Wednesday, March 30, 2011

Λίγα λόγια για την Ήπειρο και τα Γιάννενα


Λίγα λόγια για την Ήπειρο και τα Γιάννενα

Μακραίωνη και πολυτάραχη, πλούσια και δοξασμένη είναι η ιστορία των Ιωαννίνων και της Ηπείρου. Αναρίθμητοι είναι οι αγώνες των Ηπειρωτών για την απόκτηση και τη διατήρηση της λευτεριάς της Ελλάδας και ανεξάντλητες οι προσφορές των Ιωαννίνων για τη διατήρηση, τη βελτίωση και τη διαιώνιση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής συνείδησης στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Στα μαύρα εκείνα χρόνια, που όλα «τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», η Ήπειρος όρθωσε το ηρωικό της ανάστημα κι έπαιξε σπουδαίο ρόλο και στα άρματα και στα γράμματα.
Στο σημείωμα αυτόν δε θα προσπαθήσω να απαριθμήσω τις αναρίθμητες προσφορές των Ιωαννίνων και της Ηπείρου στην ελληνική υπόθεση, αλλά θα αναφερθώ μόνο με λίγα λόγια στις δυσκολίες που συνάντησαν τα Γιάννενα στην εκπλήρωση των πόθων τους και στην πραγμάτωση των προσπαθειών τους αυτών.
Ο Φάνης Μιχαλόπουλος στο βιβλίο του «Τα Γιάννενα και η Νεοελληνική Αναγέννηση,» γράφει. «Εκεί στα Γιάννενα ο ελληνικός μεσαίων έδωσε την κρίσιμη μάχη προς το νεώρετο πνεύμα . . .».
Είναι γνωστό, ότι τα σχολεία των Ιωαννίνων την περίοδο της τουρκοκρατίας έγιναν εστία μιας γλωσσικής αναγέννησης και μιας εκπαιδευτικής επανάστασης στην Ελλάδα και είναι γνωστό, ότι οι μεγάλοι Ηπειρώτες δάσκαλοι, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Ιωάννης Βιλαράς, μαζί με χορεία και άλλων διαλεχτών Ηπειρωτών δασκάλων, αποτέλεσαν τους στυλοβάτες της επανάστασης αυτής.
 Στη σχολή των Ιωαννίνων, κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, έγιναν οι πρώτες νύξεις διδασκαλίας αριθμητικής, κατά τα τότε ευρωπαϊκά υποδείγματα, από το μεγάλο Ηπειρώτη δάσκαλο Αθανάσιο Παπαβασιλείου. Δυστυχώς, το γεγονός αυτό ξένισε το Πατριαρχείο. Η διδασκαλία της αριθμητικής θεωρήθηκε αθεϊστική και ο Παπαβασιλείου εγκατέλειψε τις παραδόσεις του, φοβούμενος τον αφορισμό της Εκκλησίας.
Τον Παπαβασιλείου διαδέχτηκε ο Γεώργιος Σγουρίδης. Ο μεγάλος αυτός Ηπειρώτης δάσκαλος δίδαξε στα Γιάννενα από το 1683 μέχρι το 1709. Πρώτος αυτός δίδαξε φυσική και συστηματικά μαθηματικά Αριστοτελικής και νεότερης φιλοσοφίας. Δυστυχώς, όμως και πάλι, η διδασκαλία του Σγουρίδη «ήγειρε θύελλαν διαμαρτυριών», όπως μας λέξει ο ιστορικός και ο τότε μητροπολίτης Ιωαννίνων Κλήμης ζήτησε τον αφορισμό του.
Ένας από τους φημισμένους μαθητές του Σγουρίδη ήταν και ο Μεθόδιος ο Ανθρακίτης, ο οποίος διαδέχθηκε το δάσκαλό του και δίδαξε στα Γιάννενα, στο σχολείο του Γκιούμα, από το 1709 ως το 1723. Ο Μεθόδιος γεννήθηκε στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου και σπούδασε στα Γιάννενα και στο εξωτερικό. Ήταν κληρικός, πολυμαθέστατος και διετέλεσε ιερέας στην ελληνική εκκλησία της Βενετίας, στον Άγιο Γεώργιο. Ήταν ο πρώτος που δίδαξε Γεωμετρία, Άλγεβρα και Τριγωνομετρία στην Ελλάδα. Κι αυτός κατηγορήθηκε σαν άθεος και νεοτεριστής και παρ’ ότι οι κοινοτικοί άρχοντες των Ιωαννίνων δεν βρήκαν καμιά σε βάρος του κατηγορία, εντούτοις το Πατριαρχείο τον κάλεσε σε απολογία και τον διέταξε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Η κοινότητα Ιωαννίνων, με αναφορά της προς το Πατριαρχείο, στην οποία υπογραμμίζει τις αρετές του Μεθοδίου, ζήτησε την ανάκληση της πατριαρχικής διαταγής και παρακάλεσε τον πατριάρχη, για την αποκατάσταση του διδασκάλου. Παρ’ όλες, όμως, τις προσπάθειές τους οι Γιαννιώτες δεν κατάφεραν τίποτα κι ο ρασοφόρος γεροδάσκαλος ξεκίνησε πεζός από τα Γιάννενα για την Κωνσταντινούπολη. Δεν μπόρεσε να φτάσει έγκαιρα στην Πόλη, για να απολογηθεί. Όταν έφτασε βρήκε τη σκληρή και άδικη απόφαση του εκκλησιαστικού δικαστηρίου να τον περιμένει. Έτσι, αυτός μεν καθαιρέθηκε και αποσχηματίστηκε, η διδασκαλία του δε αφορίστηκε από τον πατριάρχη Ιερεμία τον Γ’. Τα βιβλία του κάηκαν με απόφαση της συνόδου και ο ίδιος υποχρεώθηκε να πετάξει στη φωτιά, με τα ίδια του τα χέρια, τις σημειώσεις των παραδόσεών του.
Στα Γιάννενα δίδαξαν και οι μεγάλοι δάσκαλοι Ευγένιος Βούλγαρης και Αθανάσιος Ψαλίδας. Κι αυτοί, όμως, κατηγορήθηκαν, όπως και οι προηγούμενοι και ο μεν πρώτος κινδύνεψε να λιθοβοληθεί, ο δε δεύτερος σώθηκε με την προστασία του Αλή πασά.
Πραγματικά, όμως, παρ’ όλους τους διωγμούς των μεγάλων διδασκάλων, τα Γιάννενα έγιναν την εποχή αυτή η Αθήνα της τουρκοκρατίας και, μέσα στα βάθη και στο λίθαργο της μαύρης σκλαβιάς, αποτέλεσαν το κέντρο ενός άλλου κόσμου. Ενός κόσμου, ο οποίος προσπάθησε να δώσει ψυχή και κουράγιο στους σκλάβους Έλληνες, να τους ξυπνήσει, να τους ζεστάνει και να φωτίσει το δρόμο τους προς τη λευτεριά.
Τα Γιάννενα έριχναν φως εκεί όπου οι τότε επίσημες του γένους αρχές προτιμούσαν σκοτάδι. Τα Γιαννενα ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης και έψαλαν τραγούδια και θούρια λευτεριάς, όταν οι οπατριάρχες Γερμανός ο Δ’ και Άνθιμος ο Στ’ στην Κωνσταντινούπολη ύψωναν τα χέρια προς τον ουρανό και έψαλαν δεήσεις υπέρ της νίκης των τουρκικών όπλων.
Πολλά πρόσφεραν οι Ηπειρώτες στους αγώνες του 1921 και πολλά, πάρα πολλά υπέφεραν απ’ τους Τούρκους την εποχή αυτή. Οι Ηπειρώτες, μαζί με τους άλλους Έλληνες αγωνιστές, έγιναν οι κύριοι συντελεστές για την απελευθέρωση της Νότιας Ελλάδας και τη δημιουργία του πρώτου πυρήνα του ελεύθερου ελληνικού βασιλείου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και τις συνθήκες Πόρου, Λονδίνου και Ανδριανουπόλεως του 1828 και 1829. Οι συνθήκες αυτές, παρ’ όλο το ηπειρώτικο αίμα που χύθηκε, άφησαν τους ηρωικούς αγωνιστές της Ηπείρου σκλάβους. Και το επίσημο ελληνικό κράτος, υπακούοντας στις θελήσεις της Αγγλίας, του Πάλμερσον και της δυτικής διπλωματίας γενικότερα, τους εγκατέλειψε στη σκλαβιά για ακόμα 84 ολόκληρα χρόνια.
Αλλά και στην εθνοσυνέλευση του 1844, για τη σύνταξη του πρώτου μετά την απελευθέρωση Συντάγματος της Γ/Σ, με πρόταση του τότε αρχηγού του αγγλικού κόμματος Μαυροκορδάτου, αποκλείστηκε το δικαίωμα στους Ηπειρώτες να έχουν κι αυτοί δικούς τους αντιπροσώπους στη Βουλή, όπως αποκλείστηκε το δικαίωμα αυτό κι από τους Θεσσαλούς και Μακεδόνες εποίκους.
Αργότερα, το 1853-54, με την άφιξη του απεσταλμένου του τσάρου πρίγκηπα Μεντζικώφ στην Κωνσταντινούπολη και την εν συνεχεία κήρυξη του Κριμαϊκού πολέμου, πρώτοι οι Ηπειρώτες είδαν την παρουσιαζόμενη ευκαιρία, για να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό και πρώτοι αυτοί ξεσηκώνονται, επαναστατούν και ζητούν τη λευτεριά τους.
Στις 30 Ιανουαρίου 1854, ο γιος του ήρωα του ’21 Γ. Καραϊσκάκη, ο Δημ. Καραϊσκάκης, υψώνει στην Ήπειρο τη σημαία της επανάστασης, κυκλοφορεί προκήρυξη και καλεί τους Ηπειρώτες και όλους τους Έλληνες να αρπάξουν τα όπλα και να αγωνιστούν για τη λευτεριά τη δική τους και όλων των σκλαβωμένων αδερφών.
Επαναστατούν οι Θεσσαλοί, οι Μακεδόνες και η επανάσταση ανάβει και φτάνει μέχρι τη Χαλκιδική. Οι επαναστάτες προχωρούν από νίκη σε νίκη κι από επιτυχία σε θρίαμβο. Η Ήπειρος λευτερώνεται σχεδόν όλη και στα Γιάννενα φτάνει από παντού χαρούμενος κι ελπιδοφόρος ο αέρας της λευτεριάς. Ο Θεσσαλικός κάμπος είναι λεύτερος και οι Τούρκοι της Καλαμπάκας διαπραγματεύονται τους όρους της παράδοσης της πολιορκημένης πόλης στους επαναστάτες. Η Αγγλία, όμως, δεν θέλει να ενοχλείται από κανέναν η φίλη και σύμμαχός της Τουρκία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να καταπνίξει την επανάσταση. Εξασκεί κάθε πίεση στο επίσημο ξενοκίνητο κράτος των Αθηνών, το οποίο, κατ’ εντολή και απαίτηση των Άγγλων, καταδικάζει και αποκηρύσσει επίσημα την ηπειροθεσσαλική επανάσταση. Οι επαναστάτες εγκαταλείπονται και οι Άγγλοι ενισχύουν τον τουρκικό στρατό της Ηπείρου με πυροβολικό, αποβιβάζοντας Αγγλογάλλους πυροβολητές με κανόνια, οι οποίοι και παίρνουν μέρος δίπλα στους Τούρκους στον αγώνα κατά των επαναστατών.
Έτσι, στις 12 Απριλίου 1854, διαλύεται το στρατόπεδο του Τζαβέλλα στο Πέτα. Η ξενοκίνητη κυβέρνηση Μαυροκορδάτου-Καλλέργη, με επίσημους απεσταλμένους της στις επαναστατημένες περιοχές, προσπαθεί με κάθε τρόπο, υπακούοντας στα κελεύσματα των Άγγλων, να καταπνίξει την επανάσταση. Στην κυβερνητική αυτή προσπάθεια πρωτοστατεί ο επίσημα απεσταλμένος από την κυβέρνηση στις επαναστατημένες περιοχές ταγματάρχης Πάμκτορας. Ο ταγματάρχης έχει εντολή να διαβρώσει, όσο μπορεί περισσότερο, τους επαναστάτες με φοβέρες, απειλές ή υποσχέσεις. Η προσπάθεια αυτή της ξενοκίνητης κυβέρνησης των Αθηνών αποτελεί τη συνισταμένη των αγγλικών αξιώσεων και είναι συντονισμένη και παράλληλη με τις γενικότερες προσπάθειες των Τούρκων, για την κατάπνιξη της επανάστασης. Το όλο έργο κατευθύνει ο Φουάτ πασάς, ο οποίος και έφτασε ειδικά για το σκοπό αυτό από την Πρέβεζα. Ύστερα από τόσα χτυπήματα, οι επαναστάτες διαλύονται, η επανάσταση πνίγεται στο αίμα της και όλα τα απελευθερωθέντα με αίμα ελληνικά ηπειροθεσσαλικά εδάφη ξαναπαραδίνονται στους Τούρκους.
Δυστυχία επικρατεί και πάλι στην Ήπειρο και μαύρη σκλαβιά ξανασκεπάζει τα ηρωικά χωριά, τους κάμπους, τις πλαγιές και τα βουνά της δύστυχης αυτής περιοχής.
Η Ήπειρος, για μια ακόμα φορά, κλαίει για τα παιδιά της που έπεσαν ηρωικά γι’ αυτήν και χάθηκαν άδικα. Κλαίει για το αίμα και το δάκρυ που χύθηκε και που πρόκειτα να ξαναχυθεί. Κλαίει για την απανθρωπιά και την τόση αδικία των Μεγάλων Δυνάμεων και κλαίει για τη δουλοπρέπεια των εθναρχών και τη δολοφονική αδιαφορία και τη δουλοφροσύνη των αρμοδίων της Αθήνας.
Παρ’ όλη, όμως, αυτή την εγκατάλειψη, ο ηρωικός ηπειρωτικός λαός δεν πτοείται και δεν σταματά να ζητά και να διεκδικεί  τη λευτεριά του. Γίνονται κι άλλες στο μεταξύ επαναστάσεις, οι οποίες, δυστυχώς, πνίγονται κι αυτές στο αίμα τους, ώσπου, στις 21 Φεβρουαρίου 1913, με τη βοήθεια και των άλλων παιδιών της Ελλάδας, η Ήπειρος σπάει τελικά τα δεσμά της σκλαβιάς της.
Τη μέρα αυτή, ο Εσάτ πασάς, ο παλιός γνώριμος και πρώην συσπουδαστής του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου, ύστερα από την κατάληψη του οχυρού υψώματος του Αγίου Ιωάννου από το ηρωικό τάγμα του Ιωάν. Βελισσαρίου, διακρίνοντας την απελπιστική θέση στην οποία περιήλθε, αναγκάζεται να παραδοθεί. Τριάντα χιλιάδες τουρκικού στρατού και 120 πυροβόλα παραδίνονται στους Έλληνες. Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, για πρώτη φορά, ανεμίζει στον ουρανό των Ιωαννίνων και της Ηπείρου, καμαρωτή και ελεύθερη η Γαλανόλευκη.
Τιμή και δόξα στους γνωστούς και άγνωστους αγωνιστές, που έπεσαν για την τιμή και τη λευτεριά. Τιμή και δόξα στους αφανείς και άσημους πατριώτες, που θυσίασαν τα πάντα στο βωμό της Πατρίδας. Και τιμή και δόξα σε όλους τους μεταγενέστερους Έλληνες που καίνε καντήλι ακοίμητο ευγνωμοσύνης στις καρδιές τους για τους εθνομάρτυρες αυτούς.
Την άγια αυτή ώρα και μεις οι ξενητεμένοι Έλληνες από δω από τη μακρινή Αυστραλία, ας στρέψουμε το νου και την καρδιά μας στη μακρινή Ήπειρο και ευλαβικά ας στεφανώσουμε με τη σκέψη μας τους χορταριασμένους τάφους, όπου κι αν είναι αυτοί, όλων των παιδιών της Πατρίδας, που θυσιάστηκαν για τη λευτεριά της Ηπείρου, τη λευτεριά της Ελλάδας, για τη δική μας λευτεριά.

Μακεδονικό Πρόβλημα


Μακεδονικό Πρόβλημα
Εισήγηση του Αλέκου Αγγελίδη σε Συνέδριο
Απόδημων Πιεριέων στην Κατρίνη το 1991.

Μια Θέση και μια Άρνηση δημιουργούν βάση και αρχή
μεγάλου προβλήματος στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα

Το Μακεδονικό ζήτημα, όπως είναι γνωστό στις μέρες μας, είναι ένα παρακλάδι ή παράγωγο, κατάλοιπο του μεγάλου Ανατολικού Ζητήματος, του οποίου η αρχή ή καλύτερα η διπλωματική του διατύπωση πάει 140 χρόνια πίσω.
Οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Αυστραία εποφθαλμιούν τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία αρχίζει να καταρρέει και κάθε μια απ’ αυτές ετοιμάζεται και προσπαθεί, με την  πτώση του σουλτάνου, να ιδιοποιηθεί, όχι μόνο το πιο μεγάλο αλλά και το πιο ζωτικό τμήμα της καταρρέουσας αυτοκρατορίας. Το ζωτικότερο φυσικά τμήμα της και το άμεσα εποφθαλμιούμενο απ’ όλους είναι το Βαλκανικό και ιδιαίτερα το κομμάτι που βρέχεται απ’ το Αιγαίο Πέλαγος και τον Ελλήσποντο, ως τη Μαύρη Θάλασσα, γιατί και στρατηγικό είναι και εύφορο.
Όλους και ειδικότερα τους Αυστριακούς και τους Ρώσους τους ενδιαφέρει η έξοδος προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το διαμελισμό και το μοίρασμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας το πρωτοαναφέρουν σε επίσημο επίπεδο αλλά σε ανεπίσημη συζήτηση ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλας με τον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Πετρούπολη Χάμιλτον Σέυμουρ, σ’ ένα δείπνο στο παλάτι της μεγάλης δούκισας Ελένης Παυλόβνας, το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου 1852.
