταβολικά. Ο Φέργκισον το πήρε κι έφυγε για να ετοιμάσει τα συμβόλαια, αφήνοντας τον ενοικιαστή του να περιεργάζεται το Λευκό Οίκο και να θαυμάζει την επιτυχία του. Εγκαταλείποντας, όμως, το μεγαλοκτηνοτρόφο εγκατέλειψε και την Ουάσιγκτον κι έφυγε στη Νέα Υόρκη. Εκεί, κάποια μέρα εξηγούσε μ’ όλη του την ευφράδεια σε κάποιον βαθύπλουτο Αυστραλό επισκέπτη, σε τι πονοκεφάλους βρίσκεται η αμερικανική κυβέρνηση με το άγαλμα της Ελευθερίας, που είναι στημένο μέσα στη μέση του χώρου όπου πρόκειτα να γίνει η επέκταση του λιμανιού της Νέας Υόρκης. Η έλλειψη του φημισμένου αγάλματος θα είναι μεγάλη απώλεια για την Αμερική αλλά, φαντάσου, έλεγε με πονηριά ο Σκωτσέζος, πόσο ωραία θα φαίνεται μπροστά στο λιμάνι του Σύδνεϋ . . . Τι απόκτημα θα είναι αυτό για το Νότο και μάλιστα με προκαταβολή 100 χιλιάδες δολάρια μόνο . . .
Ο Αυστραλός ενθουσιάστηκε και βγήκε φωτογραφία πιασμένος αγκαζέ με το σπουδαίο μεσίτη του μπροστά στη νέα του περιουσία. Αμέσως δε ήρθε σε επαφή με την Τράπεζά του και ζήτησε να του στείλουν τα χρήματα. Ο διευθυντής, όμως, της Τράπεζας που πήρε τη φωτογραφία του πελάτη του κάτι υποψιάστηκε και ειδοποίησε την αστυνομία. Ο Φέργισον πιάστηκε και το δικαστήριο του επέβαλε πενταετή φυλάκιση. Όταν αποφυλακίστηκε παραιτήθηκε πια απ’ το μεσίτη παλαιών κτιρίων και ιστορικών ακινήτων και με τα έσοδα παλαιότερων επιτυχιών του έζησε πλουσιοπάροχα στην Καλιφόρνια ως το 1938, οπότε και πέθανε.


 ‘’Η θρασύτατη πλαστογραφία των αιώνων’’
Το ‘’ντοκουμέντο’’ που συνέβαλε στο σχίσμα των Εκκλησιών

‘’Ο.Β.’’ 24 Μαρτ. 1985

Για 600 χρόνια οι πάπες της Ρώμης χρησιμοποιούσαν τη ‘’Δωρεά του Μεγάλου Κωνσταντίνου’’ σα ντοκουμέντο για να στηρίζουν τους ισχυρισμούς τους, ότι είναι ιστορικά και κληρονομικά οι μόνοι και μοναδικοί ρυθμιστές, οδηγοί και άρχοντες της απανταχού χριστιανοσύνης.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που ασπάστηκε το Χριστιανισμό. Αν και είχε 4-5 φόνους στο ενεργητικό του (έπνιξε σε ζεματιστό νερό τη γυναίκα του Φαύστα, θανάτωσε το γιο του Κρίσπο, τον Λικίνιο, το μικρό του γιο κλπ.) είναι αλήθεια πως τις τελευταίες ώρες της ζωής του δέχτηκε επίσημα το χριστιανισμό και βαφτίστηκε.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των παπών της Ρώμης, πιστεύονταν πως ο μέγας αυτοκράτορας έκανε το 315 μ.Χ. μια μεγάλη δωρεά στην Εκκλησία, χαρίζοντας τη μισή του αυτοκρατορία σ’ αυτή, σαν ένδειξη της μεγάλης του χαράς για την προσχώρησή του στο Χριστιανισμό και σαν εκδήλωση ευγνωμνοσύνης για τη θεραπεία του από μόλυνση χολέρας που είχε πάθει.
Η ‘’Δωρεά’’ –το ντοκουμέντο που αναφέρεται στη μεγάλη προσφορά- δίνει στην Εκκλησία της Ρώμης διαρκή πνευματική εξουσία πάνω σ’ όλες τις εκκλησίες της γης και προσωρινή εξουσία πάνω στην πόλη της Ρώμης, σ’ ολόκληρη την Ιταλία και σ’ όλον το δυτικό κόσμο. ‘’Κι εκείνοι που θα αποπειραθούν να ανατρέψουν τα όσα ορίζει η ‘’Δωρεά’’, λέγει επιγραμματικά το ντοκουμέντο, να κατακαούν στα απύθμενα βάθη των φλογών της κόλασης και να εξαφανιστούν στους κόλπους του διαβόλου, μαζί με όλους τους άλλους άπιστους . . .’’
Το έγγραφο της ‘’Δωρεάς’’, που αποτελείται από τρεις χιλιάδες λέξεις πρωτοέγινε γνωστό τον 9ο αιώνα και ήταν ισχυρό όπλο στα χέρια του πάπα σ’ όλες τις διενέξεις ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Εκκλησία. Η αμφισβήτηση του ντοκουμέντου αυτού αποκορύφωσε τη διαμάχη των δύο Εκκλησιών και κατέληξε στο σχίσμα του 1054.
Το σπουδαίο αυτό για τους δυτικούς ‘’έγγραφο’’ φυλάσσονταν απ’ το Βατικανό σαν κόρη οφθαλμού και δεν το είδαν παραπάνω από δέκα πάπες. Η αυθεντικότητά του δε παρέμεινε αναμφισβήτητη μέχρι τον 15ο αιώνα. Τότε ο Νικόλαος Κούσης (1401-1464), ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός μελετητής της εποχής εκείνης, επισήμανε ότι ο επίσκοπος της Καισαρείας Ευσέβιος, σύγχρονος του Μεγάλου Κωνσταντίνου και βιογράφος του, δεν αναφέρει πουθενά τη μεγάλη αυτή δωρεά του αυτοκράτορα, ενώ αναφέρει άλλα πολύ μικρότερης σημασίας γεγονότα.
Από τότε άρχισε έντονη η αμφισβήτηση της γνησιότητας του εγγράφου.
Σήμερα το έγγραφο αυτό θεωρείται σχεδόν διεθνώς σαν μια μεγάλης ολκής πλαστογραφία, η οποία έγινε στη Ρώμη κατά το 760 μ.Χ. Μια πλαστογραφία που δεν ήταν καθόλου έξυπνη. Αντίθετα άγγιζε τα όρια της ηλιθιότητας, γιατί έδινε το 315 εξουσία στην εκκλησία της Ρώμης και ‘’πάνω στην Κωνσταντινούπολη’’. Σε μια πόλη δηλαδή που δεν είχε ακόμα ούτε καν χτιστεί. Έτσι, είναι εύκολο πια να καταλάβουμε γιατί ο Βολταίρος χαρακτήρισε το ‘’έγγραφο’’ αυτό σαν την τολμηρότερη και την πιο θρασύτατη πλαστογραφία, η οποία εξαπάτησε τον κόσμο επί τόσους αιώνες.
Πολλοί τώρα ίσως αναρωτηθούν. Μα ιερωμένοι και μάλιστα ανώτατοι να είναι τέτοιας ολκής πλαστογράφοι; Σαν απάντηση τους συνιστούμε να διαβάσουν τους βίους και τις ημέρες των παπών, Τους ρασοφόρους του Έθνους, Το φάκελλο Εκκλησία κλπ. κλπ..


Αυτό θα πει ανάποδη μέρα

Ο Τζιο Ραμιρέζ, 19 χρόνων, πήγε με το αυτοκίνητό του ένα χειμωνιάτικο πρωινό σ’ ένα συνοικιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης για να δικαστεί για κάποια τροχαία παράβαση που είχε κάνει.
Μόλις αναγγέλθηκε η υπόθεσή του διαπίστωσε, κοιτάζοντας το ρολόι του, ότι τελείωσε η προθεσμία στο μετρητή που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του. Ζήτησε απ’ το δικαστή να του επιτρέψει να πεταχτεί δυο λεπτά έξω στο δρόμο για να βάλει άλλο ένα κέρμα στο παρκόμετρο. Ο δικαστής του το επέτρεψε.
Ο Τζιο βγήκε βιαστικός απ’ την αίθουσα κι έτρεξε να διασχίσει γρήγορα το δρόμο και να περάσει απέναντι. Ένας αστυνομικός, όμως, τον σταμάτησε με αυστηρότητα και τον έγραψε, γιατί δεν περνούσε κανονικά απ’ τη διάβαση πεζών, που ήταν μερικά βήματα πιο κάτω. Τον ξαναγύρισε πίσω στο πεζοδρόμιο και τού ‘κανε μια μακρά ‘’διάλεξη’’ για την κυκλοφορία και για τις υποχρεώσεις των πεζών στο δρόμο. Στο τέλος τού ‘δωσε και μια κλήση, για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να δικαστεί για τη νέα του παράβαση.
Η ‘’διάλεξη’’, όμως, κράτησε αρκετά και στο μεταξύ κάποιος ελεγκτής των μετρητών στάθμευσης των τροχοφόρων έφτασε νωρίτερα απ’ το Τζιο στο εκπρόθεσμο πλέον παρκόμετρο κι έγραψε το αυτοκίνητό του.
Όταν ξαναγύρισε στην αίθουσα του δικαστηρίου, με δυο επιπλέον κλήσεις στο χέρι, ο δικαστής είχε διακόψει τη συνεδρίαση, γιατί ήταν ώρα φαγητού.
Έτσι, ο Τζιο αναγκάστηκε να ξαναεπιστρέψει στο αυτοκίνητό του –απ’ την κανονική διάβαση των πεζών αυτή τη φορά- και να τροφοδοτεί το μετρητή με κέρματα ως την ώρα της επανάληψης της συνεδρίασης. Φεύγοντας για το δικαστήριο έριξε και κάτι παραπανίσια ψιλά στο μετρητή, για να καλύψει την πιθανή ώρα της δίκης.
Ο δικαστής του επέβαλε πρόστιμο 5 δολάρια αλλά, όταν έβγαλε το πορτοφόλι του να πληρώσει διαπίστωσε έκπληκτος πως ο μετρητής τού ‘χε φάει αρκετά χρήματα και δεν του είχαν απομείνει παρά μόνο 2 δολάρια. Ο γραμματέας του δικαστηρίου δέχτηκε τα 2 δολάρια με την υπόσχεση ότι ο Τζιο θα του φέρει και τα υπόλοιπα αμέσως.
Στενοχωρημένος ο Τζιο βγήκε απ’ το δικαστήριο και πήρε το δρόμο για το αυτοκίνητό του. Δεν το βρήκε, όμως, στο πάρκιγκ. Η διάρκεια της δίκης και οι άλλες διαδικασίες και τυπικότητες κράτησαν πολύ και η προθεσμία στο παρκόμετρο είχε προ πολλού λήξει. Ο γερανός της Τροχαίας, περνώντας από κει το είδε εκπρόθεσμο και το μετέφερε στην αστυνομία. Έτσι, απένταρος καθώς ήταν και χωρίς αυτοκίνητο πήγε στο σπίτι του πεζός, βαδίζοντας τρία και πλέον χιλιόμετρα μέσα στο κρύο. Όταν έφτασε στο σπίτι του βρήκε ένα γράμμα να τον περιμένει. Το γράμμα έλεγε:
‘’Παρακαλώ να παρουσιαστείτε αμέσως στην . . . διεύθυνση για  να καταταγείτε στο στρατό ξηράς.’’



Απατεώνες στην Ιστορία

‘’Ο.Β.’’ 31 Μαρτ. 1985

Λίγοι απατεώνες στην ιστορία άγγιξαν τα όρια της πανουργίας του Ουίλχεμ Βόιντ. Κι απ’ αυτούς μερικοί μόνο κατάφεραν με τόση επιτυχία να αντλήσουν απ’ τις απάτες τους τόση αλαζωνεία και τόσο κομπασμό.
Βρισκόμαστε στη Γερμανία του 1906. Ο Κάιζερ, ο στρατός του και οι κυβερνητικοί του υπάλληλοι είναι όλοι παραφουσκωμένοι με την ιδέα, ότι είναι πολύ ενδιαφέροντες και ζωτικής σημασίας για τον τόπο.
Ο Βόιντ, μπαλωματής στο επάγγελμα, που είχε ζήσει σχεδόν το μισό μέρος των 57 του χρόνων στη φυλακή, είναι και πάλι ελεύθερος, αφού εξέτησε μια ποινή 15 χρόνων για ληστεία. Οι αρχές του είχαν αφαιρέσει την ταυτότητά του, το διαβατήριό του κι όλα τα προσωπικά του χαρτιά. Και σε μια απολυταρχική χώρα δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα δίχως τέτοια χαρτιά. Αλλά ακριβώς στην πρωσική αυτή απολυταρχικότητα ποντάρισε ο Βόιντ κι αποτόλμησε το σχέδιό του.
Ο Βόιντ αγόρασε από ένα παλαιοπωλείο μια μεταχειρισμένη στρατιωτική στολή κι έγινε λοχαγός του Κάιζερ. Τότε ο τόπος ήταν γεμάτος στρατιωτικούς. Έγινε μεν αξιωματικός αλλά δεν είχε στρατιώτες να διοικεί. Κι έπρεπε να έχει κι αυτός το τμήμα του. Ενώ περνούσε έξω από ένα στρατώνα, είδε ένα δεκανέα να οδηγεί με κανονικό βηματισμό προς την είσοδο του καταυλισμού πέντε στρατιώτες.
-  Δεκανέα, του είπε αυστηρά, πού πας αυτούς τους στρατιώτες;
-  Στο στρατώνα, κυρ-λοχαγέ, είπε ο δεκανέας σταματώντας προσοχή.
-  Πάρ’ τους μαζί σου κι ακολούθησέ με, διέταξε ο λοχαγός. Έχω μια μυστική κι επείγουσα αποστολή με εντολή κατευθείαν απ’ τον ίδιο τον Κάιζερ.
Οι στρατιώτες, χωρίς δεύτερη κουβέντα τον ακολούθησαν. Στο δρόμο βρέθηκαν κι άλλοι 4 στρατιώτες κι έτσι ο λοχαγός, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να διοικεί 9 άντρες κι ένα δεκανέα. Είχε συγκροτήσει το δικό του πια τμήμα. Με τη δύναμη αυτή επίταξε ένα λεωφορείο κι έφτασε στο δημαρχείο του Κοπένικ, ενός εξωτερικού προαστείου του Βερολίνου.
Μπροστά στην είσοδο του κτιρίου παρέταξε επιδεικτικά τους άντρες του κι ύστερα από σύντομη επιθεώρηση τους διέταξε να μπουν και να καταλάβουν το δημαρχείο. Ορμητικοί οι στρατιώτες του οχυρώθηκαν στις γωνιές των διαδρόμων και, σπάζοντας την πόρτα του δημάρχου, μπήκαν με τα όπλα στο χέρι στο γραφείο του.
-  Συλλαμβάνεστε, του είπε ο Βόιντ και μην προσπαθήσετε να προβάλετε καμιά αντίσταση.
-  Πού είναι το ένταλμα της σύλληψής μου; ρώτησε ξαφνιασμένος ο δήμαρχος.
-  Το ένταλμά σας είναι οι οπλισμένοι άντρες μου, απάντησε απότομα ο Βόιντ.
Όντως και ο δήμαρχος έφεδρος αξιωματικός και γνωρίζοντας από στρατριωτικές διαταγές δεν είπε άλλη λέξη παρ’ ότι παρατήρησε ότι τα παράσημα του λοχαγού ήταν ανάποδα καρφιτσωμένα στο στήθος του και ο αρχηγός φαίνονταν αρκετά μεγάλος για το βαθμό του.
Ο Βόιντ, αφού έδεσε το δήμαρχο στο γραφείο του, έστειλε διάφορους στρατιώτες να συλλάβουν τη δημαρχίνα και ο ίδιος τράβηξε για το ταμείο του δημαρχείου. Διέταξε τον ταμία να του παραδώσει ό,τι υπήρχε στο ταμείο λέγοντας: Έχω διαταγή να σας συλλάβω και να παραλάβω ό,τι υπάρχει στο χρηματοκιβώτιό σας. Ο ταμίας άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και του παρέδωσε όλο το περιεχόμενο. Τέσσερις χιλιάδες μάρκα. Ο Βόιντ υπέγραψε μια απόδειξη για να είναι εντάξη ο ταμίας και διέταξε τους στρατιώτες του να μεταφέρουν τους κρατούμενους στην αυλή του δημαρχείου. Ο ίδιος έμεινε μέσα στο κτίριο κι έψαξε στα διάφορα γραφεία, μήπως βρει κανένα διαβατήριο ή άλλο χαρτί ταυτότητας που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Δεν βρήκε απολύτως τίποτα. Είχε, όμως, 4000 μάρκα κι είχε καταφέρει να ξεγελάσει και τη στρατιωτική και την πολιτική εξουσία. Με την ικανοποίηση αυτή και με τα 4000 μάρκα στην τσέπη του (καρπός δουλειάς λίγων ωρών) έφυγε απ’ την πίσω πόρτα και κατευθύνθηκε στον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό, αφήνοντας τους άντρες του να φρουρούν στο προαύλιο το δήμαρχο και τους υπαλλήλους του.
Στο σταθμό μπήκε στην αίθουσα αποσκευών, όπου βρήκε πίσω σε μια πόρτα κρεμασμένα ρούχα διαφόρων υπαλλήλων. Φόρεσε ό,τι του ταίριαζε και με τη στρατιωτική στολή τυλιγμένη στη μασχάλη μπήκε σ’ ένα τραίνο και γύρισε στο Βερολίνο.
Την άλλη μέρα οι εφημερίδες ανάγγειλαν την παρουσία ενός μυστηριώδους λοχαγού και το πάθημα του δημάρχου. Ο Βόιντ ήταν γεμάτος ευχαρίστηση. Αλλά, καθώς οι μέρες περνούσαν και το γεγονός ξεθύμαινε κι όσο οι αρχές άφηναν το συμβάν που τόσο τις έθιγε να περάσει στο περιθώριο και δεν προσπαθούσαν να συλλάβουν τον άνθρωπο που τόσο τις περιέπαιξε, ο Βόιντ ένιωθε πως του έκλεβαν την αίγλη που είχε κερδίσει με την επιτυχία του. Μην αντέχοντας άλλο στην αδιαφορία των αρχών, δημοσίευσε ο ίδιος μια φωτογραφία του στην εφημερίδα, γράφοντας και λίγες λέξεις και προσανατολίζοντας κατάλληλα την αστυνομία.
Έτσι, ύστερα από 10 μέρες κι ενώ έπαιρνε το πρωινό του, εισόρμησαν ξαφνικά αστυνομικοί στο σπίτι του και τον συνέλαβαν.
Η δίκη ήταν πολύκροτη. Ο Βόιντ, ο άνθρωπος που περιέπαιξε και ταπείνωσε το στρατό και την κυβέρνηση, είχε γίνει στα μάτια του απλού κόσμου σχεδόν εθνικός ήρωας. Κι ακούστηκαν απ’ το ακροατήριο έντονες αποδοκιμασίες κατά του δικαστηρίου, όταν ο πρόεδρος ανήγγειλε ποινή φυλάκισης 4 ετών. Ο κόσμος τη θεώρησε πολύ αυστηρή και ο Κάιζερ, συμμεριζόμενος τις λαϊκές απόψεις, τού ‘δωσε χάρη ύστερα από 20 μήνες.
Αποφυλακιζόμενος ο Βόιντ έφυγε στο Λουξεμβούργο, όπου και εγκαταστάθηκε άνετα, ύστερα από μια εφ’ όρου ζωής χορηγία που τού ‘δωσε μια βαθύπλουτη χήρα του Βερολίνου, η οποία είχε συγκινηθεί απ’ το λαμπρό ανδραγάθημα της θρασύτητάς του. Πέθανε το 1922.

