Wednesday, January 12, 2011

Η Ε Ν Τ Ο Λ Η ( Δίπρακτη Κωμωδία )

 
ΑΛΕΚΟΥ Ν. ΑΓΓΕΛΙΔΗ

Η  Ε Ν Τ Ο Λ Η



( Δίπρακτη Κωμωδία)




Πρόσωπα:

Πρόεδρος δικαστηρίου.                                                    γύρω στα 50
Ευστράτιος Γιαροβέλης. Μικρόσωμος νησιώτης
                                                                        Επιστάτης      γύρω στα 35
Νεόκοσμος Ζιαμακός. (Νιόκας).              Εργάτης         γύρω στα 45
Γιώργος Λιαγροβήτης.  (Λιώλης)                 ‘’                 γύρω στα 40
Δήμος Μαρινίδης.                                            ‘’                 γύρω στα 35
Θεοδόσης Κάλιος.                                            ‘’                 γύρω στα 40
Χρήστος Σμαρής.                                             ‘’                 γύρω στα 30
Δημήτριος Φούντας. (κυρ’ Μήτσος)
                        (και καφετζής του χωριού)                         γύρω στα 35
Δέσπω Χατζηφέκα. (Εργάτρια – νερουλού)                  γύρω στα 40


Π Ρ Α Ξ Η   Π Ρ Ω Τ Η
-----------------------------------------------------------

(Ο φόντος της σκηνής παριστάνει αλατοπήγια της αλυκής, με σωρούς αλάτι, σιδερογραμμές, βαγονάκια και εργάτες που δουλεύουν.
Είναι πολύ πρωί. Μια ομάδα εργάτες, που έχουν έρθει απ’ τη νύχτα στην αλυκή, με την ελπίδα να πιάσουν δουλειά, κάθονται μπροστά στο παραγκάκι και, περιμένοντας να έρθει ο επιστάτης, λένε διάφορες ιστορίες, για να περνά η ώρα. Ανάμεσά τους είναι και ορισμένοι που ήρθαν στην Ελλάδα πριν χρόνια απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 και είναι γεμάτοι ιστορίες, περιπέτειες και παθήματα.
Καθώς ανοίγει η αυλαία, ένας απ’ τους εργάτες, ο Φούντας, λέει).

Φούντας:      Είναι πρωί ακόμα, παιδιά. Απ’ τη νύχτα ήρθαμε. Το τρένο Θεσσαλονίκη – Λάρισσα δεν πέρασε ακόμα. Κι ακούτε, τα πρόβατα του βλάχου μόλις σκάρισαν για βοσκή. Ο επιστάτης θ’ αργήσει να ‘ρθει. Για να ξεχνάμε τα τσιμπήματα των κουνουπιών και να περνάει ευκολότερα κι η ώρα δε λέει κανείς καμιά ιστορία; Εσείς οι πρόσφυγες όλο και κάποια περιπέτεια έχετε να διηγηθείτε.

Δήμος:           Να σας πω εγώ κάτι που μ’ ήρθε τώρα στο νου;

Όλοι:               Λέγε Δήμο, λέγε.

Δήμος:           Όταν ήρθαμε απ’ την Ανατολική Ρωμυλία το 1922 – 23, παλικαράκι τότε εγώ, βρεθήκαμε κάποια μέρα με τον ξάδερφό μου το Μήτη στην Αθήνα. Εκείνος ήταν πιο μεγάλος από μένα, ψηλός και μεγαλόσωμος κι έτρωγε τον περίδρομο. Γυρίζαμε από δω κι από κει μέσα στους δρόμους της πόλης και το βραδάκι πήγαμε να φάμε σ’ ένα εστιατόριο. Μόλις καθίσαμε στις καρέκλες, ήρθε ένας στενοφορεμένος με μια πετσέτα στο χέρι και μας ρώτησε: «Τι θα πάρουν οι κύριοι;» Ο Μήτης κοιτάζει γύρω του. Με το κύριοι μας ξάφνιασε. «Μήτη», τον σκουντάω, «εμάς εννοεί». «Φαΐ», λέει ο Μήτης. «Τι είδους»; Ξαναρωτάει αυτός. «Το είδος που τρώει όλος ο κόσμος», απαντάει ο ξάδερφος. Εμείς νομίζαμε ότι έχουν μόνο ένα φαΐ στα εστιατόρια. «Δηλαδή»; Ξαναρωτάει ο στενοσακάκιας με την πετσέτα. «Δηλαδή, αυτό που έχει το μαγαζί», λέει ο Μήτης. «Το κατάστημα έχει μεγάλη ποικιλία», απαντάει εκείνος κι αρχίζει να ονομάζει τα φαγητά βροχή, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Μας μπέρδεψε. Εμείς, ούτε ξέραμε από φαγητά, ούτε και καταλαβαίναμε τι έλεγε. Είπε, είπε και κάποτε σταμάτησε.
                        «Τελείωσες»; ρωτάει ο Μήτης. «Μάλιστα κύριε», απαντάει ο άλλος και μας ξαναρωτάει: «Λοιπόν, τι προτιμάτε απ’ όλα αυτά; «Λοιπόν, φέρε μας το φαΐ που τρώει ο κύριος απέναντι», λέει ο Μήτης και δείχνει με τη χερούκλα του ένα χοντρό κύριο με παπιγιόν, που καθόταν κι έτρωγε, δυο τραπέζια πιο πέρα. Το γκαρσόνι μας έφερε δυο πιάτα μακαρονάδα, που εκεί την πρωτοείδαμε. Ο ξάδερφος, με μια χεριά, καθώς είχε και μεγάλα χέρια και δάχτυλα μακριά, άρπαξε όλη τη μακαρονάδα απ’ το πιάτο και την εξαφάνισε στο στόμα του. Ζητάει αμέσως και δεύτερη και τρίτη μερίδα. Το γκαρσόνι έπαιρνε τα άδεια πιάτα, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο κι έφερνε γεμάτα. Οι μερίδες του ξαδέρφου μου είχαν γίνει εφτά. Μπαίνω στη μέση εγώ και λέω στο γκαρσόνι.
«Μην τα παίρνεις τα πιάτα ένα-ένα κάθε φορά, γιατί ο κόσμος μας βλέπει και μας κοροϊδεύει. Άφηνέ τα καλύτεραα να γίνονται πολλά.»
Το γκαρσόνι σεβάστηκε τη γνώμη μου. Τα γεμάτα πιάτα δεν σταματούσαν να έρχονται και τα άδεια γίνονταν στίβα στο τραπέζι, το ένα μέσα στο άλλο. Το γκαρσόνι, αφού ίδρωσε να πηγαινοέρχεται φέρνοντας μακαρονάδες, μας ρώτησε.
«Εσείς από πού είσαστε, ρε πατριώτες;» «Απ’ την Ανατολική Ρωμυλία», λέει ο Μήτης με κάποιο καμάρι. «Εγώ», λέει το γκαρσόνι, «αν είχα ακόμα πέντ’-έξι πελάτες σαν και σας, δε θα ήθελα άλλον κόσμο να μπει στο μαγαζί μου». Μ’ αυτό μας πρόσβαλε. Πήγαμε σ’ άλλο μαγαζί να συμπληρώσουμε.
Στο δρόμο είδαμε σωρούς μανταρίνια, που τα πουλούσαν και κόσμο γύρω-γύρω που τ’ αγόραζε. Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοια φρούτα και δεν ξέραμε τι ήταν. Σταματάμε, λοιπόν, μπροστά σ’ ένα σωρό και ρωτάει ο ξάδερφός μου. «Πόσο έχει το ένα, πατριώτη;» «Μια δεκάρα», του λέει εκείνος που τα πουλούσε. «Μια δεκάρα!» φωνάζει ξαφνιασμένος ο Μήτης, γιατί του φάνηκαν πάμφτηνα. Βλέπεις, είχαμε φέρει εμείς καλούτσικα λεφτά από τον τόπο μας και το λέβα είχε μεγάλη αξία τότε στην Ελλάδα. Ο έμπορας φώναζε. «Μια δεκάρα, μια δεκάρα το ένα.» «Μια δεκάρα»; Ξαναρωτάει έκπληκτος ο Μήτης. «Μάλιστα κύριε, μια δεκάρα.» «Τότε βάλε εκατό», του λέει.
Ο έμπορας μας κοίταξε ξαφνιασμένος. Ο Μήτης άνοιξε την παλάμη του, που ήταν ίσα με μισό οικόπεδο και έγραψε με το δάχτυλό του 100. Ο έμπορας άρχισε να ψάχνει για χαρτοσακούλες. «Άστα αυτά», του λέει ο ξάδερφος. «Μέτρα και δίνε μου εδώ.» Ο μανάβης μετρούσε κι έδινε κι ο ξάδερφος έχωνε μέσα στο κόκκινο ζωνάρι που φορούσε στη μέση του. Και, άσε που δεν ξέραμε τι ήταν τα φρούτα που αγοράσαμε, δεν ξέραμε και πώς τα έτρωγαν και τα τρώγαμε με τις φλούδες, όπως τα αχλάδια. Το τι πάθαμε τη νύχτα δε λέγεται.
(Στο σημείο αυτό έρχεται ο επιστάτης, ένας μικρόσωμος νησιώτης, ο Στρατής, με μερικά φτυάρια σ’ ένα καροτσάκι. Φωνάζει ονόματα εργατών και δίνει από ένα φτυάρι στον καθένα, για ν’ αρχίσουν τη δουλειά).
Στρατής        Δήμος Μαρινίδης, Χρήστος Σμαρής, Θεοδόσης Κάλιος και Δημήτριος Φούντας. (Ο Φούντας κάνει και τον καφετζή στο χωριό). Αυτοί είναι οι τυχεροί σήμερα. “Και γυρίζοντας σε κείνους που δεν πήραν φτυάρια, προσθέτει). Όσο για σας παιδιά . . . τι να γίνει . . . Θα δούμε αύριο πώς θα πάνε τα πράγματα. Για σήμερα, άντε στο καλό και καλό δρόμο πίσω στο χωριό. Ή κάνετε κανένα μπάνιο στη θάλασσα.