Εκεί, ο Νικόλαος, απευθυνόμενος στο Σέυμουρ, χαρακτήρισε την οθωμανική αυτοκρατορία σαν ‘’μεγάλο ασθενή’’. Αργότερα, ο Αυστριακός καγγελάριος Μέττερνιχ ισχυρίστηκε, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είχε γίνει νωρίτερα απ’ τον τσάρο σ’ αυτόν στη Βιέννη. Ο Μέττερνιχ λέει, ότι ο τσάρος Νικόλαος τον ρώτησε τότε: ‘’Πρίγκιψ, τι φρονείς περί Τουρκίας, δεν είναι ασθενής’’; Και ο Μέττερνιχ απάντησε: ‘’Ως ιατρόν με ερωτά η υμετέρα μεγαλειότης ή ως κληρονόμον’’;
Κι απ’ τις τρεις, λοιπόν, Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης η Τουρκία θεωρούνταν και επίσημα πια σαν ο μεγάλος ασθενής και απόβλεπαν και οι τρεις στο πώς να σφετεριστούν το μεγαλύτερο μέρος της άνομης περιουσίας του ετοιμοθάνατου αρρώστου. Για το σκοπό αυτό, η κάθε μια μεταχειρίστηκε δικές της μεθόδους και τακτικές, που βασικά δεν διέφεραν πολύ μεταξύ τους. Προσπάθησαν και οι τρεις να οικειοποιηθούν τους κατοικούντες στους χώρους αυτούς πληθυσμούς, να τους εξευμενίσουν, να τους πάρουν με το μέρος τους και να τους στρέψουν κατά της Τουρκίας. Για το σκοπό αυτό, κινήθηκαν εντονότερα η Ρωσία και η Αγγλία, χωρίς φυσικά να μείνει πίσω και η Αυστρία. Η Ρωσία προσπάθησε να πραγματοποιήσει το παλιό της σχέδιο δημιουργίας νέας Ορθόδοξης αυτοκρατορίας στο χώρο των Βαλκανίων, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και κύριο στοιχείο το ελληνικό και πρόσφερε ανάλογες ευκαιρίες στο μικρό ελληνικό βασίλειο. Η Αγγλία αντέδρασε φυσικά, όπως και η Αυστρία και η αγγλική διπλωματία και επιρροή στην Ελλάδα κατάφερε να αδρανοποιήσει κάθε ελληνική πρόθεση και προσπάθεια συνεργασίας με τη Ρωσία και να αποδυναμώσει κάθε επίσημη κίνηση των Αθηνών.
Ύστερα απ’ την αποτυχία της αποστολής Μεντζικώφ στην Κωνσταντινούπολη και Κορνίλωφ στην Αθήνα, η Ρωσία κι αφού συνήλθε απ’ τον Κριμαϊκό πόλερμο, επιμένοντας στην έξοδό της στη Μεσόγειο και επιδιώκοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της τα Στενά του Ελλησπόντου, κήρυξε το 1877 τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και προσπάθησε να πάρει με το μέρος της τους Σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων και ιδιαίτερα τους Βουλγάρους, που βρίσκονταν και πιο κοντά στα Στενά. Με τη συνθήκη δε του Αγίου Στεφάνου το 1878 (3 Μαρτίου) δημιουργεί μεγάλη Βουλγαρία, παραχωρόντας σ’ αυτήν ολόκληρη τη Θράκη, ώστε μέσω αυτής να βγει και η ίδια στο Αιγαίο.
Κατά των όρων της Συνθήκης αυτής αντιδρά η Αγγλία και συγκεντρώνει αποικιακό στρατό στην Αίγυπτο, με την απειλή του οποίου αναγκάζει τη Ρωσία να προσέλθει στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου 1878), το οποίο και ανατρέπει τους όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και περιορίζει τη Βουλγαρία στα παλιά της σύνορα. Για να ανατρέψει τους όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου η Αγγλία, μεταξύ των άλλων λόγων, προβάλλει και τον ισχυρισμό, ότι, κατά την παραχώρηση των τουρκικών εδαφών στη Βουλγαρία, δεν λήφθηκαν υπόψη τα ελληνικά δίκαια, γιατί ο παραχωρηθείς χώρος κατοικούνταν, όπως η ίδια έλεγε, κυρίως από Έλληνες. Στο συνέδριο, όμως, του Βερολίνου, οι Άγγλοι ξέχασαν τελείως την Ελλάδα και ενώ της είχαν υποσχεθεί πως, αν δεν πάρει μέρος στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877, η Αγγλία θα υποστήριζε τα ελληνικά δίκαια στην τράπεζα της ειρήνης, τώρα στο συνέδριο του Βερολίνου, που ελέγχονταν κατά κυριολεξία απ’ τους Άγγλους, αγνόησε τελείως τους Έλληνες και ούτε καν δέχτηκε να πάρουν μέρος στις εργασίες του οι δυο Έλληνες αντιπρόσωποι Θ. Δεληγιάννης και Α. Ραγκαβής. Μάλιστα, ο πρόεδρος του συνεδρίου Βίσμαρκ υποχρέωσε τους δυο Έλληνες αντιπροσώπους να υπογράψουν επίσημη αναγνώριση της Ελλάδας χρέους 2,6 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων προς τον πατέρα του Όθωνα, Λουδοβίκο της Βαβαρίας, αν ήθελαν να περάσουν την πόρτα του Συνεδρίου.
Οι Δεληγιάννης και Ραγκαβής υπέγραψαν αναγκαστικά και μπήκαν στην αίθουσα, για να παρακολουθήσουν για μια μόνο μέρα, την 17η Ιουνίου, τη συνεδρίαση του σώματος, σαν απλοί ακροατές. Έτσι η Ελλάδα πλήρωσε το ακριβότερο εισητήριο που κατέβαλε ποτέ θεατής, για να παρακολουθήσει ένα συνέδριο, που φαινομενικά έγινε κατά κύριο λόγο για να εξετάσει τα δικά της δίκαια. Στην ουσία όμως, ούτε καν ασχολήθηκε μ’ αυτά και μόνο περιθωριακά στις μετασυνεδριακές συζητήσεις και με το 14ο πρωτόκολλο και, ύστερα από επιμονή του Γάλλου πρωθυπουργού, καταδέχτηκε να ασχοληθεί με τη ρύθμιση των ελληνοτουρκικών συνόρων, τη γραμμή των οποίων καθόρισε πάνω στον άξονα Θεσσαλικής πεδιάδας Πηνειού με Ηπειρωτική κοιλάδα Καλαμά. Η τελική συνοριακή γραμμή καθορίστηκε σε μια συνάντηση που έγινε και πάλι στο Βερολίνο, το Μάρτιο του 1881.
Των τουρκικών θέσεων υπεραμύνθηκε σθεναρά στο Συνέδριο ο αντιπρόσωπος του σουλτάνου Φαναριώτης Αλέξανδρος Καραθοδωρής πασάς, ενώ οι Άγγλοι ‘’καταπολέμησαν έντονα τις ελληνικές διεκδικήσεις’’, όπως λέει ο Παπαρρηγόπουλος, πήραν για τον εαυτό τους την Κύπρο και δημιούργησαν το υποτελές στο σουλτάνο κρατίδιο της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Η διοργάνωση του βουλγαρικού κράτους ανατέθηκε στη Ρωσία και ηγεμόνας του εκλέχτηκε ο Αλέξανδρος Βάτεμπεργκ, ανεψιός του τσάρου. Την άνοιξη, όμως, του 1885 ο Βάτεμπεργκ επισκέφτηκε την Αγγλία και δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τον τότε Άγγλο πρωθυπουργό Σάλτζμπουρυ, πως η Αγγλία έχει συμφέρον να βοηθήσει τη δημιουργία  μεγάλης Βουλγαρίας, αν η επέκταση γίνονταν με υποστήριξη της Αγγλίας και όχι της Ρωσίας. Έτσι, ο Βάτεμπεργκ, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Αγγλίας, διοργάνωσε με τον πρωθυπουργό του Καραβέλωφ το πραξικόπημα της Φιλιππούπολης, το οποίο πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1885. Οι Βούλγαροι πραξικοπηματίες έδιωξαν τον Τούρκο διοικητή Γαβριήλ πασά κι έγιναν κύριοι του κρατιδίου. Οι πρώτοι που αναγνώρισαν το πραξικόπημα του Βάτεμπεργκ ήταν οι Άγγλοι. Ο Σάλτζμπουρυ, που, μετά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και στο συνέδριο του Βερολίνου, είχε δώσει σκληρή μάχη για να κρατήσει τη Βουλγαρία μικρή και χωρισμένη απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, με βασικό επιχείρημα, πως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της περιοχής αυτής ήταν μη βουλγαρικό –το πλείστο ελληνικό- και πως η ένωσή του με τη Βουλγαρία θα ήταν γι’ αυτό το λόγο ακατανόητη, τώρα, αμέσως μετά το πραξικόπημα και χωρίς καμιά ενόχληση, δήλωνε δημόσια πως η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία ήταν ένα φυσιολογικό και αναπόφευκτο γεγονός, γιατί το κίνημα της Φιλιππούπολης εξέφραζε την πραγματική θέληση του λαού της περιοχής.
Η στάση αυτή της Αγγλίας και οι δηλώσεις των ηγητόρων της υποδαύλισαν τον εθνισμό της μειονότητας των κατοίκων της Ανατολικής Ρωμυλίας, που, σε συνεργασία με την παλιά Βουλγαρία, πάσχισαν και κατάφεραν σύντομα να εκβουλγαρίσουν ως ένα αξιόλογο βαθμό την περιοχή.
Από τότε και εντεύθεν άρχισε η αναζωπύρωση της εθνικής συνείδησης των μειονοτήτων στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στις κατοικημένες από μεικτούς πληθυσμούς περιοχές, άρχισαν οι αντεγκλήσεις, οι προστριβές και οι έντονες διαμάχες των μέχρι χθες ειρηνικά διαβιούντων ραγιάδων, οι οποίες δημιούργησαν προβλήματα έντονα και σοβαρά, που, με τις ίδιες περίπου μορφές, είτε με κάποιες παραλλαγές, έφτασαν και ως τις μέρες μας.
Η θέση λοιπόν εκείνη της Αγγλίας ήταν η απαρχή της έντασης στα Βαλκάνια και η δημιουργία προβλημάτων, ένα απ’ τα οποία εξελίχτηκε, με την πάροδο του χρόνου, στο γνωστό σήμεραν σε μας Μακεδονικό Πρόβλημα, το οποίο κατ’ αρχή φάνηκε σαν κατευθυνόμενο απ’ τη Βουλγαρία, τουλάχιστο σε ότι αφορά την εξέλιξή του στο εξωτερικό.
Είπαμε, όμως, ότι το θέμα αυτό δημιουργήθηκε αρχικά από μια θέση και μια άρνηση. Τη θέση, που ήταν κάτι που έγινε, ενώ δεν έπρεπε να είχε γίνει, την είδαμε. Ας δούμε τώρα και την άρνηση.
Η άρνηση ήταν κάτι που δεν έγινε, ενώ έπρεπε να είχε γίνει.
Έπρεπε να είχε εξελληνιστεί ολόκληρος ο ελληνικός χώρος της Βαλκανικής στη μακραίωνη περίοδο της σκλαβιάς, τότε που οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότατες και το κλίμα κατάλληλο. Τότε που ο πληθυσμός το αποζητούσε και που υπήρχαν όλες οι απαραίτητες γι’ αυτό δυνατότητες. Η μακραίωνη περίοδος της τουρκικής κατάκτησης πρόσφερε το πρόσφορο έδαφος και τις απαιτούμενες προϋποθέσεις στην Εκκλησία, για να εξελληνίσει πληθυσμούς των όμορων τουλάχιστο με την Ελλάδα περιοχών αλλά εκείνη δεν τις επωφελήθηκε και δεν έκανε τίποτα. Τους πατριάρχες τότε τους απασχολούσαν κατά κανόνα αλλαξοπατριαρχίες και η κατάληψη και διατήρηση του οικουμενικού θρόνου, οι σιμωνίες και η εξυπηρέτηση των τουρκικών συμφερόντων.
Ο Παπαρρρηγόπουλος, στην Επίτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σελίδα 410, λέει: ‘’Δεν είχε κανένα ανυπέρβλητο εμπόδιο να συναντήσει το Πατριαρχείο στον εξελληνισμό των βορειότερων επαρχιών του Οθωμανικού κράτους δια της εκκλησίας και της παιδείας. Το πράγμα ήτο όχι μόνον απαραίτητον αλλά και εύκολον, η δε ευκολία αυτή διήρκησε 400 περίπου χρόνια’’. (Εμείς θα λέγαμε 500 χρόνια . . .). ‘’Τούτο ακριβώς είναι ο μεγαλύτερος έλεγχος, τον οποίο δικαιούμεθα να απευθύνομεν κατά του Πατριαρχείου, από της αλώσεως μέχρι των τελευταίων χρόνων’’. Είναι γνωστό πως ο πατριάρχης ήταν ο εκκλησιαστικός και εν μέρει ο πολιτικός άρχοντας όλων εν γένει των Ορθοδόξων Χριστιανών του Οθωμανικού κράτους, Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων και Αλβανών, των οποίων την ένταση των άλλοτε ανθουσών ιδιαίτερων φυλετικών διαφορών είχε τώρα, όχι μόνο αμβλύνει αλλά και κατά πολύ ισοπεδώσει η κοινή πολιτική δουλεία και τους συνένωνε πια όλους η κοινή μοίρα του ραγιά και η κοινή πίστη στην Ορθοδοξία. Είχε, λοιπόν, έτοιμο και πρόσφορο έδαφος, για να σπείρει εύκολα και να θερίσει άφθονα το πατριαρχείο αλλά δεν το έκανε. Έσπειρε τότε αδιαφορία και θερίζουμε εμείς σήμερα αγκάθια.
‘’Ως προς ημάς’’, συνεχίζει ο Παπαρρηγόπουςλος, ‘’ηθέλομεν ανεχθεί όλα τα άλλα σφάλματα αυτού, την θυσίαν των προνομίων, τον εξευτελισμόν της Εκκλησίας, την φιλοχρηματίαν των ιεραρχών και του κλήρου, εάν εφρόντιζεν να υπηρετήσει το μέγιστον εκ των συμφερόντων εκείνων του Ελληνισμού, αφού είχε και δύναμιν και καιρόν δια τον σκοπόν τούτον’’.
Έτσι λοιπόν, η άρνηση πρώτα της Εκκλησίας προετοίμασε το εδαφος και οι ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας έσπειραν και αναζωογόνησαν τα φυλετικά πάθη και τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς, οι οποίοι καλλιεργήθηκαν έντονα, ύστερα απ’ την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το συνέδριο του Βερολίνου και το κίνημα της Φιλιππούπολης, για να κορυφωθούν στη συνέχεια με τα κομιτάτα και τους κομιτατζήδες στην αρχή του αιώνα μας και με τον ακράτητο ανταγωνισμό κατάληψης και κατοχής τουρκοκρατούμενων εδαφών με τους βαλκανικούς πολέμους. Κυριότερος διεκδικητής και εντονότερος αντίπαλος στους αγώνες εκείνους δρόμου για την κατάκτηση εδαφών με ελληνικό πληθυσμό στα Βαλκάνια ήταν η Βουλγαρία, γι’ αυτό και παράλληλα με την ένοπλη δραστηριότητα η πολιτική προπαγάνδα δεν είχε σλαβικό γενικότερα αλλά βουλγαρικό ειδικότερα χαρακτήρα.
Παρ’ όλο που, με την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε αργότερα, η ένταση των διεκδικήσεων αυτού του είδους αμβλύνθηκε, οι σκέψεις κατά των ελληνικών εδαφών δεν έλειψαν τελείως, αλλά, χαμηλώνοντας τον τόνο, παρέμειναν άλλοτε αφανείς και υποβόσκουσες κι άλλοτε αναθερμαινόμενες και αναζωοπυρούμενες μέχρι το Βο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε, με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την κατάληψη της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας απ’ τους συμμάχους τους Βουλγάρους, πήραν αλματώδεις και πάλι διαστάσεις.
 Το προπολεμικό αυτό επεκτατικό πνεύμα μεταλαμπαδεύτηκε από τότε ακόμα και στις βουλγαρόφωνες παροικίες του εξωτερικού και ιδιαίτερα της Αμερικής, οι οποίες, καλυμένες κάτω από ποικιλώνυμες αδελφότητες ή αθλητικές οραγνώσεις, δρούσαν και εργάζονταν υπέρ επεκτατικών βουλγαρικών βλέψεων της εποχής εκείνης. Στην Αυστραλία, η πρώτη οργάνωση του είδους αυτού ιδρύθηκε στο Περθ το 1926, από άτομα γεννημένα στη Βουλγαρία ή στα χωριά της Φλώρινας κυρίως και της Καστοριάς. Την περίοδο εκείνη, οι ισχνές ελληνικές παροικίες του εξωτερικού προσπαθούσαν να διαχωρίσουν τα λιγοστά ελληνικά κάφες σε βενιζελικά και κωνσταντινικά.
Με την πάροδο του χρόνου και ιδίως την περίοδο 1941 – 1947 εμφανίζονται παρόμοιες οργανώσεις και σε άλλες μεγαλουπόλεις της μακρινής Ηπείρου, οι οποίες εύκολα αγκαλιάζουν ένα υπολογίσιμο αριθμό νεοαφικνούμενων σλαβόφωνων Ελλήνων, που προέρχονται κυρίως απ’ τις προαναφερθείσες περιοχές και οι οποίες οργανώσεις με κάθε τρόπο και μέσο προπαγανδίζουν υπέρ της βουλγαροποίησης ολόκληρου του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Ο προπαγανδισμός αυτός γίνεται εντονότερος στα κατοπινά χρόνια με την αύξηση των κυμάτων μετανάστευσης στους Αντίποδες, οπότε τα μέλη των οργανώσεων πληθαίνουν και οι δραστηριότητές τους εντείνονται.
Αργότερα, με την αλλαγή των διακρατικών σχέσεων στα Βαλκάνια και την ίδρυση του αυτόνομου μακεδονικού κρατιδίου των Σκοπίων (2 Αυγούστου 1944) μέσα στη γιουγκοσλαβική κοινοπολιτεία, η όλη σλαβική προπαγάνδα μεταπιδά απ’ τη Σόφια στα Σκόπια, απ’ τα οποία στο εξής χρηματοδοτείται, ελέγχεται και κατευθύνεται. Οι παλιές βουλγαρικές εκκλησίες στην Αυστραλία γίνονται ‘’μακεδονικές’’ και το 1960 ιδρύεται στη Μελβούρνη η ‘’μακεδονική’’ εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Από ελληνικής πλευράς, το ζήτημα θεωρείται, στη μεν προπολεμική περίοδο σαν ανύπαρκτο ή ανάξιο κάθε προσοχής, στη δε μεταπολεμική σαν κομουνιστική προπαγάνδα κι αντιμετωπίζεται υπεροπτικά, επιφανειακά και γραφειοκρατικά, με φακελλώματα στις αστυνομίες και στα προξενεία, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και χωρίς να γίνεται καμιά ουσιαστική προσπάθεια, αφού, έτσι κι αλλιώς, κατά την ελληνική άποψη, τα χρησιμοποιούμενα απ’ τους Σλάβους επιχειρήματα περί Μακεδονίας δεν στέκουν ιστορικά.