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙΑΝΘΡΩΠΟΙ

Τρομερή η μάστιγα της πείνας στον πλανήτη μας. Τυραννικός ο θάνατος των συνανθρώπων μας απ’ την ασιτία. Σκέτο φαρμάκι και μάλιστα το πικρότερο για το γονιό, να θάβει το σκελετωμένο παιδί του, που αργοπεθαίνει στην αγκαλιά του επί μέρες και βδομάδες αβοήθητο, μην έχοντας ούτε μια μπουκιά ψωμί να του προσφέρει. Βουβό το μαρτύριο των πεινασμένων της Αφρικής αλλά εύγλωττη η απανθρωπιά των χορτασμένων του άλλου κόσμου. Σκληρός και ασυγκίνητος ο αιώνας μας. Αντί για φτηνό ψωμί, προσφέρει πανάκριβα όπλα. Αντί να ενδιαφέρεται και να προνοεί για τη ζωή, πασχίζει και αγωνίζεται για το θάνατο.
Κλήσεις και επικλήσεις, ικεσίες και προτροπές λίγων κυβερνήσεων και λιγοστών φιλεύσπλαχνων ανθρώπων ακούγονται ευτυχώς καθημερινά και σ’ όλους τους τόνους της ανθρωπιάς για συμπαράσταση και βοήθεια προς τους λιμοκτονούντες λαούς. Κινήσεις, όμως, σπασμωδικές και πρόχειρες. Όλες επιφανειακές κι ανίκανες να προλάβουν και να σταματήσουν το γρήγορο ρυθμό του θανάτου, που αποχαλινωμένος θερίζει ακάθεκτος εκατοντάδες και χιλιάδες ψυχές συνανθρώπων μας κάθε ώρα, κάθε λεπτό που περνάει.
Πού πήγε η ανθρωπιά των χορτασμένων; Πού χάθηκε η συμπόνια μας; Πού εξαφανίστηκαν τα χριστιανικά μας πιστεύω; Πώς ξεχάσαμε το ‘’ο έχων δύο χιτώνας . . .’’; Μήπως δεν βλέπουμε το Χριστό ‘’πεινώντα και διψώντα’’;
 Γιατί δεν τρίζουν οι άμβωνες και δεν δονούνται οι εκκλησίες; Τι κάνουν τα χριστιανικά έθνη; Πού χάθηκε ο Σάντα-Κλόους, ο φάδερ Κρίστμας, ο Αηβασίλης;
Στήνουν πυραύλους και παζαρεύουν μεταξύ τους προσοδοφόρες εμπορικές αγορές. Καταστρέφουν πλεονάσματα αγαθών για να μην πέσουν οι τιμές τους. Υποδαυλίζουν επαναστάσεις και σπέρνουν διχόνοιες . . .
Εμείς, ‘’τα εκλεκτά τέκνα του Χριστού’’ με τις μεγαλόπρεπες εκκλησιές, τις χρυσοστόλιστες βιτρίνες και το πολύ θεαθήναι, αντί να προσπαθούμε να σώσουμε ετοιμοθάνατους, στέλνοντάς τους φανερά και με το παραπάνω τρόφιμα, πασχίζουμε να ξεκάνουμε τους ζωντανούς διοχετεύοντας κρυφά δολοφονικά όπλα στις χώρες τους. Αντί να προσφέρουμε ρούχα χαρίζουμε σάβανα. Αντί να αφοπλίσουμε το λιμό οπλίζουμε το θάνατο.
Είναι αλήθεια, πως πολλοί οργανισμοί σε διάφορα μέρη του κόσμου προσπάθησαν κάτι να προσφέρουν στους λιμοκτονούντες λαούς. Χορτάτοι λαοί συγκινήθηκαν κάπως απ’ το δράμα των πεινασμένων. Ανάμεσά τους και ο δικός μας λαός. Δεν μπορούσε, όμως, να γίνει κι αλλιώς για τους Έλληνες. Ένας λαός που γνώρισε το δράμα της πείνας κι έχασε εκατοντάδες χιλιάδες άτομά του απ’ το δρεπάνι της τον καιρό της κατοχής, δεν ήταν δυνατό να μείνει τελείως αδιάφορος κι όλωσδιόλου ασυγκίνητος απ’ τις επικλήσεις και τις οιμωγές της Αφρικής. Οι Έλληνες έδωσαν το ‘’παρών’’ τους στην παγκόσμια σταυροφορία και οργανωμένα, σαν κράτος και μεμονωμένα σαν άτομα. Φυσικά το ‘’παρών’’ αυτό θα έπρεπε να ήταν πιο έντονο, πιο δραστήριο, πιο αποτελεσματικό. Πάντως είναι ουσιώδες και αξιοπρόσεχτο.
Οι αντιπρόσωποί μας που επισκέφτηκαν τις δοκιμασμένες απ’ την πείνα χώρες της Αφρικής μας μετέφεραν με τρομακτικά φιλμς και τραγικές περιγραφές ολόκληρο το δράμα των πεινασμένων λαών. Στα δακρυσμένα μάτια τους και στην πνιγμένη απ’ τον πόνο φωνή σους αντικατοπτρίζονταν το δράμα που έζησαν αντικρύζοντας με τα ιδια τους τα μάτια ολοζώντανη την τραγωδία της πείνας των Αιθιόπων συνανθρώπων μας.
Μεγάλες οι προσπάθειες των απλών ανθρώπων να σώσουν συνανθρώπους απ’ το θάνατο, αλλά μεγαλύτερες οι ανάγκες των χτυπημένων απ’ τη συμφορά δυστυχισμένων Αφρικανών. Μεγάλη η σταυροφορία της ανακούφισης, μικρή, όμως, η προσπάθεια ριζικής επίλυσης του προβλήματος.
Μέσα στον παγκόσμιο (αν και σποραδικό) ξεσηκωμό δεν βρήκαν μόνο την ευκαιρία οι ευσυνείδητοι άνθρωποι να δείξουν τα καλά τους αισθήματα και την αγάπη τους προς τον πλησίον. Ξεφύτρωσαν και ασυνείδητοι απατεώνες, που, με σύνθημα τη σωτηρία των λιμοκτονούντων και εκμεταλλευόμενοι τα φιλεύσπλαχνα αισθήματα των συμπατριωτών τους, προσπάθησαν και προσπαθούν να πλουτίσουν οι ίδιοι. Εξαπατώντας τον κόσμο διενεργούν εράνους δήθεν για τους λιμοκτονούντες πληθυσμούς και δέχονται προσφορές, τις οποίες κατακρατούν και ιδιοποιούνται. Πουλούν καθημερινά ψυχές στο θάνατο για λίγα δολάρια, παραφουσκώνοντας όλο και περισσότερο το πορτοφόλι τους.
Τρανό και απαίσιο το παράδειγμα ασυνειδησίας και ποταπότητας του Αμερικανού Bass, προέδρου του ιδρύματος ICA (όχι CIA), που κατηγορείται ότι καταχράστηκε  και συνεχίζει να καταγράται  χρήματα που συγκεντρώνει το ίδρυμα από δωρεές και εράνους για τα παιδιά της Αιθιοπίας και της Κέννυας.
Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της αμερικανικής τηλεόρασης ο μεγαλόσχημος μίστερ Βass συγκέντρωσε στην Καλιφόρνια 30 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία ουδέποτε έφτασαν στον προοριοσμό τους. Οι κατηγορίες εναντίον του φτάνουν από παντού. Από κάθε φιλανθρωπικό ίδρυμα και παρεμφερή οργάνωση της Αφρικής.
Ο Bass ισχυρίζεται ότι συντηρεί στην Αφρική πάνω από 10 χιλιάδες παιδιά και, για να αντικρούσει τις κατηγορίες, έχει εξαπολύσει ανθρώπους του στη μαύρη Ήπειρο για να συγκεντρώσουν φωτογραφίες στρατοπέδων κλπ. που να αποδείχνουν τον ιστυρισμό του.
Αντιπρόσωποι, όμως, των ιδρυμάτων αυτών στην Αφρική βεβαιώνουν αυτοπροσώπως στην τηλεόραση, ότι τα παιδιά των στρατοπέδων που πήραν βοήθεια απ’ το ίδρυμα ICA δεν ξεπερνούν τις 2 χιλιάδες.  Και επιπλέον το ίδρυμα αυτό δεν τα συντηρεί συνεχώς, όπως επιμένει ο Bass αλλά απλώς τα έστειλε από μια κουβέρτα, ένα σαπούνι και μια φορεσιά. Πράγματα που στοιχίζουν λίγα μόνο δολάρια.
Σήμερα, εννιά διαφορετικές υπηρεσιακές επιτροπές ερευνούν στην Καλιφόρνια τις δραστηριότητες αυτές του μεγαλόσχημου μίστερ Bass.
Να λοιπόν που ακόμα υπάρχουν στον κόσμο μας (και δη τον χριστιανικό) στυγνοί εκμεταλλευτές και της πιο φριχτής δυστυχίας των συνανθρώπων τους. Άλλοι προσφέρουν και άλλοι ιδιοποιούνται. Άλλοι προσπαθούν να σώσουν ζωές κι άλλοι τις στέλνουν ομαδικά στον τάφο. Υπάρχουν άνθρωποι και ανθρωπάκια. Φιλάνθρωποι και Παλιάνθρωποι.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, παρά τις καταχρήσεις και την ασυνειδησία ορισμένων απατεώνων, μπαίνει άμεσο καθήκον σ’ όλους μας, να προσφέρουμε με απλοχεριά και αμέσως στην προσπάθεια διάσωσης των δύστυχων παιδιών της Αφρικής απ’ την πείνα. Δεν χρειάζονται φαμφαρονισμοί και τυμπανοκρουσίες. Η απλότητα και η ταπεινότητα μετρούν. Το θεαθήναι είναι αέρας. Η προσφορά αρετή.
Ευτυχώς, είμαστε σε θέση όλοι μας κάτι να δώσουμε. Θυσιάζοντας ένα μεροκάματο δε θα κλονιστούμε οικονομικά. Θα σώσουμε, όμως, μια ζωή που δεν έχει άλλο σωτήρα παρά μόνον εμάς.
Ο αριθμός του λογαριασμού στην Εθνική Τράπεζα είναι 169-55500062.
Ας φανούμε άνθρωποι.

Παραποίηση μιας αλήθειας

Η παραποίηση μιας ιστορικής αλήθειας, είτε γίνεται εσκεμμένα είτε από άγνοια, οδηγεί σε λανθασμένα και πολλές φορές όλως αντίθετα συμπεράσματα. Δεν συμβάλλει καθόλου στη σωστή εκτίμηση των γεγονότων και οδηγεί στην άντληση εσφαλμένων και αντίθετων διδαγμάτων απ’ το ιστορικό μας παρελθόν. Τέτοιες λοιπόν διαστρευλώσεις καθιστούν το χθες επιζήμιο για το σήμερα και επικίνδυνο για το αύριο, είτε αυτές γίνονται από άγνοια, είτε από κακή πρόθεση.
Είναι φυσικό λοιπόν μια διαπίστωση παραποιημένης ή διαστρευλωμένης ιστορικής αλήθειας να ενοχλεί και πολλές φορές να εξοργίζει, όχι μόνο κάθε μελετητή της Ιστορίας αλλά και κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο.
Μια τέτοια παραποίηση ιστορικής αλήθειας κάνει και ο κύριος Γαζουλέας, σύμβουλος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής στο βιβλιαράκι του ‘’Χρονικό 1976’’ σ’ ό,τι αφορά το στρατηγό Γ. Γρίβα και την οργάνωσή του, την περιβόητη ‘’Χ’’ στη διάρκεια της κατοχής.
Στο βιβλιαράκι αυτό, με έκπληξή μου διάβασα τα όσα γράφονται στη σελίδα 68 για τον Γ. Γρίβα. Προς το τέλος της σελίδας αυτής αναγράφεται:
‘’Στην κατοχή ο Γ. Γρίβας είχε οργανώσει την μαχητική οργάνωση Χ, που τεράστιες προσέφερε υπηρεσίες στον εθνικό αγώνα . . .’’
Δεν πιστεύω ο γράφων τ’ ανωτέρω να σοβαρολογεί. Επίσης, δεν ξέρω τι ηλικία είχε τότε ο κύριος Γαζουλέας, τον οποίο ουδέποτε συνάντησα, πότε πήγε στην Αμερική και αν τον καιρό της κατοχής έμενε στην Ελλάδα. Φαίνεται, μάλλον, πως δε θα ήταν στην Ελλάδα ή κι αν ήταν δε θα έζησε τα γεγονότα από κοντά ή μάλλον δε θα τα έζησε καθόλου.
Για την αποκατάσταση, λοιπόν, της αλήθειας, όσον αφορά τη δράση του Γρίβα εκείνη την περίοδο, αντί άλλων στοιχείων θα περιοριστώ να αναφερθώ μόνο σε Άγγλους και αγγλόφωνους συγγραφείς και τούτο για λόγους ευνόητους.
Ο συνταγματάρχης C.M. Woodhouse στο βιβλίο του ‘’Modern Greece – A Short History’’ και στη σελίδα 245 γράφει: ‘’Τα τελευταία χρόνια λέγεται ότι ο Γρίβας υπήρξε αρχηγός αντιστασιακής οργάνωσης τον καιρό της κατοχής και ότι τύγχανε της επίσημης Βρετανικής υποστήριξης. Η περίπτωσή του είναι τυπική και μια από τις πολλές. Πράκτορες των μυστικών βρετανικών υπηρεσιών έρχονταν σε επαφή με πολλούς αργόσχολους αξιωματικούς στην Αθήνα και τους προέτρεπαν να βγουν στο βουνό. Αλλά ο Γρίβας δεν ήταν μεταξύ εκείνων που ανταποκρίθηκαν. Απεναντίας, περέμεινε αδρανής ως τους τελευταίους μήνες της γερμανικής κατοχής, οπότε και οργάνωσε μια σπείρα κακοποιών (A Gang Of Thugs) με το όνομα Χ.’’
Και συνεχίζει παρακάτω στη σελίδα 272. ‘’Ο συνταγματάρχης Γρίβας έπαιξε μικρό και κακόφημο ρόλο κατά τις τελευταίες μέρες της γερμανικής κατοχής . . .’’
Επίσης, ο ίδιος συγγραφέας στο βιβλίο του ‘’The Apple οf Discord’’ και στη σελίδα 57 γράφει: ‘’. . . στην πραγματικότητα το όνομά της (της οργάνωσης Χ) ήταν άγνωστο ακόμα και λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί. Αλλά και τότε πάλι το όνομα αυτό δεν σήμαινε τίποτα που να έχει σχέση με την Αντίσταση. Μόνο στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια απόκτησε μια ορισμένη σημασία. Την απαίσια σημασία μιας Κου Κλουξ Κλαν. Και επομένως η οργάνωση αυτή δεν έχει θέση σ’ αυτή την αναφορά.’’. (Δηλαδή στην αναφορά που κάνει ο συγγραφέας σχετικά με τις διάφορες κατηγορίεςς αντιστασιακών οργανώσεων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής).
Και για όσους δεν γνωρίζουν για τον C.M.Woodhouse αναφέρω εδώ τι γράφει ο D.G. Kousoulas στο βιβλίο του ‘’Modern Greece – Profile of A Nation’’ N.Y. 1974 και στη σελίδα 207.
Ο συνταγματάρχης C.M. Woodhouse, λέει ο Mr. Kousoulas, έφτασε στα βουνά της Ελλάδας το Νοέμβριο του 1942, σταλμένος απ’ το Αγγλικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και υπηρέτησε σαν βοηθός του αντιπροσώπου του Γενικού Στρατηγείου του Καΐρου στην Ελλάδα Ταξιάρχου Myers. Ο  Woodhouse τον Ιανουάριο του 1943 κι ύστερα από εντολή του Καΐρου αντικατέστησε τον Ταξίαρχο Myers, τον οποίο ανακάλεσε το Βρετανικό Στρατηγελίο στην Αίγυπτο, γιατί τον θεώρησε σαν πολύ συμπαθούντα προς τις αρχές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Νομίζω πως αυτά και μόνον αρκούν για να αποδώσουν την πραγματικότητα και να αποκαταστήσουν την αλήθεια.


Μια σύντομη έρευνα χωρίς κρίσεις και σχόλια

Τυχαία έπεσε στα χέρια μας το παρακάτω σημείωμα (πρωτότυπο κι αυθεντικό) γραμμένο απ’ το χέρι του Μανώλη Γλέζου τον Οκτώβρη του 1962, μέσα απ’ το κελί της φυλακής και σε χαρτί της φυλακής. Το γράμμα αυτό στάλθηκε στην τότε τοπική εφημερίδα της Κατερίνης ‘’Αγροτικός Κόσμος’’ και λέγει:
Προς την εφημερίδα ‘’Αγροτικός Κόσμος’’
                                       Κατερίνη
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Με την εθνική μας επέτειο της 28ης Οκτωβρίου απευθύνομε πατριωτικό-αγωνιστικό χαιρετισμό στον αδούλωτο Λαό μας.
Εμάς εφέτος μας βρίσκει για 18ο χρόνο στη φυλακή, επειδή συνεχίσαμε τον πόλεμο κατά των κατακτητών που τώρα η Κυβέρνηση τους στήνει μαυσωλεία.
Διαμαρτυρόμαστε. Κατερχόμαστε σε 24ωρη αποχή συσιτίου.
Καλούμε κάθε πατριώτη να ενώση τις δυνάμεις του για τη χορήγηση αμνηστίας στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
                                            Μετά τιμής
    Για τους πολιτικούς κρατούμενους Φιλ. Αίγινας
                                            Γλέζος Μανόλης
                                            Αμπατιέλος Αντώνης
                                            Κολυβήρας Γεώργιος
        Οκτώβρης 1962

Το 1962 βρίσκει για 18ο χρόνο το Μανώλη Γλέζο στη φυλακή, γιατί το βράδυ της 30ης προς την 31η Μαΐου 1941, μαζί με τον Απόστολο Σάντα, αψηφώντας τη ζωή τους, αναρριχήθηκαν στην Ακρόπολη, κατέβασαν και ποδοπάτησαν τη γερμανική σβάστικα που κυμάτιζε στον ιερό βράχο της Ελλάδας.
Αδιανόητο τόλμημα και υπέρτατο κατόρθωμα των δύο νέων εκείνη τη μαύρη εποχή, που όλα τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Η ηρωική τους πράξη γέμισε με εθνική περηφάνια τις ψυχές των σκλαβωμένων Ελλήνων, ταπείνωσε τους πανίσχυρους Γερμανούς κι έδειξε στα πέρατα του κόσμου τον πατριωτισμό του Έλληνα και την αδούλωτη ψυχή του.
Κι ενώ η μεγαλειώδης αυτή πράξη που άστραψε ελπιδοφόρα στο θολό και σκοτεινιασμένο παγκόσμιο ορίζοντα και θάμπωσε τα μάτια ολόκληρης της σκλάβας τότε Ευρώπης, σάλπισαν και εξύμνησαν όλες οι εφημερίδες του κόσμου, η Βραδυνή των Αθηνών την καταδίκασε και την αφόρισε κυριολεκτικά.
Έγραφε στις 2 Ιουνίου 1941 η ‘’Βραδυνή’’:
‘’Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπηξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την γερμανικήν σημαίαν η οποία εκυμάτιζεν επί της Ακροπόλεως παραπλεύρως της εθνικής μας σημαίας. Πάντως δεν είναι δυνατόν να ήσαν Έλληνες που αγαπούν το Έθνος των. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να πράξουν μία τόσον απαίσχυντον αλλά και τόσον επικίνδυνον πράξιν . . . Το ελληνικό Έθνος απεδέχθη την σημαίαν του Νέου Ράιχ που εδημιούργησε η μεγαλοφυής διάνοια του Αδόλφου Χίτλερ ως σημαίαν ενός υπό πάσαν άποψιν μεγάλου και ανέκαθεν φίλου προς την Ελλάδα λαού, ως εν σύμβολον αποκαταστάσεως μιας ειρηνικής περιόδου, ως εν σύμβολον δικαιοσύνης . . . και πολιτισμού. Και είναι βέβαιον ότι αν οι δράσται του εγκλήματος περιήρχοντο εις τα χείρας του ελληνικού λαού θα ελυντσάροντο απ’ αυτόν τον ίδιο οι εχθροί της πατρίδος μας.’’
Αυτά συμβαίνουν στον τόπο μας.
Είναι απίστευτα και όμως αληθινά.