Εργάτ.Α’:       (Μελαγχολικά). Για μπάνιο ήρθαμε εδώ τόσο δρόμο, κυρ’ Στρατή; Κι έχουμε απ’ τη μαύρη νύχτα που περιμένουμε στη γραμμή.

Εργάτ.Β’:       Δεν κάνει διαφορά, όπως βλέπεις, τι ώρα ήρθες και τι θέση έχεις στη σειρά. Το ποιος θα πάρει φτυάρι και θα δουλέψει, κανονίζεται απ’ αλλού, από ψηλά, (προσθέτει, καθώς κάνει δυσαρεστημένος μεταβολή για να φύγει).

Στρατής:       Τι να σας κάνω, ρε παιδιά; Τόσους θέλαμε σήμερα, τόσους πήραμε. (Ξαναγυρίζει δε και πάλι προς τους τυχερούς με τα φτυάρια και τους λέει). Εσείς οι τέσσερις σ’ αυτό το τμήμα. (Τους δείχνει την κατεύθυνση και προσθέτει). Λοιπόν, φτυάρια θέλατε, φτυάρια σας έδωσα. Τώρα, βάλτε μπρος και στα σβέλτα. Σπάζετε το πετρωμένο αλάτι μεθοδικά και μαζεύετέ το σε σωρούς γρήγορα, γιατί οι βαγονιέρηδες στρώνουν τις σιδερογραμμές τους προς τα ‘δω κι είναι κοντά. Τους βλέπετε. Βιάζονται να μεταφέρουν το άλάτι, που θα σωριάσετε εσείς στο χώρο συγκέντρωσης. Κι αυτοί δεν αστειεύονται. Θέλουν αλάτι μπόλικο, για να γεμίσουν τα βαγονάκια τους και να βγάλουν μεροκάματο. Το ίδιο κι οι γυναίκες που καθαρίζουν τις λάσπες πάνω στις κώπες. Δεν θέλω, λοιπόν, να τα βάλουν όλοι αυτοί μαζί σας και να ‘χουμε μπλεξίματα. Κι επιπλέον τον ξέρετε το χοντρό. Δεν αποδίδετε εσείς σήμερα, δε σας δίνει αυτός φτυάρι αύριο.

Φούντας:      (Ειρωνικά). Μπράβο! Τέτοια πρέπει να είναι η νοοτροπία και η τακτική ενός διευθυντή σήμερα. Να μην έχει καρδιά και λύπηση και με το παραμικρό να κόβει κεφάλια. Αλλιώς, σου δίνουν διεύθυνση οι άλλοι από ψηλά τούτες τις μέρες;

Χρήστος:       Μη στενοχωριέσαι, κυρ’ Στρατή. Μαθημένοι οι είλωτες και οι ραγιάδες στη σκλαβιά.

Θεοδόσης:     (Προσθέτει). Για μας μη στενοχωριέσαι. Τους άλλους που έφυγαν να σκέφτεσαι.

Δήμος:           Εμείς θα βουτήξουμε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση στη μαύρη λάσπη, κυρ’ Στρατή και θα σε βγάλουμε, οπωσδήποτε, ασπροπρόσωπο εσένα στο διευθυντή σου. Αυτούς, όμως, που έφυγαν πίσω, ποιος θα τους βγάλει ασπροπρόσωπους στα παιδιά τους, σαν γυρίσουν μ’ άδεια χέρια στο σπίτι τους;

Στρατής:       Γιατί, ρε παιδιά, νομίζετε πως εγώ το χαίρομαι αυτό; Τι μπορώ να κάνω, όμως; Άντε, βάλτε μπρος τώρα και θα σας στείλω και άλλους δυο σε λίγο, γιατί τους βαγονιέρηδες αυτού του τμήματος τους βλέπω πολύ φουριόζους σήμερα. Εσύ Μαρινίδη με το Σμαρή απ’ τη μια μεριά κι ο Φούντας με τον Κάλιο απ’ την άλλη και σωριάζετε στη μέση. Κάθε έξι μέτρα κι ένα σωρό. Καλό, φανταχτερό και περιποιημένο. Και προπαντός καθαρό και χωρίς λάσπες. Σωρούς δώδεκα επί δώδεκα σε κάθε αλατοπήγιο. Καλά ζυγισμένους και στοιχισμένους, για να περνάνε εύκολα τα βαγονάκια ανάμεσά τους. Άντε λοιπόν, γεια σας και καλή δύναμη. (Και λέγοντας αυτά φεύγει).

Όλοι:               Γεια σου, γεια σου. (τον χαιρετούν όλοι μαζί κι αρχίζουν τη δουλειά).

Θεοδόσης:     Σκέφτομαι αυτούς που έφυγαν και νιώθω ένοχος που κρατώ το φτυάρι στα χέρια μου. Δεν μπορώ να ηρεμήσω.

Χρήστος:       (Στενοχωρημένα). Πώς να γυρίσεις πίσω στο σπίτι χωρίς μεροκάματο!