Οι σλαβόφωνοι, όμως, εκμεταλλεύονται την αδιαφορία μας αυτή, όπως εκμεταλλεύονται και μάλιστα με κάθε υπερβολή τη μεροληπτική μεταχείριση της Βόρειας Ελλάδας απ’ τη Νότια σε μεταγενέστερες εποχές, τις ακρότητες που εφάρμοσε η δικτατορία του Μεταξά στους ακριτικούς ιδιαίτερα πληθυσμούς της Βόρειας Ελλάδας, καθώς και τους μεταπολεμικούς διωγμούς των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, αυτών ιδιαίτερα των περιοχών, μετά το 1944, τις ομαδικές εξορίες στα ξερονήσια, τα στρατοδικεία και τα εκτελεστικά αποσπάσματα, τα δεινά και τα επακόλουθα του ξενοκίνητου εμφυλίου πολέμου, καθώς και τους διωγμούς της επταετούς δικτατορίας, που κατά ένα μεγάλο ποσοστό εκδηλώθηκαν κατά των ακριτικών βορειοελλαδίτικων πληθυσμών, όπως, κατασχέσεις περιουσιών, αφαιρέσεις ελληνικής ιθαγένειας, απαγορεύσεις εισόδου βορειοελλαδιτών μεταναστών στο ελληνικό έδαφος κλπ..
Όλες αυτές οι αψυχολόγητες συμφορές που εξαπέλυσαν κατά καιρούς οι Έλληνες κατά των Ελλήνων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εξακολουθούν, δυστυχώς, να φέρονται οι Νότιοι προς τους Βόρειους και τα επίθετα που συνεχίζουν πολλές φορές να χρησιμοποιούν οι πρώτοι για να χαρακτηρίζουν τους δεύτερους, ιδιαίτερα σε δημόσιες συναντήσεις ποδοσφαίρου για παράδειγμα, τις εκμεταλλεύονται στο έπακρο οι Μακεδονοσλάβοι και γύρω απ’ αυτές στοιχειοθετούν και υφαίνουν μια προπαγάνδα με διαστρεβλωμένα ή εξογκωμένα αληθινά ή ημιαληθινά ή και τελείως ψεύτικα στοιχεία, η οποία γίνεται εύκολα παραδεκτή απ’ τους αφελείς ομοϊδεάτες τους και απ’ τους δυσαρεστημένους με την ως τώρα τηρηθείσα τακτική της Ελλάδας και φυσικά απ’ τους ανίδεους και τους μη γνώστες της ιστορίας και της αλήθειας. Έτσι, οι μεμονομένες περιπτώσεις γενικεύονται και, συνδεόμενες κατάλληλα, προβάλλουν τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα των Μακεδόνων στον έξω μη ελληνόφωνο κόσμο και ταυτόχρονα εγείρεται σαν λύτρωση και η αξίωση δημιουργίας κράτους ανεξάρτητου απ’ τους ‘’βασανιστές’’, δημιουργώντας έτσι μια νόθα μεν, πιστευτή όμως απ’ τον έξω κόσμο απαίτηση ταλαιπωρημένων ανθρώπων, οι οποίοι ζητούν τη διεθνή συμπαράσταση για την απαλλαγή τους απ’ το άδικο και το παράνομο.
Κι εδώ, ο ρόλος των σλαβόφωνων Ελλήνων, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και ήρθαν στην Αυστραλία με ελληνικά διαβατήρια κι αρνούνται τώρα την πατρίδα τους, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Όλα αυτά είναι εκείνα που, προβαλλόμενα κατάλληλα, συγκινούν ως ένα βαθμό τη διεθνή κοινή γνώμη, η οποία και θα πρέπει να μας ενδιαφέρει περισσότερο. Το όνομα δε Μακεδονία, Μακεδόνες κλπ., φέρνει ακόμα στη μνήμη του πολύ κόσμου του εξωτερικού, που δεν γνωρίζει ιστορικές λεπτομέρειες και αρχαιολογικές, εθνολογικές και γλωσσολογικές ιδιαιτερότητες, το Μέγα Αλέξανδρο, τον Αριστοτέλη, τους αρχαίους πολέμους Μακεδόνων και ΝοτιοΕλλαδιτών και άλλα παρόμοια ιστορικά γεγονότα και, σχετίζοντάς τα χοντρικά και αβασάνιστα, δεν δυσκολεύεται να παραδεχτεί την έντεχνα προβαλλόμενη σλαβική προπαγάνδα.
Η τακτική αυτή, που ασκείται από χρόνια, προχώρησε τόσο πολύ, ώστε να προωθηθούν ιστορικές διαστρευλώσεις των Σκοπίων σε ξενόγλωσσες εγκυκλοπαίδειες, σε ιστορικά βιβλία, σε χάρτες και σε πανεπιστήμια πολλών χωρών του εξωτερικού.
Αλλά, γιατί να μην τις πιστέψουν αδίσταχτα και χωρίς κανένα ενδοιασμό οι ανίδεοι ιδιαίτερα ξένοι όλες αυτές τις ιστορικές διαστρευλώσεις;
Μήπως αντικρούστηκαν όταν έπρεπε και όσο έπρεπε από ελληνικής πλευράς;
Στις παραπάνω τουλάχιστον εποχές, το επίσημο κράτος, με τις κατά τόπους υπηρεσίες του, είχε ασχοληθεί με άλλα, δικά του, κομματικά καθεστωτικά θέματα. Είχε να παρακολουθεί τους Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό, να καταγράφει τις κινήσεις τους και να δημιουργεί φακέλλους ή να παχαίνει τους υπάρχοντες. Ποτέ δεν αντιμετώπισε το Μακεδονικό θέμα σαν θέμα Εθνικό και σε Εθνικό επίπεδο αλλά, όσες φορές αποφάσισε σπασμωδικά να στραφεί προς αυτό, το είδε με κομματικά γυαλιά, το τοποθέτησε σε κάποιο κομματικό πλαίσιο κι ανέθεσε την αντιμετώπισή του σε κομματικά κατά το πλείστο στελέχη του.
Το θέμα αυτό χρειάζεται Εθνική Πανελλαδική αντιμετώπιση. Τα όργανα και οι οργανώσεις, που παλιότερα καταπιάστηκαν μ’ αυτό, είχαν κομματικό παρά Εθνικό χαρακτήρα. Και η τακτική αυτή έδωσε άλλο ένα όπλο στα χέρια των Μακεδονοσλάβων προπαγανδιστών και νέα ώθηση στα προγράμματά τους, ώστε να ενεργοποιηθούν πιο δραστήρια και να υψώσουν εντονότερα τη φωνή τους, παρουσιάζοντας τη μερική αντίδραση των Ελλήνων σαν κομματική-ιδεολογική διαφορά και όχι σαν πανελλήνια εθνική-υπερκομματική διαμαρτυρία.
Αλλά και στα τελευταία χρόνια, που ο Ελληνισμός της Αυστραλίας άρχισε να εργάζεται κάπως συντονισμένα και εντονότερα για την αντιμετώπιση του Σκοπιανού κύματος ψευδολογιών και αποκαταστώντας την ιστορική αλήθεια να διαφωτίσει, έστω και καθυστερημένα, την κοινή γνώμη και ιδιαίτερα τον επιστημονικό κλάδο των πανεπιστημιακών χώρων της Αυστραλίας, με διεθνή επιστημονικά συνέδρια, διαλέξεις και αρχαιολογικές εκθέσεις, βρήκε αντί συμπαράστασης αδιαφορία και αντίδραση απ’ τη διαιρεμένη ελληνική παροικία.
Για τη διαίρεση αυτή και το γεφύρωμα του χάσματος, πολλές φορές απευθυνθήκαμε στο Εθνικό Κέντρο και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς όμως δυστυχώς κανένα αποτέλεσμα.
Με μεγάλη λύπη και πόνο ψυχής φέρνω στο νου μου τούτη τη στιγμή την αχαρακτήριστη στάση της επίσημης Εκκλησίας μας στην Αυστραλία και την  άρνησή της να πάρει μέρος στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τη Μακεδονία, που οργάνωσε το Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών Μελβούρνης στο Πανεπιστήμιο του La Trobe το Φεβρουάριο του 1988. Στο συνέδριο εκείνο, ο επίσκοπος Μελβούρνης αρνήθηκε να παραβρεθεί και σαν Έλληνας και σαν αντιπρόσωπος της επίσημης Εκκλησίας μας και, παρά τις παρακλήσεις όλων μας και ιδιαίτερα των προσκεκλημένων Ελλήνων πανεπιστημιακών καθηγητών και άλλων επιστημόνων απ’ την Ελλάδα, όπως του κ. Τσοπανάκη, του κ. Χασιώτη, του κ. Παπαδόπουλου, του κ. Αγγελόπουλου. του κ. Παπαθεμελή και άλλων, αρνήθηκε να πάρει θέση στην αίθουσα κι έφυγε απ’ αυτή οργισμένος, παίρνοντας μαζί του και τον ακόλουθό του ιερέα, γιατί ήδη βρίσκονταν στο Συνέδριο κάποιος αρχιμανδρίτης. με τον οποίο η Αρχιεπισκοπή δεν τα πήγαινε καλά. ‘’Ή αυτός ή εγώ’’, είπε ο επίσκοπος και έκανε στροφή προς την έξοδο της αίθουσας.
Έτσι, παρά τις παρακλήσεις των συνέδρων και τις φωνασκίες των έξω απ’ το κτίριο διαμαρτυρόμενων για το Συνέδριο και για την ‘’παράνομη κατοχή της Μακεδονίας απ’ τους Έλληνες’’, όπως έλεγαν, Σλάβων, ο επίσκοπος και μαζί του και η επίσημη Εκκλησία, θυσίασε το Εθνικό συμφέρον μπροστά στην πεισματική διαμάχη που είχε με τον αρχιμανδρίτη. Το Συνέδριο δέχτηκε εκείνη τη μέρα δυο χαστούκια, όπως είπε κάποιος σύνεδρος. Ένα απ’ τους Σλάβους απέξω και ένα απ’ την Εκκλησία από μέσα. Και, όπως πολύ σωστά είπε ο κ. Τσοπανάκης: ‘’ηχηρότερον ήταν το μέσα’’. Και πρόσθεσε. ‘’Το έξω θα το παλαίψουμε. Το μέσα τι να το κάνουμε’’;
Την  ίδια τακτική κράτησε η Εκκλησία και στην επίσκεψη του τότε προέδρου της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη, όταν εγκαινίασε στη Μελβούρνη την έκθεση των αρχαιολογικών ευρυμάτων Μακεδονίας. Έλαμψε με την απουσία της.
Αλλά, μη νομίσει κανείς ότι ο κλήρος μας στην Αυστραλία και η ηγεσία του μεταμελλήθηκαν για τη στάση τους εκείνη και συνετίστηκαν απ’ τις ασχήμιες των Σκοπιανών, όπως τον απαγχονισμό και την πυρπόληση ομοιώματος Έλληνα τσολιά μέσα στο χώρο του Πανεπιστημίο κατά το πρώτο Συνέδριο του 1988. Κάθε άλλο.
Πριν από λίγες μέρες (8 με 13 Ιουλίου) έγινε στην Αυστραλία το δεύτερο Συνέδριο Μακεδονικών Σπουδών, στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης αυτή τη φορά, με πρωτοβουλία του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών και του Τμήματος Κλασσικών Σπουδών και Μελετών Εγγύς Ανατολής του ίδιου πανεπιστημίου, στο οποίο συνέδριο πήραν μέρος και πολλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές και άλλοι επιστήμονες απ’ την Ελλάδα και από άλλα μέρη του κόσμου. Και πάλι η Εκκλησία έλαμψε με την απουσία της.
Στο πρώτο συνέδριο ήρθε ως την πόρτα και έφυγε. Στο δεύτερο δεν πάτησε καθόλου.
Κι όλες αυτές οι αρνητικές στάσεις των επίμονα αυτοπροβαλλόμενων σαν πανηγητόρων  του Ελληνισμού στους Αντίποδες, καθώς και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις αδιαφορίας, τις εκμεταλλεύτηκε και τις εκμεταλλεύεται η προπαγάνδα των Σκοπίων.
Επιπλέον, η ανάμειξη πολιτικών αποκλίσεων με την εθνική επιδίωξη και οι προσωπικοί ανταγωνισμοί στενόμυαλων και ισχυρόγνωμων μερίδων στην Αυστραλία και στην Ελλάδα στο πέρασμα του χρόνου έφεραν το δυσάρεστο αποτέλεσμά τους.
Επίσης, εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως και οι πρώτες ελληνικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν, για να αντιμετωπίσουν τη σλαβική προπαγάνδα, έγιναν πάνω σε λανθασμένες βάσεις, δεν στηρίχτηκαν σ’ όλο τον Ελληνισμό, έστω και σ’ όλο το Μακεδονικό Ελληνισμό και οι απώτεροι κι ενδόμυχοι σκοποί διαφόρων ιδρυτών τους ήταν τελείως διαφορετικοί απ’ τους φαινομενικούς. Γι’ αυτό και εκδηλώνονται απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή φατριασμοί και διασπάσεις, προστριβές και αντεγκλήσεις, τις οποίες ενισχύει μεροληπτικά και η Αθήνα, ανάλογα με την εποχή και τις περιστάσεις. Μέσα στις διοικήσεις, καθώς και σε κάθε ενέργεια και απόφαση των οργανισμών αυτών, επικρατούν οι χαρακτηρισμοί: βασιλόφρονες και αριστεροί, αρχιεπισκοπικοί και κοινοτικοί, ‘’εθνικώς σκεπτόμενοι’’ και συνεργαζόμενοι με τους δημοκρατικούς κλπ. κλπ..
Η Αθήνα προωθεί με τις μακεδονικές οργανώσεις τα κομματικά της συμφέροντα και η Εκκλησία της Αυστραλίας προωθεί μέσα σ’ αυτές τους ανθρώπους του τότε αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ, οι οποίοι θα προωθήσουν με τη σειρά τους τη διαιρετική του πολιτική και την επικράτηση των σχεδίων του στην Αυστραλία.
Έτσι, η προπαγάνδα των Σκοπιανών εκμεταλλεύτηκε και εκμεταλλεύεται κάθε έλλειψη από μέρους μας, από μέρους όλου του Ελληνισμού, ενιαίας και συντονισμένης προσπάθειας αντιμετώπισης του ζητήματος.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική από πλευράς Ελλάδας. Και σήμερα ακόμα, η ελληνική ηγεσία των Αθηνών τα έχει τελείως μπερδεμένα τα πράγματα. Για παράδειγμα: Προ πολλού καιρού αλλά και πρόσφατα ο κ. Μάρτης, όπως και πάρα πολλοί άλλοι, εισηγήθηκε και συνεχίζει να επιμένει, ότι πρέπει με όλα τα μέσα και με κάθε τρόπο να διαφωτίσουμε την κοινή γνώμη στο εξωτερικό για την ιστορική πραγματικότητα της Μακεδονίας, αντικρούοντας τις ψευδολογίες των Σλάβων κι αποκαθιστώντας την αλήθεια σ’ όλο το φάσμα που συγκροτεί το Μακεδονικό πρόβλημα. Κι αναφέρομαι σε ορισμένα μόνο ονόματα, για να δείτε πως η ηγεσία μιας και μόνο κατάστασης, της σημερινής, η οποία υποτίθεται πως έχει όλη την εμπειρία του παρελθόντος πάνω στο ζήτημα αυτό, δεν συμφωνεί μεταξύ της.
Αντίθετα, ο κ. Ζαΐμης, γενικός γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού, που επισκέφτηκε πρόσφατα την Αυστραλία, αναφερόμενος στο Μακεδονικό ζήτημα και, έχοντας υπόψη του κάποιο γεγονός που έλαβε χώρα στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας, μας είπε δημόσια πως δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα παραπάνω παρά ‘’να μαζευτούμε καναδυό χιλιάδες μπρατσωμένοι και να τους δείρουμε’’.
Ο κ. Τζανετάκης δε, που ήρθε σεδόν αμέσως μετά τον κ. Ζαΐμη, μας είπε ότι δεν υπάρχει καθόλου Μακεδονικό πρόβλημα, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ασχολούμεθα με κάτι που δεν υπάρχει. Ποια, λοιπόν, τακτική θα πρέπει εμείς να ακολουθήσουμε; Με ποια απ’ τις παραπάνω απόψεις θα συντονίσουμε τις ενέργειές μας; Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, ποιους και για τι να διαφωτίσουμε: Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, με ποιους να αντιπαραβάλουμε τα μπράτσα μας; Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, προς τι τα επιστημονικά συνέδρια και γιατί συζητούμε σήμερα; Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί έγινε μια συζήτηση γι’ αυτό προ ετών εδώ στην ελληνική τηλεόραση από αντιπροσώπους των ελληνικών κομμάτων (αν δεν κάνω λάθος) και με παντελή απουσία δική μας, των μεταναστών, επέρριψαν όλοι εύκολα και αστενοχώρητα την ευθύνη της εξάπλωσης του προβλήματος σε μας, στη μάζα των μεταναστών κι όχι σ’ αυτούς τους ίδιους και σε κείνους που αυτοί αντιπροσώπευαν σε κείνη τη συζήτηση ή τουλάχιστο στις ελληνικές ηγεσίες Αθηνών και Αυστραλίας;
Δεν ζητούμε σήμερα το λόγο από κανένα γι’ αυτό. Υπογραμμίζουμε τις περιπτώσεις, για να δούμε όλοι πού βρίσκονταν και πού συνεχίζει να βρίσκεται το πρόβλημα.
Προσωπικά συμφωνώ με την άποψη του κυρίου Μάρτη, ότι υπάρχει πρόβλημα και προς την κατεύθυνση αυτή εργάζομαι και προσπαθώ, όσο μου επιτρέπουν οι μικρές μου δυνάμεις. Το πρόβλημα, όμως, είναι μεγάλο και έντονο και απαιτεί τη συντονισμένη αντιμετώπιση από μέρους όλων των Ελλήνων ανεξάρτητα κι όχι μόνο των Μακεδόνων. Και επιπλέον, η αντιμετώπιση αυτή δεν πρέπει να γίνεται μόνο σε επιστημονικό επίπεδο, που είναι αλήθεια πως τα συνέδρια αυτά προσφέρουν πάρα πολλά στο ζήτημα αυτό, αλλά παράλληλα μ’ αυτά επιβάλλεται να κατεβούμε και σε χαμηλότερο επίπεδο. Να κατεβούμε κάτω στα λαϊκά στρώματα, σ’ αυτά που δέχονται τη μεγαλύτερη επίδραση και τα οποία τροφοδοτούν τον όγκο των διαδηλώσεων και των παρεμφερών ενεργειών, που εντυπωσιάζουν την κοινή γνώμη των χωρών όπου εμείς οι ξενιτεμένοι ζούμε. Στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς, οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν καθημερινά τις διαστρευλωμένες απόψεις, ιστορικές ιδιαίτερα, με τις οποίες οι σλαβικές οργανώσες οπλίζουν τους οπαδούς τους και τους εξαπολύουν κατά των Ελλήνων συναδέλφων τους, τις οποίες οι δικοί μας, απληροφόρητοι καθώς είναι, δεν μπορούν να αντικρούσουν κι έτσι, αντί να τους αποστομώσουμε εμείς, μας αποστομώνουν εκείνοι και κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Εκεί, λοιπόν, στα εργοστάσια, στις γειτονιές, στο λαό, πρέπει να εκδηλώσουμε το ενδιαφέρον και την προσπάθειά μας, χωρίς θορύβους και τυμπανοκρουσίες.