Η προφήτισσα της Καταστροφής

Μια ζεστή μέρα του Μάη, το 1856, η Νονγκάους, η ανεψιά του μάγου Ουμχλακάζα της φυλής Μπαντού, καθισμένη πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, που ξεχώριζε γκριζοκίτρινη στην πλαγιά μιας όμορφης κοιλάδας του ποταμού Ξάρα στο Νατάλ της Νότιας Αφρικής, παρατηρούσε, συνεπαρμένη απ’ την ησυχία και τη γαλήνη του τοπίου, τα γάργαρα νερά του ποταμού καθώς κυλούσαν λαμπυρίζοντα στα ξέφωτα ή μισοχάνονταν αθόρυβα στις σκοτεινές σκιές των πυκνόφυλλων αιωνόβιων δέντρων.
Η νεαρή κοπέλα, ακίνητη σαν απολιθωμένη, φαίνονταν σα να ήταν βουτηγμένη σε βαθιές σκέψεις και βαριούς συλλογισμούς. Να αναρωτιόταν, άραγε, γιατί δυο μήνες πριν οι επίσκοποι Κεφαληνίας Σπυρίδωνας Κοντομιχάλης (2 Μαρτίου 1856) και Ζακύνθου Νικόλαος Κοκκίνης(16 Μαρτίου 1856) είχαν αφορίσει το Λασκαράτο; Κάθε άλλο!.
Η Νονγκάους, αφού πήρε το μπάνιο της στο ποτάμι, κάθισε ολόγυμνη, όπως συνήθιζε, πάνω στη φανταχτερή πέτρα που ήταν ζωμένη από πλούσια βλάστηση κι άφησε το βλέμμα της ακυβέρνητο να παρακολουθεί αόριστα το παιχνιδιάρικο νερό. Κανείς δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε στην ίδια θέση με τα μάτια της καρφωμένα στο υγρό στοιχείο. Γεγονός είναι, όμως, ότι, συνεπαρμένη απ’ τη μοναξιά, την ησυχία και τη φύση, δεν άργησε να νομίζει ότι βλέπει μορφές και πρόσωπα προγόνων της φυλής της να αντανακλούν και να αντικατοπτρίζονται μέσα στο ποτάμι και να αναδύονται ολοζώντανοι μέσα απ’ τα νερά του.
Επηρεασμένη απ’ τα οράματά της τινάχτηκε όρθια απ’ τη θέση της και τρομαγμένη γύρισε τρέχοντας στο χωριό της που ήταν λίγο πιο πάνω στο ύψωμα της κατάφυτης κοιλάδας και που αποτελούνταν από μια συστάδα καλύβες, χτισμένες με κλαδιά σαβάννας και μαυροσιδηρόξυλου, κλωνάρια ορεοδάφνης, φύλλα ασσαγκάι και δεμάτια άγριου ζαχαροκάλαμου.
Οι πρώτοι συγχωριανοί της που την αντίκρισαν ανησύχησαν πραγματικά. Η Νονγκάους ήταν αναστατωμένη. Γρήγορα μαζεύτηκαν γύρω της οι γεροντότεροι του χωριού και κλήθηκαν και οι αρχηγοί των γύρω χωριών. Όλοι, δηλαδή, οι αξιωματούχοι της φυλής, οι Γκαλίκα Χόσας, όπως τους έλεγαν.
Σ’ αυτούς η Νονγκάους είπε ότι είδε τους προγόνους της να βγαίνουν απ’ το νερό και να έρχονται προς το μέρος της. Μερικοί μάλιστα, οι πιο δυνατοί και σεβάσμιοι της μίλησαν και της είπαν, ότι τα πνεύματά τους έχουν εξαγνιστεί πια στον Άδη κι είναι τώρα έτοιμοι να αναστηθούν και να ξαναγυρίσουν στη ζωή, αν το θέλουν και οι ζωντανοί απόγονοί τους, για να οδηγήσουν τη φυλή τους σ’ έναν ιερό πόλεμο εναντίον των Ευρωπαίων, που τους έπαιρναν εδώ και χρόνια τη χώρα τους.
Την εποχή εκείνη, οι Ολανδοί και οι Άγγλοι είχαν εισβάλει στη χώρα τους, άρπαξαν τα εύφορα εδάφη τους και κάθε μέρα όλο και τους απωθούσαν βαθύτερα μέσα στις ζούγλες.
Οι αποκαλύψεις της κοπέλας άφησαν εμβρόντητους τους αρχηγούς. Αυτό το διέκρινε εύκολα η Νονγκάους, γι’ αυτό και συνέχισε με περισσότερη πειστικότητα στη φωνή της.
 - Οι πρόγονοί μας, είπε, θα γυρίσουν στη γη, μόνο αν εμείς τους εποδείξουμε ότι πιστεύουμε στη δύναμή τους και στην υπόσχεσή τους.
- Και πώς θα το αποδείξουμε; ρώτησε ανυπόμονα ο πρώτος μάγος της φυλής.
- Καταστρέφοντας κάθε εγκόσμιο αγαθό, απάντησε με απάθεια αλλά και σταθερότητα η Νονγκάους. Πρέπει να κάψουμε τις καλύβες μας, τα σπαρτά μας και όλα τα υπάρχοντά μας και να θανατώσουμε όλα τα ζωντανά μας. Αν δεν τα κάνουμε όλα αυτά, οι πρόγονοί μας, απ’ τη στενοχώρια και την απογοήτευσή τους, θα μετατραπούν σε ζωίφια και ερπετά και θα αυτοεξοντωθούν απ’ τις καταιγίδες και τις πλημμμύρες.
Το τίμημα ήταν βαρύ αλλά η επιμονή και η πειστικότητα της Νονγκάους ήταν μεγάλη. Η κοπέλα αυτή είχε πραγματικά ένα σπουδαίο χάρισμα. Άφταστη ευφράδεια και μεγάλη συναρπαστικότητα. Ήταν τόσο γλυκομίλητη και πειστική, που κατάφερε να οδηγήσει μια ολόκληρη φυλή στον αφανισμό. Και ήταν μόνο 14 χρόνων!
Η 18η Φεβρουαρίου 1857 ήταν η μέρα που υποσχέθηκαν οι πρόγονοι ότι θα ξαναζωντάνευαν και θα επέστρεφαν στη γη, να συμπολεμήσουν με τη φυλή τους και να διώξουν τους Ευρωπαίους απ’ τον τόπο τους.
Οι Γκαλίκα-Χόσας αντιμετώπιζαν πλέον τελεσιγραφική προθεσμία και, παρ’ ότι είχαν ήδη αρκετούς μήνες μπροστά τους, το μέτρημα για την ώρα μηδέν είχε ήδη αρχίσει. Η εντολή των προγόνων ήταν ρητή και η επιθυμία τους γι’ αυτούς νόμος απαράβατος.
Επί ένα χρόνο σχεδόν επιδόθηκαν όλοι μαζί σ’ ένα συνεχές καταστροφικό όργιο, πυρπολώντας, σφάζοντας και καταστρέφοντας ό,τι με κόπους και αγώνες είχαν ως τώρα δημιουργήσει. Οι φωτιές στην κοιλάδα του Ξάρα δεν έσβηναν ποτέ, μέρα και νύχτα. Οι συγκεντρωμένοι καρποί διασκορπίζονταν ή καίγονταν χωρίς καμιά φειδώ και οι τελετουργικές θυσίες ζώων διαδέχονταν η μια την άλλη. Το αμόκ της καταστροφής, όμως, καλμάριζε σιγά-σιγά, καθώς εξαφανίζονταν και τα λιγοστά αλλά απαραίτητα υπάρχοντά τους απ’ το πρόσωπο της γης.
Η τακτή προθεσμία πλησίαζε και τελικά έφτασε.
Φόβος και τρόμος κατείχε τους πάντες την προηγούμενη νύχτα. Κανένας δεν έφαγε εκείνο το βράδυ. Κανένας δεν κοιμήθηκε. Όλοι προσεύχονταν στους προγόνους ή κατέστρεφαν με σχολαστικότητα και τα τελευταία απομεινάρια των υπαρχόντων τους. Κι όσοι άθελά τους τυχόν αποκοιμιούνταν, τινάζονταν σχεδόν αμέσως επάνω τρομαγμένοι, νομίζοντας πως κάποιος πρόγονος ήρθε, οργισμένος απ’ την ασέβειά τους και, με μια βίαιη κλοτσιά, τους τραβούσε θυμωμένος απ’ την αμαρτία του ύπνου. Νηστικοί όλοι και ταλαιπωρημένοι, σηκώθηκαν νωρίς το πρωΐ και συγκεντρώθηκαν γύρω απ’ τα αποκαΐδια των καλυβιών τους, φοβούμενοι μήπως χάσουν το θαύμα που τους προανάγγειλαν οι πρόγονοί τους με τη φωνή της Νονγκάους.
Η Νονγκάους τους είχε πει απ’ το βράδυ, να παρατηρούν συνεχώς το πρωί τον ήλιο και να παρακολουθούν απ’ το χάραμα ακόμα όλοι μαζί την πορεία του στον ουρανό. Τους διαβεβαίωσε δε ότι ο ήλιος κάποια στιγμή θα σταματήσει τη συνηθισμένη πορεία του και θα στραφεί προς τα πίσω, για να δύσει για πρώτη φορά στην ανατολή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή της αλλαγής της πορείας θα ξαναζωντάνευαν και οι πρόγονοί τους. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα ξεσηκώνονταν ανεμοστρόβιλοι και καταιγίδες, που θα άρπαζαν και θα εξαφάνιζαν όλους τους λευκούς απ’ τα μέρη της φυλής τους. Τα στοιχεία της φύσης κι η οργή των πνευμάτων, όμως, θα άρπαζαν και θα εξαφάνιζαν μαζί με τους λευκούς κι όσους Μπακού δεν πίστευαν στις υποσχέσεις των προγόνων τους και δεν τηρούσαν τις εντολές τους.
Με το ξημέρωμα ξεκίνησαν όλοι μαζί μια πορεία προς ανατολάς, κατευθυνόμενοι προς τους ιερούς χώρους της κατοικίας των νεκρών, παρακολουθώντας συνέχεια τον ήλιο.
Και κείνη τη μέρα, όμως, όπως και κάθε μέρα, ο ήλιος συνέχιζε το κανονικό του δρομολόγιο, χωρίς να αλλάζει την πορεία του. Κατά το δειλινό οι ιθαγενείς, νηστικοί, κουρασμένοι και μισοτυφλωμένοι απ’ την ολοήμερη και συνεχή παρακολούθηση του εκτυφλωτικού δίσκου, έκλαιγαν απαρηγόρητοι, καθώς εκείνος επέμενε να πορεύεται προς τη δύση. Και, ενώ ο ήλιος κρύβονταν στον ορίζοντα, το κλάμα μετατράπηκε σε οργή. Όπως ήταν όλοι θεονήστικοι και ζαλισμένοι, στράφηκαν ξαφνικά εναντίον της νεαρής προφήτισσας. Αλλ’ αυτή είχε εξαφανιστεί και ζήτησε άσυλο στους Άγγλους που βρίσκονταν στο King Williams Town. Οι Άγγλοι, για περισσότερη ασφάλεια, την μετέφεραν στο νησί Robben. Αργότερα, πέρασε μυστικά στις ανατολικές επαρχίες της χώρας της, όπου και έζησε ως το 1898.
Η φυλή της, στην οποία είχε υποσχεθεί η Νονγκάους πως θα την οδηγούσε σε θρίαμβο, αποδεκατίστηκε κυριολεκτικά εξαιτίας της. 25.000 απ’ τους ομόφυλούς της εξαντλημένοι, χωρίς τροφή και χωρίς κανένα άλλο εφόδιο, περιπλανώμενοι μέσα στη ζούγκλα, πέθαναν απ’ την πείνα. Μόνο ελάχιστοι γλύτωσαν καταφεύγοντας στις γειτονικές φυλές ή στους Άγγλους.


Ζώα που παρανόμησαν
‘’Ο.Β.’’ 17 Μαρτ. 1985

Η επιβολή ποινής σε ζώα που παρενέβησαν τους ανθρώπινους νόμους είναι τόσο παλιά όσο και η Βίβλος.
Στο βιβλίο της Εξόδου διαβάζουμε. «Εάν ένα βόδι θανατώσει έναν άνδρα ή μία γυναίκα, τότε το βόδι πρέπει σίγουρα να λιθοβοληθεί.»
Και δεν είναι μόνο τα τετράποδα ζώα που «παρενέβησαν» τους νόμους. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται κατά καιρούς κι άλλα ζωίφια, όπως αλογόμυγες, τυφλοπόντικες, σαρανταποδαρούσες, ακρίδες, σαλιγκάρια κλπ..
Σαν πρώτη δίκη ζώων αναφέρεται μια που έγινε το 864 μ. Χ., ύστερα από ψήφισμα της τότε γερμανικής βουλής, που διέταζε να εξοντωθούν ένα σμήνος μέλισσες, γιατί είχαν προξενήσει με τα τσιμπίματά τους το θάνατο σε κάποιον πολίτη.
Ο άγιος Βερνάρδος αφόρισε κατά τον 11ο αιώνα ένα κοπάδι μύγες που τον ενοχλούσαν όταν κήρυττε σε μια εκκλησία της Γαλλίας. Την άλλη μέρα οι κάτοικοι αναγκάστηκαν, όπως λέγεται, να καθαρίσουν την εκκλησία απ’ τις νεκρές μύγες που είχαν κυριολεκτικά σκεπάσει το πάτωμα. Το βράδυ εκείνο ένα απότομο και δυνατό κρύο τις θανάτωσε όλες.
Πολύ συχνότερα, όμως, μεγαλύτερα ζώα φέρνονται μπροστά στα δικαστήρια για να δικαστούν και να τους επιβληθούν βαρύτατες ποινές.
Τον 17ο αιώνα μια ρωσική κατσίκα εξορίστηκε στη Σιβηρία.
Το 1639 ένα άλογο καταδικάστηκε σε θάνατο στη Ντιζόν της Γαλλίας, γιατί έριξε και σκότωσε τον αναβάτη του.
Ακόμα και τα πουλιά δεν αποτελούσαν εξαίρεση για το νόμο. Το 1471 ένα μικρό κοκοράκι στην Ελβετία βρέθηκε ένοχο, γιατί, όπως βεβαίωσαν οι μάρτυρες της κατηγορίας, γέννησε ένα αυγό κατά παράβαση του φυσικού νόμου. Για την εγκληματική του αυτή πράξη καταδικάστηκε σε θάνατο και κάηκε στη φωτιά ζωντανό, γιατί θεωρήθηκε σαν ένας καμουφλαρισμένος διάβολος.
Κατά το Μεσαίωνα τα γουρούνια αναστάτωσαν τους δρόμους των χωριών της Γαλλίας, «καταχρώμενα» μια ελευθερία που τα έδινε ο νόμος. Ένα καταδικάστηκε στον δι’ αγχόνης θάνατο κι εκτελέστηκε στη Νορμανδία, γιατί έφαγε ένα παιδάκι. Μια γουρούνα και τα 6 γουρουνάκια της καταδικάστηκαν σε θάνατο για τον ίδιο λόγο το 1547. Η γουρούνα εκτελέστηκε αλλά στα γουρουνάκια ο νόμος έδειξε επιείκεια, λόγω ηλικίας και λόγω κακού παραδειγματισμού από τη μητέρα τους.
Μια πολύ επιεικής ποινή επιβλήθηκε σε μερικά μουλάρια που δικάστηκαν στο Στέλβιο της Ιταλίας το 1519. Τα μουλάρια κατηγορήθηκαν ότι κυλίστηκαν στο έδαφος και κατέστρεψαν κάποια έκταση σπαρτών σε τέτοιο βαθμό, που «δεν είναι δυνατό να φυτρώσει ούτε χόρτο πράσινο ξανά σε κείνο το μέρος.» Ζητήθηκε μάλιστα απ’ τα μουλάρια να δείξουν στο δικαστήριο το λόγο αυτής τους της συμπεριφοράς ή, δηλώνοντας μεταμέλεια, να υποσχεθούν την αποκατάσταση της προξενηθείσας ζημιάς. Τα μουλάρια δεν παρουσιάστηκαν καθόλου στο δικαστήριο για να απαντήσουν στο κατηγορητήριο. Καταδικάστηκαν, όμως, ερήμην σε εξορία. Στην απόφασή του το δικαστήριο δεν παρέλειψε να δείξει τη μεγαλοψυχία του. Υποσχέθηκε στα μουλάρια ασφαλή μεταχείριση αν παρουσιαστούν κι έδωσε 14ήμερη ανακοπή της ποινής σ’ όσα έχουν μικρά ή όσα βρίσκονται στη νηπιακή ακόμα ηλικία.
Οι δίκες των ζώων διεξάγονται σύμφωνα με τους ισχύοντες δικονομικούς κανονισμούς και μερικοί δικηγόροι είχαν αποκτήσει φήμη και ειδικότητα πάνω σ’ αυτό το είδος της υπεράσπισης.
Η δίκη μιας αρκούδας που είχε αφανίσει μερικά γερμανικά χωριά το 1499 αναβλήθηκε για μια και πλέον εβδομάδα, γιατί προέκυψαν νομικές αντιρρήσεις για την  αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Πολλοί νομικοί υποστήριζαν ότι η αρκούδα είχε το δικαίωμα απ’ το νόμο να μη δεχτεί άλλους ένορκους παρά άτομα του είδους της. Δηλαδή άλλες αρκούδες,
Ο Γάλλος δικηγόρος Βαρθολομαίος Τσασενέ απόκτησε φήμη με την επιτυχή υπεράσπιση μιας ομάδας αρουραίων που είχαν καταστρέψει ένα χωράφι με κριθάρι το 1521. Όταν οι κατηγορούμενοι πελάτες του δεν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι η μήνυση ήταν άκυρη. Έπρεπε, είπε, η μήνυση να είχε δοθεί εμπρόθεσμα και σ’ όλους τους αρουραίους της περιοχής. Το δικαστήριο παραδέχτηκε το ορθό του ισχυρισμού κι αποφάσισε να σταλούν νέες μηνύσεις. Η υπεράσπιση, όμως, τώρα δήλωσε, ότι φοβάται ότι οι μηνυτές, πονηρά και διαβολικά σκεπτόμενοι, θα απολύσουν σκόπιμα γάτες για να τρομοκρατήσουν και να βλάψουν τους κατηγορούμενους. Γι’ αυτό ζήτησε μια χρηματική εγγύηση απ’ τους μηνυτές σα διαβεβαίωση, ότι δε θα εξαπολυθούν γάτες κι ότι δε θα απηληθούν κι ούτε θα βλαφτούν με κακένα τρόπο οι κατηγορούμενοι.
Οι μηνυτές αρνήθηκαν να καταβάλουν την εγγύηση και το δικαστήριο ακύρωσε τη μήνυση.
Ζώα παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο όχι μόνο σαν κατηγορούμενοι αλλά και σαν μάρτυρες και μάλιστα σε δίκες φόνων.
Στη Σαβοΐα τον 19ο αιώνα πιστεύονταν, πως ο Θεός θα μπορούσε και θα προτιμούσε να δώσει σ’ ένα ζώο ή σ’ ένα πουλί την ικανότητα της ομιλίας, παρά να επιτρέψει σ’ ένα δολοφόνο να ξεφύγει τη δικαιοσύνη.
Έτσι, αν κάποιος κατηγορείτο ότι έκανε ένα φόνο μέσα στο σπίτι του και ορκίζονταν μπροστά στα κατοικίδια ζώα του, ότι δεν τον έκανε αυτός και κανένα απ’ τα ζώα δεν έφερνε αντίρρηση την ώρα του όρκου, ο κατηγορούμενος αθωονόταν.
Μια απ’ τις πιο παράξενες δίκες ζώων είναι εκείνη που δίκασε τις κάμπιες στην Ιταλία.
Το 1659 ένα ιταλικό δικαστήριο καλούσε τις κάμπιες της περιοχής να παρουσιαστούν στο δικαστήριο και να απολογηθούν στην κατηγορία παράνομου περάσματος από ξένη ιδιοκτησία και καταστροφή ξένης περιουσίας. Αντίγραφο της μήνυσης καρφώθηκε στα δέντρα των πέντε περιοχών όπου είχε προξενηθεί η ζημιά. Οι κατηγορούμενοι διατάσσονταν να επιστρέψουν στα δάση και να απέχουν από κάθε καταστροφή καλλιεργειών. Το δικαστήριο, με την πλήρη αντικειμενικότητα που το διέκρινε, αναγνώρισε το δικαίωμα ζωής στις κάμπιες, καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας και της ευτυχία τους, με την προϋπόθεση πως κι αυτές θα ανταποκριθούν ανάλογα με τη συμπεριφορά τους και δε θα καταστρέψουν ή δε θα βλάψουν τα δικαιώματα και δε θα εμποδίσουν την ευτυχία των ανθρώπων.
Κάπου 50 χρόνια αργότερα, μια κοινότητα Φραγκισκανών μοναχών στην περιοχή Μαρανχάιο της Βραζιλίας διαμαρτυρήθηκε, ότι τερμίτες (μεγάλα μυρμήγκια) έτρωγαν τα τρόφιμά τους και τους κατέστρεφαν τα έπιπλα.
Για τους τερμίτες, που μηνύθηκαν και κλήθηκαν να εξηγήσουν στο δικαστήριο τις πράξεις τους αυτές, ορίστηκε ένας δικηγόρος ο οποίος έκανε μια εντυπωσιακή αγόρευση. Είπε, ότι οι τερμίτες είναι αυτόχθονες κάτοικοι της περιοχής και υποστήριξε ότι η οργάνωση, η συνεργασία και ο αδιάκοπος μόχθος των τερμιτών ντροπιάζει πραγματικά τους καλόγερους.
Ύστερα από μακρόχρονη διαδικασία οι δικαστές κατέληξαν σε κάποια συμβιβαστική απόφαση, την οποία ολόκληρο το δικαστήριο πήρε και διάβασε δυνατά ανάμεσα στις φωλιές-λοφίσκους των τερμιτών στο δάσος.
Η απόφαση δέσμευε και τα δύο μέρη και τα υποχρέωνε να δείξουν κατανόηση και καλή συμπεριφορά. Διέτασσε, τους μεν τερμίτες να σταματήσουν να ενοχλούν τους καλόγερους, τους δε καλόγερους τους υποχρέωνε να μην καταστρέψουν τις κατοικίες των πρώτων κατοίκων της περιοχής.
Ακόμα και τον 19ο αιώνα στην Αμερική, πολλές οικογένειες που πλήττονταν από αρουραίους, στηριζόμενες στο πνεύμα «όλοι να ζήσουμε», έγραφαν ευγενικά γράμματα προς τους ανεπιθύμητους επιδρομείς και τους ζητούσαν να φύγουν. Μάλιστα, τα γράμματα αλοίφονταν με βούτυρο και σιρόπι και απευθύνονταν «προς τον αρχηγό των αρουραίων».
Δίκες ζώων έγιναν στην Ευρώπη ακόμα και στα χρόνια του αιώνα μας. Η πιο πρόσφατη έγινε στην Ελβετία το 1906 όπου δύο αδελφοί και ο σκύλος τους δικάστηκαν για φόνο. Τα αδέλφια καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά ενώ ο σκύλος σε θάνατο.
Τέλος, αναφέρουμε την πρόσφατη δίκη που έγινε στη Λιβύη το 1974. Ένας σκύλος δικάστηκε γιατί δάγκωσε κάποιον περαστικό και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μήνα. Σ’ όλη τη διάρκεια της ποινής θα του προσφέρονταν μόνο σκέτο ψωμί και νερό. Ο σκύλος υπηρέτησε την ποινή του και αποφυλακίστηκε.