Χρήστος        Κι ύστερα, τι θα λένε κι αυτοί για μας που πιάσαμε δουλειά; (Η παρέα έχασε το κέφι της. Η ατμόσφαιρα σκυθρώπιασε. Όλοι έμειναν σιωπηλοί. Σε λίγο λέει ο Χρήστος).

Χρήστος:       Δε θα πείτε κάτι, ρε παιδιά, για να βάλουμε και λίγο κέφι στο διπλό μας μαρτύριο; Βλέπω τη Δέσπω εκεί πάνω, τώρα πηγαίνει στο πηγάδι να γεμίσει τους τενεκέδες της και θ’ αργήσει όπως φαίνεται να περάσει από δω για να σπάσουμε λίγο πλάκα.

Δήμος:           Ε, αυτή όλο και κάποιο ευτράπελο θα έχει να μας πει.

Θεοδόσης:     Να σου πω, τέτοιοι πλακατζήδες και άκακοι χρειάζονται να υπάρχουν.

Χρήστος:       Ιδιαίτερα σε κάτι δύσκολες περιπτώσεις είναι κι απαραίτητοι. Και μάλιστα πολλές φορές τους αναζητάς. Με τα χορατά τους βάζουν λίγο αλατοπίπερο στη ζωή σου και αποσπούν το μυαλό σου από κάτι βαριές κι ασήκωτες σκέψεις.

Θεοδόσης:     Η Δέσπω είναι ό.τι χρειάζεται για τέτοιες ώρες. Ιδίως αν είναι και λίγο πιωμένη!

Δήμος:           (Ειρωνικά). Πίνει η Δέσπω;

Χρήστος:       (Με προσποιητή σοβαρότητα, σα να θέλει να βάλει κάποια τάξη στα πράγματα). Μόνο τσίπουρο μεταβρασμένο. Τίποτ’ άλλο. Κι αυτό με το νεροπότηρο.

Φούντας:      (Προσπαθώντας να μαλακώσει κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα της συντροφιάς). Αναφέρατε τη Δέσπω και θυμήθηκα μια σκηνή που δημιούργησε προχθές στο λεωφορείο η πολυτάλαντη νερουλού μας.

Όλοι:               Για λέγε, για λέγε. Η Δέσπω πάντα έχει πλάκα.

Φούντας:      Λοιπόν, προχτές που γύριζ’ απ’ την πόλη, μπήκε κι αυτή στο λεωφορείο. Άτσαλη, φουριόζα, αθυρόστομη και με τα ποτηράκια της τραβηγμένα, ως συνήθως. Κάθισε στο πίσω μέρος του λεωφορείου, όπου βρισκόταν ο εισπράκτορας εκείνη τη στιγμή κι έκοβε εισιτήρια. Η Δέσπω άρχισε ν’ ανακατεύει τις τσέπες της και να ψάχνεται. «Δέσπω, άσε τα ψαξίματα και τα γνωστά τα κόλπα», της λέει ο εισπράκτορας «κι ετοίμασε ολόκληρο το εισιτήριο. Στρογγυλές εφτά δραχμές θέλω σήμερα, αλλιώς ετοιμάσου στην πρώτη στάση να κατεβείς. Δε θα  συνεχίζουμε πάντα το ίδιο βιολί.»
                        Η Δέσπω συνεχίζει να ψάχνει τις τσέπες μουρμουρίζοντας. Κάποια στιγμή λέει. «Αμάν, μόνο έξι έχω.» «Οδηγός», φωνάζει δυνατά ο εισπράκτορας. «Στην πρώτη στάση σταμάτα να κατεβεί η Δέσπω. Μας έπρηξε. Δεν πάει άλλο πια.» «Δε γίνεται να σε χρωστώ μια δραχμή»; Ρωτάει εκείνη κλαψιάρικα. «Εδώ βερεσέδια δε γράφουμε, κυρα-Δέσπω», της απαντάει νευριασμένος ο εισπράκτορας και φωνάζει. «Οδηγός, σταμάτα.»
                        Δίπλα στον οδηγό καθόταν ο αδερφός της, ο Γιώργης, που, ξέροντας τα φερσίματα και τα τερτίπια της αδερφής του, προσπαθούσε να μείνει στην αφάνεια. Επειδή, όμως, το πράγμα στριμώχτηκε πολύ, βγάζει αυτός μια δραχμή και τη δίνει στον οδηγό. Ο οδηγός φωνάζει με τη σειρά του στον εισπράκτορα. «Είναι εντάξει, εισπράκτορα, τη δραχμή την πληρώνει ο κύριος.» Κύριος, όμως, για την Δέσπω είναι ο φίλος, ο εραστής, γι’ αυτό φωνάζει οργισμένη. «Κύριος και κοπριές, αδερφό τον έχω. (Όλοι λύνονται στα γέλια).

Όλοι:               Βρε την άτιμη, βρε την αφιλότιμη. (Λένε οι εργάτες γελώντας. Σε λίγο έρχεται κι η Δέσπω στη σκηνή μ’ ένα γκαζοτενεκέ νερό κι ένα κονσερβοκούτι για κύπελο. Φτάνοντας λέει στους εργάτες).

Δέσπω:          Γεια σας βασιλιάδες του φτυαριού και της λάσπης, φαγωμένοι και κεντημένοι απ’ τα κουνούπια και το αλάτι.
Όλοι:               (Με κέφι). Γεια σου βασίλισσα του γκαζοτενεκέ και του ποτηριού. Στολισμένη με τα εύθυμα χαμόγελά σου.

Δέσπω:          Αμ’ σας ξέρω εσάς τι κουμάσια είσαστε. Και το γεια σου αλλού το πάτε. Κι είπα να μη σας φέρω νερό σήμερα. Αλλά σας λυπήθηκα. Βλέπεις η Δέσπω, παρ’ ότι δεν πίνει νερό, πάντα κοιτάζει τον ουρανό.

Χρήστος:       (Περίεργα τάχα). Δεν πίνει νερό;

Φούντας:      Πίνει η γάτα ξύδι, να πιει κι η Δέσπω νερό;

Δέσπω:          (Γελώντας.) Ααχ τι είσαι συ . . . καφέμπρικο!

Δήμος:           Ρε Δέσπω, τις προάλλες σε πήρε το μάτι μου στη Σαλονίκη να σέρνεις δυο μακριά καδρόνια σε κάποιο πεζοδρόμιο. Για πες μας, πώς βρέθηκες εκεί με δυο τεράστια καδρόνια μέσα σε κεντρικό δρόμο της πόλης;

Δέσπω:          (γελώντας). Και είπες και συ, τι θέλει η αλεπού στο παζάρι, ε; Ααχ, το βλάκα εκείνο, τι μ’ έκανε. Πάει όμως ο παγωτατζής, τον έχασα.