Και η ενέργειά μας αυτή, για να τελεσφορήσει, πρέπει να γίνει σε τρία στάδια. Συλλογή πληροφοριών. Κατάρτιση των Ελλήνων. Αποκάλυψη της διαστρεύλωσης κι αποκατάσταση της αλήθειας. Επειδή οι απροετοίμαστοι και ακατατόπιστοι Έλληνες αντιμετωπίζουν κάθε είδους προκλήσεις και δέχονται ποικίλες και εκ των προτέρων προετοιμασμένες ερωτήσεις, στις οποίες δεν μπορούν να απαντήσουν, θα πρέπει σαν πρώτο στάδιο των ενεργειών μας να είναι η συγκέντρωση και καταγραφή, μέσω αυτών των συμπατριωτών μας, των ποικιλόμορφων ερωτήσεων που τους απευθύνουν οι Σλάβοι συνάδελφοί τους στην ώρα της δουλειάς ή στις συναναστροφές μαζί τους και η επεξεργασία τους από, αν όχι ειδικούς, τουλάχιστον κατατοπισμένους Έλληνες πάνω στα θέματα αυτά. Στη συνέχεια να γίνεται ανάλογη κατάρτιση των συμπατριωτών μας και θωράκιση με ιστορικά όσο γίνεται ντοκουμέντα, τα οποία θα τους μεταδίδονται με διαλέξεις, σεμινάρια, συναντήσεις συλλόγων και με άλλες παρεμφερείς συγκεντρώσεις, χωρίς θόρυβο και έμφαση. Με βάση δε τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς των Σλάβων, θα γράφονται καταληπτά απ’ τους απλούς ανθρώπους άρθρα, ιστορικές αναφορές και ντοκουμενταρισμένα κατατοπιστικά σημειώματα σε πληροφοριακά δελτία ή σε υπάρχοντα έντυπα των Συλλόγων, Αδελφοτήτων και Κοινοτήτων, ελληνικά και αγγλικά αν είναι δυνατόν, τα οποία θα διανέμονται δωρεάν στα μέλη και στο κοινό, για την πληροφόρησή τους. Έτσι, θα κερδιθεί χρόνος στο θέμα πληροφόρησης, γιατί δε θα ασχοληθούμε με τη συγγραφή άρθρων γενικού περιεχομένου στις εφημερίδες, που συνήθως δεν διαβάζονται, αλλά θα δώσουμε απλά, λίγα και συγκεκριμένα στοιχεία πάνω σε  συγκεκριμένα θέματα ή καλύτερα σε συγκεκριμένα ερωτήματα, που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι Έλληνες μετανάστες στους χώρους δουλειάς απ’ τους Σλαβομακεδόνες συναδέλφους τους, ώστε να μην φεύγουν εκείνοι ικανοποιημένοι απ’ την άγνοιά μας αλλά να πείθονται απ’ τη συγκεκριμένη, σαφή και αδιαφιλονίκητη κατά το δυνατόν απάντησή μας. Έτσι κι εκείνους θα αποστομώσουμε και το δικό μας ηθικό θα αναπτερώσουμε, αποκτώντας εμπιστοσύνη στις γνώσεις μας και στην ικανότητά μας να τις εξωτερικεύουμε, για να περάσουμε έτσι στην επίθεση, ώστε να τους αποδυναμώνουμε με την πειθώ και να τους αφοπλίζουμε με την αλήθεια.
Ταυτόχρονα όμως, να τους απλώνουμε φιλικά και με θέρμη το χέρι κι αντί να τους απωθούμε να τους προσελκύουμε. Ας μην ξεχνούμε, πως εκείνο που καθορίζει την Εθνική συνείδηση δεν είναι μόνο η γλώσσα. Αυτή είναι ένα φαινομενικό γνώρισμα μόνο. Στα Ψαρά σκοτώθηκαν 1500 Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες. Στα Δερβενάκια πολέμησαν αντάμα με τον Κολοκοτρώνη Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες. Εφτά στρατηγοί του γέρου του Μοριά ήταν Μακεδόνες. Ο καπετάν Κότας δεν μιλούσε ελληνικά. Έλληνες της Μικρασίας και του Πόντου δεν μιλούσαν ελληνικά. Ήταν, όμως, Έλληνες, γιατί κατά βάθος ένιωθαν Έλληνες.
Σήμερα, πρέπει να παραδεχτούμε πως οι παραπλανημένοι Σκοπιανοί ρωτούν κι εμείς δεν απαντούμε. Γιατί οι ερωτήσεις τους είναι επιλεγμένες κι εμείς είμαστε ακατατόπιστοι. Κι όταν σιωπούμε μπροστά σε άλλους, οι άλλοι αυτοί τάσσονται με το μέρος εκείνου που έχει την απάντηση, άσχετα πόσο σωστή και ιστορικά βεβαιωμένη είναι.
Βέβαια, εδώ θα απαιτηθούν και κάποια χρήματα, τουλάχιστον για την έκδοση και κυκλοφόρηση των πληροφοριακών αυτών εντύπων. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να συμβάλει το Εθνικό κέντρο αλλά να συνεισφέρουν και οι κάθε είδους Σύλλογοι των μεταναστών απ’ τα ταμεία τους, γιατί πρόκειται για Εθνικό θέμα υψίστης σημασίας, σπουδαιότερο κι απ’ τον έρανο για την αγορά κάποιου πολεμικού καραβιού. Για το σκοπό αυτό, όμως, θα πρέπει να υπάρξει στενή και απόλυτη συνεργασία όλων των πραγματικά ενδιαφερόμενων μερών και οι κοινές προσπάθειες να συντονίζονται από ένα κοινό συντονιστικό για κάθε χώρα όργανο κι ίσως κι ένα κοινό για όλες μαζί, που θα αποτελεστεί από μετανάστες της χώρας αυτής, που ζουν από κοντά και γνωρίζουν τα πράγματα.
Αν η πρόταση αυτή υιοθετηθεί, είμεθα σε θέση να εισηγηθούμε, αν μας ζητηθεί, περισσότερες επ’ αυτού οργανωτικές λεπτομέρειες και τρόπους εφαρμογής και δράσης.
Ελπίζω πως οι Παμπιερείς δε θα συνθέσουν άρνηση με τη στάση τους αλλά θα πάρουν θέση και θα αποτελέσουν πρωτοπορεία στην ουσιαστική αντιμετώπιση του σπουδαίου αυτού Εθνικού προβλήματος.

Καλοκαίρι 1991                                                 Ευχαριστώ
                                                                             Αλέκος Αγγελίδης



ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ – ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Το σημερινό μας θέμα έχει τίτλο ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ – ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
 Επειδή, όμως, δε θα αναφερθούμε στην ιδιαίτερη δομή και στις επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος εκείνου, γι’ αυτό, ίσως θα έπρεπε να διευρυνθεί κάπως
ΚΑΙ Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΗ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Και προσθέτω το όνομα Καλλέργης

Η ιστορία των σχολείων μας λέει, ότι ο Δημήτριος Καλλέργης ήταν ένας καλός πατριώτης, ένας γενναίος αξιωματικός και ένας ηρωικός αγωνιστής στη διάρκεια των αγώνων για την απελευθέρωση της Ελλάδας απ’ τον τουρκικό ζυγό.
Πραγματικά, ο Καλλέργης παίρνει μέρος σ’ όλους σχεδόν τους απελευθερωτικούς αγώνες που επακολουθούν μετά την επανάσταση του 1821, έως ότου η νότιος Ελλάδα αποκτήσει την ανεξαρτησία της και φυσικά αποκατασταθεί σε Κράτος ελεύθερο και αυτόνομο.
Στη δημιουργία της πολιτικής οντότητας και ανεξαρτησίας και στην αποκατάσταση της κρατικής αυτονομίας του νεοϊδρυθέντος κράτους, παίζει το ρόλο του και ο Καλλέργης, σαν προσωπικότητα της εποχής.
Βέβαια, η αυτονομία της Ελλάδας είναι σχετική και τα όρια της λέξης ‘’αυτονομία’’ στενεύουν αφάνταστα, αν ληφθεί υπόψη η Βαυαρική κηδεμονία, με την επιβολή της ξενοκρατικής αντιβασιλείας του Άρμασμπεργκ και την εγκαθίδρυση της αυταρχικής δυναστείας του Όθωνα.
Επίσης, ο ρυθμιστικός ρόλος των τριών ‘’Προστάτιδων Δυνάμεων’’ και οι επεμβάσεις τους σε όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα, που αφορούν τη ζωή του νέου κράτους, περιορίζουν ασφυκτικά την αυτονομία και την ανεξαρτησία του.
Οπωσδήποτε, όμως, η τουρκική τυραννία και ο οθωμανικός ζυγός έχουν αποτιναχθεί από ένα μέρος της Ελλάδας και ο ελληνικός λαός (και ο ελευθερωμένος και ο ακόμα υπόδουλος) αισθάνεται περήφανος για το κατόρθωμά του αυτό.
Οι ‘’Μεγάλες Δυνάμεις’’, ύστερα από το εκδηλούμενο μεγάλο ενδιαφέρον από μέρους των λαών τους, για τον ηρωικό αγώνα των σκλαβωμένων Ελλήνων, με τα πρωτάκουστα κατορθώματά τους για λευτεριά, αναγκάζονται να πάρουν θέση στην εποική πάλη των αγωνιζόμενων Ελλήνων και με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827) και τις συνθήκες Πόρου (12 Δεκεμβρίου 1828), Λονδίνου (10 Μαρτίου 1829) και Ανδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου 1829), να συντελέσουν, ώστε να αποκτήσουν ελεύθερη και πάλι πατρίδα τα ηρωικά ‘’Παλικάρια της Κλεφτουριάς’’, οι αποδειγμένοι πλέον πραγματικοί και αντάξιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.
Ταυτόχρονα, όμως, κάθε μια απ’ τις ‘’Προστάτιδες’’ αυτές δυνάμεις, προσπάθησε αμέσως να επηρεάσει τη ζωή του νέου κράτους και να δέσει στο άρμα της το ματωβαμμένο και πολυβασανισμένο αυτό ελληνικό χώρο, να τον κάνει εξάρτημά της και κάθε μια με τον τρόπο της, να του επιβάλει τις θελήσεις της, υποστηρίζοντες έτσι τα συμφέροντά της και μόνο αυτά, σε βάρος της πολυτυραννισμένης πατρίδας μας.
Στη διαμάχη αυτή μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, για την επιβολή των θελήσεων της μιας επί της άλλης, όσον αφορά την Ελλάδα και στη δίνη των δολοπλοκιών για την εδραίωση των συμφερόντων τους στον τόπο μας, παρασύρθηκαν και πολλοί Έλληνες επιφανείς οπλαρχηγοί (θύματα της πολιτικής τους απειρίας), καθώς και οι νεοφερμένοι πολιτικοί, οι οποίοι με την πλήρη γνώση τους ή και μερική άγνοιά τους, πήραν θέση στο πλευρό των ξένων πρεσβευτών και, ενεργώντας ο καθένας καθ’ υπόδειξη του προστάτη του, ταλαιπώρησαν ακόμα περισσότερο τον επί 400 χρόνια δεινά ταλαιπωρούμενο ελληνικό λαό.
Έτσι, δημιουργήθηκαν τα πρώτα κόμματα στην Ελλάδα: Το Αγγλικό ή το κόμμα των Μπαρλαίων με  το Μαυροκορδάτο, το Γαλλικό ή το κόμμα της Μοσχομάγκας με τον Κωλλλέτη και το Ρωσικό ή το κόμμα των Ναπαίων με το Μεταξά και τον Κολοκοτρώνη.
Στις ομάδες αυτές προσχώρησαν κι άλλοι μικρότεροι οπλαρχηγοί και διάφοροι πολιτικοί, ο καθένας με τους οπαδούς και τους φίλους του κι έτσι διαιρέθηκε ο ελληνικός  λαός σε τρεις διαφορετικές φατρίες.
Σταμάτησε μεν επίσημα πλέον ο αγώνας κατά των Τούρκων, άρχισε, όμως, ένας άλλος  αγώνας, ο αγώνας της κομματικής επικράτησης.
Με αφορμή την ατεκνία του Όθωνα και κατά συνέπεια την ανυπαρξία διαδόχου στη νεοϊδρυθείσα ελληνική δυναστεία, δημιουργήθηκαν νέες προστριβές μεταξύ των τριών Προστάτιδων Δυνάμεων, όσον αφορά το μέλλοντα διάδοχο του θρόνου.
Οι προστριβές αυτές έγιναν οξύτερες, ύστερα απ’ τις διατυπώσεις του άρθρου 40 του Συντάγματος του 1844, το οποίο θέλει το διάδοχο του ελληνικού θρόνου να ασπαστεί το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα και να ανατραφεί σύμφωνα μ’ αυτό, πριν ανεβεί στο θρόνο.
Η κάθε μια απ’ τις Προστάτιδες Δυνάμεις προσπάθησε να επιβάλει ως διάδοχο του ελληνικού θρόνου πρίγκιπα της δικής της δυναστείας ή ευνοούμενό της, αντίθετα με το παραπάνω άρθρο 40 και παρά τη συνθήκη του Λονδίνου (1830), η οποία προέβλεπε, ότι στον ελληνικό θρόνο δε θα πρέπει να ανεβεί βασιλιάς προερχόμενος απ’ τις δυναστείες των Προστάτιδων Δυνάμεων.
Έτσι, άρχισαν οι διαβουλεύσεις και οι δολοπλοκίες, οι φανερές και κρυφές κινήσεις για την επιβουλή του α’ ή του β’ ξένου πρίγκιπα, σα διαδόχου του θρόνου.
Το καθένα απ’ τα τρία ελληνικά κόμματα πήρε τώρα και κάποια θέση δίπλα στην ‘’προστάτιδα δύναμη’’ απ’ την οποία εξαρτάται και κατευθύνεται και κατά συνέπεια ένας βαθύτερος και οξύτερος διχασμός επήλθε ανάμεσα στον ελληνικό λαό.
Κατά το πνεύμα της εποχής, ο θεσμός της βασιλείας ήταν σχεδόν παραδεχτός  απ’ όλους τους Έλληνες.
Πολλοί, όμως, δυσαρεστήθηκαν με την αυταρχικότητα των Βαυαρών και την απολυταρχικότητα του Όθωνα, με τον παραμερισμό και τη σχεδόν τέλεια περιφρόνηση των αγωνιστών, την πρωτοφανή τακτική των αυλοκολάκων και των ισχυρών της εποχής, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν διάφορες σοβαρές και έντονες δυσαρέσκειες, οι οποίες κατά κύριο λόγο στρέφονταν εναντίον της ξενοκρατίας κατ’ αρχή και του Όθωνα κατόπι, τον οποίο θεωρούσαν και σαν υπεύθυνο της κακοδαιμονίας του τόπου.
Κατά συνέπεια, το κύρος της μοναρχίας και του Όθωνα κλονίστηκε και σημειώθηκαν αντιμοναρχικές τάσεις.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (7 Μαΐου 1932), το οποίο εγκαθίδρυσε η μοναρχία   και έφερε τον Όθωνα στην Ελλάδα, έπρεπε ο νέος μονάρχης να παραχωρήσει Σύνταγμα στη χώρα και να κυβερνά συνταγματικά. Ο Όθωνας, όμως, δεν ήθελε να δοθούν συνταγματικές ελευθερίες και δικαιώματα στο λαό, γιατί αυτό συνεπάγονταν περιορισμό των δικών του απολυταρχικών εξουσιών.
Σ’ αυτό έβρισκε υποστηριχτή και ενισχυτή και τον πατέρα του Λουδοβίκο, αυτοκράτορα της Βαυαρίας, του πιο ισχυρού γερμανικού κράτους της εποχής.
Οι ‘’Προσπάτιδες Δυνάμεις’’, παρ’ ότι συνιστούσαν κατά καιρούς στον Όθωνα την κάποια παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριών προς το λαό, όπως προκύπτει από επιστολές του Γκιζώ, του Αβερδίνου, του Ράσελλ, του Πισκατόρυ, του Θουβενίλ και άλλων, δεν επέμεναν σ’ αυτό, αφ’ ενός μεν, γιατί δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους σε ότι πρότειναν, αφ’ ετέρου δε, γιατί  δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τη Βαυαρία, την οποία προτιμούσαν να έχουν φίλη παρά πολέμια σε άλλα ευρύτερα συμφέροντά τους στην Ευρώπη και στην Ασία.
Στο μεταξύ, όσο ο καιρός περνούσε, τόσο και οι δυσαρεστημένοι απ’ την όλη πολιτεία του Όθωνα Έλληνες γίνονταν περισσότεροι και ενισχυμένοι απ’ τις παντοειδείς διοικητικές παραβάσεις, οικονομικές ατασθαλίας και καταφανείς διακρίσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, συμπυκνώθηκαν και η φωνή τους άρχισε να ακούγεται πιο έντονη και πιο δυνατή.
Με πρωτοπόρο, λοιπόν, το μεγάλο αγωνιστή, τον αγνό πατριώτη και πραγματικά καθαρό δημοκράτη και γνήσιο Έλληνα Ιωάννη Μακρυγιάννη, συνιστάται μυστική εταιρία με σκοπό τον εξαναγκασμό του Όθωνα για την παραχώρηση Συντάγματος.
Ο αγράμματος αγωνιστής αλλά θερμός πατριώτης, ο ευθύς και αγέροχος δημοκράτης Μακρυγιάννης, άρχισε μυστικά να ορκίζει τους φιλελεύθερα σκεπτόμενους Έλληνες, μέσα και έξω απ’ το Κράτος. Και, όπως τους εμψύχωνε με πατριωτικά λόγια στον πόλεμο, έτσι τους εμψύχωνε και τώρα με λόγια θερμά για Σύνταγμα και δημοκρατικές ελευθερίες, για ισοπολιτεία και δικαιοσύνη.
Ανάμεσα στους μυημένους απ’ το Μακρυγιάννη είναι και ο συνταγματάρχης, διοικητής τότε του ιππικού των Αθηνών, Δημήτριος Καλλέργης.
Ο Δημήτριος Καλλέργης γεννήθηκε στην Κρήτη το 1803. Σπούδασε στην Πετρούπολη και στη Βιέννη και, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πήρε μέρος στους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνες του 1821. Το 1825 ανέθεσαν οι οπλαρχηγοί τον αγώνα σ’ αυτόν και στον Ιταλό φιλέλληνα Giancinto Di Collegno την άμυνα του φρουρίου του Νέου Ναυαρίνου. Δυστυχώς, ο Ιμπραΐμ πασάς, με πολυάριθμες δυνάμεις, κατέλαβε το οχυρό και ο Καλλέργης νικημένος ενώθηκε με τον Καραϊσκάκη. Το 1827, στη μάχη του Φαλήρου, όπου πολέμησε σαν αρχηγός αποσπάσματος Κρητών μαζί με τους οπλαρχηγούς Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους, πιάστηκε αιχμάλωτος απ’ τους Τούρκους. Υπέφερε πολλά ‘’και θα τον χαλνούσαν τον καημένο τον Καλλέργη,’’ γράφει ο Μακρυγιάννης, αν δεν τον εξαγόραζαν απ’ τον Ιμπραΐμ πασά οι οπλαρχηγοί πληρώνοντας πολλά λύτρα.