   Ο άνθρωπος που εκτελέστηκε τρεις φορές χωρίς να πεθάνει

Με ένα απλό τρικ ο θανατοποινίτης Τζιον Λη κατάφερε να ξεγελάσει τρεις φορές τους εκτελεστές του και να αποφύγει το θάνατο. Έτσι, ο Λη πέρασε στην ιστορία σαν ο άνθρωπος που δεν κατόρθωσε να απαγχονίσει ο νόμος. Τρεις φορές ανέβηκε ο Λη στο νεοκατασκευασμένο ικρίωμα των φυλακών του Έξτερ και τρεις φορές πέρασε στο λαιμό του η θηλιά της αγχόνης στις 23 Φεβρουαρίου 1885 αλλά και τις τρεις φορές η καταπακτή δεν άνοιξε κι έτσι η ποινή του μετατράπηκε κατά τα συνηθισμένα σε ισόβια δεσμά, για να του χαριστεί τελικά, να απολυθεί ύστερα από 22 χρόνια και να ζήσει ελεύθερος μέχρι το φυσικό του θάνατο στην Αμερική όπου μετανάστευσε.
Κάθε φορά που η κρεμάλα δεν λειτουργούσε ο 19χρονος Λη μεταφέρονταν στο κελί του και μηχανικοί επιθεωρούσαν την καταπακτή και κάθε φορά την έβρισκαν εντάξει. Χωρίς το Λη στο ικρίωμα η καταπακτή λειτουργούσε κανονικά. Μόλις, όμως, ανέβαζαν τον κατάδικο σ’ αυτήν κι ανέβαιναν ο δήμιος, ο παπάς κι άλλοι υπάλληλοι των φυλακών η καταπακτή απονεκρώνονταν, παρ’ ότι ο δήμιος τραβούσε κανονικά κι επίμονα τον ειδικό μοχλό της κρεμάλας.
Η εξήγηση του ανεξήγητου πείσματος της καταπακτής βρίσκεται στο εξής. Οι συγκατάδικοι του Λη, που βοήθησαν τους μαραγκούς για να στηθεί η κρεμάλα με την εξέδρα της, γνωρίζοντας πού στέκεται πάντοτε από καθιερωμένο έθιμο ο παπάς κατά την ώρα της εκτέλεσης, κάρφωσαν στο σημείο εκείνο κάτω από το πάτωμα του ικριώματος ένα σανίδι κατά τρόπο που το βάρος του παπά να κρατάει το σανίδι αυτό σταθερό κι εκείνο με τη σειρά του να κρατάει την καταπακτή ακίνητη και να την εμποδίζει να ανοίξει. Κάθε φορά δε που έλεγχαν οι μηχανικοί την πόρτα την έβρισκαν εντάξει, γιατί ο παπάς δεν στέκονταν την ώρα εκείνη στη θέση του, ώστε με το βάρος του να εμποδίζει το άνοιγμά της.
Μια παρόμοια περίπτωση συνέβη στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας το 1803.
Ο Ιωσήφ Σάμουελς είχε καταδικαστεί  ‘’εις τον δι’ αγχόνης θάνατον’’, γιατί, κατά το κατηγορητήριο, είχε σκοτώσει κάποιον στα καλά καθούμενα. Όταν, όμως, η καταπακτή του ικριώματος άνοιξε κι ο Σάμουελς έμεινε προς στιγμή μετέωρος στο κενό, το σκοινί της κρεμάλας λύθηκε και ο κατάδικος γλύτωσε. Ο δήμιος επιχείρησε και δεύτερη φορά, αλλά στην περίπτωση αυτή η καταπακτή μισοάνοιξε μόνο χωρίς να γκρεμίσει τον κατάδικο στο κενό. Στην τρίτη προσπέθεια το σκοικί κόπηκε. Έτσι, ο Σάμουελς γλύτωσε το θάνατο.


   Η πόλη που έμεινε σε εμπόλεμη κατάσταση για 110 χρόνια

Μια μικρή κι ασήμαντη αβλεψία κράτησε μια μικρή πόλη της Αγγλίας σε εμπόλεμη κατάσταση με μια απ’ τις κραταιότερες δυνάμεις της γης για πάνω από ένα αιώνα.
Ο πολύχρονος αλλά ειρηνικός αυτός πόλεμος διατηρήθηκε ανάμεσα στη μικρή παραμεθόρια με τη Σκωτία αγγλική πόλη του Μπέρουικ και τη Ρωσία.
Στο διάβα των αιώνων το Μπέρουικ άλλαξε 13 φορές κυρίους ανάμεσα στη Σκωτία και στην Αγγλία. Γι’ αυτή ακριβώς την ιδιαιτερότητα της πόλης αναφέρονταν ξεχωριστά σα μια μικρή επικράτεια σ’ όλα τα επίσημα κρατικά έγγραφα.
Με το ξέσπασμα του Κριμαϊκού πολέμου το 1854, η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της τσαρικής Ρωσίας στο όνομα της βασίλισσας Βικτωρίας σαν βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιρλανδίας, του Μπέρουικ και όλων των βρετανικών κτήσεων.
Ο πόλεμος έληξε το 1856 αλλά από κάποια απροσεξία δεν αναφέρθηκε στο Σύμφωνο Ειρήνης του Παρισιού το όνομα του Μπέρουικ. Έτσι, η πόλη παρέμεινε επίσημα σε πόλεμο με τη Ρωσία για πάνω από 110 χρόνια, ως το 1966, όταν ένας σοβιετικός επίσημος επισκέφτηκε με ειδική αποστολή το Μπέρουικ, για να τερματίσει και τυπικά την εμπόλεμη κατάσταση που ακόμα εξακολουθούσε να υπάρχει και να επισημοποιήσει την ειρήνη.
Για το σκοπό αυτό έγιναν σύντομες επίσημες συναντήσεις στο Δημαρχείο της πόλης και εκφωνήθηκαν κι απ’ τις δυο μεριές λόγοι.
Ο δήμαρχος του Μπέρουικ Ρόμπερτ Ναξ τελειώνοντας το λόγο του είπε στο σοβιετικό απεσταλμένο: ‘’Σας παρακαλώ, πέστε στους Ρώσους συμπατριώτες σας ότι επιτέλους μπορούν να κοιμούνται στο εξής ήσυχοι στα κρεβάτια τους’’.

* * * * *


ΑΥΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

‘’Ο.Β.’’ 3 Φεβρουαρίου 1985

Δύσκολο να δώσει κανείς με λίγα λόγια την πλήρη κι αντικειμενική εικόνα που επικρατεί σήμερα στον κοινωνικό χώρο της Αμερικής και δυσκολότερο να εμβαθύνει και να περιγράψει λεπτομερειακά τις επί μέρους εκδηλώσεις της, που χοντρικά και γρήγορα μπορούν να χωριστούν σε κακές και καλές.
Με βάση στοιχεία που ανακοινώθηκαν σε μια σειρά δελτίων ειδήσεων απ’ τα μεγαλύτερα κανάλια της αμερικανικής τηλεόρασης (οι συσκευές της ΤΙ.ΒΙ στις ΗΠΑ έχουν 83 κανάλια) κι ύστερα από δημοσιογραφικές κι άλλες επίσημες έρευνες που έγιναν από αρμόδιες υπηρεσίες, τον τύπο και την τηλεόραση προκύπτουν τα εξής συνταρακτικά κι ίσως απίστευτα πράγματα.
Κι ας αναφερθούμε πρώτα στα άσχημα, αφήνοντας τα ευχάριστα τελευταία, ώστε να μείνουμε τελικά με όσο γίνεται καλύτερες εντυπώσεις.
Τον καιρό του Ουάσιγκτων η αμερικανική κυβέρνηση ξόδευε γύρω στις 25 χιλιάδες δολάρια την ημέρα, για να καλύψει όλες τις τότε κυβερνητικές και δημόσιες δαπάνες. Με την πάροδο του χρόνου, οι δαπάνες αυτές αυξήθηκαν αλματωδώς. Σήμερα, η κυβέρνηση Ρήγκαν έφτασε να δαπανά το αστρονομικό ποσόν των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων την ημέρα.
Πάντοτε, σύμφωνα με τα στοιχεία της τηλεόρασης, εφτά στους δέκα Αμερικανούς βρίσκονται σε οικονομική στενότητα και αδυνατούν να πληρώσουν ένα αναπάντεχο λογαριασμό χιλίων δολαρίων, που τυχόν θα τους παρουσιάζονταν. Το ίδιο ποσοστό, για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, αναγκάζεται να καταφεύγει σε υψηλότοκους δανεισμούς και να αναλώνει ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματός του στην καταβολή τακτικών κι ατέλειωτων δόσεων.
Σε εκατοντάδες χιλιάδες υπολογίζονται οι άστεγοι –ιδιαίτερα οι μαύροι- (κι αυτό μόνο για την περιοχή του Μίτσιγκαν) κι ανυπολόγιστοι είναι οι πεινασμένοι που περιφέρονται άνεργοι στους δρόμους.
Τα παραπάνω στοιχεία έδωσε δημόσια απ’ την τηλεόραση ο φιλανθρωπικός οργανισμός Σαλβάσιον Άρμυ (Στρατός Σωτηρίας), με την ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, δείχνοντας μάλιστα κι ατέλειωτες ουρές πεινασμένων που περίμεναν στις αίθουσες του Στρατού της Σωτηρίας κι άλλων ιδρυμάτων, να πάρουν ένα πιάτο φαγητό τις μέρες των εορτών. Αξιωματούχος της οργάνωσης δήλωσε, μιλώντας στους δημοσιογράφους, πως παλιότερα μπορούσαμε να τους προλάβουμε όλους τις μέρες αυτές. Σήμερα, όμως, είναι αδύνατο. Κάνουμε πάντως ότι μπορούμε.
Ένα άλλο τρομαχτικό φαινόμενο της αμερικανικής κοινωνίας είναι η διαβρωμένη και αποχαλινωμένη κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία και ειδικότερα των φτωχότερων περιοχών.
Έξι στους δέκα μαθητές χρησιμοποιούν ναρκωτικά. Και τα όπλα που κυκλοφορούν νόμιμα και παράνομα μέσα στον πληθυσμό είναι συγκριτικά τόσο πολλά, που φαίνεται ότι η κατάσταση έχει προ πολλού ξεφύγει απ’ τα χέρια των αρμοδίων. Στο Ντιτρόιτ, για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότερα όπλα παρά κάτοικοι. Το κακό έχει παραγίνει και οι κάτοικοι του Μίτσιγκαν ζητούν απ’ την κυβέρνηση της πολιτείας τους την επαναφορά της θανατικής ποινής. Το θέμα ήδη συζητιέται στην πολιτειακή βουλή που εδρεύει στο Λάνσιγκ. Το δικαστήριο του Ντιτρόιτ, με απόφασή του πρόσφατα, έδωσε το δικαίωμα στους δάσκαλους, να ψάχνουν τους μαθητές, χωρίς άλλη ιδιαίτερη εντολή ή άδεια, για να εξακριβώσουν, ότι δεν φέρνουν στους χώρους του σχολείου όπλα, μαχαίρια ή ναρκωτικά. Κι η τηλεόραση έδειξε σκηνές, όπου μαθητές όλων των ηλικιών, παραταγμένοι στη σειρά μέσα στις αυλές των σχολείων τους και με τα χέρια σηκωμένα ψηλά ψάχνονταν συστηματικά από τους δασκάλους τους.
Σε 200 περίπου εκατομμύρια δολάρια ανέρχεται η αξία των κλαπέντων αγαθών στην περιοχή του Μίτσιγκαν μέσα στο χρόνο που μας πέρασε και περίπου 150 εκατομμύρια δολάρια ξοδεύτηκαν την ίδια περίοδο για τη διατήρηση και βελτίωση του συστήματος ασφάλειας.
Στην ίδια περιοχή επαναπροσλήφθηκαν στην αρχή του έτους 730 αστυνομικοί που είχαν απολυθεί παλιότερα για λόγους οικονομικούς. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν ξανααπολυθεί για τους ίδιους λόγους και ξαναπροσληφθεί δύο και τρεις φορές στο παρελθόν.
Γύρω στο 1,5 εκατομμύριο παιδάκια χάνονται το χρόνο στις ΗΠΑ. Ορισμένα απ’ αυτά ξαναβρίσκονται, πολλά, όμως, εξαφανίζονται οριστικά. Οι οθόνες των τηλεοράσεων κάθε τόσο παρουσιάζουν φωτογραφίες εξαφανισθέντων παιδιών (αγοριών και κοριτσιών) και οι υπηρεσίες και οι γονείς τους ζητούν τη συνδρομή και τη βοήθεια του κοινού για την ανεύρεσή τους. Μάλιστα, μια εταιρία γάλατος δημοσιεύει φωτογραφίες εξαφανισμένων παιδιών στα χαρτονένια κουτιά συσκευασίας και κυκλοφορίας των προϊόντων της, με την ελπίδα ότι έτσι συμβάλει κι αυτή στην ευρύτερη κυκλοφόρηση της θλιβερής είδησης κι αυξάνει με τον τρόπο της τις πιθανότητες ανεύρεσης των δύστυχων νεαρών υπάρξεων.
Στα κάθε είδους σκάνδαλα και στις απαράδεχτες για το κοινό νου εγκληματικές πράξεις ανέρχονται όχι σπάνια και μεγάλα ονόματα.
Για παράδειγμα, αυτές τις μέρες δικάζεται κατηγορούμενος σαν προαγωγός ο χρυσός ολυμπιονίκης Μόσσες. Ο ηθοποιός Σέισυ Κιτς, που ήταν και προσκεκλημένος απ’ το Ρήγκαν σε προεδρικό γεύμα παλιότερα, συνελήφθη πρόσφατα στο Λονδίνο για κατοχή και διακίνηση κοκαΐνης.