Χρήστος:       (Περίεργα). Δηλαδή; . . . ποιον βλάκα; . . . τι παγωτατζής; . . . τι έγινε;

Δέσπω:          Εκεί που περπατούσα στο δρόμο, να μπροστά μου ένα καροτσάκι με παγωτά. Πάω κοντά και ρωτώ τον παγωτατζή. «Έχεις τσίπουρο;» «Μας δουλεύεις, κυρά μου»; μου λέει παρεξηγημένος. «Μας βλέπεις για ταβέρνα-καροτσάκι; Εδώ έχουμε παγωτά και μάλιστα Άφα-Άλφα. Για ρίξε μια ματιά.» Πήγα κοντά και είδα. Κι ήταν κάτι καλά! Όλα χρωματιστά και όμορφα. Τα ζήλεψα κι είπα να πάρω ένα. Πού λεφτά όμως, ούτε φράγκο.
                        Κι ύστερα, αυτοί είναι και παράξενοι άνθρωποι, δε σου δίνουν βερεσέ. Μαίνω, λοιπόν και γω στην πρώτη πόρτα που βρέθηκε μπροστά μου, να ζητήσω καμιά ελεημοσύνη. Ξέρεις, έτσι βγαίνω εγώ όταν στριμώχνομαι πολύ από ψιλό. Αυτή η ρημάδα, όμως, αντί να βγάζει σε σπίτι, έβγαζε σε ξυλουργείο. Το αφεντικό λογόφερνε εκείνη την ώρα με κάποιον για κάτι βερεσέδια και δε με πήρε αμέσως είδηση μόλις μπήκα μέσα. Συνέχιζε τον ψευτοκαυγά του. Εγώ περίμενα ανυπόμονη. Ο παγωτατζής ακούγονταν απ’ έξω. Διαλαλούσε τα παγωτά του. Κάποτε με είδε κι ήρθε κοντά μου. Φαίνεται κατάλαβε για ποιο σκοπό ήμουνα εκεί και μου είπε αυστηρά. «Τι θέλεις εσύ εδώ; Άντε πήγαινε.» Κατάλαβα, όμως και γω πως δεν ήταν ώρα για ελεημοσύνες κι άλλαξα αμέσως πολιτική. «Ήρθα να παραγγείλω ένα εικονοστάσι», του λέω δειλά «και θέλω να μου πεις πόσο κάνει». Αμέσως κάλμαρε και μου λέει ήρεμα. «Με δικά σου σανίδια, κυρία, διακόσιες, με δικά μας τα διπλά. Έφερες σανίδια»; Με ρωτάει. Γύρω-γύρω στα ντουβάρια του μαγαζιού ήταν ακουμπισμένα όρθια διάφορα είδη ξυλείας και δίπλα μου, κάτω στο πάτωμα, πέντ’-έξι καλά και μακριά κομμάτια. «Να αυτά», του λέω. «Φτάνουν»; «Α, αυτά είναι πολλά», μου απαντάει. Διαλέγει μερικά, τα ξεχωρίζει και μου λέει. «Αυτά φτάνουν, τα άλλα πάρτα πίσω, δεν χρειάζονται.» Έτσι, πήρα τα δυο καδρόνια κι έφυγα και αναγκάστηκα να τα σέρνω μέσα στην πόλη, ώσπου βρήκα κάποιον και τα πούλησα. Αλλά, ώσπου να γυρίσω πίσω, ο παγωτατζής με το καροτσάκι του είχε εξαφανιστεί. Έτσι, εγώ έμεινα με την όρεξη για παγωτό κι ο μαραγκός ακόμα περιμένει τον πελάτη να πάει να πάρει το εικονοστάσι.  (Οι εργάτες γελούν).

Δέσπω:          (Ενώ φεύγει). Άντε γεια σας, θα πούμε κι άλλα αργότερα.
(Σε λίγο έρχονται οι άλλοι δυο εργάτες, που είχε υποσχεθεί πως θα στείλει ο επιστάτης. Είναι ο Λιαγροβήτης Γεώργιος, γνωστός σα Λιώλης κι ο Ζιαμακός Νεόκοσμος, γνωστός σα Νιόκας. Είναι όλοι συγχωριανοί και γνωστοί μεταξύ τους. Ο πρώτος απ’ τους δυο κάνει πως ξαφνιάζεται, βλέποντας ανάμεσα στους άλλους εργάτες, που, βουτηγμένοι ως το γόνατο μέσα στη μαύρη λάσπη της αλυκής, φτυαρίζουν αλάτι και τον καφετζή του χωριού να δουλεύει κι αυτός, επιχειρηματίας άνθρωπος, όπως τον θεωρούσε, σαν κοινός εργάτης στη βαριά δουλειά της εξόρυξης του αλατιού. Το όνομα του καφετζή είναι Φούντας Δημήτριος. Οι περισσότεροι, όμως, στο χωριό δεν το προφέρουν σωστά και τον λένε Χούντα. Πλησιάζοντας οι δυο νεοφερμένοι χαιρετούν τους άλλους μ’ ένα δυνατό). Γεια σας παιδιά. (Εκείνοι απαντούν μ’ ένα) Βρε καλώς το Λιώλη, καλώς το Νιόκα. (Ο Λιώλης, μόλις αντικρύζει τον καφετζή βουτηγμένο στη λάσπη, μη μπορώντας, τάχα, να συγκρατήσει τη μεγάλη έκπληξή του, αλλά και για να τον πειράξει περισσότερο, τον ρωτά δυνατά για να τον ακούσουν όλοι).

Λιώλης:          Και συ εδώ, κυρ’Χούντα;

Φούντας:      (Διορθώνει). Κατ’ αρχή, Φούντας. Φούντας Δημήτριος κι όχι Χούντας. Κι ύστερα, γιατί όχι; (Απαντά πειραγμένος, περισσότερο απ’ τη δήθεν απορία του Λιώλη κι όχι απ’ την κακή προφορά του ονόματός του, η οποία του είναι γνωστή από παλιότερες περιπτώσεις και προσθέτει). Γιατί, εμένα θα μου πέσει το γαλόνι;

Λιώλης:          Ναι, αλλά εσύ, όμως, έχεις μαγαζί.

Φούντας:      Είχα μαγαζί, αλλά εσείς μου το κλείσατε. (λέει, τονίζοντας το εσείς).

Λιώλης:          (Σε τόνο απορίας και διαμαρτυρίας). Εγώ κυρ’ Χούντα; Μα εγώ δεν πάτησα ποτέ στο μαγαζί σου. Δεν πέρασα την πόρτα του. Πώς είναι δυνατό να στο έκλεισα εγώ;

Φούντας:      Άκου λογική από άνθρωπο, που έχει την αξίωση να κρατάει στα χέρια του και δημόσιο φτυάρι και να βουτάει ως το γόνατο στη δημόσια λάσπη της αλυκής! Βρε ταλαίπωρε και φτωχέ στην τσέπη και στο μυαλό θνητέ, καταδικασμένε να τσαλαβουτάς στο βούρκο σ’ όλη σου τη ζωή, πότε κλείνει ένα μαγαζί; Όταν περνάει την πόρτα του συνέχεια ο κόσμος και μπαινοβγαίνει η πελατεία ή όταν δεν πατάει κανένας μέσα; (Ο Νιόκας, για να προλάβει και τυχόν δική του ενοχοποίηση, λέει βιαστικά και κάπως θιγμένος).

Νιόκας:          Μη λες εσείς κυρ’ Μήτσο, μη λες εσείς. Όχι πληθυντικό. Γιατί εγώ ήρθα μια-δυο φορές στο μαγαζί σου.

Φούντας:      Ήρθες. Σωστά. Αλλά, τέτοιο ερχομό τι να τον κάνω; Ακόμα έχεις τις ξερές και τις κολιτσίνες γραμμένες βερεσέ κι ακόμα χρωστάς τους καφέδες που ήπιες και τα λουκούμια που έχασες στην παρέα. Τέτοιο ερχομό, λοιπόν, τι να τον κάνω, Νιόκα; Καλύτερα να μην ερχόσουνε καθόλου. Βλέπεις, ήθελες και δυο κουταλιές ζάχαρη στον καφέ σου, μία δε σ’ έφτανε. Σου έβαζα, αγαπητέ μου, ζάχαρη με το κουταλάκι τότε και σωσιάζω αλάτι με το φτυάρι σήμερα, για να ξεχρεώσω εκείνους τους δικούς σου τους καφέδες, που τους ήθελες τότε περιποιημένους και μερακλήδικους.