Αργότερα συνυπηρέτησε με το φιλέλληνα συνταγματάρχη βαρώνο Φαβιέρο και κατόπι βρέθηκε στον κύκλο του Καποδίστρια. Το 1843 είναι συνταγματάρχης διοικητής του ιππικού της πρωτεύουσας.
Η ιστορία των σχολείων μας τον παρουσιάζει σαν τον εμπνευστή, τον αρχηγό και τον πρωτοστάτη της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Σαν το δημιουργό του Συντάγματος του 1844 και λίγο-πολύ σαν τον πρώτο Έλληνα δημοκράτη τουλάχιστον της εποχής του.
Χωρίς να θέλουμε να παραγνωρίσουμε ούτε και κατά κεραία τη συμβολή του Καλλέργη στους απελευθερωτικούς αγώνες της Ελλάδας, θα εξετάσουμε το ρόλο που έπαιξε κατά την 3η Σεπτεμβρίου, τη δράση του ύστερα απ’ αυτή, καθώς και τη μετέπειτα πολιτεία του, για να δούμε το πολιτικό ήθος και τη δημοκρατικότητα του ανδρός, τη σταθερότητα του χαρακτήρα του, την ποιότητα των πολιτικών του ιδεών και το βάθος των πολιτικών του αρχών, για να δικαιολογήσουμε ή να ψέξουμε τη μέχρι τώρα στάση των διαφόρων ιστορικών απέναντί του.
Ο ιστορικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο των Αθηνών κατά τις αρχές του αιώνα Παύλος Καρολίδης, στο βιβλίο του ‘’Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής από του 1821 μέχρι 1921,’’ γράφει πως ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης έλεγε, ότι είχε συμμαχίσει με τον τότε Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα ναύαρχο Λάιονς και με τη δική του, αν όχι υποστήριξη, τουλάχιστον ανοχή, ήθελε ο Καλλέργης προ της 3ης Σεπτεμβρίου, όχι απλώς Σύνταγμα, αλλά κατά βάθος σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης, με σκοπό την εξέταση του πολιτεύματος γενικότερα.
Βέβαια, αυτό κατ’ αρχή ίσως ληφθεί σαν υπερδημοκρατική ενέργεια του Καλλέργη, σαν επιθυμία και προσπάθεια κατάργησης της μοναρχίας και ανακήρυξης δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Ο ίδιος, όμως, ιστορικός μας λέει, ότι ο Λάιονς και η μοναρχική Αγγλία, σε καμιά περίπτωση θα δέχονταν κατάργηση της βασιλείας και αντικατάστασή της με δημοκρατία, γιατί αυτό, ούτε συνέφερε στην Αγγλία, ούτε και θα γινόταν παραδεχτό από καμιά άλλη μεγάλη δύναμη της τότε Ευρώπης, όπου παντού υπήρχαν μοναρχικά πολιτεύματα.
Απ’ αυτό λοιπόν και μόνο προκύπτει καθαρά, ότι ποτέ δεν συνεβλήθη ο Λάιονς με τον Καλλέργη σοβαρά και πραγματικά, για την ανατροπή της μοναρχίας και εγκαθίδρυση δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το μόνο που επιδίωκε ίσως ο Λάιονς, ενθαρρύνοντας πιθανώς τον Καλλέργη σε μια αντιοθωνική και όχι αντιμοναρχική κίνηση, απέβλεπε στο να κλονίσει το γόητρο της Βαυαρικής δυναστείας και με τον καιρό να αντικαταστήσει τον Όθωνα με Άγγλο, τον πρίγκιπα Αλφρέδο, τον οποίο προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φέρει στην Ελλάδα η αγγλική πολιτική.
Μια τέτοια, λοιπόν, κίνηση, στην οποία ίσως ωθούνταν ο Καλλέργης, συνέπιπτε με τις γενικότερες προσπάθειες και επιδιώξεις της Αγγλίας.
Αντίθετα απ’ τους ισχυρισμούς του Καλλέργη, η Εγκυκλοπαίδεια Μπρετάνικα μας λέει, ότι ο Καλλέργης ήταν μεν προσωπικός ανταγωνιστής και πολέμιος του Όθωνα, όχι όμως και της μοναρχίας και ότι βοήθησε και συντέλεσε κατά την επανάσταση του 1943, ώστε να σωθεί ο θρόνος και η δυναστεία.
Το ίδιο ακριβώς υποστηρίζει και ο Finley, καθώς και άλλοι Νεοέλληνες ιστορικοί. (Ο Κορδάτος, ο Βουρνάς, ο Ζεύγος κλπ.). Η αντίθεση δε του Καλλέργη προς τον Όθωνα παίρνει συγκεκριμένη κάπως μορφή και εκδηλώνεται, όπως θα δούμε παρακάτω, μετά την 3η Σεπτεμβρίου και πολύ ύστερα απ’ αυτή.
Άρα, δεν είχε σταθερές αντιμοναρχικές πεποιθήσεις και γνήσιες δημοκρατικές αρχές ο συνταγματάρχης και στην ουσία, εμπόδισε έμεσα στην ολοκλήρωση και στην  περαιτέρω εξέληξη μιας επανάστασης, όπως θα την ήθελε ένας πραγματικά ιδεολόγος δημοκράτης.
Επομένως, ο Καλλέργης, επηρεαζόμενος απ’ την επιτυχία της 3ης Σεπτεμβρίου και ηδονιζόμενος απ’ το σφετερισμό της αίγλης της ιστορικής ημέρας, ξεφεύγει τα όρια της πραγματικότητας και περιαυτολογεί, όταν αυτοπροβάλλεται εκ των υστέρων, σα μοναδικός και γνήσιος δημοκράτης και ισχυρίζεται πως είναι ο μόνος κύριος δημιουργός της επανάστασης.
Επίσης, τα όρια της πραγματικότητας ξεφεύγουν και οι διάφοροι ιστορικοί  απομακρύνονται πάρα πολύ απ’ την αλήθεια, όταν σκόπιμα και συστηματικά προσπαθούν να τον επιβάλουν στις συνειδήσεις των μεταγενέστερων σαν ήρωα και αυτουργό της επανάστασης, παραμερίζοντας έτσι τους πραγματικούς πρωτεργάτες του κινήματος. Το ότι πραγματικά περιαυτολογεί ο Καλλέργης και μιλάει εγωιστικά για το άτομό του, ζητώντας να δρέψει όλη τη δόξα της 3ης Σεπτεμβρίου μόνον αυτός, ενισχύει και το γεγονός, ότι και ο παραπάνω αναφερθείς καθηγητής Καρολίδης στην ιστορία του και ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αποδείχνουν ότι πρωτεργάτης και πατέρας της 3ης Σεπτεμβρίου είναι ο Μακρυγιάννης.
Ο άδολος αυτός αγωνιστής, που, βγαλμένος απ’ το λαό, αγωνίζεται για το λαό, αρχίζει από το 1840 με ιδιαίτερο ζήλο και μυστικότητα την οργάνωση μέσα στο λαό  συνταγματικής και αντιβαυαρικής μυστικής Εταιρίας.
Και, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί, κάνει μέλη πλήθος μικροκαπεταναίους, βρίσκεται σε επαφή με τους αγρότες της Αττικής, συνδέεται με τους ‘’πρωτοσυναφτσήδες’’ της Αθήνας, που κινούν τα συνάφια και είναι αρματωμένοι . . . κλπ. κλπ..
Ο Παπαρρηγόπουλος στην ‘’Επίτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους’’ θεωρεί μάλλον σαν πρωτοεμπνευστές της ιδέας της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου τους δυο Ανδρέηδες, Μεταξά και Λόντο και όχι τον Καλλέργη, παραδεχόμενος μάλιστα πως: ‘’Εκ των πρώτων προσεχώρησεν ο γηραιός στρατηγός του αγώνος Μακρυγιάννης, ο οποίος είχε μεγάλην επιρροήν εις τα παλιά παλικάρια . . . κλπ.. ‘’ Και αυτός δε ο Παραρρηγόπουλος φέρνει τον Καλλέργη ‘’ως μετέπειτα προσχωρήσαντα και ορκισθέντα’’ στην Εταιρία.
Ο Καλλέργης, όμως, αρνείται ότι μυήθηκε στην κίνηση της 3ης Σεπτεμβρίου και ότι ορκίστηκε απ’ το Μακρυγιάννη.
Το ότι, όμως, αναμφισβήτητος αρχηγός ήταν ο Μακρυγιάννης αποδεικνύεται καθαρά και απ’ το γεγονός ότι, μετά την επικράτηση της επανάστασης ανατέθηκε στο Μακρυγιάννη και όχι στον Καλλέργη η σύνταξη του καταλόγου των υπουργών του πρώτου συνταγματικού, ας πούμε, Υπουργείου.
Αυτό το αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος στην ιστορία του, το γράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, χωρίς να διαψεύδεται από κανένα, το επιβεβαιώνει ο Αλέξανδρος Σούτσος στα γραφόμενά του: ‘’Η Ημέρα της 3ης Σεπτεμβρίου’’ και το επισφραγίζει ο Οδυσσέας Ιάλεμος στον επικήδειο του Μακρυγιάννη, όπου ορθά ονομάζει το γεροστρατηγό αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή της 3ης Σεπτεμβρίου.
Επίσης, παρόμοιες επιβεβαιώσεις βρίσκουμε και στον επιτάφιο που εκφώνησε ο Αναστάσιος Γούδας, καθώς και στο εμπνευσμένο ποίημα που απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος στην κηδεία του Μακρυγιάννη.
Η σύνταξη, λοιπόν, του καταλόγου του νέου Υπουργείου απ’ το Μακρυγιάννη, χωρίς καμία διαμαρτυρία από μέρους του στρατού και του λαού και η αδιαμαρτύρητη επίσης παραδοχή του καταλόγου αυτού απ’ όλους τους σημαίνοντες πολιτικούς αρχηγούς και κομματάρχες και απ’ αυτόν τον Όθωνα, επιβεβαιώνει αδιάσειστα πλέον το γεγονός, ότι αρχηγός και ψυχή της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν ο Μακρυγιάννης και όχι ο Καλλέργης.
‘’Τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου,’’ μας λέει ο ιστορικός Καρολίδης, ο οποίος τάσσεται καταφανέστατα υπέρ της μοναρχίας και του Όθωνα, ‘’ο συνταγματάρχης Μακρυγιάννης παρουσίασε τον ονομαστικό αυτού κατάλογο εκ μέρους του στρατού και του λαού εις το Συμβούλιον της Επικρατείας κλπ..’’
Την τιμή αυτή του αρχηγού ονειρευόμενος ίσως και εποφθαλμιώντας, πριν ακόμα απ’ την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου, ο Καλλέργης θέλησε να την αμφισβητήσει και να την ιδιοποιηθεί τώρα με την επικράτηση της επανάστασης.
Η αλήθεια για την αρχηγία του Μακρυγιάννη αποδεικνύεται επιπλέον και από τις αποκαλύψεις που έκανε αργότερα ο Μακρυγιάννης, όταν κατηγορήθηκε ψευδώς για προσωπική συνομωσία εναντίον του Όθωνα και αναγκάστηκε, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να αποκαλύψει και να δημοσιεύσει τον όρκο της 3ης Σεπτεμβρίου και άλλα αποδεικτικά έγγραφα.
Τον Αύγουστο του 1843, συναντά ο Μακρυγιάννης στο παζάρι των Αθηνών τον Καλλέργη. Του μιλάει για λίγο και του ζητάει να πάει στο σπίτι του, για να τα πούνε καλύτερα.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Καλλέργης πήγε στο σπίτι του Μακρυγιάννη, ο οποίος του μίλησε με απλά αλλά ψυχωμένα πατριωτικά λόγια για τα δεινά που διέρχεται η πατρίδα απ’ την ξενοκρατία και την ξένη δυναστεία. ‘’Όμως, δεν τού ‘δειξα τον όρκο και τις υπογραφές, γιατί είχε ξένες σκέσεις,’’ μας λέει ο Μακρυγιάννης.
Αυτό αποδεικνύει, ότι ο Καλέργης δεν ήταν σίγουρος χαρακτήρας με σταθερές αρχές και πεποιθήσεις.
Η Εταιρία θέλησε μάλλον να τον χρησιμοποιήσει λόγω της θέσης που κατείχε στη φρουρά της Αθήνας.
Το ότι ορκίστηκε απ’ το Μακρυγιάννη, το επιβεβαιώνει και σχετικό άρθρο, που δημοσίευσε η εφημερίδα ‘’Φίλος του Λαού’’ στις 20 Απριλίου 1844.
Ο Καλλέργης, αρνούμενος το γεγονός αυτό και επιμένοντας στις απόψεις του, δημοσίευσε άλλο άρθρο στην ‘’Ελπίδα’’ την ίδια εποχή, με αντίθετο περιεχόμενο.
Την άλλη μέρα, μετά τη συνάντησή τους στο παζάρι της Αθήνας, συνάντησαν και οι δυο μαζί, Μακρυγιάννης και Καλλέργης, το Σπύρο Μήλιο, που ήταν διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και συζήτησαν σχετικά για την Εταιρία. ‘’Τους πήρα και πήγαμε στην εκκλησία,’’ λέει ο Μακρυγιάννης. Και κει φαίνεται, ενώπιον Θεού έδωσαν το λόγο τους. Δε θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς ο Μακρυγιάννης, σα γνήσιος πατριώτης και καλός χριστιανός που ήταν. Τρία πράγματα αγάπησε περισσότερο στη ζωή του. Την ιδανική κι ελεύθερη πατρίδα, τον πραγματικό χριστιανισμό και την αλήθεια.
Μετά, συναντήθηκαν με το Μεταξά, το Σκαρβέλη και άλλους. Ορίστηκε και επιτροπή απ’ το Μακρυγιάννη, Μεταξά και Καλλέργη, για να κανονίσουν πότε και πώς θα γίνει το κίνημα. Αποφασίστηκε δε απ’ την επιτροπή, να κινηθούν το βράδυ της 1ης προς τη 2η Σεπτεβρίου και να εφαρμόσουν το σχέδιο του Μακρυγιάννη.
Κατά το σχέδιό του ο Μακρυγιάννης, με ανθρώπους του που θα συγκέντρωνε στο σπίτι του, θα άρχιζε τη νύχτα τους πυροβολισμούς. Στο άκουσμα των πυροβολισμών, ο Καλλέργης με το ιππικό και ο Σκαρβέλης με το πεζικό θα κατευθύνονταν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη, δήθεν για να δουν τι συμβαίνει και από κει όλοι μαζί μετά ενωμένοι και με το λαό, που θα ξεσηκώνονταν με κωδωνοκρουσίες, όπως είχε κανονίσει από πριν ο Μακρυγιάννης, θα πήγαιναν στο παλάτι.
Εδώ ο στρατός και ο λαός από κοινού θα απαιτούσαν απ’ τον Όθωνα Σύνταγμα.
Ενώ, όμως, την κανονισμένη ώρα ο Μακρυγιάννης οργανώθηκε κι έβαλε μπρος, κατά το σχέδιο, πυροβολώντας κλπ., ο Καλλέργης, βλέποντας φαίνεται ότι έτσι αναμφισβήτητα η όλη υπόθεση θα φανεί καθαρά πως είναι έργο του Μακρυγιάννη, παρέσυρε και το Σκαρβέλη και δεν κινήθηκαν το βράδυ εκείνο, αθετώντας έτσι το λόγο τους και εκθέτοντας τον αρχηγό τους και τους άλλους συντρόφους τους σε μεγάλο κίνδυνο.
Στο άκουσμα των συνεχών πυροβολισμών κατά τα ξημερώματα και προδομένη όλη η υπόθεση στους κυβερνητικούς απ’ τον προύχοντα Καλλιφρονά, όπως πολλοί ιστορικοί παραδέχονται, η κυβέρνηση κινήθηκε και πολλοί χωροφύλακες με το μοίραρχο Τζήνο κύκλωσαν το σπίτι του Μακρυγιάννη.
Ο Μακρυγιάννης βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Έρχονται, όμως, δυο ορκισμένοι στην Εταιρία σύντροφοί του γιατροί, ο Ανδρέας Ζυγομαλάς και ο Αλέξανδρος Παλαιολόγου Βενιζέλος. Μ’ αυτούς ο Μακρυγιάννης ειδοποίησε τον Καλλέργη και το Μεταξά, για την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν αυτός και οι σύντροφοί του και για την απιστία που του κάνουν με την αδιαφορία τους και την αδράνειά τους τις κρίσιμες αυτές στιγμές και επιμένει να κινηθούν όλοι οπωσδήποτε και αμέσως. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση ενισχύει την πολιορκία του Μακρυγιάννη με ακόμα δυο τάγματα Σπαρτιατών.
Ο Μακρυγιάννης ανθίσταται. Πολεμά, προσεύχεται και ετοιμάζει τη διαθήκη του. Τελικά, το βράδυ της 2ης προς 3η Σεπτεμβρίου, ύστερα από πιέσεις και άλλων ορκισμένων συντρόφων, κινήθηκε ο Καλλέργης με το Σκαρβέλη και πήγαν στο παλάτι.
Εδώ ο ιστορικός μας λέει, ότι ο Μακρυγιάννης μίλησε στο λαό και ο λαός υπακούοντας στα λόγια του, απέφυγε κάθε ασχήμια και συγκεντρωμένος βροντοφώναζε το σύνθημα ‘’Σύνταγμα’’ ‘’Σύνταγμα.’’
Και άλλη, λοιπόν, επιβεβαίωση για την αναμφισβήτητη αρχηγία του Μακρυγιάννη. Δεν μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος ο Καλλέργης αλλά ο αρχηγός Μακρυγιάννης. Το ίδιο βράδυ, στρατός και λαός, διόρισαν το Μακρυγιάννη αρχηγό της Εθνικής Φρουράς της Αθήνας.
Αμέσως μετά την επανάσταση, ο Καλλέργης παρουσιάζεται στον Όθωνα, γονατίζει μπροστά του και του ζητά συγχώρεση για ό,τι έκανε. Αυτό το επιβεβαιώνει ο υπασπιστής του βασιλιά Γαρδικιώτης, ο οποίος ήταν παρών και το αναφέρει ο Καρολίδης στην ιστορία του.