‘’Ο. Β.’’ 10 Φεβρουαρίου 1984

Στο προηγούμενο δημοσίευμα πήραμε μια μικρή γεύση από τη σημερινή πραγματικότητα της αμερικάνικης κοινωνίας. Σήμερα ας δούμε και την άλλη, την καλύτερη πλευρά του νομίσματος.
Σε πολλά σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Αμερικής ιδρύθηκαν και λειτουργούν παραρτήματα παιδικών σταθμών και δημιουργήθηκαν ειδικές βρεφοκομικές αίθουσες, όπου, για 30 σεντς την ημέρα (περίπου 40 δραχμές) φυλάσσονται από μαθήτριες των μεγάλων τάξεων μωρά και μικρά παιδάκια εργαζόμενων μητέρων. Στα σχολεία αυτά καθιερώθηκε και ειδικό μάθημα βρεφοκομίας. Έτσι, οι μεν μητέρες εργάζονται ήσυχες και νιώθουν σίγουρες για τα παιδιά τους, οι δε νεαρές μαθήτριες, εκτός απ’ την κοινωνική τους προσφορά, ασκούνται και έμπρακτα και σπουδάζουν το ρόλο της μητέρας, τον οποίο πρόκειται να επωμισθούν και να διαδραματίσουν και οι ίδιες στο εγγύς μέλλον. Η ιδέα φαίνεται εξαιρετική και υποστηρίζεται από τους γονείς και προωθείται από τα σχολεία.
Ένα άλλο μεγάλο καλό, την παρουσία του οποίου εμείς εδώ στερούμαστε έντονα, είναι η ποιότητα των κάθε είδους επισκευαστικών εργασιών που παρέχονται από τους τεχνίτες και ειδικότερα των αυτοκινήτων.
Οι επισκευές των αυτοκινήτων στις ΗΠΑ είναι εγγυημένες εγγράφως από τους επισκευαστές για 6 χιλιάδες χιλιόμετρα ή για 6 μήνες. Έτσι, τον πελάτη τον έλκουν η ποιότητα της εργασίας και η υπευθυνότητα των συνεργείων και δεν τον ζαλίζουν οι αερολογίες των ανίδεων και τα μεγαλοπιάσματα του κάθε ψευτοτεχνίτη.
Επίσης, η πώληση αυτοκινήτου το οποίο πουλήθηκε χωρίς ρεζέρβα είναι άκυρη. Ο αγοραστής μπορεί να σταματήσει αμέσως την καταβολή δόσεων, αν το αγόρασε με δόσεις και να πάρει πίσω τα λεφτά του. Έτσι αποφάνθηκε πρόσφατα δικαστήριο για αυτοκίνητο που πουλήθηκε χωρίς ρεζέρβα το 1978.
Και μια που ο λόγος περί αυτοκινήτων, διαπιστώθηκε, ύστερα από έρευνες και στατιστικές των μεγάλων εταιριών πώλησης τροχοφόρων, ότι σήμερα στις ΗΠΑ το 40% των γυναικών που αγοράζουν αυτοκίνητα δεν ζητούν τη γνώμη των συζύγων τους.
Μεγάλες προσπάθειες καταβάλλονται για τον περιορισμό των αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων και τη μείωση του αριθμού των θυμάτων των τροχών (που είναι συγκριτικά χαμηλότερος από το δικό μας) και μεγάλη εκστρατεία γίνεται κατά του αλκοόλ.
Μεταξύ των άλλων αυστηρών μέτρων που παίρνει το κράτος, είναι και ότι θεωρεί συνυπεύθυνο ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος και τον διοργανωτή ενός πάρτυ ή τον οικοδεσπότη όπου έπινε ο μεθυσμένος οδηγός. Ο διογρανωτής ή ο οικοδεσπότης είχαν υποχρέωση να μην επιτρέψουν στον πιωμένο οδηγό να φύγει απ’ τον τόπο του γλεντιού οδηγώντας το αυτοκίνητό του. Έπρεπε να τον εμποδίσουν και να καλέσουν την αρμόδια υπηρεσία, η οποία θα τον παραλάβει ή θα του στείλει ταξί.
Για να βγάλει τους πιωμένους οδηγούς από το δρόμο η πολιτεία του Μίτσιγκαν, διαθέτει ειδική υπηρεσία, η οποία, μ’ ένα τηλεφώνημα, στέλνει δωρεάν ταξί στο μεθυσμένο οδηγό, για να τον μεταφέρει στο σπίτι του, αυτόν και την παρέα του.
Πολλά εστιατόρια και μεγάλα ρεστωράνς προσφέρουν στον οδηγό κάθε παρέας, εφόσον το ζητήσει, δωρεάν αναψυκτικά και άλλα μη αλκοολούχα ποτά.
Ένα άλλο γεγονός, που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον μη εξοικειωμένο με το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης ξένο, είναι η ύπαρξη και η έντονη παρουσία του θεσμού των Συνοικιακών Συμβουλίων (Σ.Σ.). Τα συμβούλια αυτά, εκλεγμένα από τους κατοίκους, είναι ισχυρά και οι αποφάσεις τους είναι νόμοι. Οι αποφάσεις τους εισακούγονται και εφαρμόζονται.
Για παράδειγμα: Για τη χριστουγεννιάτικη εξωτερική διακόσμηση των σπιτιών και των γύρω χώρων (πράγμα που συνηθίζεται πάρα πολύ στην Αμερική), έπρεπε οι κάτοικοι κάθε γειτονιάς να ακολουθήσουν τις υποδείξεις του Σ.Σ.. Δεν μπορεί ο καθένας να κρεμάσει έξω απ’ το σπίτι του όποια διακόσμηση θέλει και να στολίσει την αυλή του όπως θέλει. Πρέπει ο στολισμός της γειτονιάς να ακολουθεί κάποιες βασικές γραμμές και να παρουσιάζει στο σύνολό του κάποια ομοιομορφία.
Έτσι, τις μέρες των Εορτών κι ιδιαίτερα τα βράδια, που τα πολύχρωμα φώτα ήταν πιο έντονα, η κάθε περιοχή παρουσίαζε και το δικό της φαντασμαγορικό θέαμα. Κι ήταν πραγματικά χάρμα οφθαλμών.
Επίσης, δεν μπορεί ο κάθε ιδιοκτήτης να διαμορφώσει την αυλή του και το οικόπεδό του όπως θέλει αυτός. Θα ακολουθήσει υποχρεωτικά τις υποδείξεις του Σ.Σ.. Για κάθε προσθήκη ή αφαίρεση, θα πρέπει, εκτός από την άδεια του Δημαρχείου, να έχει και την έγκριση του Σ.Σ.. Δεν μπορεί, δηλαδή, να φυτέψει ή να κόψει ένα δέντρο, να φτιάξει μια περίφραξη, να τοποθετήσει μια ψησταριά, να υψώσει μια κολόνα ή να χτίσει μια αποθηκούλα χωρίς τη συγκατάθεση του Σ.Σ.. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να χτίσει ένα σπίτι, αν τα σχέδιά του δεν πληρούν τους όρους δόμησης του συνοικισμού και δεν συμφωνούν με τις περιβαλλοντικές προϋποθέσεις που θέσπισε η γειτονιά. Όπως, ύψος, μέγεθος, εξωτερική εμφάνιση, χρωματισμός, είδος υλικών, απόσταση απ’ το πεζοδρόμιο και τα γειτονικά οικόπεδα κλπ. κλπ.. Το Σ.Σ. είναι εξουσία. Οι κάτοικοι θέσπισαν την ύπαρξή του και οι ίδιοι κάτοικοι ασπάζονται τις υποδείξεις του και εφαρμόζουν τις αποφάσεις του.
Μια νέα εθνική γιορτή και με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο προστέθηκε πρόσφατα στον κατάλογο των εθνικών γιορτών της Αμερικής. Η 15η  Ιανουαρίου, που είναι η μέρα των γενεθλίων του δολοφονηθέντα μαύρου ιερέα Μάρτιν Λούθερ Κιγκ. Θα γιορτάζεται στο εξής σαν εθνική γιορτή στη χώρα του Ρήγκαν. Ο Πρόεδρος κλότσησε στην αρχή αλλά τελικά υποχώρησε και υπέγραψε τις σχετικές διατάξεις.
Ο βαρυσήμαντος λόγος του άξιου ηγέτη και μεγάλου ανθρωπιστή, που εκφώνησε στις 28 Αυγούστου 1963 στην Ουάσιγκτον, θα μείνει ιστορικός για τους έγχρωμους Αμερικάνους κι ανεξίτηλος στην καρδιά κάθε ανθρώπου με ανθρωπιά.
«I Have a dream . . .» Έχω ένα όνειρο . . . , είπε ο αδικοχαμένος αγωνιστής της ανθρωπιάς και της ειρήνης εκείνη τη ζεστή μέρα του Αυγούστου. Ο Λούθερ Κιγκ οραματίστηκε τότε μια Αμερική ευνομούμενη και πλούσια . . . Μια χώρα όπου λευκοί και μαύροι θα είναι ισότιμοι, χωρίς καμιά διάκριση και θα ζούνε ειρηνικά και αδελφωμένοι. Δυστυχώς όμως! Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε και το «όραμα» του δολοφονημένου ιερέα παράμεινε ακόμα όνειρο. Οι μαύροι σήμερα, παρά το κάποιο ξύπνημά τους και τους συνεχείς αγώνες τους, είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα απ’ ότι ήταν στις μέρες του Λούθερ Κιγκ. Από πλευράς αθλιότητας, οι φτωχοί μαύροι είναι δυο φορές χειρότερα από τους λευκούς ομοίους τους. Άσχετα, όμως, από την οικονομική και κοινωνική τους αθλιότητα και, παρά τις αντιρρήσεις του Ρήγκαν, κατάφεραν, ώστε η μνήμη του αδικοσκοτωμένου μεγάλου αρχηγού τους να γίνει εθνική γιορτή και να γιορτάζεται επίσημα κι απ’ όλους τους λευκούς κάθε χρόνο με επισημότητα. Η μνήμη του άξιου ηγέτη τους μένει και θα μένει για πάντα στις καρδιές τους φωτεινό όραμα, ζεστή ελπίδα και οδηγός για το μέλλον.
Από το σκηνικό της καθημερινής ζωής των ΗΠΑ δεν λείπει και το δράμα των σακατεμένων στις ζούγκλες και στα έλη της Ινδοκίνας Αμερικανών.
Όπως είναι γνωστό, 170 χιλιάδες Αμερικανοί βετεράνοι του Βιετνάμ μήνυσαν την κυβέρνησή τους και ζητούν απ’ αυτήν αποζημίωση 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων για σωματικές κακώσεις κι άλλες ανεπανόρθωτες καταστροφές που έπαθε η υγεία τους από τη χρήση του δηλητηρίου «Όραντζ γκας», που χρησιμοποιήθηκε από τη χώρα τους στις μέρες του βρόμικου και άδοξου πολέμου του Βιετνάμ.
Το καλό στην προκειμένη περίπτωση είναι, ότι η αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε το αίτημα αυτό των σακατεμένων βετεράνων, αντιδρά, όμως, στην καταβολή ολόκληρου του αιτούμενου ποσού της αποζημίωσης και προσπαθεί νά ‘ρθει σε κάποιο συμβιβασμό μαζί τους. Είναι πραγματικά τραγικό να βλέπεις στην τηλεόραση παραμορφωμένους ανθρώπους, θύματα του φοβερού εκείνου αερίου ή να ακούς αφηγήσεις παλιών αεροπόρων που είχαν σαν αποστολή τους το βομβαρδισμό (ψεκασμό) τεράστιων εκτάσεων του Βιετνάμ με το άγνωστο ως τότε στους πολλούς δηλητήριο.





Και κάτι από τον Καναδά
17 Φεβρουαρίου 1985

Επειδή η χώρα αυτή πλήττεται κυριολεκτικά από τις κακοκαιρίες του χειμώνα και οι μεγάλες χιονοπτώσεις επηρεάζουν ουσιαστικά την κυκλοφορία και τη ζωή των πόλεων, γι’ αυτό, μια από τις βασικές υποχρεώσεις των Δήμων του Καναδά, όπως και των βόρειων περιοχών των ΗΠΑ, είναι ο καθαρισμός των δρόμων από τα χιόνια. Για το σκοπό αυτό, οι Δήμοι των περιοχών αυτών διαθέτουν πολλά και ποικίλα μηχανήματα. Όπως, φορτωτές, γκρέιντερ, εκχιονιστές διαφόρων μεγεθών, φορτηγά αυτοκίνητα κλπ. κλπ., με τα οποία καθαρίζουν μέρα-νύχτα τους δρόμους και μεταφέρουν τα χιόνια έξω από τις πόλεις. Επιπλέον κι όταν τα δημοτικά συνεργεία, τα ταγμένα για το σκοπό αυτό δεν επαρκούν, ο καθαρισμός ορισμένων δρόμων ή και περιοχών ολόκληρων ανατίθεται από τους Δήμους σε ειδικούς εργολάβους που διαθέτουν τα κατάλληλα μηχανήματα και έχουν και την απαραίτητη πείρα.
Φέτος, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, έπεσε τόσο πολύ χιόνι στο Μόντρεαλ, που δεν ήταν εύκολο να μεταφερθεί σύντομα έξω από την πόλη και να καθαριστούν οι δρόμοι έγκαιρα και όπως έπρεπε. Η πολυήμερη και αδικαιολόγητη κατά τους Καναδούς παραμονή του χιονιού στους δρόμους του Μόντρεαλ, τους αγανάκτησε και τους έκανε να διαμαρτυρηθούν έντονα στο Δημαρχείο και να ζητήσουν εξηγήσεις για τη βραδύτητα των εργασιών από τους υπεύθυνούς της άρχοντες.
Σε μια σχετική συνάντηση πολιτών με τις δημοτικές αρχές της πόλης, που την πρόβαλε και το κανάλι 9 της τηλεόρασης, δημοτικός σύμβουλος της πόλης συνέστησε στους παραπονούμενους δημότες να μηνύσουν το Δήμο για τον μη έγκαιρο και συστηματικό καθαρισμό των δρόμων και να ζητήσουν αποζημιώσεις για βλάβες που έπαθαν τα αυτοκίνητά τους ή η οικονομία τους από τον αποκλεισμό των δρόμων ή την ολισθηρότητά τους, ώστε να μάθουν οι υπεύθυνοι στο μέλλον να κάνουν σωστά και όπως πρέπει τη δουλειά τους.
Τι λένε άραγε οι δικοί μας δημοτικοί άρχοντες γι’ αυτό; Φαίνεται απίστευτο κι όμως είναι αληθινό.
Παράλληλα με τις διαμαρτυρίες προς τα Δημαρχεία, οι Καναδοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα εκείνες τις μέρες με πορείες και διαδηλώσεις για την πτήση πάνω από το έδαφός τους αμερικανικών αεροπλάνων με πυραύλους. Για να ματαιώσουν μάλιστα τη σχεδιαζόμενη ρίψη εκπαιδευτικών πυραύλων στο καναδικό έδαφος, ύψωσαν στον ουρανό πολυάριθμα συμπλέγματα από μεγάλα μπαλόνια συνδεμένα μεταξύ τους με τεράστια κρεμαστά δίχτυα.
Και κάτι άλλο περίεργο σαν κατακλείδα του θέματός μας. Φαίνεται πως ανάμεσα στους Αμερικανούς υπάρχει ένα αξιόλογο ποσοστό αφελών, όπου οι κάθε είδους καταφερτζήδες (και δεν είναι λίγοι αυτοί), βρίσκουν εύκολα πρόσφορο έδαφος για να δράσουν.
Έτσι, μια ομάδα αετονύχηδων «χριστιανών ιερωμένων», με το πρόσχημα βοήθειας δήθεν προς τους αδύνατος, ίδρυσαν μια αλυσίδα θρησκευτικών κλαμπς με παρακλάδια και διαβαθμίσεις και υποδιαιρέσεις και πουλάνε Θεό, ανοιχτά κι αδιάντροπα σ’ όλη τη χώρα και έξω απ’ αυτή.
Η διασπορά, η κλιμάκωση και η προβολή των θρησκευτικών αυτών κλαμπς γίνεται κατά τρόπο μελετημένο κι έξυπνο, ώστε τα πλοκάμια τους να φτάνουν σ’ όλα τα πορτοφόλια και η αφαίμαξη απ’ αυτά να γίνεται συστηματική και συνεχής, ώστε το χρήμα να εισρέει στους κορβανάδες των καταφερτζήδων άφθονο κι ασταμάτητα. Κι εδώ εννοούμε χοντρά ποσά.
Στο κανάλι 50 της τηλεόρασης βγαίνουν κάθε Τρίτη τις 10 και 30 οι έξυπνοι καταφερτζήδες και ξεχύνονται σε μια καλά οργανωμένη κι όμορφα καλυμένη αφαίμαξη του κοσμάκη, προβάλλοντας έντεχνα το «κλαμπ 400», το «κλαμπ 700», το «1000», το «2000» ή το «κλαμπ 5000», που είναι και η κορονίδα της πυραμίδας του αγιογδύτικου κατασκευάσματος και ο πάνω-πάνω κρίκος της αρμάθας της φανερής απάτης, γι’ αυτό και ονομάζεται και κλαμπ των ιδρυτών ή των θεμελιωτών της οργάνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά νούμερα των κλαμπς, που χαρακτηρίζουν τις διάφορες διαβαθμίσεις της οργανωμένης σπείρας, υποδηλώνουν και το ποσό των δολαρίων που θα πρέπει να καταβάλει το χρόνο κάθε μέλος στο κλαμπ που ανήκει. Όσοι είναι μέλη του «κλαμπ 400», για παράδειγμα, πληρώνουν τετρακόσια δολάρια, όσοι του «1000» χίλια δολάρια κ.ο.κ..
Μια ώρα προβολής στην τηλεόραση στοιχίζει στους προβαλλόμενους, σύμφωνα με τα λεγόμενα των παρουσιαστών παπάδων, ένα εκατομμύριο δολάρια. Σε μια ώρα, όμως, που τους παρακολούθησα, συγκέντρωσαν με την έντεχνη πολυλογία και τα ψυχολογημένα τερτύπια τους 1.750.000 δολάρια. Ο αφελής λαός τηλεφωνούσε ασταμάτητα και γράφονταν μέλη στα διάφορα κλαμπς, στέλνοντας ταυτόχρονα και την πρώτη τους συνδρομή. Άλλοι, πάλι, μεταγράφονταν από κατώτερο σε ανώτερο κλαμπ αυξάνοντας ανάλογα και την ετήσια συνδρομή τους, ενώ οι «ιερείς» με τα πλατιά χαμόγελα και τρίβοντας τα χέρια τους, ανακοίνωναν καθαρά και μεγαλόφωνα το όνομα του νέου μέλους, που μόλις πέρασε στους κόλπους του Θεού.
Τόνιζαν μάλιστα χαρακτηριστικά και υπογράμμιζαν εμφαντικά, ότι, όποιος γραφτεί μέλος ενός κλαμπ και πληρώσει τη συνδρομή του, θα απαλλαγεί αμέσως από κάθε επίγεια δυστυχία. Αν είναι άνεργος θα βρει δουλειά, αν είναι άρρωστος θα γίνει καλά χωρίς τη μεσολάβηση γιατρών και την ανάγκη φαρμάκων. Τα οικογενειακά του προβλήματα θα ρυθμιστούν αμέσως. Η ανέχειά του θα μετατραπεί σε ευφορία. Όλα τα προβλήματά του θα λυθούν και, αντί ταλαιπωριών και δυστυχίας που τον κατέχουν, θα βρεθεί μέσα σε πέλαγος γαλήνης και ευτυχίας.
Δεν παρέλειπαν δε οι μαέστροι της αφαίμαξης να προβάλουν κάπου-κάπου και κάποιον στην οθόνη, ο οποίος βεβαίωνε στο κοινό ότι, ενώ είχε το α ή β τρομερό πρόβλημα, μόλις γράφτηκε σε κάποιο κλαμπ κι έδωσε και την τελευταία του δεκάρα απαλλάχτηκε τελείως απ’ αυτό και άλλαξε ριζικά η ζωή του.
Παρακλάδια της προσοδοφόρας αυτής οργάνωσης υπάρχουν και λειτουργούν και σ’ άλλες χώρες του κόσμου, όπως στην Αργεντινή, Βραζιλία, Κένυα, Ουγκάντα, Κόστα Ρίκα, Παναμά κλπ.. Αξιοπρόσεχτο είναι ότι δεν υπάρχουν φωλιές της στην Ευρώπη αλλά μόνο σε υποανάπτυκτες χώρες.
Στόχος των ευέλικτων αυτών παπάδων και της οργάνωσής τους είναι, όπως διακήρυτταν, να γράψουν 700 χιλιάδες μέλη στην Αμερική. Φανταστείτε τότε τις ετήσιες εισπράξεις των αετονύχηδων μεγαλόσχημων ιδρυτών.
Κατά την ώρα της εκπομπής οι παπάδες εκφωνητές σταματούσαν κάθε λίγο το χείμαρο των λόγων τους και τα σκαμπανεβάσματα της πότε ταπεινής και πράας και πότε οξείας και επιθετικής φωνής τους και, με παρατραβηγμένη συντριβή, «προσεύχονταν» για να ευλογηθούν, όπως έλεγαν από το Θεό, όσοι γράφτηκαν μέλη τους και ταυτόχρονα να φωτιστούν όσοι ακόμα δεν γράφτηκαν για να γραφτούν κι εκείνοι το συντομότερο σε κάποιο κλαμπ, αν θέλουν στα σίγουρα να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους στους ουρανούς.
Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε από κάποιον παπά, ότι την ερχόμενη Κυριακή ο πρόεδρος Ρήγκαν πρόκειται να πάει στην εκκλησία και, με φωνή απαλή και γλυκοστάλαχτη, σύστησε σ’ όλα τα μέλη όλων των κλαμπς να πάνε τη μέρα εκείνη στις εκκλησίες τους και να προσευχηθούν όλοι τους γι’ αυτόν. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στο στούντιο του σταθμού είπαν «Αεμήν.»
Έτσι, με τη γλοιώδη τακτική τους οι «πολυτάλαντοι ιερωμένοι», όχι μόνο το πολύ ύποπτο παραγέμισμα του πορτοφολιού τους κάνουν νόμιμο και «έργο θεάρεστο», αλλά πιθανό να αξιώνουν και ευγνωμοσύνη από τους κρατούντες, για τις υπηρεσίες που τους προσφέρουν, με την προβολή, τους αίνους και τις κολακευτικές περιποιήσεις που αφιερώνουν σ’ αυτούς.
Ύστερα από ένα τέτοιο κλίμα και μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον «Χριστιανοσύνης», πώς να μείνει και ο δικός μας ο Ιάκωβος ανεπηρέαστος και πώς να μην πασχίσει κι αυτός με τους ανθρώπους του το κατά δύναμη; Η καθιερωμένη ετήσια εισφορά των πιστών μετριέται προσεχτικά, τα μυστήρια ακριβοπληρώνονται και η «χάρις του Θεού» πουλιέται δράμι-δράμι και με σχολαστικό ακριβοζύγιασμα στους ομοεθνείς μας των ΗΠΑ.