Νιόκας:          Πώς να το κάνουμε, κυρ’ Χούντα; Βλέπεις, έσπασε κι η ηλικία και άρχισε κι αυτή τα καμώματά της. Μ’ αρέσει λίγο γλυκύτερος. Τι να κάνεις, γέρασα κομματάκι. Ύστερα, βλέπεις κυρ’ Χούντα μ’, το περασμένο δεκαπενθήμερο δε μας πλήρωσαν και το προηγούμενο μας έδωσαν μόνο τα μισά . . . Κι απ’ τα χωράφια, ξέρεις . . . δεν έχουμε προκοπή. Δε φτάνει που είναι λίγα κι αδύνατα, τα έκαψε κι η ξηρασία φέτος, τα έκανε Γης Μαριάμ. Τα βλέπεις και δακρύζουν τα μάτια σου. Μόνο η Τράπεζα σου λέει ψυχρή και ασυγκίνητη. Ρίξε εσύ τώρα ολόκληρο το δάνειο που χρωστάς και τράβα αργότερα στα ξερά σου τα χωράφια, για να εισπράξεις το Δεν και το Μεδέν.

Χρήστος:       Εμείς τους λέμε τα χάλια μας και περιμένουμε κάποια συμπόνια, αλλά αυτοί τίποτα . . .

Νιόκας:          Καμιά σημασία. Καμία. Εμείς καιγόμαστε κι αυτοί υγρόν αγόραζαν. Υγρόν κυρ’ Μήτσο μου. Τα ξέρεις . . .

Φούντας:      Και τα χωράφια τα ξέρω, αγαπητέ Νιόκα κι αυτούς τους ξέρω, γιατί τρώω και γω κάτι σφαλιάρες με τους Κανονισμούς Λειτουργίας Καταστημάτων και Κέντρων Διασκεδάσεως, που βγάζουν καπνούς.

Χρήστος:       (Αστειευόμενος). Σε πιάνουν και σένα οι κανονισμοί των Κέντρων Διασκεδάσεως, μ’ εφτά καρέκλες στο μαγαζί, απ’ τις οποίες οι τρεις είναι τρύπιες και οι δύο με τρία πόδια;

Φούντας:      Αν με πιάνουν, λέει! Οι μεγάλες τανάλιες τους μικρούς πιάνουν σφιχτότερα, Χρήστο μου, Όσο για τα δεκαπενθήμερα που ανάφερε ο φίλος μου ο Νιόκας κι αυτά τα ξέρω, γιατί έτσι πληρώθηκα και γω . . . Αλλά η υπόθεση δεν κρεμάστηκε σ’ αυτό ή στο προηγούμενο δεκαπενθήμερο. Ας με πλήρωνε στο πιο προηγούμενο ή στο πιο παραπάνω ακόμα. Ας με πλήρωνε πέντε, δέκα δεκαπενθήμερα νωρίτερα. Το χρέος του αυτό είναι απ’ το περσινό καλοκαίρι.

Θεοδόσης:     (Πειραχτικά). Καλά, κυρ’ Μήτσο, για πέντε καφέδες και τρία λουκούμια του Νιόκα ήρθες να δουλέψεις στην αλυκή;

Φούντας:      Δεν είναι μόνο του Νιόκα, είναι και κάτι πρέφες του γιου του του Βλάση, άλλων χωριανών και δυο-τρεις δικές σου. Αλλά τα δικά σου βερεσέδια πάλιωσαν τόσο πολύ που ξεχάστηκαν. Βλέπεις, τα προβλήματά μας, όταν δεν λύνονται, ξεχνιούνται.

Δήμος:           (Αστειευόμενος). Βάλε τόκο. Βάλε τόκο υπερημερίας, για να μάθουν οι κακοί οφειλέτες.

Φούντας:      Τώρα μάλιστα. Πήραμε το κεφάλαιο, θα ζητήσουμε και τόκο.

Χρήστος:       Δεν έχει, καημένε, ανάγκη το μαγαζί από δυο-τρεις καφέδες. Σ’ αυτό, δεν έβρεξε το ένα απόγευμα, θα βρέξει το άλλο. Ενώ στο χωράφι, δεν έβρεξε μια φορά το χρόνο, όταν πρέπει, πάει, κάηκες.

Φούντας:      Δεν άνοιξες ποτέ σου επιχείρηση, κυρ’ Χρήστο, για να δεις πώς είναι αυτά τα πράγματα. Δυο-τρεις καφέδες εδώ, πέντ’-έξι λουκούμια παραπέρα, κλείνει το μαγαζί. Πάει ο Φούντας. Φουντάρει αύτανδρος, μαζί με τις εφτά ανάπηρες καρέκλες του. Σάμπως, πόση είναι η αντοχή μας. Τι νομίσατε, χοντρέμποροι πως είμαστε; Κι ύστερα, ξέρετε πόσο κάνει το μισό κιλό καφές Λουμίδη σήμερα;

Χρήστος:       (Συμβουλευτικά). Μη σερβίρεις Λουμίδη, κυρ’ Μήτσο. Βάλε και λίγο ρεβύθι ή κριθάρι καλοψημένο μέσα. Εδώ χωριό είναι.

Φούντας:      Χωριό είναι, αλλά, έλα που μας πνίγει η εντιμότητα και δεν μπορούμε να κάνουμε λαδιές και απάτες. Για μια υπόληψη ζούμε σ’ αυτήν την κοινωνία σήμερα Χρήστο. Για μέτωπο καθαρό. Κι ύστερα, ο Νιόκας Λουμίδη ήθελε. Κι ο πελάτης, πληρώνει δεν πληρώνει, πάντα έχει δίκιο.

Θεοδόσης:     Υπάρχει κι ο άγραφος κώδικας, βλέπεις.

Φούντας:      Και τον τηρούμε κατά γράμμα κι αυτόν τον αφιλότιμο.

Δήμος:           (Πειραχτικά). Ώστε Νιόκα μεγάλωσε η δουλειά σου. Λουμίδη, ε;

Νιόκας:          Εμ, αν πας για απόλαυση, να απολαύσεις. Ο καλόγερος με τι αμάρτησε; Με την παλιόγιδα ή με αρνάκι του γάλακτος; Αν είναι για μαύρο ζουμό ρεβιθοκρίθαρου έπινα και στο σπίτι. Τάχα τι πάω στο καφενείο; Να διαβάσω εφημερίδα ή να λύσω τα εθνικά προβλήματα; Για το πρώτο η ταυτότητα λέει καθαρά. Αναλφάβητος. Μεγάλο γαλόνι αυτό ε; που μας χάρισε η κοινωνία μας. Για το τελευταίο, έχουμε τον ξάδερφο του Λιώλη. Βλέπεις, παλιότερα, πριν γίνει πρόεδρος της Κοινότητας, βοσκούσε πότε τα γελάδια, πότε τα γουρούνια του χωριού. Όλα τα προσόντα, δηλαδή, για προεδριλίκια! Είναι ο καταλληλότερος. Ύστερα, αυτός γνωρίζει και από νομικά. Ήταν ο μόνος στο χωριό που πήγαινε μάρτυρας σ’ όποιο δικαστήριο τον ήθελες και για οποιαδήποτε υπόθεση, αρκεί να του πρόσφερες μια μερίδα κοτόπουλο με μπάμιες στο εστιατόριο της πόλης.

Δήμος:           Τότε είχε να κάνει με δικαστικούς, τώρα έχει να κάνει με νομαρχαίους και υπουργούς.