Μετά την επιτυχία της επανάστασης, οι Αθηναίοι πολίτες σγκέντρωσαν χρήματα, για να κατασκευάσουν δυο σπαθιά. Ένα για το Μακρυγιάννη και ένα για τον Καλλέργη, σα δώρο της πόλης στους πρωτεργάτες της επανάστασης.
Επίσης, συγκεντρώθηκαν χρήματα, για να στηθεί τρόπαιο στο χώρο μπροστά στο σπίτι του Μακρυγιάννη, μια και η επανάσταση είχε αρχίσει από κει, παρ’ ότι ο ίδιος πρότεινε, το τρόπαιο να στηθεί στην πλατεία του παλατιού, εκεί όπου ο λαός συγκεντρώθηκε και, απαιτώντας απ’ τον Όθωνα Σύνταγμα, κατάφερε να νικήσει.
Ο Καλλέργης, όμως, κινούμενος από εγωισμό και φιλοδοξία και, κολακευόμενος απ’ τους καιροσκόπους της ημέρας, οι οποίοι, γνωρίζοντας τον κενόδοξο χαρακτήρα του, τον εξυμνούσαν, με σκοπό να αντλήσουν κι εκείνοι δύναμη απ’ την ενδεχόμενη επικράτησή του, κατάφερε εκ τους αφανούς, να γίνει ένα μόνο σπαθί γι’ αυτόν και να παραμεριστεί ο Μακρυγιάννης.
Το Μακρυγιάννη, όμως, δεν τον απασχολούν τέτοιου είδους μικρότητες. Οι στόχοι του είναι άλλοι, ανώτεροι και ευρύτεροι, ευγενέστεροι και γενικότεροι. Επίσης και το τρόπαιο εγκαταλείφθηκε, τα δε χρήματα τα έφαγε ο Λεβίδης, όπως λέει ο Μακρυγιάννης, εκδότης εφημερίδας και υμνητής του Καλλέργη.
Στις 22 Σεπτεμβρίου δόθηκε στον Καλλέργη το αναμνηστικό σπαθί. Το γεγονός, ότι ο Καλλέργης δέχτηκε να απονεμηθεί σπαθί μόνο σ’ αυτόν και ούτε καν διαμαρτυρήθηκε για την παράλειψη του Μακρυγιάννη, μαρτυρεί το ήθος και την κατωτερότητα του ανδρός. Ταυτόχρονα δε, δείχνει τον εγωισμό και τη φιλοδοξία του και επιβεβαιώνει τα λεγόμενα απ’ τον Παπαρρηγόπουλο, ότι ‘’ήτο κενόδοξος, εγωιστής, επιπόλαιος και φιλέκδικος,’’ όπως και αποδείχτηκε αργότερα. Επιπλέον, οι προσποιητές εύνοιες και οι πρόσκαιρες κολακίες, κατά το πνεύμα των ημερών εκείνων, διέφθειραν ακόμη περισσότερο τον ευάλωτο Καλλέργη και πίκραναν τον απλό και τίμιο Μακρυγιάννη, του οποίου ο αγνός πατριωτισμός και η άδολη φιλοτιμία του πληγώθηκαν, όχι τόσο απ’ την υποκλοπή της αδιαφιλονίκητα ανήκουσαν σ’ αυτόν δόξας της 3ης Σεπτεμβρίου, ούτε και απ’ τη σπόπιμη και άδικη παράλειψη απονομής και σ’ αυτόν αναμνηστικής σπάθης, όσο, βλέποντας να εκφυλλίζονται ακόμα στη γέννησή τους οι επιδιώξεις των αγώνων του και τα όνειρα της ζωής του, για μια πραγματικά ελεύθερη, καλοδιοικούμενη και ευτυχισμένη πατρίδα.
Στο μεταξύ, εκλέχτηκαν και αποστάλθηκαν στη Αθήνα πληρεξούσιοι απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και από τα μη απελευθερωμένα ακόμα ελληνικά τμήματα της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Κρήτης και στις 8 Νοεμβρίου 1943 άρχισαν οι εργασίες της Εθνικής Συνέλευσης, για τη σύνταξη του Συντάγματος.
Ταυτόχρονα και με υποδαύλιση και συμμετοχή και των ξένων πρεσβειών, αρχίζουν και οι παρασκηνιακές κινήσεις και δολοπλοκίες, για τη διαίρεση και φθορά των πληρεξουσίων. Κολακευτικές περιποιήσεις και συμπόσια γίνονται προς τον Καλλέργη και άλλους πληρεξούσιους της Συνέλευσης απ’ τις διάφορες κλίκες των πολιτικών και απ’ τους πρεσβευτές των ξένων κρατών και ιδίως της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι σκόπιμες αυτές περιποιήσεις και τα πλούσια και υστερόβουλα συμπόσια κατόρθωσαν να διχάσουν τους πρωτεργάτες της επανάστασης, να ενσπείρουν διχόνοιες και να ξεχαστεί ο σκοπός και το πνεύμα της 3ης Σεπτεμβρίου. Στη Συνέλευση δεν επικρατούσε τάξη και πότε εφαρμόζονταν και πότε όχι οι κανονισμοί, ανάλογα με τα συμφέροντα των ισχυρότερων φατριών.
Με πρόταση του Πετζάλη, πληρεξούσιου της Χαλκίδας και φίλου του Καλλέργη, η Συνέλευση, με ανοιχτή ψηφοφορία, διορίζει τον Καλλέργη φρούραρχό της, παραβιάζοντας έτσι προηγούμενή της, μόλις χθεσινή της απόφαση, η οποία είχε παρθεί, πάλι με εισήγηση του Πετζάλη, ότι προσωπικά θέματα θα αποφασίζονται μόνο με μυστική ψηφοφορία. Στις αλλοπρόσαλλες και υστερόβουλες αυτές ενέργειες του Πετζάλη μέσα στη Συνέλευση, παίρνοντας ο Μακρυγιάννης το λόγο, άρχισε με το: ‘’Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις’’.
Το διορισμό αυτό του Καλλέργη ενίσχυσαν και οι Κριεζώτης και Γρίβας, οι οποίοι, με τη σειρά τους, περίμεναν υποστήριξή του, ο καθένας για δικό του λογαριασμό, για να μπορέσουν να καταλάβουν την έδρα του Προέδρου της Συνέλευσης.
Με την ευκαιρία του διορισμού του Τρ. Νοταρά ως φρούραρχου της Συνέλευσης, ο Καλλέργης απέσπασε απ’ την κυβέρνηση περί τις 80  χιλιάδες δραχμές και με τα φαγοπότια και τα τραπέζια, με την ευκαιρία της 3ης Σεπτεμβρίου, ‘’ο βαφτισμένος σε όλα τα κόμματα, πότε στο Ρωσικό, πότε στο Γαλλικό και πότε στο Αγγλικό και, αφού προσκύνησε όλες τις παντιέρες, ανάλογα από πού μπορούσε να τραβήξει χρήματα, έγινε όργανο των ξένων πρεσβειών και ξέχασε την 3η Σεπτεμβρίου,’’ όπως μας λέει ο Μακρυγιάννης. Ασταθής δε όπως ήταν σα χαρακτήρας και κενός αρχών, δεν δίσταζε να παίρνει μονομερείς θέσεις, σ’ ότι αφορούσε στην ασφάλεια και στην τάξη της Συνέλευσης και ή να επιτρέπει στους πολίτες να επιτίθενται εναντίον των αντιφρονούντων πάνω σε συζητούμενα θέματα πληρεξουσίων ή να επιτίθεται και ο ίδιος με τους αξιωματικούς του εναντίον τους. Μάλιστα δε, επιτέθηκε και εναντίον των προ ημερών υποστηρικτών του, Κριεζώτη και Γρίβα, όταν ο συστηματικά καλλιεργούμενος φατριασμός διάβρωσε την τάξη της Συνέλευσης και δημιουργήθηκαν ταραχές σ’ αυτή.
Ύστερα απ’ αυτά, ο Κριεζώτης κι ο Γρίβας αναγκάστηκαν να πλησιάσουν το Μακρυγιάννη, ο οποίος, με τη συμπαράσταση και άλλων πληρεξουσίων, επενέβη και επανέφερε τον Καλλέργη και τους αξιωματικούς του στην τάξη. Ο καταρτισμός του Συντάγματος πλησίαζε προς το τέλος και η Συνέλευση, οδηγούμενη από εισηγήσεις και προτροπές φίλων του Καλλέργη, με το 13ο ψήφισμά της, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς τη φρουρά και τον αρχηγό της Καλλέργη, ‘’δια την ακριβή και μετ’ αμιμήτου πατριωτισμού εκπλήρωση των καθηκόντων των αποτελεσάντων την φρουράν της Συνελεύσεως,’’ όπως αναγράφεται στα σχετικά πρακτικά της. (Καρολ. τόμ. Γ σελ. 55). Επίσης, η Συνέλευση στην τελευταία της συνεδρίαση, το Μάρτιο του 1844, ψήφισε, τιμής ένεκεν, την πολιτογράφηση του Καλλέργη σ’ όλη την Ελλάδα.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1844, ο Καλλέργης έβαλε υποψηφιότητα στην Αττική, σαν εκπρόπωπος του κυβερνητικού κόμματος. Βέβαια, νομικά είχε το δικαίωμα να το κάνει, σαν πολίτης ολόκληρης της χώρας που ήταν, σύμφωνα με το παραπάνω ψήφισμα της Συνέλευσης. Το γεγονός, όμως, ότι ήταν στρατιωτικός διοικητής της περιοχής αυτής μέχρι και την ενδεκάτη ώρα πριν των εκλογών, θα δέσμευε ηθικά ένα δημόσιο άνδρα, ο οποίος μάλιστα αγωνίστηκε, υποτίθεται, για την εφαρμογή των νόμων και της δημοκρατικής ηθικής τάξης στο Κράτος. Αλλά το φιλόδοξο Καλλέργη και το κλονιζόμενο υπουργείο Μαυροκορδάτου δεν τους ενδιέφεραν και ούτε τους απασχολούσαν τέτοιου είδους ηθικότητες. Ο μεν επιδίωκε δόξα, οι δε ζητούσαν σανίδα σωτηρίας για την επικράτησή τους στις εκλογές.
Ο απλός και αγράμματος, όμως, λαός, πολλές φορές, τους αυτοπρόβλητους αρχηγούς του τους αμείβει κατά τα έργα τους. Στην Αθήνα οι εκλογές άρχισαν κατά το τέλος Αυγούστου και τελείωσαν στις 30 του ίδιου μήνα.
Προεκλογικά, στις 11 Ιουνίου, η αντιπολίτευση έκανε διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας και ο λαός συγκεντρώθηκε μπροστά στα ανάκτορα, φωνάζοντας ‘’Ζήτω το Σύνταγμα,’’ ‘’Κάτω το Υπουργείο.’’ Ο Καλλέργης κινητοποίησε τη στρατιωτική φρουρά της Αθήνας ενάντια στους διαδηλωτές. Επήλθε σύγκρουση στρατού και λαού με πολλούς τραυματίες. Όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός, κι ο ίδιος ο Καλλέργης κινδύνεψε να λιντσαριστεί απ’ το πλήθος. Σώθηκε και πάλι με την έγκαιρη επέμβαση του Μακρυγιάννη.
Άδικα ο Καλλέργης, με προκυρήξεις του προς το λαό της Αθήνας, προσπάθησε να δικαιολογήσει τη στάση του στρατού και να εκδηλώσει τη βαθιά του θλίψη για τα συμβάντα. Ο λαός πλέον ήταν εναντίον της κυβέρνησης. Μεγάλη δε ήταν η αφροσύνη της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου να προβάλει, ύστερα απ’ όλα αυτά, τον  Καλλέργη υποψήφιό της, όπως απέδειξαν τα αποτελέσματα των εκλογών.
Στην Αθήνα εκλέγηκαν 4 βουλευτές. Ο Κωλέττης με 2429 ψήφους, ο Καλλιφορνάς με 2332, ο Μεταξάς με 2133 και ο Βλάχος με 1784 ψήφους. Ο Καλλέργης πήρε 253 ψήφους και ο Μαυροκορδάτος πήρε 3 ψήφους στην Αθήνα και μία στον Πειραιά. Από ασυνεσία, λοιπόν, Μαυροκορδάτου – Καλλέργη η κυβέρνηση έχασε παταγωδώς τις εκλογές, όπως αναφέρει και ο Άγγλος ιστορικός της εποχής G. Finley.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1844, Καθαρά Δευτέρα, ο αυτοπαρουσιαζόμενος σαν υπέρ του δέοντος δημοκράτης, αυτός που δήθεν συνωμοτεί, όπως προαναφέρθηκε, με τον Άγγλο πρεσβευτή Λάιονς, όχι απλώς για Σύνταγμα, αλλά και για κατάλυση της μοναρχίας, παραθέτει γεύμα στο χώρο ανάμεσα Αδρηττού, Ολυμπιείου και Εννεακρούνου προς τιμή του βασιλιά και της βασίλισσας, οι οποίοι πάντοτε επισκέπτονται τη μέρα αυτή τους χώρους γύρω απ’ τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Η φρουρά, λοιπόν, της Αθήνας με τον αρχηγό της και πρωτεργάτη της 3ης Σεπτεμβρίου, όπως του άρεσε και κολακεύονταν να πιστεύει ο Καλλέργης, έστρωσε τράπεζαν, όπως λέει ο ιστορικός, με πλήθος πολυτελών νηστισίμων εδεσμάτων. Φιγουράριζαν δε πάνω στο τραπέζι δυο ασημένια ποτήρια με επίχρυσες επιγραφές: ‘’Τω συνταγματικώ βασιλεί της Ελλάδος Όθωνι, η φρουρά της πρωτευούσης’’ και ‘’ τη Συνταγματική βασιλίσση της Ελλάδος Αμαλία, η φρουρά της πρωτευούσης.’’
Οι βασιλείς κατέφθασαν με μεγάλη επισημότητα. Οι όχθες του Ιλισσού και οι γύρω χώροι, καθώς και οι πεδιάδες γύρω απ’ τον Ιλισσό ήταν κατάμεστοι από κόσμο. ‘’Παντού έβλεπέ τις τους ανθρώπους συνευθυμούντας,’’ έγραφε μια εφημερίδα της εποχής, ‘’εις μόνον δε το προς την δύσιν μέρος του ναού του Ολυμπίου Διός εφαίνετο λυπηρόν τω όντι θέαμα, προξενήσαν την μεγαλυτέραν προς τον λαόν κατάνυξιν και έσυρεν όλην σχεδόν την προσοχήν του πολυπληθούς κόσμου. Εκεί αναπετούσαν δύο μαύραι σημαίαι, περικυκλωμέναι από ανθρώπους σιωπηλούς, οι οποίοι ούτε έτρωγον ούτε έπινον, αλλά μόνον εκάπνιζον και ήσαν κατηφείς και συλλογισμένοι. Η μια των σημαιών έφερε επιγραφήν: ‘’Οι ξενηλατούμενοι Μακεδόνες,’’ η δε άλλη: ‘’Οι αδικηθέντες Κρήτες κατά την 3ην Φεβρουαρίου 1844’’. Και τούτο, γιατί ο σύντροφος του Καλλέργη πρωθυπουργός Μαυροκορδάτος καταπολέμησε στη Συνέλευση την αξίωση των εξ Ηπείρου, Θεσσαλίας και Κρήτης εποίκων Ελλήνων να έχουν και αυτοί δική τους αντιπροσώπευση στη Βουλή των Ελλήνων, η δε Συνέλευση καταψήφισε το αίτημά τους αυτό.
Το νέο υπουργείο Κωλέττη, που ανέλαβε στις 6 Αυγούστου 1844, εβάλετο καθημερινά απ’ την αντιπολίτευση και οι κατηγορίες διαδέχονταν η μία την άλλη, φτάνοντας στο σημείο να καταφέρονται ανοιχτά και εναντίον του Όθωνα, ότι ανέχεται τέτοιου είδους παραβάσεις και παρανομίες. Μάλιστα, κατηγορούσαν τον Κωλέττη (όχι και τελείως άδικα), ότι κυβερνά τόσο πολύ αυταρχικά, ώστε θέλει να καταργήσει και αυτό το Σύνταγμα, το οποίο στην πραγματικότητα το είχε κουρελιάσει.
Ο Κωλέττης, ύστερα απ’ τη μεγάλη του επιτυχία στις εκλογές, όπου πραγματικά οργίασε η παρανομία και η ανοιχτή καλπονόθευση, η οποία είχε ξεπεράσει και τις προηγούμενες του Μαυροκορδάτου, κυβερνάει απολυταρχικά και η όλη προσπάθεια στρέφεται, όχι στην ευνομία και στην πρόοδο του Κράτους, αλλά στην καραδίωξη και εξουδετέρωση των αντιπάλων του. Σαν αποτέλεσμα της επιδίωξής του αυτής είναι και η τοποθέτηση του Καλλέργη το 1845 στη θέση του επιθεωρητή του στρατού Ακαδημίας. Ο Καλλέργης, όμως, δεν δέχτηκε την τοποθέτηση αυτή, γιατί τη θεώρησε σαν εκδήλωση δυσμένειας. Ζήτησε άδεια απουσίας και έφυγε στην Ευρώπη.
Ο λαός διαμαρτύρεται για την αυταρχική διοίκηση το Κωλέττη, του δασκαλεμένου και εκπαιδευμένου στη βία απ’ την αυλή του Αλή πασά, που είχε για χρόνια υπηρετήσει και φωνάζει για την κατάφορη παραβίαση του Συντάγματος απ’ την κυβέρνησή του. Ο Κωλέττης, μέσα στην παραζάλη του αυταρχισμού του, στρέφεται και εναντίον των Σεπτεμβριανών και αυτού ακόμα του Συντάγματος, στη σύνταξη του οποίου κι αυτός έλαβε μέρος και μάλιστα σαν ένας απ’ τους 4 αντιπροέδρους της Συνέλευσης.
Με ανοχή, αν όχι και με υπόδειξη του Κωλέττη, συστήνεται μυστική Εταιρία απ’ το συνταγματάρχη Γεώργιο Ζέρβα Σουλιώτη, με σκοπό την εξόντωση των Σεπτεμβριανών και την ανατροπή του Συντάγματος.
Τον Απρίλιο του 1846 διαδίδεται, ότι κατά τις γιορτές του Πάσχα, με την ανοχή του Όθωνα, επρόκειτο να αποπειραθεί η Εταιρία να καταλύσει το Σύνταγμα. Τίποτα, όμως, δεν έγινε, γιατί οι Σεπτεμβριανοί ‘’πήραν τα μέτρα τους,’’ όπως λέει ο Μακρυγιάννης.
Πάντως είναι αλήθεια, ότι η κυβέρνηση απομάκρυνε απ’ την Αθήνα και περιόρισε στα νησιά τους αξιωματικούς της 3ης Σεπτεμβρίου, Σκαρβέλη και Ροδίνη. Επίσης, έπαυσε και τον καθηγητή της αρχαίας φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας του Πανεπιστημίου, Φραγκόσκο Πυλαρινό, τον οποίο και αντικετέστησε με το Ν. Κοντζιά. Το κόμμα των Ναπαίων απέδωσε την παύση του Πυλαρινού σε ενθουσιώδεις δηλώσεις που είχε κάνει υπέρ του Συντάγματος.