Ο πονοκέφαλος των Καναδών με τους Ολυμπιακούς του Μοντρεάλ

Το Μοντρεάλ αρχικά φάνηκε περήφανο που είχε την τιμή να τελεστούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην πόλη του. Τελικά, όμως, αντιμετώπισε ένα λογαριασμό 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό ήταν το απίθανο παθητικό που άφηναν στο Μοντρεάλ οι Ολυμπιακοί του 1980. Ποσό τεράστιο και οχτώ φορές περισσότερο απ’ ότι αρχικά υπολογίστηκε. Έτσι, η πόλη του Μοντρεάλ, για να αντιμετωπίσει το τεράστιο έλλειμμα, έβαλε βαριούς επιπρόσθετους φόρους στα ακίνητα, θεσπίζοντας την ‘’ειδική φορολογία Ολυμπιακών αγώνων’’, η οποία θα διαρκέσει 20 χρόνια. Η πολιτεία του Κεμπέκ θα αναλάβει το υπόλοιπο μέρος του ελλείματος, ιδρύοντας μια ειδική λαχειοαγορά και καθιερώνοντας έξτρα φόρους στα καπνά.
Η όλη οργάνωση της υποδομής των Ολυμπιακών αγώνων ήταν τόσο κακομελετημένη, που, ενώ οι αγώνες είχαν τελειώσει, το ολυμπιακό στάδιο και δύο ξενοδοχεία που γίνονταν για τους Ολυμπιακούς δεν είχαν ακόμα αποπερατωθεί. Συντεχνιακές διαφορές, κακός καιρός, κακός σχεδιασμός και οργάνωση και κακή διαχείριση των σχετικών κονδυλίων, ήταν τα αίτια της όλης κακοδαιμονίας.
Αρχικά νομίστηκε πως τα θεαματικά στάδια και τα άλλα κτίρια, με τις ξεχωριστές και πρωτότυπες ευκολίες τους, δε θα σταματούσαν να αποδίδουν και μετά την αναχώρηση των ξένων αθλητών και θα πλήρωναν έτσι από μόνα τους τα έξοδά τους. Αλλά το κολοσσιαίο Velodrom που κόστισε 50 εκατομμύρια (ένα εκατομμύριο δολάρια για κάθε Καναδό ποδηλάτη που πήρε μέρος στους αγώνες) δεν μπόρεσε να προσελκύσει παρά μόνο 300 ‘’πελάτες’’ για τους αγώνες των πρωταθλημάτων τους.
Ενάμισυ εκατομμύριο δολάρια ξοδεύτηκαν για την αγορά μικρών ραδιοασυρμάτων για τους φρουρούς των σταδίων και τις δυνάμεις ασφαλείας.
Ένα εκατομμύριο δολάρια δαπανήθηκαν για την ενοικίαση 33 γερανών που χρησιμοποιήθηκαν στις οικοδομικές εργασίες των γηπέδων κλπ., ποσό πολύ περισσότερο απ’ ότι χρειάζονταν για να αγοραστούν αυτοί οι γερανοί.
Μισό εκατομμύριο δολάρια πληρώθηκαν στη Συμφωνική ορχήστρα και στη χορωδία του Μοντρεάλ για την παραγωγή κασετοταινιών που παίζονταν στα μεγάφωνα κατά τη διάρκεια των αγώνων.
Μόλις τελείωσαν οι αγώνες, πάνω από 3.700 τόνοι ποικίλου υλικού (σχεδόν ολοκαίνουργιου) κατέληξε στα παλαιοπωλεία και στα διάφορα παζάρια, για να πουληθεί σα μεταχειρισμένο σε εξευτελιστικές τιμές. Το υλικό αυτό άρχιζε από κιβώτια με κορδώνια αθλητικών παπουτσιών κι έφτανε στις 10 χιλιάδες συσκευές τηλεόρασης.
Η όλη πραμάτεια γέμισε τεράστιες αποθήκες, η έκταση των οποίων ήταν ίση με τρία στάδια ποδοσφαίρου. Για τη μεταφορά της δε μόνο ο καναδικός στρατός είχε αρκετά αυτοκίνητα για να την αναλάβει.
Ο υπουργός αθλητισμού του Καναδά Κλάβδιος Τσαφρόν υπολόγισε ότι το κόστος για τη συντήρηση και λειτουργία των ολυμπιακών εγκαταστάσεων μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες θα έφτανε το ποσό των 5,5 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο. Όλες μαζί δε οι εγκαταστάσεις δε θα απέδιδαν ετησίως έσοδα πάνω από 2 εκατομμύρια.
Ο υπουργός είπε: ‘’Είναι μια τερατώδης κληρονομιά, γεννημένη από ανυπολόγιστα έξοδα, κοινωνικά αδικαιολόγητη και οικονομικά εξωπραγματική’’.


Αθλητικό σωματείο που πούλησε κατά λάθος το γήπεδό του

Το ‘’Βασιλικό γήπεδο γκολφ της Μελβούρνης’’, με τις 18 ‘’οπές’’ και την καταπράσινη έκταση των 100 εκταρίων είναι το πιο ξεχωριστό γήπεδο γκολφ του κόσμου. Οι πλουσιότεροι και οι σπουδαιότεροι άνθρωποι της Αυστραλίας και οι πιο ονομαστές προσωπικότητες του κόσμου έχουν παίξει σ’ αυτό.
Κάποια, όμως, καταστροφική για τους γκολφοφίλαθλους βδομάδα, η βεβαιότητα ότι δε θα υπάρχει πια το ‘’Βασιλικό γήπεδο’’ έγινε πραγματικότητα.
Η κρίση ξέσπασε το 1978, την περίοδο που παίζονταν στο εκτεταμένο κι ωραιότατο γήπεδο το μεγάλο αυστραλέζικο πρωτάθλημα. Αστέρες του γκολφ, σαν τον Τζων Μίλλερ και τον Σεβεριάνο Μπαλλεστέρα, έπαιρναν μέρος στο παιχνίδι εκείνη τη μέρα, όταν η διοικούσα επιτροπή του γηπέδου έκανε τη μεγαλύτερη γκάφα στα χρονικά του γκολφ.
Το κλαμπ σχεδίαζε να πουλήσει ένα εκτάριο μιας ξεκομμένης κι άχρηστης γωνίας του γηπέδου, για να κάνει διάφορες βελτιώσεις στο υπόλοιπο. Κάποιος εργολάβος της περιοχής προσφέρθηκε να το αγοράσει. Τα σχεδιαγράμματα, όμως, των διαφόρων τμημάτων του γηπέδου ανακατεύτηκαν, τα πλήκτρα των γραφομηχανών μπερδεύτηκαν και, αντί να συμπεριληφθεί στα συμβόλαια η ξεκομμένη γωνιά του ενός εκταρίου, συμπεριλήφθηκαν τα κεντρικά τμήματα 8,9,10 και 11 του γηπέδου με τις εντίστοιχες σ’ αυτά ‘’οπές’.
Ο εργολάβος Μάικ Ουάρσον ανακάλυψε το λάθος μόνο όταν το πολεοδομικό του τοπικού Δημαρχείου απέρριψε τα προκαταρκτικά σχέδια οικοδόμησης, που είχε υποβάλει σ’ αυτό για το εκτάριο που νόμιζε ότι αγόρασε. Έτρεξε αμέσως στην επιτροπή του κλαμπ και παραξενεμένος τους είπε, ότι ‘’αντί για ένα εκτάριο μου πουλήσατε 60’’. Η επιτροπή κέρωσε.
Ο Ουάρσον, σαν ιδιοκτήτης πια του γηπέδου, μπορούσε να σταματήσει στη μέση τον αγώνα που βρίσκονταν στο φόρτε του. Και μάλιστα, τώρα που όλα τα μάτια τω φιλάθλων του γκολφ όλου του κόσμου ήταν στραμμένα σ’ αυτόν. Κι είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει αυτό ο εργολάβος, γιατί, με 20 χιλιάδες δολάρια που πλήρωσε γίνονταν κύριος έκτασης αξίας 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Το μεγαλύτερο και κεντρικότερο μέρος του γηπέδου ήταν δικό του.
Ο ευσυνείδητος, όμως, Ουάρσον δεν το έκανε. Κράτησε μόνο τη γη που πρωτοαγόρασε κι επέστρεψε το υπόλοιπο γήπεδο. Το κλαμ τού ‘κανε ένα τρικούβερτο τραπέζι και το πρωτάθλημα συνεχίστηκε.


ΜΙΚΡΑ  ΠΑΡΑΞΕΝΑ
1. Η Τσεχοσλοβάκα κυρία Βέρα Τζέρμακ, όταν έμαθε ότι ο άντρας της την απατούσε, έγινε έξω φρενών. Μέσα στην απελπισία της αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Άνοιξε το παράθυρο του δωματίου της, που βρισκόταν στον 3ο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Πράγα και πήδησε στο κενό. Συμπτωματικά, τη στιγμή εκείνη περνούσε από κάτω ο άντρας της. Η κυρία Τζέρμακ έπεσε πάνω στον κύριο Τζέρμακ. Ο κύριος Τζέρμακ σκοτώθηκε. Η κυρία Τζέρμακ σώθηκε.

2. Στο Μοϊνέστι της Ρουμανίας, οι ακολουθούντες μια κηδεία έμειναν άναυδοι, όταν είδαν να σηκώνεται από το φέρετρο ο νεκρός –μια γυναίκα- που κουβαλούσαν έξι στους ώμους τους, να πηδά κάτω απ’ αυτό και να τρέχει πανικόβλητη κατά μήκος του δρόμου.
Στην προσπάθειά της, όμως, να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, έπεσε πάνω σ’ ένα διερχόμενο αυτοκίνητο και σκοτώθηκε. Η κηδεία άρχισε απ’ την αρχή.

3. Στην πόλη Κοννέντικατ της Αμερικής, μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων διαφήμιζε στις εφημερίδες ένα αυτοκίνητό της κι έλεγε, ότι το πουλάει για 1395 μπανάνες, με 35 προκαταβολή και τις υπόλοιπες σε 40 μηνιαίες δόσεις. Στην αργκώ των Αμερικανών ‘’μπανάνες’’ εννοούνται τα δολάρια.
Μια γυναίκα, με τη διαφήμιση στο χέρι, μπήκε στα γραφεία της Εταιρίας και αγόρασε το αυτοκίνητο. Μετά την υπογραφή των συμβολαίων, έδωσε στον πωλητή 35 ολόφρεσκες μπανάνες. Ο πωλητής αρνήθηκε να τις δεχτεί κι εκείνη τον μήνυσε για ψεύτικη και παραπλανητική διαφήμιση. Το δικαστήριο δικαίωσε τη γυναίκα και της έδωσε το αυτοκίνητο, υποχρεώνοντάς την, όμως,  να δίνει στον πωλητή κάθε μήνα και για 40 μήνες 34 βρώσιμες μπανάνες.

4. Η αστυνομία της Βενεζουέλας είχε εκδόσει ένταλμα σύλληψης ενός σεσημασμένου κακοποιού. Δυστυχώς, όμως, για τους αστυνομικούς, το σπίτι του κακοποιού ήταν χτισμένο ακριβώς πάνω στη γραμμή των συνόρων Βενεζουέλας και Κολομβίας.
Όταν η αστυνομία μπήκε στο σπίτι του να τον συλλάβει, ο κακοποιός έτρεξε στην άλλη άκρη του σπιτιού του και κλειδώθηκε στο υπνοδωμάτιό του. Από κει τηλεφώνησε στο δικηγόρο του. Το υπνοδωμάτιό του, όμως, ήταν στο έδαφος της Κολομβίας και το αδίκημα για το οποίο καταζητούνταν δεν τιμωρούνταν απ’ τον Κολομβιανό νόμο. Οι αστυνομικοί έφυγαν άπρακτοι.

5. Στις εκλογές του 1928, ο πρόεδρος της Λιβερίας Κάρολος Κιγκ έβαλε υποψηφιότητα για επανεκλογή. Εκλέχτηκε με πλειοψηφία 600 χιλιάδων ψήφων, όπως δήλωσε επίσημα η κυβέρνηση. Ο αντίπαλος, όμως, του Κιγκ, Τόμας Φώλκνερ, διαμαρτυρήθηκε έντονα, υποστηρίζοντας ότι οι εκλογές ήταν νοθευμένες, γιατί, όπως είπε, δεν μπορούσε να καταλάβει, πώς ήταν δυνατό να έχει ο Κιγκ 600 χιλιάδες ψήφους υπεροχή, όταν όλοι κι όλοι οι ψηφοφόροι είναι 15 χιλιάδες.

6. Ένας απόμαχος ράφτης, ο Χαρλντ Σενμπάυ, φορούσε για είκοσι χρόνια ακουστικό στο αριστερό του αφτί, το οποίο, όπως φαίνονταν, σε τίποτα δεν τον βοηθούσε. Δεν άκουγε καθόλου. Πολλές φορές παραπονέθηκε γι’ αυτό στο γιατρό του χωρίς, όμως, κανένα αποτέλεσμα. Μια μέρα, όταν ήταν 74 χρόνων, πήγε στο Νοσοκομείο του Λήιντς για μια συνηθισμένη εξέταση ρουτίνας. Εκεί του είπαν, ότι φοράει το ακουστικό σε λάθος αφτί.
- Μου φάνηκε εμένα, είπε ο γερο-Χάρολντ, ότι κάποιο λάθος έγινε όταν μου το πρωτοφόρεσαν, γιατί ο γιατρός μου πάντα εξέταζε το δεξιό μου αφτί, ενώ οι κατασκευαστές, για να μου φτιάξουν το ακουστικό, μου πήραν μέτρα στο αριστερό. Πάντα νόμιζα ότι αυτό το πράγμα το κουβαλούσε άδικα στο αφτί μου τόσα χρόνια. Κάπου-κάπου, όταν τό ‘βγαζα άκουγα καλύτερα.


Ο φιλοχρήματος βασιλιάς
‘’Ο. Β.’’ . . . . .

Πολλά γράφτηκαν για τη μεγάλη φιλοχρηματία του βασιλιά Γεωργίου του Αου, για τις αλόγιστες σπατάλες  του, για τις τεράστιες επενδύσεις του στο εξωτερικό και για τα τερτύπια και τις δολοπλοκίες που χρησιμοποιούσε, ποντάροντας σε εθνικά ευαίσθητα σημεία ή εκμεταλλευόμενος κρατικά μυστικά. Ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ, αφού κατάφερε με τις ψευτοαντιρρήσεις του και τα διάφορα κόλπα του, πριν αποδεχτεί το ελληνικό στέμμα, να εξασφαλίσει απ’ τις ‘’Προστάτιδες Δυνάμεις’’ ετήσια επιχορήγηση 12 χιλιάδων λιρών, όταν ανέβηκε στο θρόνο έπαιξε τη χώρα και την εθνική της αξιοπρέπεια στα ξένα χρηματιστήρια, με μόνο σκοπό να πολλαπλασιάσει τα πλούτη του και να αυξήσει τις καταθέσεις του σε ξένες τράπεζες.
Είναι επίσης γνωστές οι ανοιχτές και συστηματικές του κερδοσκοπικές συνεργασίες με τους μεγάλους χρηματιστές και τραπεζίτες των Αθηνών, του Παρισιού και του Λονδίνου και μάλιστα σε περιόδους κρισιμότατες για τη χώρα και το Έθνος, όπως το 1897, όταν ο ελληνικός στρατός πολεμούσε στην Κρήτη κι ο κρητικός λαός, μαζί μ’ ολόκληρο το Έθνος, αγωνίζονταν για τη λευτεριά του νησιού και την προσάρτησή του στην Ελλάδα.
Το ότι ο Γεώργιος δεν είχε ούτε όσιο ούτε ιερό κι ότι πάνω απ’ όλα έβαζε το ατομικό του συμφέρον και το πορτοφόλι του, το βεβαιώνει και ο για χρόνια σύμβουλός του Σ. Στεφάνου, με όσα έγραψε στο ‘’Ελεύθερο Βήμα’’ το 1927 με τίτλο: ‘’Αι οικονομικαί και πολιτικαί περιπέτειαι της Ελλάδος από του 1893 έως του 1898’’.
Αλλά και ο άλλοτε υπουργός Επαμ. Μαυρομάτης στο βιβλίο του ‘’Πολιτική και Στρατιωτική Ιστορία’’ γράφει, πως το 1894 η κυβέρνηση Τρικούπη παραιτήθηκε, γιατί διαπίστωσε πως ο βασιλιάς κερδοσκοπούσε πάνω στο εθνικό δάνειο που διαπραγματεύονταν ο Γ. Θεοτόκης στο Λονδίνο. Μάλιστα, στις σελίδες 36-37 υπογραμμίζει και τα εξής απίστευτα: ‘’Ο βασιλεύς και η Αυλή εχρηματίζοντο τότε εις το ενταύθα και εις το εν Λονδίνω χρηματιστήριο, οι δε μεσίται του χρηματιστηρίου ανεβοκατέβαινον σκανδαλωδέστατα τας κλίμακας των ανακτόρων’’. (3 Γλύξμπ. σελ. 38).
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο Γεώργιος προσπάθησε με κάθε τρόπο να αρπάξει όσα μπορούσε περισσότερα κι απ’ το φτωχότατο τότε κρατικό προϋπολογισμό, εκδίδοντας προς τούτο πολλά και ποικίλα διατάγματα.
Έτσι, με το διάταγμα της 28ης Μαΐου 1887, κανόνισε να παίρνει ο διάδοχος Κωνσταντίνος αποζημίωση απ’ το δημόσιο Ταμείο 200 χιλιάδες χρυσές δραχμές το χρόνο.
Στις 18 Απριλίου 1887 θεσπίστηκε ατέλεια για τα εισερχόμενα απ’ το εξωτερικό διάφορα είδη ρουχισμού, τροφίμων, σκευών κλπ., που προορίζονταν για τη βασιλική οικογένεια. Την ατέλεια αυτή εκμεταλλεύτηκε στον ανώτατο βαθμό ο βασιλιάς, σε συνεργασία με πολλούς πλουτοκράτες φίλους και οικονομικούς συνεργάτες του, όπως ο Σύγγρος, ο Σκουλούδης, ο Παπαδιαμαντόπουλος και άλλοι, οι οποίοι έμπαζαν απ’ το εξωτερικό μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με τη βασιλική ατέλεια. Έτσι, τα τεράστια ποσά που έχανε το κράτος απ’ τους δασμούς τα ωφελούνταν ο βασιλιάς και η παρέα του.
Στις 19 Μαρτίου 1889, το Δημόσιο κατέβαλε απ’ τον κρατικό προϋπολογισμό 400 χιλιάδες χρυσές δραχμές προίκα στην πριγκίπισσα Αλεξάνδρα. Την ίδια μέρα, με άλλο διάταγμα, αυξάνονταν κατά 112500 χρυσές  δραχμές η βασιλική ετήσια επιχορηγία που παρέχονταν ως τότε σε 1125000 χρυσές δραχμές.
Επίσης, με άλλο διάταγμα, ο δημόσιος προϋπολογισμός κατέβαλε ποσό 540690 χρυσές δραχμές, για να χτίσει ο διάδοχος δικό του παλάτι.
Επιπλέον, όπως μας πληροφορεί ο Σ. Παπαδάκης (μελέτη του στην ‘’Ομόνοια’’, 28 Απριλίου 1895), χρήματα που ήταν κατατεθημένα στην Εθνική Τράπεζα για τον Κρητικό αγώνα τα πήρε ο βασιλιάς και τα ξόδεψε, χωρίς να δώσει λόγο σε κανένα.
Αλλά η αφαίμαξη από μέρους του παλατιού δεν σταμάτησε ως εδώ. Στις 15 Νοεμβρίου 1896, ο βασιλιάς πήρε άλλες 400 χιλιάδες χρυσές δραχμές για προίκα της κόρης του Μαρίας.
Κι όλα αυτά γίνονταν σε μια εποχή που δεν υπήρχαν σχολεία στη χώρα και το κράτος ξόδευε για τη λαϊκή παιδεία λιγότερα από 50 χιλιάδες δραχμές το χρόνο. (3 Γλύξμπ. σελ. 14).


Κατοχικοί Δοσίλογοι και Ιωάννης Ράλλης
‘’Ο. Β.’’ . . . .