Θεοδόσης:     Θυμάστε, ρε παιδιά, τα ρεζιλίκια την άλλη φορά με τον υπουργό που πέρασε απ’ το χωριό;

Χρήστος:       Ξεχνιούνται αυτά;

Νιόκας:          Ακούς Λιώλη; Τον ρωτάει ο υπουργός. «Πρόεδρε, γεννήθηκε κανένας μεγάλος άντρας στο χωριό σας;» «Όχι, κύριε υπουργέ», λέει το καμάρι μας. «Στο χωριό μας όλοι μωρά γεννιόμαστε.» «Είστε πολύ χοντρός, κύριε πρόεδρε», του λέει ο υπουργός. «Α! Να δεις το διευθυντή των αλυκών, κύριε υπουργέ», του απαντάει εκείνος.

Θεοδόσης:     Να, κάτι τέτοια, όμως, θα βάλουν το χωριό μας στο χάρτη.

Λιώλης:          Μα . . . για τον υπουργό, ίσως έτσι να είναι τα πράγματα . . . Βλέπεις . . . αγράμματος άνθρωπος . . . Αλλά, για τα δικαστήρια . . .

Νιόκας:          Αγράμματος; Πες του, άμα θες, ότι είναι αγράμματος.

Δήμος:           Α! Εδώ δεν έχει άδικο ο Νιόκας, Λιώλη. Ο ξάδερφός σου, για μια μερίδα κοτόπουλο με μπάμιες ήξερε όλες τις υποθέσεις απ’ όξω κι ανακατωτά. Κι έβαζε το χέρι στο Ευαγγέλιο με περισσότερη ευκολία απ’ ότι το βάζει σε ξένη ταμπακέρα, για να πάρει τσιγάρο. Λες και υπνωτίζονταν σαν θυμούνταν τις μυρουδιές του μαγαζιού του μπαρμπα-Θόδωρα, που είναι δίπλα στα δικαστήρια.

Θεοδόσης:     (Χαρακτηριστικά). Αυτό, όμως, πριν να γίνει πρόεδρος.

Φούντας:      Και είχε καθιερωθεί τότε, να ψάζει κανείς στο καφενείο μάρτυρα για δικαστήριο, αν είχε ανάγκη από κανένα τέτοιο, με το ερώτημα. «Άντε, ποιος είναι αύριο για κοτόπουλο με μπάμιες;» Κι επειδή έβγαινε πάντοτε μοναδικός και πρόθυμος ο ξάδερφός σου, γι’ αυτό του έμεινε για ένα διάστημα και το παρατσούκλι, ο κύριος κοτόπουλο με μπάμιες.

Νιόκας:          Τώρα, όμως, δεν του το λένε αυτό, γιατί μεγάλωσε η δουλειά του. Είναι ο κύριος πρόεδρος του χωριού. Εγώ, βλέπεις, πίνω ένα καφέ και τον χρεώνομαι, ενώ αυτός έτρωγε καλά, παίρνοντας μόνο ένα όρκο, που δε γράφονταν σε κανένα μπακαλοδεύτερο. Αλλά κι εδώ που τα λέμε, δεν είμαι μόνο εγώ που πίνω Λουμίδη χρεωμένο. Κι άλλοι εδώ γύρω δεν τρων πλιγούρι σπιτίσιο, φτηνό κι αχρέωτο. Θέλουν ρύζι Μπαρμπα-Μπέν εισαγωγής κι ας είναι ακριβό, χρεωμένο βερεσέ κι απλήρωτο πολλά δεκαπενθήμερα. (Τόνισε με υπαινιγμό, κοιτάζοντας λοξά το Θεοδόση).

Φούντας:      Οι απολαύσεις και οι πολυτέλειες πληρώνονται, όμως, κύριε Νιόκα, πληρώνονται. Αν δεν πληρώνετε εσείς, το κλείνω εγώ το μαγαζί.

Δήμος:           (Με απορία). Το κλείνεις;

Φούντας:      Το κλείνω, βέβαια. Τι νομίζεις, Όσοι έρχονται στο μαγαζί πίνουν καφέ κι όσοι παίζουν πρέφα αγοράζουν λουκούμι; Όχ, Δήμο μου. Ξέρεις πόσες φορές το ίδιο λουκούμι αλλάζει χέρια; Αυτός που θα το κερδίσει στην αρχή, δεν το τρώει, αλλά το κρατάει στην τσέπη, για να το δώσει σ’ εκείνον που θα κερδίσει το επόμενο παιχνίδι. Η τακτική, λοιπόν, αυτή, μαζί με τα βερεσέδια, θα μ’ αναγκάσουν να το κλείσω.

Θεοδόσης:     (Αστειευόμενος). Και τι θα κάνεις το ευάερο και ευήλιο οίκημα;

Φούντας:      Μου το ζητάει ο Κωσταντός του γερ-Απόστολου, να βάζει τα γίδια μέσα. Ένα τενεκέ τυρί, λέει κι ένα κατσικάκι το χρόνο. Έτσι, θα έχω και γω κρέας το Πάσχα και θα έχω ψωμί και τυρί στον τορβά, αντί να κουβαλώ ελιές και κρεμμύδια. Κι ούτε φασαρίες με μερακλήδικους, ούτε βερεσέδια και χρέη στο κεφάλι μου. Ήσυχος και φίλος με όλους.

Νιόκας:          Εγώ πάντως, άσχετα με το τι θέλεις να κάνεις με το μαγαζί, είχα σκοπό τώρα, μόλις πληρωθώ, να σου τα δώσω.

Φούντας:      (Έκπληκτος). Να μου τα δώσεις; Άκουσα καλά, Νιόκα, ή έτσι έκαναν τ’ αυτιά μου; Γιατί τέτοιες υποσχέσεις και τέτοιες καλές κουβέντες, δύσκολα τις ακούμε εμείς οι έχοντες λαμβάνειν αυτές τις μέρες σε τούτη την κοινωνία.

Νιόκας:          Πώς να το κάνουμε, κυρ’ Μήτσο. Και μεις για μια υπόληψη ζούμε σε τούτο το ντουνιά. Καθαρό μέτωπο, που λεν κι ας είν’ και ιδρωμένο. Δε θέλουμε σκληρές κουβέντες να μας μαυρίζουν την καρδιά παραπάνω απ’ το μαύρο καφέ που ήπιαμε και τη μαύρη τη μοίρα που μας δέρνει εικοσιπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο. Κι ύστερα, έτσι είναι και το σωστό. Ζήτησες και σε πρόσφεραν καφέ, θα πληρώσεις. Εδώ πληρώνουμε κάθε μέρα και μια ζωή ολόκληρη άλλα σπασμένα, που, ούτε ζητήσαμε, ούτε και μας τα πρόσφεραν. Κι αυτά πληρώνονται μπροστά κι αμέσως. Δεν έχει βερεσέδια εκεί.

Φούντας:      Μπράβο. Τώρα μιλάς καλά. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι σπαθί στην κοινωνία και σήμερα και πάντοτε.

Δήμος:           Άσχετα αν πεθαίνει στα πόδια του απ’ το πολύ το φιλότιμο κι απ’ το λίγο το μυαλό του .

Νιόκας:          (Κατηγορηματικά). Εγώ πάντα μιλώ καλά και ίσια και πάντα είμαι σπαθί. Και το καλό το ξέρω, αλλά ποτέ δεν έχω λεφτά για να το αποδείχνω. Τώρα, όμως, ετούτο το δεκαπενθήμερο κι ας είμαι άσχημα στριμωγμένος, θα τα πάρεις. Θα σου τα δώσω, κυρ’ Μήτσο, για να δεις, ότι και η φτώχεια ο Νιόκας έχει καρδιά και συνείδηση. Έχει κάποια μπέσα μέσα του κι αυτός.