Κατά τη διάρκεια ακόμα των εργασιών της Συνέλευσης για τη σύνταξη του Συντάγματος, οι αντιδράσεις και οι διχασμοί πήραν τέτοιες διαστάσεις και εξελίξεις, ώστε, όπως βεβαιώνουν οι Ν. Δραγούμης και Σ. Πηλίκας και ο Π. Καρολίδης πολλοί πλησίασαν τον Όθωνα και του πρότειναν αντεπανάσταση, για την κατάργηση του Συντάγματος. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν, δυστυχώς και πρωτεργάτες της 3ης Σεπτεμβρίου. Ο Όθωνας, εμμένοντας στον όρκο του, σεβόμενος τις συμβουλές του πατέρα του Λουδοβίκου της Βαυαρίας και υπακούοντας στις υποδείξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, απέκρουσε τις αντεπαναστατικές ιδέες και μάλιστα δεν δίστασε να απομακρύνει απ’ την υπηρεσία του και διάφορους αξιωματικούς, ακόμα και υπασπιστές του, οι οποίοι παρείχαν τέτοιου είδους υπόνοιες.
Ο Καλλέργης, ύστερα από πολλά χρόνια, διέπραξε κι αυτός τέτοιου είδους παλινωδία και εισηγήθηκε κατάργηση του Συντάγματος. Αποδοκιμάστηκε, όμως, απ’ τον Όθωνα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο Καλλέργης, το 1845, αντί να πάει στην Αρκαδία, έφυγε στο Λονδίνο, όπου συνδέθηκε με τον εκεί πολιτικό φυγάδα Γάλλο πρίγκιπα Λουδοβίκο Ναπολέοντα, ανεψιό του Μ. Ναπολέοντα και διάδοχο του γαλλικού θρόνου, στον οποίο πρότεινε, να επιστρέψουν μαζί στην Ελλάδα, για να διώξουν ‘’δια μαστιγίου,’’ όπως έλεγε τον Όθωνα και να καταλάβει το θρόνο ο Ναπολέων. Και, ο μεν Ν. Δραγούμης, προσωπικός φίλος του Καλλέργη, λέει στα γραφόμενά του, ότι η όλη συζήτηση έγινε μάλλον υπό τύπον αστειότητας και μάλιστα σε στιγμή ευθυμίας των δύο φίλων, ο δε Καρολίδης γράφει ότι, πολύς λόγος γίνονταν την εποχή εκείνη στην Αθήνα για τις σχέσεις Καλλέργη – Λουδοβίκου και μας βεβαιώνει ότι, κατά προσωπική διήγηση άλλου προσωπικού φίλου του Καλλέργη, η παραπάνω συζήτηση ‘’μεταξύ δύο φίλων’’ είχε όψη συμφωνίας και μάλιστα με χαρακτήρα σοβαρότερο.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Καλλέργης πρότεινε στον πρίγκιπα, να επιστρέψει ο ίδιος (ο Καλλέργης) πρώτα στην Ελλάδα, να αγοράσει έπαυλη εκεί, στην οποία θα εγκαθιστούνταν στη συνέχεια ο πρίγκιπας και, αφού θα διώχνονταν ο Όθωνας με επανάσταση του στρατού, θα ανακηρύσσονταν βασιλιάς της Ελλάδας ο Λουδοβίκος Ναπολέων.
Τις διαπραγματεύσεις, όμως, αυτές διέκοπε απότομα η Φεβρουαριανή γαλλική επανάσταση του 1848.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαιώνουν τον Καρολίδη. Πράγματι, τον ίδιο χρόνο 1848, αποβιβάζεται στις ελληνικές ακτές ο Καλλέργης με σκοπό την προετοιμασία επανάστασης. Συλλαμβάνεται, όμως, αλλά σύντομα αφήνεται ελεύθερος, μάλλον με τη μεσολάβηση των Γάλλων και, για αρκετό διάστημα μετά, ζει σε αφάνεια στο Ναύπλιο, στην  Ύδρα ή στο Άργος.
Μετά το 1849, το υπουργείο Κανάρη, φοβούμενο ταραχές κατά την 25η Μαρτίου, διατάζει με τον υπουργό των Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλλα, το μεν Καλλέργη να φύγει στο Άργος, τους δε συνταγματάρχη Σκαρβέλη και ταγματάρχη Σπηλιοτόπουλο εξορίζει στη Νάξο.
Ερωτάται λοιπόν: Οι προσπάθειες έξωσης ενός βασιλιά και η εγκατάσταση στο θρόνο κάποιου άλλου βασιλιά, είναι ενέργειες ενός πραγματικού δημοκράτη ή ενέργειες ενός καιροσκόπου, ο οποίος αποβλέπει μόνο σε επιτυχίες δικών του επιδιώξεων; Είναι σκέψεις και ενέργειες πατριώτη-δημοκράτη-ιδεολόγου και μάλιστα αρχηγού επανάστασης σαν τη Σεπτεμβριανή, όπως ήθελε να παρουσιάζεται ο Καλλέργης και όπως θέλουν να μας τον παρουσιάζουν οι διάφοροι υποστηριχτές του ιστορικοί ή είναι ενέργειες που αποβλέπουν μόνο στο να ικανοποιήσουν την προσωπική κενοδοξία  του Καλλέργη, επιφέροντας ταυτόχρονα και κομματικά oφέλη σε καταστάσεις που περιβάλλουν και υποστηρίζουν άτομα σαν τον Καλλέργη;
Τα ίδια τα πραγματικά γεγονότα και η αληθινή ιστορία δίνουν ακόμα και στον πιο δύστροπο την πρέπουσα απάντηση στα ερωτήματα αυτά.
Οι σχέσεις Καλλέργη – Λουδοβίκου διατηρήθηκαν ακμαίες ακόμα και μετά την ανάδειξη του Λυδοβίκου ως προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας το 1848 και συνεχίστηκαν στενές και μετά την ανακήρυξή του το 1852 σε αυτοκράτορα των Γάλλων, με το όνομα Ναπολέων ο tρίτος.
Ο Ναπολέων, σαν πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, έστειλε γράμμα στον Καλλέργη το 1951, με το οποίο τον επιβεβαίωνε, ότι η μνήμη των παλιών τους σχέσεων σώζεται ακόμα αμείωτη και του συνιστούσε να στείλει το γιο του στο Παρίσι, για να σπουδάσει στη στρατιωτική σχολή του Αγίου Κύρου, υπό την κηδεμονία του. Ύστερα απ’ αυτό το γράμμα, αποφάσισε, αντί να στείλει το γιο του, να πάει ο ίδιος στο Παρίσι, ίσως για να προωθήσει ακόμα περισσότερο, με τη συνδρομή του Ναπολέοντα, τις αλλοπρόσαλλες επιδιώξεις του. Τον συγκράτησε τότε προς το παρόν ο Ν. Δραγούμης, ο οποίος τον επισκέφτηκε επί τόπου στην Ύδρα. Αργότερα, όμως, κατά το 1853, άλλαξε γνώμη και έφυγε στη Γαλλία, όπου και βρίσκονταν όταν ξέσπασε η επανάσταση της Ηπείρου.
Κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1854 επέστρεψε στην Ελλάδα, φέρνοντας και την είδηση, ότι αγγλογαλλικός στρατός έμελλε σύντομα να καταλάβει την Ελλάδα, για να εξασφαλιστεί η καθήλωση του ελληνικού λαού, όπως απαιτούσαν οι σύμμαχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Αγγλογάλλοι και να αποτραπεί κάθε ενέργεια των Ελλήνων κατά των Τούρκων, για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών με την ευκαιρία του Κριμαϊκού πολέμου. Αυτός δε, θα ονομάζονταν ανώτατος αρχηγός του κατοχικού στρατού, με απόλυτη εξουσία, να δένει και να λύνει.
Αυτά καυχήθηκε στους Ν. Δραγούμη και Κ. Λεβίδη και μάλιστα ζήτησε και τη γνώμη τους, για τα πρόσωπα με τα οποία εν καιρώ θα συγκροτούσε το υπουργείο του.
Ο καιρός, όμως, περνούσε και η απειλή του Καλλέργη δεν φαίνονταν, ευτυχώς, να πραγματοποιείται.
Η επανάσταση της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας στο μεταξύ φούντωνε, ενισχυόμενη ανεπίσημα, όσο το δυνατόν περισσότερο κι απ’ την Αθήνα. Πολλοί επιφανείς Έλληνες αξιωματικοί εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, συγκροτούσαν ένοπλα εθελοντικά σώματα και περνούσαν τα σύνορα. για να πολεμήσουν στην Ήπειρο ή στη Θεσσαλία. Οι πρεσβευτές Αγγλίας και Γαλλίας, καθώς και της Τουρκίας, πίεζαν την κυβέρνηση, όπως βεβαιώνουν οι τότε υπουργοί Πηλίκας και Δραγούμης, να αποκηρύξει την επανάσταση, να ανακαλέσει τους αξιωματικούς που προσεχώρησαν σ’ αυτή και να τιμωρήσει τους επαναστάτες.
Οι πιέσεις αυτές γίνονται πιο έντονες και παίρνουν τελεσιγραφικό χαρακτήρα, ώσπου τελικά, στις 13 Μαΐου 1854, αποβιβάζεται Αγγλογαλλικός στρατός στον Πειραιά και οι προφητείες του Καλλέργη, δυστυχώς, επαληθεύονται. Η Ελλάδα ξενοκρατείται και ο Καλλέργης, αφ’ ενός μεν γίνεται ο κυριότερος μοχλός των εναντίον του Όθωνα τεκτενόμενων, αφ’ ετέρου δε αποδεικνύεται ότι ήταν ο μεγαλύτερος συντελεστής της επελθούσας ξενοκρατίας, της οποίας, αφού έγινε ο ισχυρότερος αντιπρόσωπος, έκανε μεγάλη κατάχρηση της δύναμης και της εξουσίας που του παραχωρούσαν οι ξένες λόγχες.
Η Τουρκία ζητούσε απ’ τους συμμάχους της Αγγλογάλλους, να επέμβουν και να καταπνιγεί κάθε επαναστατική κίνηση στην Ελλάδα, έτσι, ώστε να μπορέσει ο τουρκικός στρατός να αντιμετωπίσει απερίσπαστος τους Ρώσους στην Κριμαία. Το υπουργείο Κριεζή έπεσε και στις 16 Μαΐου 1854, με απαίτηση των Αγγλογάλλων, σχηματίστηκε το υπουργείο Μαυροκορδάτου – Καλλέργη.
Στην πρώτη του προκήρυξη το ξενοκινούμενο υπουργείο έλεγε, ότι η Ελλάς συνομολόγησε προς τις ναυτικές δυνάμεις Αγγλίας και Γαλλίας παντελή ουδετερότητα και ότι ‘’το μέλλον του Ελληνικού Έθνους επαφίεται είς τα χείρας της Θείας Προνοίας.’’
Ο Καλλέργης, με τις ξένες λόγχες, γίνεται τώρα παντοδύναμος και υπηρετεί, όπως όλες οι ξενοκίνητες κυβερνήσεις, περισσότερο τη Γαλλία παρά την Ελλάδα, σκεπτόμενος και ενεργώντας μάλλον σα φίλος και προς το συμφέρον του αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα του 3ου, παρά σαν Έλληνας στρατηγός και, αν όχι δημοκράτης, τουλάχιστον πιστός πολίτης της Ελλάδας.
Ο Καλλέργης, σαν ιδιώτης, είχε ίσως λόγους, να θεωρήσει την περίσταση κατάλληλη, για να εκδικηθεί τον Όθωνα και άλλους αντιπάλους του, οι οποίοι πιθανόν τον παραμέρισαν κάποτε απ’ την εξουσία. Αλλά, οι καλοί πατριώτες, οι δημόσιοι άνδρες και οι γενναίοι χαρακτήρες δεν επωφελούνται τη δυστυχία της πατρίδας τους, για να εκδικηθούν για ψευδή ή αληθινά πρόσκαιρα ατομικά και προσωπικά αδικήματα, που τυχόν έγιναν σε βάρος τους. Αντίθετα, ανερχόμενοι στην εξουσία, πολιτεύονται με μεγαλοθυμία και αποβλέπουν μόνο στην πρόοδο και στο μεγαλείο της πατρίδας τους και στην ευημερία του λαού της και όχι στην ικανοποίηση μικρών ατομικών εγωισμών τους. Δεν καταφεύγουν σε μικρότητες και αντεκδικήσεις. Δεν φαίνονται μικροί αλλά δείχνονται μεγάλοι. Εδώ φυσικά σκιαγραφούμε τον τύπο του ιδανικού πολιτικού. Πάντως, πολιτικά πρόσωπα με βαρύτητα και χαρακτήρα ουδέποτα θα καταδεχτούν να καταλάβουν την εξουσία με ξένα όπλα και, ενεργώντας σαν ανδρείκελα, να υπηρετήσουν ξένα συμφέροντα. Και αυτό είναι ένα ακόμα δείγμα της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του Καλλέργη.
Δυστυχώς, η ιστορία της Ελλάδας έχει να παρουσιάσει πολλές τέτοιες παλιές ή και πρόσφατες περιπτώσεις προβολής και προώθησης ξενοκίνητων και μικρών πολιτικάντηδων.
Παρ’ όλο που πρωθυπουργός του ξενοκίνητου υπουργείου είναι ο Μαυροκορδάτος, ο αρχηγός του αγγλικού κόμματος και ο Καλλέργης, σα φίλος των Γάλλων, παίρνει το υπουργείο των στρατιωτικών, για να διατηρηθεί η ισορροπία των ξένων προτιμήσεων και επιρροών στην ελληνική κυβέρνηση, εντούτοις ο Καλλέργης ενεργεί αυταρχικά και παρουσιάζεται σαν ο ισχυρότερος άνδρας της εποχής. Σαν υπουργός των στρατιωτικών ανακαλεί, τιμωρεί ή αποκηρύσσει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς που παίρνουν μέρος στην Ηπειροθεσσαλική επανάσταση. Στέλνει δε στο Χατζηπέτρο και στους άλλους επαναστάτες οπλαρχηγούς, που μάχονται στην Ηπειροθεσσαλία, τον ταγματάρχη Πάκμορα, να τους προτρέψει να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να επιστρέψουν στην Ελλάδα, επωφελούμενοι της αμνηστίας της κυβέρνησης.
Επίσης, σαν υπουργός των Στρατιωτικών, μαζί με τον υπουργό των Εσωτερικών Ρήγα Παλαμίδη, έστειλε εγκυκλίους προς τον ελληνικό λαό και το στρατό και εξυμνούσε τους ευεργετικούς δήθεν σκοπούς της κατοχής, αποκηρύσσοντας και καταδικάζοντας την επανάσταση. Ταυτόχρονα δε, παρέθετε γεύμα σε 200 Γάλλους αξιωματικούς του στρατού κατοχής πάνω  στην Ακρόπολη και μέσα στον ιερό χώρο του ναού του Παρθενώνα.
Έτσι, με τη βοήθεια των Άγγλων, Γάλλων και Τούρκων, διαλύονται οι επαναστάτες και τα ελευθερωθέντα με αίμα ελληνικά εδάφη παραδίδονται και πάλι στους Τούρκους.
Οι Αγγλογάλλοι επέβαλαν στον Όθωνα τον Καλλέργη σαν υπουργό των Στρατιωτικών και ο Καλλέργης με τη σειρά του επιβάλλει σαν όρο, για να αναλάβει το υπουργείο, την απόλυση τεσσάρων υπασπιστών του βασιλιά. Ζητά να απολυθούν οι Ιωάννης Κολοκοτρώνης, Σπ. Μήλιος, Ιωάν. Γκούρας και Γαρδικιώτης Γρίβας. Αυτό το κάνει αφ’ ενός για να εκδικηθεί και να ταπεινώσει τον Όθωνα και αφ’ ετέρου, για να τραυματίσει θανάσιμα την Ηπειροθεσσαλική επανάσταση, δείχνοντας έτσι και έμπρακτα στους προστάτες του Γάλλους την αντίθεσή του προς αυτή, στην οποία όλοι οι παραπάνω αξιωματικοί λίγο ή πολύ είναι ανακατεμένοι. Και, για ένα επιπρόσθετο λόγο, να δείξει ότι είναι πλέον αντίθετος με τους Σεπτεμβριανούς, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι Σπ. Μήλιος, Γκούρας κλπ..
Καταδίωξε τους επαναστάτες και φιλοεπαναστάτες, το Σπ. Μήλιο, τον αντιστράτηγο Ανδρέα Μεταξά, το λοχαγό Γεράσιμο Μεταξά, τον καθηγητή Φιλ. Ιωάννου, το δικηγόρο Στεφανίδη, τον Χαιρέτα και άλλους σα μέλη της Ηπειροθεσσαλικής Επιτροπείας. Επίσης, για τον ίδιο λόγο καταδιώχτηκαν οι Γεώργ. Σταύρου, διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, ο Ιω. Φιλήμων και ο Λεβίδης, δημοσιογράφοι και πολλοί άλλοι.
Όργανα του Καλλέργη και υμνωδοί του υπουργείου του και της ξενοκρατίας έγιναν οι δημοσιογράφοι Σοφιανόπουλος και Γρυπάρης, οι οποίοι εξυμνούσαν την ξένη κατοχή μέχρι σε σημείο που ανάγκασαν τη Δικαιοσύνη της ίδιας της κυβέρνησης που εξυμνούσαν, να επέμβει και να τους φυλακίσει. Για την ενέργεια αυτή της Δικαιοσύνης εξεμάνησαν οι πρεσβευτές Ουάις και Ρουάν, οι οποίοι και επενέβηκαν με θρασύτητα στην ελληνική κυβέρνηση. Η επέμβαση αυτή ανάγκασε τον υπουργό της Δικαιοσύνης να παραιτηθεί.
Σαν αναλαμπή μέσα στα σκοτάδια της παντοδυναμίας του Καλλέργη αχνοφέγγει και μια καλή του πράξη. Θυμήθηκε τον παλιό του αρχηγό Μακρυγιάννη, που, με παλιά και ανοιχτά τραύματα απ’ τον αγώνα, το κορμί του σάπιζε στις φυλακές. Ο Μακρυγιάννης, με ψεύτικη κατηγορία, ότι ήθελε να σκοτώσει τάχα τον Όθωνα, καταδικάστηκε σε θάνατο στις 19 Μαρτίου 1853 και αμέσως, με εισήγηση του δικαστηρίου, η ποινή του μετατράπηκε, με χάρη του Όθωνα, σε ισόβια δεσμά. Αργότερα, έγινε 20/ετής και 10ετής ειρκτή. Τον ήρωα αγωνιστή, το τραγικό αυτό θύμα των σκοτινών δολοπλοκιών, ο παντοδύναμος τώρα υπουργός των Στρατιωτικών Καλλέργης ελευθέρωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 1954.