Στο προηγούμενο δημοσίευμα είδαμε για τα σκανδαλοδώς χαριστικά διατάγματα υπέρ του βασιλιά Γεωργίου του Α’ και του παλατιού του, τα οποία τόσο ακριβά πλήρωσε ο ελληνικός λαός.
Μήπως, όμως, το κακό σταματάει εκεί; Βέβαια όχι. Κι άλλα διατάγματα εκδόθηκαν και άλλοι νόμοι θεσπίστηκαν κι άλλες αποφάσεις πάρθηκαν κατά καιρούς στον ταλαίπωρο αυτό τόπο και μάλιστα η μια χειρότερη απ’ την άλλη. Τέτοιες, που είναι να μην τις χωράει ο νους του ανθρώπου. Κι είναι τόσες πολλές οι αδιανόητες αυτές πράξεις των κυβερνητών μας, που είναι αδύνατο να αναφερθούν έστω και οι κυριότερες απ’ αυτές.
Εδώ, ενδεικτικά αναφέρουμε την απόφαση 399/1947 της ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που αφορά τον ‘’πρωθυπουργό’’ της κατοχής Ιωάννη Ράλλη.
Είναι γνωστό το όνομα και η δράση του κατοχικού ‘’πρωθυπουργού’’, γι’ αυτό και δε θα αναφερθούμε σ’ αυτήν. Απλώς θα υπενθυμίσουμε, ότι ο ραδιοσταθμός του Λονδίνου, στις 13/2/44, είχε καταγγείλει το Ράλλη ‘’σαν πρόεδρο της εν Αθήναις γερμανικής κυβέρνησης’’ και σαν ‘’Γερμανό καγκελάριο στην Ελλάδα’’.
Το 1943, η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου χαρακτήρισε το Ράλλη προδότη της πατρίδας του και, με το νόμο 3231/43, του στέρησε την ελληνική ιθαγένεια. Ο ίδιος νόμος επικυρώθηκε αργότερα με τη συντακτική πράξη 70/1945, αποχτώντας έτσι μεγαλύτερη ισχή, για να μείνει ‘’ισχυρός’’ μόνο στα χαρτιά και για λίγο μόνο διάστημα.
Το 1945, μετά την απελευθέρωση, ο Ιωάννης Ράλλης δικάζεται σα δοσίλογος μαζί με τους Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλο από ειδικό δικαστήριο δοσιλόγων. Παρά τις τότε μεθοδεύσεις της δίκης, τις ανοιχτές επεμβάσεις των κυβερνήσεων, τις εντολές των ξένων παραγόντων και τα πολλά και ποικίλα τερτύπια της κλίκας του δοσιλογισμού, ο ‘’πρωθυπουργός’’ κρίνεται ένοχος για συνεργασία με τον κατακτητή και καταδικάζεται σε ισόβια δεσμά.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, όταν πέθανε στις 28/10/46, το φέρετρό του σκεπάστηκε με την ελληνική σημαία, η κηδεία του έγινε με τιμές και την παρακολούθησαν ένας τέως αυλάρχης του βασιλιά, πολλοί αξιωματικοί του στρατού (εν ενεργεία), υπουργοί, ναύαρχοι και πολλοί βουλευτές. Στη νεκρώσιμη ακολουθία χοροστάτησε ο δεσπότης του ιστορικού νησιού της Ύδρας και τον επικήδειο –γεμάτο φλογερό πατριωτισμό- εκφώνησε ο τεταρτοαυγουστιανός Τουρκοβασίλης.
Αλλά ακολούθησαν και χειρότερα. Ένα χρόνο αργότερα η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την υπ’ αριθμ. 399/1947 απόφασή της, χορήγησε στην Ειρήνη, χήρα του Ράλλη σύνταξη πρωθυπουργού.
Και το σκεπτικό της απόφασης έλεγε:
‘’Δέχεται την υπό κρίσιν προσφυγήν (της Ειρήνης, χήρας Ι. Ράλλη) . . . Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 7872/46 πράξιν του Βου  τμήματος . . . Αυξάνει την δια της υπ’ αριθμ. 4021/1941 πράξεως του αυτού τμήματος κανονισθείσαν εις τον Ι. Ράλλη, τέως βουλευτήν, υπουργόν και πρωθυπουργόν μηνιαίαν ισόβιον χορηγίαν εκ δραχμών 9 χιλιάδων σε δραχμάς 14 χιλιάδων, πληρωτέαν ούτως αναδρομικώς από διετίας . . .’’
Δηλαδή, το ελληνικό κράτος, όχι μόνο δέχεται την προσφυγή, αλλά επιπλέον αυξάνει τη χορηγία και διατάσσει και την καταβολή των  ‘’καθυστερημένων’’ για δυο χρόνια. Από τότε περίπου που καταδικάστηκε απ’ το δικαστήριο δοσιλόγων σε ισόβια δεσμά. Ο ελληνικός λαός και πάλι, παρ’ ότι γνώριζε την παροιμία ‘’εκεί που μας χρωστούσαν μας πήραν και το βόδι’’, πλήρωσε την παχυλή σύνταξη στους ‘’δικαιούχους’’.
Απ’ τη μια λοιπόν η Πολιτεία του αφήρεσε την ελληνική ιθαγένεια, σα συνεργάτη των Γερμανών και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά σαν προδότη της Πατρίδας του κι απ’ την άλλη του αύξησε τη μηνιαία σύνταξη σε ένα περίπου εκατομμύριο δραχμές εκείνης της εποχής (1947).
Για να είναι, όμως, όλα τυπικώς εντάξει και να χορηγηθεί η σύνταξη, χρειάστηκε βεβαίωση, που να βεβαιώνει, ότι ο Ιω. Ράλλης χρημάτισε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Τη βεβαίωση αυτή δεν δίστασε φυσικά να δώσει η κυβέρνηση Κ. Τσαλδάρη.
Αλλά, για να γίνουν όλα αυτά, έπρεπε –και πάλι για λόγους τυπικότητας- να ακυρωθεί ο νόμος 3231/43 που είχε κάνει η κυβέρνηση Τσουδερού στο Κάιρο και που αφορούσε την κατοχική δράση και την ιθαγένεια του Ι. Ράλλη. Να παραμεριστεί δηλαδή η κυβέρνηση του Καΐρου, να ακυρωθούν οι πράξεις της και να αναγνωριστεί η κατοχική κυβέρνηση των δοσιλόγων της Αθήνας και τα έργα της. Παράλληλα δε, να παραμεριστεί και η καταδίκη των ισοβίων δεσμών ‘’του μαστρωπού των ευγενεστέρων εθνικών παραδόσεων’’, όπως αποκαλούσε το Ράλλη το ραδιόφωνο του Λονδίνου.
Κι αυτό, βέβαια, έγινε χωρίς κανένα δισταγμό απ’ την κυβέρνηση της ‘’απελευθερωμένης’’ πια Ελλάδας του 1946 κι ελευθερώθηκαν έτσι και τυπικά τα χέρια του Ελεγκτικού μας Συνεδρίου, για να πάρει τη νομικά πια εντάξει απόφασή του.
Ένα μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ύστερα απ’ την απίστευτη αυτή απόφαση του σώματος δήλωσε: ‘’Η απόφαση αυτή ήταν η πιο ατιμωτική κι εξευτελιστική πράξη που έγινε ποτέ απ’ το ελληνικό Κράτος’’.


Ένας άλλος συνεργάτης των Γερμανών
‘’Ο. Β.’’ . . . . .
Πριν από 70 χρόνια, τον Αύγουστο του 1916, ο στρατηγός Χατζόπουλος, διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού, που έδρευε τότε στην Καβάλα, παρέδωσε, όπως είναι γνωστό, την πόλη και το Σώμα του στους Γερμανοβουλγάρους. Η παράδοση αυτή ακολούθησε την παράδοση του οχυρού Ρούπελ απ’ την κυβέρνηση Σκουλούδη και το βασιλιά Κωνσταντίνο στους ίδιους εχθρούς το Μάιο του 1916.
Ήταν φαίνεται γραφτό, 25 χρόνια αργότερα, να ξαναεπαναληφθεί η ίδια, αν όχι και χειρότερη τραγωδία στην πόλη αυτή, με πρωταγωνιστή και πάλι κάποιον ‘’Έλληνα’’ αξιωματικό. Τον ταγματάρχη Αναστασόπουλο.
Το 1941 ο Αναστασόπουλος υπηρετούσε στην Καβάλα με το βαθμό του ταγματάρχη της χωροφυλακής. Ο Αναστασόπουλος, με την είσοδο των Βουλγάρων στη Θράκη, παρέδωσε κανονικά την πόλη στα στρατεύματα κατοχής και μαζί και τα αστυνομικά αρχεία ολόκληρης της περιοχής του, για να διευκολύνει έτσι καλύτερα τους καταχτητές στο έργο της εξόντωσης του Ελληνισμού.
Ύστερα απ’ την παράδοση, ο πολύς Αναστασόπουλος απευθύνθηκε στους Βουλγάρους και είπε: ’’Κύριοι, έχω να σας κάμω και ένα δώρο κι είμαι βέβαιος ότι θα το δεχθείτε και θα σας ευχαριστήσει. Σας προσφέρω λοιπόν: 1) Ένα μαστίγιο από 4 χορδές σύρματος, 2) ένα μαστίγιο από δύο χορδές σύρματος, 3) ένα μαστίγιο γερό κι ευλύγιστο σαν καλάμι και με πολλούς χονδρούς κόμβους και 4) ένα γκλομπ που είχα ο ίδιος ως τώρα, 40 εκατοστών μήκους. Και ο ‘’Έλληνας’’ αυτός αξιωματικός πρόσθεσε τα εξής καταπληκτικά. ‘’Ξέρετε τι θα πει Καβάλα; Είναι μια πόλη γεμάτη αναρχικούς, κομμουνιστές κι αλήτες. Μ’ αυτά εδώ που σας προσφέρω, είμαι βέβαιος πως θα τους δαμάσετε’’. Οι Βούλγαροι κατακτητές δέχτηκαν ευχαρίστως τα ‘’δώρα’’ του Αναστασόπουλου αλλά θα σχημάτισαν οπωσδήποτε αλγεινή εντύπωση για το ‘’υπερπατριωτικό φρόνημα’’ αυτού του αξιωματικού. (Οι δοσίλογοι της κατοχής. σελ. 38).
Αργότερα, κάποιος Έλληνας αξιωματικός διαμαρτυρήθηκε στον Αναστασόπουλο γι’ αυτή του τη συμπεριφορά λέγοντας: ‘’Αυτό που κάνατε δεν ήταν ούτε πατριωτικό, ούτε ανθρώπινο’’. Κι ο ανεκδιήγητος Αναστασόπουλος απάντησε: ‘’Για μας τους αστυνομικούς δεν υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ εθνικοτήτων. Μεταξύ μας υφίσταται μόνον η αστυνομική αλληλεγγύη’’.
Μια εφημερίδα (του δεξιού χώρου) της Καβάλας έγραψε στο φύλλο της στις 23/7/46 τα εξής, για την ανθελληνική και αντιπατριωτική συμπεριφορά του Αναστασόπουλου προς τους Βουλγάρους φασίστες καταχτητές.
‘’Την εποχήν κατά την οποίαν οι Έλληνες της Καβάλας επολεμούσαν ως γίγαντες εις την Αλβανίαν και έπληττον θανασίμως τον εισβολέα, ο κ. Αναστασόπουλος, κυριαρχημένος απ’ τον υπερεθνικισμόν του, όχι μόνον εδέχθη να παραδώσει τα υπ’ αυτόν αστυνομικά τμήματα εις τους Βουλγάρους αξιωματικούς, αλλά εθεώρησε πατριωτικόν του καθήκον να παραθέσει και γεύμα εις αυτούς δημοσίως εις το κεντρικόν εστιατόριον ‘’Ο Γέρος του Μοριά’’ και μάλιστα κατά τα επιδόρπια, καταληφθείς από ‘’εθνικό’’ παραλήρημα, έσπευσε να προσφωνήσει τους Βουλγάρους αστυνομικούς και να τελειώσει την προσφώνησή του με την ευχή ‘’Ζήτω η Βουλγαρία.’’
Τι να έγινε άραγε αυτός ο περιβόητος Αναστασόπουλος μετά την απελευθέρωση; Μην παραξενεύεστε. Το 1946, προήχθη σε συνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ανώτερος διοικητής χωροφυλακής  Στερεάς Ελλάδας.
Κι άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση.
Στα αρχεία της ανωτέρας γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης της Χαλκίδας βρέθηκε η παρακάτω απίστευτη αναφορά, με ημερομηνία 4/6/44.
‘’Αναφέρω, ότι φάλαγξ Αφρατίου εκκινήσασα 23ην ώραν χθες δια δύο φαλάγγων, αφήκετο Θεολόγον 3 και 55’ ώραν σήμερον. Αντάρται, κατέχοντες υψώματα ΒΑ Θεολόγου επιχείρησαν ματαίωσιν εισόδου ημετέρων εις χωρίον. Επηκολούθησε μάχη διαρκέσασα επί ώραν περίπου. Τελικώς αντίπαλος υπεχώρησε. Σχεδόν σύνολον κατοίκων είχε εγκαταλείψει χωρίον, πλην τριακοντάδος, ιδία γυναικών και γερόντων. Ε κ  τ ων    η μ ε τ έ ρ ω ν  είς  Γ ε ρ μ α ν ό ς  σ τ ρ α τ ι ώ τ η ς  βαρέως τραυματίας.
Ο ανώτερος επόπτης Χ. Γερακίνης                  Θεολόγος 4/6/44
                 υπογραφή
Ο Χ. Γερακίνης που θεωρούσε  η μ έ τ ε ρ ο ν  το Γερμανό στρατιώτη έφερε το 1944 το βαθμό του συνταγματάρχη και ήταν τότε ανώτερος στρατιωτικός επόπτης των ταγμάτων ασφαλείας Εύβοιας.
Για τη στενή του αυτή συνεργασία με τους Γερμανούς, πώς νομίζετε ότι τον τιμώρησε ‘’η Πατρίς’’ μετά την απελευθέρωση;
Το 1946 προάχθηκε σε ταξίαρχο και τοποθετήθηκε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων
Χρειάζονται σχόλια;

Έγινε στη Βουλή την Ελλήνων
‘’Ο. Β.’’ . . . . .
Η 4η Αυγούστου, όταν αναφέρεται χωρίς καμιά άλλη επεξήγηση, φέρνει αυτόματα στο μυαλό του Έλληνα τη μεταξική δικτατορία του 1936 και ζωντανεύει στη μνήμη του πολλά και δυσάρεστα ενθυμήματα.
Όλοι μας κάτι θυμόμαστε ή κάτι ακούσαμε για την τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία. Οι γεροντότεροι θυμούνται περιστατικά και φέρνουν στο νου τους εμπειρίες, που οι ίδιοι λίγο-πολύ έζησαν και οι νεώτεροι σχηματίζουν την εικόνα του μεταξικού καθεστώτος από διηγήσεις, διαβάσματα και μελέτες της αντικειμενικής ιστορίας εκείνης της εποχής.
Σήμερα, δε θα ασχοληθούμε μ’ αυτή καθαυτή την ‘’4η Αυγούστου’’. Θα αναφερθούμε μόνο σε κάποιο μεταπολεμικό περιστατικό, που παρ’ ότι ίσως φανεί –στους νεότερους ιδιαίτερα- απίστευτο, είναι αληθινό κι έχει σαν πρωταγωνιστή έναν προπολεμικό τεταρτοαυγουστιανό στυλοβάτη και μεταπολεμικό μέλος της ‘’δημοκρατικής’’ πια ‘’Εθνικής μας Αντιπροσωπίας’’. Το βουλευτή του Λαϊκού κόμματος θ. Τουρκοβασίλη.
Κι άλλοι συνάδελφοι και ομοϊδεάτες του Τουρκοβασίλη και ‘’εθνικοί μας αντιπρόσωποι’’, του ίδιου μ’ αυτόν φυράματος, πρωτοστάτησαν κι έπαιξαν κύριο ρόλο στο περιστατικό που θα αφηγηθούμε και το οποίο δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα της καθαρότητας και της ποιότητας της μεταπολεμικής ‘’Δημοκρατίας’’ στην Ελλάδα, για την οποία τόσοι αγώνες έγιναν και τόσο αίμα χύθηκε.
Ήταν Δεκέμβρης του 1946. Η μεγάλη δίκη της Νυρεμβέργης, που είχε αρχίσει στις 20 Νοεμβρίου 1945, είχε τώρα λήξει. Οι αρχιεγκληματίες της χιτλερικής Γερμανίας, οι κεφαλές του Γ’ Ράιχ και οι αιματοκυλιστές του κόσμου, είχαν δικαστεί και καταδικαστεί απ’ το Διεθνές Δικαστήριο ‘’εις τον δι’ αγχόνης θάνατον’’ και μόλις πριν από δύο μήνες (τον Οκτώβριο του 1946) είχαν απαγχονιστεί. Όλες οι χώρες της Ευρώπης, που είχαν κατακτηθεί απ’ τους χιτλερικούς, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολανδία, η Νορβηγία, χωρίς να αναφέρουμε τις ανατολικές, αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους, συλλάμβαναν, δίκαζαν και καταδίκαζαν τους Κουίσλιγκς συμπατριώτες τους και τους προδότες της Πατρίδας τους, που συνεργάστηκαν ανοιχτά με τον κατακτητή, είτε στον πολιτικό, είτε στο στρατιωτικό ή στον οικονομικό τομέα.
Και στην Ελλάδα, κάτω απ’ την πίεση της γενικής κατακραυγής, έγιναν ορισμένες επιφανειακές ενέργειες για τη σύλληψη και τιμωρία των συνεργατών του εχθρού και η δίκη-κωμωδία των Ελλήνων δοσιλόγων άρχισε στην Αθήνα στις 8 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1945, μέρα Τετάρτη.
Οι Έλληνες που κατηγορούνταν σα μεγαλοδοσίλογοι ήταν όλοι κι όλοι 33 κι απ’ αυτούς μόνο 9 κρατούνταν απ’ τις αρχές και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο (!!).
Με την έναρξη της δίκης, ήρθαν μόνοι τους με ταξί και κάθισαν στο εδώλιο για να ‘’δικαστούν’’ κι άλλοι 15 (!!). Εννιά δεν παρουσιάστηκαν καθόλου (!!). Τέτοια ήταν η αυστηρότητα με την οποία η Πολιτεία είχε αποφασίσει να κρίνει τους δοσιλόγους. Η όλη δίκη και μ’ αυτούς ακόμα τους κατηγορούμενους, εθελοντές και μη, ήταν μια προκατασκευασμένη κι απ’ άλλα κέντρα καθοδηγούμενη παρωδία.
Κι απ’ αυτή, όμως, την αμυδρή και σπασμωδική, την πρόχειρη και φαινομενική πρόθεση της Πολιτείας να ‘’δικάσει’’ τους δοσίλογους της χώρας, θορυβήθηκαν οι τεταρτοαυγουστιανοί και οι όμοιοί τους και κίνησαν θεούς και δαίμονες για να αποπροσανατολίσουν τη δίκη, να την διακωμωδήσουν, να της φέρουν προσκόμματα και εμπόδια κι ακόμα να την ματαιώσουν ή και να την αντιστρέψουν. Μετερχόμενος κάθε μέσον ο μεταξικός κόσμος και το καλά εδραιωμένο σινάφι των γερμανοσυνεργατών και των μεγαλοδοσιλόγων, τόλμησε να αποκαλέσει στο δικαστήριο τους εθνοπροδότες ‘’εθνικούς άνδρες’’ και μάλιστα δεν δίστασε να απαιτήσει δημόσια, αντί δίκης και καταδίκες, να απονεμηθούν στους δοσίλογους αριστεία τιμής και ανδρείας και το Έθνος να εκφράσει ευγνωμοσύνη στους υπόλογους και υπεύθυνους για τα τόσα δεινά που υπέφερε απ’ αυτούς τον καιρό της κατοχής.
 Αξίωναν ν’ απονείμει η Πατρίδα γαλόνια και μετάλλια σ’ αυτούς που κατηγορούνταν για εθνική προδοσία και εθνική αναξιότητα.
Με το θέμα αυτό μάλιστα, της μη δίωξης των δοσιλόγων ή καλύτερα της παρασημοφόρησής τους, ασχολήθηκε και η ‘’Εθνική μας Αντιπροσωπεία’’ εκείνη την εποχή και μέσα στην αίθουσα της Βουλής ειπώθηκαν τρομερά και αδιανόητα πράγματα και κάηκε πολύ λιβάνι υπέρ των εθνοπροδοτών.
Στη συνεδρίαση λοιπόν της ‘’Βουλής των Ελλήνων’’ την 11η Δεκεμβρίου 1946 ο βουλευτής της Αθήνας Θεοφανόπουλος (Λαϊκός) έκανε πρόταση και ζητούσε να διαταχθεί αμέσως και χωρίς καμιά άλλη διαδικασία η αποφυλάκιση όλων των δοσιλόγων που κρατούνταν στις φυλακές και είχαν ήδη συμπληρώσει χρόνο προφυλάκισης 100 ημερών. ‘’Δεν δυνάμεθα, κύριοι, είπε ο Θεοφανόπουλος, να αφήνομεν αυτούς τους ανθρώπους ακόμη εις τα φυλακάς’’.
Οι βουλευτές Θ. Τουρκοβασίλης (4ης Αυγούστου), Βαρβιτσιώτης (Λαϊκός), Σταμούλης και Τριάντης (Ζερβικοί), Κουλουμβάκης (Λαϊκός) και άλλοι, υποστήριζαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την αξίωση αυτή του Θεοφανόπουλου.
Ορισμένοι συνάδελφοί τους άλλων κομμάτων αντέκρουσαν την πρόταση-αξίωση του Θεοφανόπουλου, επικαλούμενοι τα μέτρα που πάρθηκαν ή που παίρνονταν κατά των δοσιλόγων στη Γαλλία, στη Νορβηγία και στα άλλα κράτη της Ευρώπης. Μάλιστα, ο Θ. Τσάτσος αναφέρθηκε στην παγκόσμια καταδίκη των δοσιλόγων, που πρόσφατα είχε εκφραστεί απ’ το Διεθνές Δικαστήριο στη δίκη της Νυρεμβέργης.
Στο άκουσμα της απόφασης της Νυρεμβέργης εξαγριώνεται ο Κουλουμβάκης, ο οποίος, χειρονομώντας και φωνάζοντας, ανεβαίνει έξαλλος στο βήμα και λέει: ‘’Δεν μας ενδιαφέρει τι κάνουν οι κουτόφραγκοι κι ούτε θα παραδειγματιστούμε απ’ αυτούς’’ και συνέχισε. ‘’Είμαι πεπεισμένος, ότι η πολιτισμένη ανθρωπότητα θα καταδικάσει την πράξη’’, εννοώντας την καταδίκη της Νυρεμβέργης και τον απαγχονισμό των Γερμανών αρχιεγκληματιών πολέμου.
Αμέσως πετιέται ο Τουρκοβασίλης και λέει.
‘’Προτείνω κύριοι βουλευτές, να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή υπέρ των ηρωικώς πεσόντων αθώων εκείνων, ων εμνήσθη ο αξιότιμος συνάδελφος Αθηνών κύριος Κουλουμβάκης’’.
Κι εδώ είναι το απίστευτο.
Η πρότασή του έγινε δεκτή και στις 11 Δεκεμβρίου 1946, η Ελληνική Βουλή, όρθια, θυμάται με περίσσια συντριβή και θλίψη τα πρωτοπαλίκαρα του Χίτλερ, ήρωες του Κουλουμβάκη και του Τουρκοβασίλη και τηρεί στη μνήμη τους ενός λεπτού σιγή.
Την ίδια στιγμή, κάποιος παπάς  (του οποίου έχουμε το όνομα) απ’ τα θεωρία της Βουλής ευλογούσε την ‘’Εθνική Αντιπροσωπεία’’ για το ύψιστο Εθνικό έργο που επιτελούσε εκείνη την ώρα. (Οι δοσίλογοι της Κατοχής σελ. 405-406).