Φούντας:      Όχι. Να μη μου τα δώσεις αυτό, ούτε και το άλλο το δεκαπενθήμερο, μια που τα έχεις ανάγκη και κατάλαβες πώς κλείνουν τα μαγαζιά και πώς πρέπει να είναι ο άνθρωπος στην πιάτσα. Δώστα μου στο παραπάνω. Να μου τα δώσεις, όμως, γιατί, για μια κουταλιά δικής σου ζάχαρης στη δροσιά, εγώ φτυαρίζω σήμερα δέκα φτυαριές αλάτι μέσα στον ήλιο και στη λάσπη.

Θεοδόσης:     (Με τόνο φωνής συνηγόρου). Καλά λέει ο κυρ’ Μήτσος, Νιόκα. Ύστερα, σε τέτοια ηλικία, επιτρέπεται να αγνοείς τις υποχρεώσεις σου;

Νιόκας:          (Εμφαντικά). Α! Είπ’ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. Ποιος μάλωνε, όμως, για καθυστερημένα βερεσέδια, ζάχαρες, ρύζια, ελιές και τέτοια πράγματα, με το Μανώλη το μπακάλη πριν λίγες μέρες μπροστά στην εκκλησία; Ήθελα να μην το κάνω κουβέντα, αλλά με ανάγκασες. Βλέπεις, ούτε και στην εκκλησία δεν μπορεί να πάει ο άνθρωπος σήμερα. Ο βερεσές τον κυνηγάει παντού.

Φούντας:      Έτσι είναι γραφτό και τα γραφτά δεν ξεγράφονται. Τον άνθρωπο να τον κυνηγούν δυο πράγματα στον κόσμο. Ο ίσκιος του κι ο βερεσές.

Νιόκας:          Κι απ’ τα δυο ο βερεσές είναι χειρότερος, γιατί αυτός σε κυνηγάει ο αφιλότιμος και τη νύχτα.

Θεοδόσης:     (Με κάποια περηφάνια). Εγώ, όμως, τα έδωσα στο Μανώλη.

Νιόκας:          Μήπως εγώ δε θα τα δώσω στον κυρ’ Μήτσο; Να μη λέμε, όμως, μεγάλες κουβέντες, γιατί όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Μήπως εσύ σε τι ηλικία ήσουν την περασμένη βδομάδα, πριν πληρώσεις το Μανώλη;

Χρήστος:       Αφήστε τις ηλικίες, γιατί αυτές μας θυμίζουν άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, επιτρέπεται σε τέτοια ηλικία ο Νιόκας, με άσπρα μαλλιά, να δουλεύει εδώ μέσα στην υγρασία, στις λάσπες και στα κουνούπια;

Νιόκας:          Τι να κάνω; Πώς να τα φέρω βόλτα; Κι έχω και το αλβανικό το τραύμα . . .

Θεοδόσης:     (Χαιρέκακα). Γιατί δε βάζεις το γιο σου το Βλάση, να δουλέψει; Μεγάλωσε τώρα. Κοντεύει είκοσι χρόνια. Κι είναι θηρίο. Δυο σαν εσένα.

Λιώλης:          (Δικαιολογώντας). Καλά λέει ο Θοδόσης. Έπρεπε να τον είχες βάλει στη δουλειά από πολύ νωρίτερα. Τι τον κρατάς τόσον καιρό; Και τώρα τελευταία δεν τον βλέπω και τόσο μερακλή, ούτε για το χωράφι, ούτε για το αμπέλι, ούτε για τίποτ’ άλλο. Το μεράκι του όλο συγκεντρώνεται στο καφενείο.

Φούντας:      Προχτές την Τρίτη, που με πονούσε τρομερά ο παλιός πόνος του ποδιού μου κι η πληγή που μ’ άνοιξε το αλάτι στον αστράγαλο και δεν ήρθα στη δουλειά, κάθονταν όλο τ’ απόγευμα στο καφενείο.

Νιόκας:          (Έκπληκτος). Στο καφενείο; Εγώ του είχα πει να πάει στην κηδεία της μπαμπω-Λένκως, για να μη χάνω και γω το μεροκάματο. Χωριανή είναι. Έχουμε και κάποια μακρινή συγγένεια. Ας πάει κι από μας ένας, είπα. Και τα καλά και τα αχαμνά με τον κόσμο γίνονται. Ύστερα, αυτή ήταν μαμή στη Γαρουφαλιώ μου, όταν τον έφερε στον κόσμο.

Φούντας:      Και γω έτσι ήξερα, γι’ αυτό και τον ρώτησα. «Δε θα πας στην κηδεία της γριάς, Βλάση;» «Όχι», μ’ απαντάει. «Γιατί», τον ρωτώ. «Μήπως αυτή θά ‘ρθει στη δική μου»; λέει.

Θεοδόσης:     Α, για τέτοια αυτός! Του αρέσει, όμως, η ξάπλα. Είμαστε γειτόνοι και τον βλέπω. Έπρεπε, Νιόκα, να τον έβαζες στη δουλειά από πολύ νωρίτερα.

Νιόκας:          Έλεγα να μην τον σαμαρώσω, τάχα, πολύ μικρό. Ήθελα να δέσει το κόκαλό του καλύτερα.

Θεοδόσης:     Τώρα, όμως, απ’ ότι βλέπω, έδεσε πολύ και δε λυγάει.

Λιώλης:          Σήμερα δεν του λες να πάει να δουλέψει;

Νιόκας:          Του λέω. Αλλά εκείνος τι μ’ απαντάει. «Μόνο οι χαζοί και τα ρολόγια», λέει, «δουλεύουν. Ο Θεός», λέει, «τον άνθρωπο τον έκανε τεμπέλη. Αυτός δεν είχε μυαλό κι ανακάλυψε τη δουλειά. Και γιατί να πληρώνω εγώ», λέει, «τα σπασμένα από τέτοιες χαζοανακαλύψεις, στις οποίες ούτε καν πήρα μέρος»; (Όλοι γελούν. Ο Νιόκας συνεχίζει).