Ο Καλλέργης έπαιρνε κατά χρονικά διαστήματα επιστολές ιδιωτικής φύσης απ’ τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα και, για να ικανοποιήσει τον εγωισμό και τη κενοδοξία του, ανακοίνωνε με αυθάδη τρόπο και αλαζονικό ύφος το περιεχόμενο των επιστολών του Λουδοβίκου στο στράτευμα με ημερίσιες διαταγές του. Με την απροκατάλυπτη αυτή στάση του υπέρ των Γάλλων, διαιρούσε το στρατό και δημιουργούσε προβλήματα στις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με τις άλλες χώρες. Δεν έπαυε δε, να προβάλει πάντα τον εαυτό του και να αναφέρει σαν προλόγους στα επίσημα κρατικά έγγραφα του υπουργείου του, τα όσα έκανε ή νόμιζε ότι είχε κάνει ο ίδιος κατά την 3η Σεπτεμβρίου, χωρίς να λαμβάνει καν υπόψη του την κυβέρνηση.
Και η αυταρχικότητα του Καλλέργη δεν σταματά ούτε εδώ.
Ζήτησε απαιτητικά απ’ τη βασίλισσα Αμαλία, να προσλάβει στη χορεία των κυριών της τιμής και μια χωρισμένη απ’ τον άντρα της κυρία των Αθηνών, για της οποίας το διαζύγιο ήταν υπεύθυνος αυτός ο ίδιος.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αντέστησαν στη νέα αυτή απρέπεια του Καλλέργη και η επιμονή τους αυτή έγινε γνωστή στη βασίλισσα της Αγγλίας Βικτώρια, η οποία εντυπωσιάστηκε, όπως μας λέει ο ιστορικός, απ’ την αξιοπρεπή στάση της Αμαλίας. Κάλεσε δε στο παλάτι τον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο και εξέφρασε τη συμπάθειά της προς την Αμαλία. Το γεγονός αυτός ενίσχυσε την Αμαλία και κίνησε το ενδιαφέρον και των άλλων δυναστειών της Ευρώπης. Και, σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο Καλλέργης έγραψε απ’ την Αθήνα σε Γαλλική εφημερίδα, ότι κάποτε, όταν αυτός ήταν στην Ευρώπη, κάποιος δυσφήμισε την Αμαλία και αυτός την υπερασπίστηκε. Ο υπαινιγμός ήταν αιχμηρός και ο Όθωνας, ενισχυμένος απ’ τη νεοεμφανιζόμενη συμπάθεια των άλλων δυναστειών της Ευρώπης προς το ελληνικό παλάτι, αξίωσε την άμεση αποπομπή του Καλλέργη απ’ την κυβέρνηση. Εναντίον του εξεγέρθηκαν, εκτός απ’ την Αγγλική και η Βαυαρική και η Αυστρακή αυλή και, με διαβήματά τους προς το Ναπολέοντα της Γαλλίας, ζήτησαν να μη δοθεί από μέρους της Γαλλίας υποστήριξη προς τον Καλλέργη.
Το ίδιο ζήτησε και ο ιδιωτεύων Λουδοβίκος ο Β’ της Γαλλίας.
Τώρα, επειδή ο Κριμαϊκός πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και η Γαλλία δεν ήθελε να εκτραχύνει τις σχέσεις της με τα γερμανικά κράτη σε μια τέτοια περίοδο, που τα κράτη αυτά έπαιρναν θέση μεσολαβητή μεταξύ συμμάχων και Ρωσίας, κλίνοντας υπέρ των συμμάχων, έκρινε φρόνιμο να ενδώσει στην απαίτησή τους αυτή εναντίον του Καλλέργη. Έτσι, η γαλλική διπλωματία εγκατέλειψε τον Καλλέργη, ο οποίος και απομακρύνθηκε απ’ την κυβέρνηση στις 22 Σεπτεμβρίου 1855.
Για να μη διαταραχτεί, όμως, η ισορροπία της αγγλογαλλικής επιρροής στην ελληνική κυβέρνηση και ίσως ύστερα από απαίτηση των Γάλλων, απολύθηκε και ο Μαυροκορδάτος και ολόκληρο το υπουργείο. Ο βασιλιάς εκδήλωσε την ευαρέσκειά του προς τον απερχόμενο Μαυροκορδάτο σε λόγο του προς τη Βουλή, αλλά σιώπησε τελείως για τον απερχόμενο Καλλέργη. Η δε βουλή εξέφρασε την ικανοποίησή της για την πτώση του αυταρχικού και κενόδοξου στρατηγού, απαντώντας κατάλληλα στο βασιλικό λόγο.
Έτσι, ο Καλλέργης, με τις εγωιστικές του ενέργειες και με την ιδιοτελή και ξενοκρατική πολιτική του, έπαιξε ανθελληνικό ρόλο, εξυπηρετώντας ξένα συμφέροντα, ενώ μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αποστολή του Ρώσου πρίγκιπα Μεντζικώφ στην Κωνσταντινούπολη και την περίπτωση του Κριμαϊκού πολέμου προς οφελος της Ελλάδας, τασσόμενος στο πλευρό της χριστιανικής Ρωσίας και του τσάρου Νικολάου, όπως έκαναν και τα άλλα χριστιανικά ορθόδοξα τμήματα της Ευρώπης κι όπως οι περιστάσεις και τα γενικότερα από κάθε άποψη εθνικά συμφέροντα το επέβαλαν.
Η θέση της Ελλάδας φυσιολογικά, αφού διεκδικούσε απ’ την Τουρκία εδάφη κατεχόμενα απ’ αυτή και αφού επιδίωκε την απελευθέρωσή τους, ήταν με το μέρος των εχθρών της Τουρκίας και όχι των φίλων και συμμάχων της. Άλλωστε, η πρώτη και σπουδαιότερη απαίτηση του Μεντζικώφ απ’ το σουλτάνο ήταν η αναγνώριση των παλιότερα παραχωρηθέντων προνομίων στους ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους της Πύλης και η επίσημη κατωχύρωση των δικαιωμάτων τους αυτών.
Αλλά ειρωνικότατα, το μόνο κράτος ή η μόνη ορθόδοξη περιοχή που δεν κινήθηκε μαζί με τη Ρωσία αλλά, ούτε καν τάχθηκε υπέρ των ρωσικών αξιώσεων, ήταν το ελληνικό ορθόδοξο βασίλειο, του οποίου οι αρχηγοί εξυμνούσαν δουλοπρεπέστατα τα ‘‘οφέλη’’ και τις ‘’ηθικοπλαστικές’’ επιδράσεις της ξένης κατοχής.
Η γαλλική κατοχή έληξε το Φεβρουάριο του 1857, μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και την υπογραφή της ειρήνης του Παρισιού στις 18 Μαρτίου 1956. Ύστερα από σφοδρή διακοίνωση του Ρώσου υπουργού των Εξωτερικών Καρτσάκωφ, όπως μας πληροφορεί ο Παπαρρηγόπουλος, τα συμμαχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την Ελλάδα και τα αγγλικά πολεμικά έφυγαν απ’ τον Πειραιά.
Αργότερα, ο Ναπολέων ο Γ’ εκδηλώνει την επιθυμία, όπως αποσταλεί ο Καλλέργης πρεσβευτής στη Γαλλία. Και κατά το 1856, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αλέξ. Ραγκαβής, εν όψη του συνεδρίου του Παρισιού, το οποίο θα συνέρχονταν για το διακανονισμό της ειρήνης μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, συμφωνεί με την επιθυμία του αυτοκράτορα και προσπαθεί να τοποθετηθεί ο Καλλέργηςς στο Παρίσι ως πρεσβευτής, με την ελπίδα ότι, ικανοποιώντας την επιθυμία του αυτοκράτορα, θα εξευμενίζονταν η γαλλική διπλωματία υπέρ της Ελλάδας στις συζητήσεις ειρήνης και πιθανόν ίσως ωφεληθεί και η Ελλάδα και κατορθώσει να πετύχει κάτι στην τράπεζα της ειρήνης, αφού δεν κατόρθωσε τίποτα όταν καταλληλότεροι καιροί το επέτρεπαν και συμφερότερες συνθήκες το απαιτούσαν.
Ο Καλλέργης, όμως, λόγω της ελαφρότητας του χαρακτήρα του και επειδή επέμενε ακόμα στο να υπερυπολογίζει την εύνοια του Ναπολέοντα, εξακολουθούσε να φέρεται προκλητικότατα και επιδεικτικότατα, χωρίς η στάση του αυτή να εξυπηρετεί κανένα απώτερο σκοπό, παρά μόνο ενίσχυε την άρνηση του Όθωνα να συγκατατεθεί στην πρόταση του Ραγκαβή.
Το μόνο που πέτυχε ο Καλλέργης με την προτροπή και επέμβαση του Γάλλου πρεσβευτή και τη μεσολάβηση του Ραγκαβή ήταν, να συγκατατεθεί η βασίλισσα Αμαλία να τον δεχτεί σε ακρόαση.
Έτσι, την καθορισμένη μέρα και ώρα, παρουσία και του Ραγκαβή, ήρθε στα ανάκτορα ο Καλλέργης και, αφού παρουσιάστηκε στη βασίλισσα, γονάτισε μπροστά της και, ζητώντας της συγνώμη γονατιστός, της φίλησε το χέρι, ‘’ενώ η βασίλισσα εμειδία δια την επιδεικτικήν ταπείνωσιν του ανδρός,’’ όπως γράφει ο Ραγκαβής.
Είναι η δεύτερη φορά που ο θρυλούμενος σα μεγάλος δήθεν δημοκράτης, κενόδοξος και ασταθής Καλλέργης, ζητάει ταπεινά άφεση αμαρτιών απ’ το παλάτι.
Και πάλι όμως, παρά τη θεαματική ταπείνωσή του, ο Όθων δεν συγκατατίθεται στην αποστολή του Καλλέργη στο Παρίσι, παρ’ ότι ο Καλλέργης διέδιδε ότι πηγαίνοντας στο Παρίσι, λόγω των φιλικών του δεσμών με το Ναπολέοντα, θα κατόρθωνε να προσαρτίσει την Κρήτη στην Ελλάδα. Στην απεγνωσμένη του δε προσπάθεια, για να εξευμενίσει τον Όθωνα, του πρότεινε να ηγηθεί στρατιωτικού κινήματος για την ολοσχερή κατάργηση ή τη μερική τουλάχιστον περιστολή του Συντάγματος. Και άλλο, λοιπόν, μεγάλο δείγμα της δημοκρατικότητας και της ιδεολογικής σταθερότητας του Καλλέργη.
Το πράγμα θα φαινόταν απίστευτο, ή τουλάχιστον αμφίβολο, αν στηριζόταν μονάχα στα λεγόμενα του Ραγκαβή. Αυτό, όμως, επιβεβαιώνεται και από επιστολή του πατέρα του Όθωνα, βασιλιά της Βαυαρίας προς τον Όθωνα, γραμμένη στις 8 Αυγούστου 1857, την οποία συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του και στη σελίδα 59 ο βιογράφος και εκδότης των επιστολών του Λουδοβίκου Trost. Στην επιστολή αυτή περιλαμβάνεται και η περικοπή, η οποία αναφέρει επί λέξη. ‘’Έπραξας,’’ λέει ο πατέρας Λουδοβίκος προς τον Όθωνα,  ‘’ως ανήρ ευθύς και χριστιανός, απορρίψας την υπό του Καλλέργη γενομένην σοι πρότασιν, της δια πραξικοπήματος πολιτικού καταστροφής μέρους του Συντάγματος, εις ου την τήρησιν ώμοσας.’’
Δημοσιεύει δε και άλλη επιστολή ο Trost, γραμμένη στις 15 Ιουνίου με το ίδιο περίπου περιεχόμενο και καταλήγει πως, απ’ τις περικοπές αυτές εξάγεται αδίστακτα, ότι ο κακοπράγμων πολιτευτής είχε σχεδιάσει πράγματτι τόλμημα εναντίον του Συντάγμνατος, εκείνο το οποίο αυτός διατυμπάνιζε, ότι πριν από 14 χρόνια είχε αποσπάσει εκβιαστικά από τον Όθωνα με επαναστατικό κίνημα δικό του. Τις εναντίον του Συντάγμνατος διαθέσεις του Καλλέργη επιβεβαιώνουν στις ιστορίες τους και ο Καρολίδης και ο Παπαρρηγόπουλος, καθώς και η εγκυκλοπαίδεια Μπρετάνικα.
Αλλά, με τη δουλική υποταγή και την αφοσίωσή του στο θρόνο, ο Καλλέργης δεν κατόρθωσε να επιτύχει και πάλι τον ποθούμενο διοριστμό του στο Παρίσι. Το μόνο που μπόρεσε ήταν, να εισαχθεί νομοσχέδιο στη Βουλή στις 17 Μαΐου 1857, το οποίο προέβλεπε πίστωση 53 χιλιάδων δραχμών, για την ίδρυση χωριστής πρεσβείας στο Παρίσι. Γιατί, από  το 1854, όταν ανακλήθηκε απ’ τη γαλλική πρωτεύουσα ο Μαυροκορδάτος, για να γίνει πρωθυπουργός με την εισβολή των Αγγλογάλλων στην Ελλάδα, έπαψε να υπάρχει ιδιαίτερη πρεσβεία στη Γαλλία και ο πρεσβευτής του Λονδίνου αντιπροσώπευε την Ελλάδα στο Παρίσι.
Το νομοσχέδιο, όμως, αυτό καταπολεμήθηκε στη Βουλή και ιδίως απ’ το Δ. Χριστίδη, ο οποίος, μετά το θάνατο του Κωλέττη, διεκδικούσε την αρχηγία του γαλλικού κόμματος στην Ελλάδα αλλά παραγκωνιζόταν πάντοτε απ’ τον Καλλέργη. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να κρύψει την αγανάκτησή του ο Χριστίδης, όταν είδε ότι γίνονταν προσπάθειες να ιδρυθεί πρεσβεία χάρη του Καλλέργη, ενός ατόμου που, στην προσπάθειά του να αυτοπροβληθεί και να επικρατήσει, έχασε κάθε πολιτική υπόληψη και ατομική αξιοπρέπεια, ακόμα και μεταξύ αυτών των υποτιθέμενων πολιτικών φίλων του και ομοϊδεατών του.
Χαρακτηριστικά ο Χριστίδης είπε στη Βουλή μεταξύ των άλλων και τα εξής επίκαιρα ίσως για κάθε εποχή:
‘’Αι πρεσβεία δεν παρέχουν κανένα όφελος εις το Κράτος, όταν οι διορισμένοι πρέσβεις υποδεικνύονται και συνιστώνται από τας κυβερνήσεις εις τας οποίας διαπιστεύονται και διορίζονται για να υπηρετήσουν μάλλον την ξένην κυβέρνησιν παρά την ιδικήν των. Η ζητούμενη πίστωσις πρέπει να απορριφθεί, διότι γίνεται ουχί προς χάριν της πατρίδος, αλλά προς χάριν ανδρός συνιστουμένου υπό ξένων πρακτόρων’’.
Παρά ταύτα, όμως, η δαπάνη μεν ψηφίζεται, ο Όθωνας δε δεν συγκατατίθεται και πάλι στο διορισμό του Καλλέργη, παρ’ ότι η τοποθέτησή του υποστηρίζεται τώρα και απ’ το Ρώσο πρεσβευτή στην Αθήνα Οζέρωφ και από τη Ναπιστική εφημερίδα ‘’Αιών’’.
Αργότερα, κατά τον Ιταλοαυστριακό πόλεμο του 1857, τα πνεύματα έχουν εξαφθεί στην Ελλάδα και ο λαός τάσσεται υπέρ της Ιταλίας κλπ. και δημιουργούνται διχογνωμίες, σημειώνοντας δυσαρέσκειες και ταραχές. Ανάμεσα στους δυσαρεστημένους είναι και ο Καλλέργης και βλέπει τον αγώνα των Ιταλών σαν έναυσμα απαρχής αγώνα και στην Ελλάδα για την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων ελληνικών περιοχών. Στον αγώνα τους οι Ιταλοί έχουν συμμάχους τους Γάλλους. Οι ιταλογαλλικές νίκες χαιρετίζονται απ’ τους Έλληνες με λαϊκές συγκεντρώσεις, με εράνους υπέρ των μαχόμενων Ιταλών και με πάνδημες δεήσεις στις εκκλησίες υπέρ των ιταλογαλλικών όπλων. Τον ενθουσιασμό αυτό του λαού θέλει να εκμεταλλευτεί κομματικά η αντιπολίτευση και, με υποκίνηση του Καλλέργη, Βούλγαρη, Κανάρη και Χτιστίδη το πλείστο και του Μαυροκορδάτου, Μεταξά και άλλων λιγότερο, εξάπτεται το επαναστατικό πνεύμα του λαού περισσότερο.
Στην Αθήνα παρουσιάζονται κρούσματα διαφόρων εξεγέρσεων τη νύχτα της 6ης προς την 7η Ιουνίου, στέλνονται αποσπάσματα στρατού για να φρουρήσουν τη γαλλική πρεσβεία και το σπίτι του Καλλέργη. Επιπλέον, οι διάφορες δυσαρέσκειες διαφόρων αρχηγών της αντιπολίτευσης προς το κυβερνητικό κόμμα ανησυχούν σοβαρά την κυβέρνηση. Ο Καλλέργης είναι δυσαρεστημένος, γιατί δεν διορίζεται πρεσβευτή. Ο Κανάρης, γιατί η κυβέρνηση Μιαούλη, ενεργώντας πολύ μεροληπτικά, προήγαγε τον ομόβαθμό του Κριεζώτη σε αντιναύαρχο, ενώ μαζί και οι δυο παλιότερα είχαν προαχθεί σε υποναύαρχους. Ο Βούλγαρης είναι δυσαρεστημένος, γιατί παύθηκε το δικό του υπουργείο (1858) και διορίστηκε το υπουργείο του Μιαούλη. Οι Χριστίδης, Μαυροκορδάτος, Μεταξάς κλπ., γιατί είναι έξω απ’ τη βουλή. Ο Όθων Μακρυγιάννης, για την άδικη κατά του πατέρα του, γέρου Μακρυγιάννη, τηρούμενη τακτική. Όλα αυτά έφεραν πραγματικά σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση και, για να αντιδράσει στις επαναστατικές διαθέσεις του λαού, έκανε διάφορες συλλήψεις (ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι και ο Θ. Γρίβας) και αποφασίστηκε να διορίσει τον Καλλέργη στη Γαλλία, αφ’ ενός μεν για να απαλλαγεί απ’ αυτόν, αφ’ ετέρου δε για να εξευμενίσει και το Γάλλο αυτοκράτορα.
Έτσι, στις 15 Ιουνίου διορίζεται επιτέλους πρεσβευτής ο Καλλέργης στο Παρίσι.