Ιωακείμ Πανάρετος

Με την κήρυξη της επανάστασης του 1821, στην Ελλάδα επαναστάτησαν και οι Έλληνες της Κύπρου. Οι Τούρκοι της Μεγαλονήσου, για να πατάξουν κάθε εξέγερση στη γέννησή της, εκτός του ότι ενίσχυσαν αμέσως τις δυνάμεις τους φέρνοντας κι άλλες 4 χιλιάδες στρατιώτες απ’ τη Συρία και την Παλαιστίνη, συνέλαβαν τους 4 αρχιερείς της Κύπρου, καθώς και πάρα πολλούς λαϊκούς (γύρω στα 500 άτομα), τους οποίους και φυλάκισαν στα υπόγεια του σεραγιού και στις φυλακές της Λευκωσίας.
Ο κυβερνήτης της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ, άνθρωπος βάρβαρος και αιμοχαρής, ζήτησε απ’ την Πύλη να του επιτρέψει να σφάξει αμέσως όλους τους κρατούμενους. Δυστυχώς, η Πύλη φάνηκε βαρβαρότερη απ’ αυτόν και του έδωσε την άδεια να εκπληρώσει την επιθυμία του. Έτσι, ο Γιουσούκ απαγχόνισε στις 9 Ιουλίου 1821, μπροστά στο σεράι, τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, ο οποίος ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρία και ο οποίος τις στιγμές της θυσίας, αφού προσευχήθηκε για λίγο μπροστά στην αγχόνη, ευλόγησε τη θηλιά πριν του την περάσει ο δήμιος στο λαιμό.
Τους άλλους τρεις ιεράρχες, το Χρύσανθο της Πάφου, το Μελέτιο του Κιτίου και το Λαυρέντιο της Κυρήνειας, τους αποκεφάλισε. Μαζί τους καρατομήθηκαν και πάρα πολλοί λαϊκοί και το αίμα των Ελλήνων πατριωτών έτρεξε άφθονο στις λιθόστρωτες αυλές και στα γκαλντερίμια του σεραγιού.
Τις βάρβαρες κι ανατριχιαστικές αυτές εκτελέσεις ο αιμοβόρος Κιουτσούκ παρακολουθούσε απ’ το παράθυρο του σεραγιού του. Τρεις μέρες κράτησαν οι σφαγές των κρατουμένων ομήρων και οι εκτελεσθέντες, με το ξέσπασμα της επανάστασης, ανήλθαν σε 486. Κι άλλοι πολλοί εκτελέστηκαν αργότερα και πάρα πολλοί ραγιάδες πουλήθηκαν στα διάφορα σκλαβοπάζαρα των κυπριακών μεγαλουπόλεων και των κέντρων της Αραβίας και χάθηκαν για πάντα στα ενδότερα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ας σημειωθεί εδώ ότι, πριν απ’ το θάνατό του, ο μυημένος στον αγώνα Χρύσανθος της Πάφου, είπε: ‘’Η ζωή είναι ο Θεός, η τιμή είναι το καθήκον, τα πλούτη, η ελευθερία και η δόξα, το αποθνήσκειν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Προτιμώμεν τον θάνατον’’. Με το ίδιο σθένος προτίμησαν το θάνατον και ο Κιτίου και ο Κυρήνειας.
Στη θέση των τεσσάρων θανατωθέντων επισκόπων τοποθετήθηκαν άλλοι αρχιερείς. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου έγινε ο Ιωακείμ και επίσκοπος Πάφου ο Πανάρετος. Ο Ιωακείμ ανέβηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο σχεδόν αμέσως, ύστερα απ’ τον απαγχονισμό του Κυπριανού, ο δε Πανάρετος τοποθετήθηκε στην έδρα της Πάφου 33 μέρες μετά τον αποκεφαλισμό του Χρύσανθου.
Πολλά ειπώθηκαν για τις σχέσεις Ιωακείμ με τους Τούρκους. Άλλα απ’ αυτά γίνονταν παραδεκτά κι άλλα αντικρούονταν από διάφορους ιστορικούς. Τελευταία βρέθηκε σουλτανικό βεράτι, γραμμένο στις 12 Αυγούστου 1821, το οποίο επικυρώνει τη χειροτονία του Πανάρετου και επισημοποιεί την τοποθέτησή του στην επισκοπή της Πάφου.
Το σπουδαίο αυτό βεράτι καταχωρείται στο βιβλίο ‘’Η Χρυσορρωγιάτισσα’’ σελ. 227-229 και στο έργο του Κύπριου ιστορικού απ’ τη Λάρνακα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη, που επιγράφεται ‘’Ο Κιουτσούκ Μεχμέτ’’ ή ‘’Το 1821 στην Κύπρο.’’
Τα όσα γράφει το σουλτανικό έγγραφο είναι συγκλονιστικά και απίστευτα και ρίχνουν άπλετο φως στα έργα και τις ημέρες του Ιωακείμ.
Στις πρώτες-πρώτες γραμμές του βερατίου αναγράφονται οι παρακάτω απίστευτες μεν αλλά σπουδαιότατες για την ιστορία της Κύπρου αλήθειες.
(Μεταφέρονται εδώ με τη γραφή και την ορθογραφία που γράφονται και στο παραπάνω βιβλίο).
’’Ο Ιωακείμ, ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, έχει υποβάλει αναφοράν, αναφέρουσαν ότι έχει αποδειχθή ότι ο επίσκοπος Πάφου, ο Χρύσανθος έχει οδηγήσει τον λαόν εις επανάστασιν, και, δια τούτο, συμφώνως προς αυτοκρατορικό διάταγμα, έχει εκτελεσθή, και ως εκ τούτου η επισκοπή εχήρευσεν . . . (Δες και ‘’Η Ιερά Μονή του Μαχαιρά’’ σελ. 127-128).
Έτσι αποδεικνύεται πως, εκτός απ’ την Ελλάδα με τους πολλούς κατά καιρούς τουρκόφιλους αρχιερείς της, δεν είχε μόνο η Κρήτη αρχιερέα-όργανο του τυράνου, τον Παΐσιο Λάμπης και Σφακίων, που πρόδωσε το Αρκάδι στο Μουσταφά πασά και τον κήρυξε η Γενική Συνέλευση των Κρητών προδότη στις 30 Νοεμβρίου 1866 και τον έδιωξε απ’ το νησί (Ελευθερουδάκη, Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια κλπ.), αλλά είχε και η Κύπρος το δικό της τουρκόφιλο αρχιερέα, τον Ιωακείμ.


Ευγένιος

Φόβος και τρόμος συγκλόνιζε το πατριαρχείο τον Απρίλιο του 1821, σαν ξέσπασε η οργή του σουλτάνου κατά του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, ύστερα απ’ τον ξεσηκωμό των Ελλήνων στο Μοριά, για λευτεριά και ανεξαρτηρία. Ο τρόμος όλων στο Φανάρι ήταν δικαιολογημένος, γιατί η ξαφνική στάση του σουλτάνου απέναντι στο Γρηγόριο τους ξάφνιασε όλους, επειδή όλοι ήξεραν τις καλές και στενές σχέσεις του πατριάρχη με τον τύραννο. Άλλωστε, μόλις προ ημερών ο Γρηγόριος είχε αφορίσει επίσημα σε σύνοδο την Επανάσταση και τον Υψηλάντη (23 Μαρτίου 1821) και ο απεσταλμένος του επίσκοπος Άρτης και Ναυπάκτου Άνθιμος βρίσκονταν ήδη καθ’ οδόν προς το Μοριά, όπου πήγαινε με εντολή του να προλάβει τα πράγματα και να συγκρατήσει τους επαναστάτες.
Μόνο ο Πισιδίας Ευγένιος δεν ταράχτηκε απ’ το θυμό και το μένος του σουλτάνου. Αντίθετα, κάποιο χαμόγελο κρυφάνθισε στα χείλη του.
Ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος ήταν άσπονδος εχθρός του Γρηγορίου. Αυτός, όταν ξέσπασε η Επανάσταση στο Μοριά, κατηγόρησε άδικα το Γρηγόριο στο μεγάλο βεζύρη Μπεντερλή Αλή, σαν εμπνευστή και οργανωτή της εξέγερσης.
Ο Ευγένιος, άνθρωπος τολμηρός κι αδίστακτος, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί η ιστορία, συζούσε φανερά με μια γυναίκα, την Ελέγκω Εμφιετζήδενα, κατάφερε την τουρκική κυβέρνηση, όχι μόνο να παύσει το Γρηγόριο αλλά και να τον θανατώσει (10 Απριλίου 1821).
Ο σουλτάνος, έχοντας θετικές ενδείξεις, ότι ο Ευγένιος ήταν φιλότουρκος και πιστό όργανό του, τον διόρισε πατριάρχη, γνωστό στην ιστορία σαν Ευγένιο Β’.
Ο Ν. Δραγούμης (τόμ. Β’ σελ. 77) μας λέει ότι, κατά τα τέλη του 1820, άκουσε από το στόμα του ίδιου του Ευγένιου, ο οποίος ήταν τότε αρχιεπίσκοπος Πισιδίας, να διηγείται ότι, μια φορά, καθώς επέστρεφε με την ακολουθία του από περιοδεία στην επαρχία, σταμάτησε σε μια πηγή για να πιεί νερό και να ξεκουραστεί. Κι ενώ ο δεσπότης και οι παπάδες του ξεκουράζονταν, ήρθε στη βρύση κι ένας Τούρκος δερβίσης για να ξεδιψάσει.
Ο δερβίσης, αφού ήπιε κρύο νερό κι ευχαρίστησε τον Αλλάχ, έπιασε κουβέντα με τους παπάδες και προσφέρθηκε να τους πει τη μοίρα και να τους αποκαλύψει τα μελλούμενα. Οι παπάδες δέχτηκαν κι ο δερβίσης, αφού έκανε διάφορα μαντικά κι επικαλέστηκε ποιος ξέρει ποια πνεύματα, προείδε το μέλλον των ιερωμένων και των άλλων μελών της ακολουθίας του ιεράρχη. Ξεμπλέκοντας  απ’ αυτούς, πλησίασε τον αρχιεπίσκοπο κι ετοιμάστηκε να κάνει το ίδιο και γι’ αυτόν. Για να μπορέσει, όμως, να προειδεί το μέλλον του δεσπότη, του υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις, στις οποίες αρνήθηκε να απαντήσει ο Ευγένιος, γιατί τις εύρισκε αντίθετες με τη χριστιανική θρησκεία. Ο Τούρκος δερβίσης και χωρίς τις απαντήσεις του δεσπότη, συνέχισε τη μαντική του κι ύστερα από ορισμένες εγγραφές και απαλείψεις διαφόρων αριθμών κι άλλων θεαματικών φακιρικών τερτυπιών, αναφώνησε ‘’Δεσπότ’ εφέντη. Εσύ μια μέρα θα πας στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά πηγαίνοντας στην πόλη δε θα περάσει πολύς καιρός και θα επαναστατήσουν οι Ρωμιοί. Τότε εσύ θα γίνεις πατριάρχης’’.
Αυτά τα έλεγε ο Τούρκος δερβίσης σε μια εποχή αρκετούς μήνες πριν απ’ την έναρξη της Επανάστασης. Τότε, που λίγοι μόνο ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρία και πολύ λιγότεροι γνώριζαν για τις προετοιμασίες της εξέγερσης.
Η προφητεία αυτή του δερβίση αποκτά κάποιο ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι, κατά την ημέρα του απαγχονισμού του Γρηγορίου του Ε’, μόνο ο Ευγένιος αψήφησε την οργή του τυράννου και μόνο αυτός είχε το θάρρος να προσφερθεί να αναλάβει το πατριαρχείο σα διάδοχος του Γρηγορίου, ενώ όλοι οι άλλοι αρχιερείς, κατεχόμενοι από φόβο και τρόμο, αρνούνταν κάθε σχετική πρόταση.
Να θυμήθηκε, άραγε, ο Ευγένιος την ώρα εκείνη της εκλογής τα λόγια του δερβίση κι εκείνα να ενίσχυσαν το θάρρος του ή απλώς φούντωσε μέσα του η αμέριστη τουρκοφιλία που πάντα τον διέκρινε κι αυτή τον έκανε πιο τολμηρό και πιο αγέροχο;
Πάντως, ο Ευγένιος ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο (10 Απριλίου 1821) και μάλιστα λίγα μόνο λεπτά πριν απ’ τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε’ και, όταν, ύστερα από δεκαπέντε περίπου μήνες πέθανε (29 Ιουλίου 1822), η Πύλη του έκανε κηδεία με πολλές και μεγάλες τιμές.


ΛΙΝΚΟΛΝ – ΚΕΝΝΕΝΤΥ
Απίθανες συμπτώσεις

Οι δολοφονίες των προέδρων Αβραάμ Λίγκολν και Τζιον Κέννεντυ συνδέονται από μια σειρά απίστευτων συμπτώσεων.
Ο Αβραάμ Λίγκολν εκλέχτηκε για πρώτη φορά στο Κογκρέσο το 1846. Ο Τζιον Κέννεντυ ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα. Ο Λίγκολν εκλέχτηκε σαν ο 16ος πρόεδρος της Αμερικής στις 6 Νοεμβρίου 1860. Ο Κέννεντυ εκλέχτηκε σαν 35ος πρόεδρος στις 8 Νοεμβρίου 1960.
Μετά τους θανάτους τους και τους δυο τους διαδέχτηκαν άνθρωποι που προέρχονταν απ’ τον αμερικανικό νότο και ονομάζονταν Τζόνσον. Ο Άντριου Τζόνσον γεννήθηκε το 1808. Ο Λίντον Τζόνσον το 1908.
Ο Τζον Ουίλκις Μπουθ, ο άνθρωπος που δολοφόνησε το Λίνκολν γεννήθηκε το 1838, ενώ ο Λη Χάρβεϋ Όσβαλτ, ο δολοφόνος του Κέννεντυ (όπως πιστεύεται επίσημα), γεννήθηκε το 1939. Και οι δυο προέρχονταν απ΄ το Νότο και οι δυο δολοφονήθηκαν χωρίς να προσαχθούν σε δίκη.
Ο Μπουθ πυροβόλησε κατά του Λίγκολν μέσα σ’ ένα θέατρο κι έτρεξε να κρυφτεί σε μια αποθήκη. Ο Όσβαλτ πυροβόλησε τον Κέννεντυ από μια αποθήκη κι έτρεξε να κρυφτεί σ’ ένα θέατρο.
Τη μέρα της δολοφονίας ο Λίνκολν είπε σ’ ένα συνοδό του, στο Γουίλιαμ Κρουκ: ‘’Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να μου αφαιρέσουν τη ζωή . . . Και δεν έχω αμφιβολία ότι θα το κάμουν . . . Αν έτσι πρόκειται να γίνει δεν είναι δυνατό να το αποφύγουμε . . .’’.
Και ο Κέννεντυ σε ανυποψίαστο χρόνο είπε στη γυναίκα του τη Τζάκελιν και στον προσωπικό του σύμβουλο Κεν Ο’ Ντόνελλ: ‘Αν κάποιος θελήσει κάποια μέρα να με σκοτώσει πυροβολώντας με από κάποιο παράθυρο θα το κάμει και κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει. Επομένως, γιατί να στενοχωριόμαστε γι’ αυτό’’;
Η ‘’κάποια μέρα’’ αποδείχτηκε πως ήταν εκείνη η μέρα που τά ‘λεγε αυτά. Πυροβολήθηκε λίγες ώρες αργότερα.
Και ο Λίγκολν και ο Κέννεντυ ήταν και οι δυο κήρυκες και εφαρμοστές ιστορικών θεσμών και θεμελιωτές κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Και δολοφονήθηκαν και οι δυο μέρα Παρασκευή, πυροβοληθέντες στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Οι γυναίκες τους ήταν μαζί τους.
Ο Λίγκολν δολοφονήθηκε μέσα στο θέατρο του Φορντ. Ο Κέννεντυ δολοφονήθηκε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο φτιαγμένο απ’ την εταιρία Φορντ, τύπου Λίγκολν.
Ο Κέννεντυ είχε μια γραμματέα ονομαζόμενη Έβελυν Λίγκολν, η οποία επίμονα του συνιστούσε να μην πάει στο Ντάλλας.

No comments:

Post a Comment