Νιόκας:          Ο Θεός είπε στο Μωυσή, του απαντώ, όπως μας λέει ο παπάς, έξι μέρες να δουλεύεις και μία να κάθεσαι. «Είπε, όμως, ποια να κάθεσαι»; Με ρωτάει εκείνος. «Κι ύστερα, αυτά μας τα είπε», λέει, «ο Μωυσής κι όχι ο Θεός. Και κείνος πάλι, δεν τα είπε», λέει, «σε μας τους ίδιους, αλλά στους Εβραίους. Έφτασαν σε μας, δηλαδή, από τρίτο χέρι. Ας παν να δουλέψουν, λοιπόν, οι Εβραίοι, αν είναι σίγουροι ότι έτσι είπε ο Θεός. Γιατί, λοιπόν, δε δουλεύουν οι δικοί μας οι καλόγεροι; Γιατί δεν είναι σίγουροι για το τι είπε ο Θεός. Κι αν ακόμα, λοιπόν, κάτι είπε, δεν ξεκαθάρισε ποια μέρα πρέπει να είναι αργία. Και, για να μην αμαρτήσουν, δηλαδή, οι καλοί αυτοί χριστιανοί, κάθονται, λοιπόν, όλες τις μέρες. Κι ύστερα, τι θέλεις, να είμαι πιστός σαν το δεσπότη ή άπιστος σαν τον δούλο; Δουλεύει ο δεσπότης»; Με ρωτάει. «Όχι», απαντάει ο ίδιος. «Αυτός κάθεται και τον υπηρετούν άλλοι. Ως και την πατερίτσα, δηλαδή, ο διάκος την κουβαλάει. Πάντα δε λεν ότι: Έστειλεν ο δεσπότης τον δούλον αυτού να καλέσει άλλον δούλον εκ των αγρών του . . . Έστειλεν ο δεσπότης τον δούλον αυτού εκ των ποιμνίων του . . . και τέτοια πράγματα; Δυο κατηγορίες, λοιπόν, υπήρχαν και υπάρχουν. Δούλοι και δεσποτάδες. Και οι δούλοι, λοιπόν, σαν εσένα», λέει, «τρέχουν στους αγρούς και στα κοπάδια και οι δεσποτάδες κάθονται. Κι αυτοί μεν έχουν, λοιπόν, πάντοτε χωράφια και κοπάδια κι ό,τι θέλουν στη ζωή τους κι ο δούλος δεν έχει τίποτα. Τρέχει συνέχεια ξυπόλητος και πάντοτε είναι πονηρός και άπιστος. Ο δεσπότης, όμως, έχει πάντα δίκιο, κάνει κουμάντο και είναι και καλός άνθρωπος. Τι με θέλεις τώρα, λοιπόν, εμένα, πιστό και καλό σαν δεσπότη ή άπιστο και κακό σα δούλο;» Κι εδώ, που λες, με τα μπερδεύει και με σταματάει και δεν ξέρω τι να του πω και τι να του απαντήσω.

Θεοδόσης:     Όλο λοιπόν και δηλαδή είναι ο Βλάσης.

Φούντας:      Σα να μην έχει και πολύ άδικο. Χαζά-χαζά, καλά τα λέει.

Νιόκας:          Με το δίκιο, όμως, το δικό του και με το τόσο καλά που τα λέει αυτός, πονάει μέρα-νύχτα η δική μου η μέση.

Δήμος:           Δεν τον παίρνεις κι αυτόν εδώ στην αλυκή να πάρει κανένα μεροκάματο;

Νιόκας:          Α, έχει μούτρα για να πατήσει σ’ αυτά τα χώματα ο Βλάσης; Ο διευθυντής, άμα τον δει, θα διώξει κι αυτόν και μένα.

Χρήστος:       Γιατί, τι συμβαίνει;

Νιόκας:          Τις προάλλες τα τσούγκρισε στην πόλη τρεις φορές σε μια μέρα με το διευθυντή μας.

Χρήστος:       (Έκπληκτος). Το διευθυντή της αλυκής;

Δήμος:           Μ’ αυτόν το χοντροκέφαλο ιπποπόταμο;

Νιόκας:          Μάλιστα, μ’ αυτόν. Το αφεντικό μας. Και καλά που δε γνώρισε τίνος γιος είναι, γιατί τότε, αλίμονό μου.

Όλοι:               Πώς έγινε, πώς έγινε;

Νιόκας:          Την ώρα που έμπαινε σ’ ένα κουρείο, για να κουρευτεί ο δικός μου, να κι ο διευθυντής μας. Έμπαινε, λέει κι αυτός να κουρευτεί. Έτσι, πέρασαν σχεδόν μαζί την πόρτα. Ο Βλάσης, παρ’ ότι πέρασε πρώτος, από σεβασμό, τάχα και λόγω ηλικίας και όγκου, του ‘δωσε σειρά να κουρευτεί πρώτος εκείνος, γιατί είπε πως, τάχα, βιάζονταν. Ο κουρέας περίλαβε το διευθυντή κι ο Βλάσης περίμενε. Έκανε μισή ώρα για να τον τελειώσει.

Χρήστος:       Α! Αυτοί θέλουν και ιδιαίτερη περιποίηση. Δεν είναι σαν εμάς, πέντε ψαλιδιές κι έτοιμος.

Νιόκας:          Τελειώνοντας, λέει τ’ αφεντικό στον κουρέα. «Πόσο κάνει το κούρεμα;» «Δέκα δραχμές», απαντάει ο κουρέας. Ο διευθυντής πληρώνοντας τις δέκα δραχμές είπε. «Θα καθίσω εδώ για μισή ώρα περίπου, γιατί περιμένω κάποιον κι είναι πολύ νωρίς ακόμα.» Και κάθισε. Του Βλάση άναψαν τα λαμπάκια. Κρατήθηκε, όμως και δεν είπε τίποτα. Κάθισε στην καρέκλα του κουρέα με σφιγμένα τα δόντια.

Χρήστος:       (Με απορία). Πώς τα κατάφερε!

Νιόκας:          Ο κουρέας τον περίλαβε και σε πέντε-δέκα λεπτά τον είχε έτοιμο. «Πόσο κάνει», ρωτάει ο Βλάσης, για να πληρώσει. «Δέκα δραχμές», του λέει ο κουρέας. Το Βλάση τον πείραξε αυτό και λέει στον κουρέα. «Τον κύριο από δω, μ’ ένα κεφάλι σαν καζάνι, τον πήρες δέκα δραχμές. Και μένα, με κεφαλάκι σαν κύπελο, δέκα θα με πάρεις;» «Άκουσε, πατριωτάκι», του λέι ο κουρέας, «εδώ κουρεύουμε με το κεφάλι κι όχι με το στρέμμα». Ο διευθυντής, που δεν καλόπιασε τα προηγούμενα, γέλασε, ο Βλάσης το ‘δεσε κόμπο.

Θεοδόσης:     Ε, καλά είσαι! Ο γείτονάς μου και να το αφήσει έτσι;

Νιόκας:          Σε λίγο συναντήθηκαν πάλι τυχαία μέσα σ’ ένα μαγαζί. Το αφεντικό ήθελε να πάρει καπέλο.

Χρήστος:       Πού καπέλα για το δικό του το κεφάλι!

Νιόκας:          Ακριβώς. Τα δοκίμασε όλα. Κανένα καλό. Και τα πιο μεγάλα μικρά του έρχονταν. Στο τέλος, κάπου βρέθηκε ένα στα μέτρα του. «Αυτό», είπε ο διευθυντής χαρούμενος. «Πόσο κάνει;» «Εκατό δραχμές», λέει το κατάστημα. «Εκατό»! φωνάζει ο διευθυντής με έκπληξη. «Παντού πενήντα και συ εκατό»; απορεί. «Δώστο πενήντα, να το πάρω.» «Εκατό», επιμένει το κατάστημα «και πάρτο, γιατί σ’ αυτό το μέγεθος δε θα βρεις άλλο καπέλο σ’ όλη την πόλη». Δώστο πενήντα», λέει ο Βλάσης επεμβαίνοντας, «γιατί και συ δε θα βρεις σ’ όλο το Νομό άλλο τέτοιο κεφάλι, για να το πουλήσεις».

Δήμος:           Εμ τι, σάμπως δεν ξέρει ο Βλάσης τι να πει;

Νιόκας:          Ακούστε, όμως, να δείτε μια διαβολεμένη σύμπτωση. Επιστρέφοντας για το χωριό, ξανασυναντήθηκαν στο λεωφορείο. Ο Βλάσης μπήκε στην τελευταία στάση στην άκρη της πόλης και το βρήκε γεμάτο. Δεν είχε πού να καθίσει. Μόνο σε μια διπλή θέση κάθονταν ένας χοντρός κι έπιανε και τα δυο σχεδόν καθίσματα. Ήταν ο διευθυντής μας. Πήγε κι ο Βλάσης να καθίσει δίπλα. Αδύνατο. Όσο σκάλωσε λίγο στο κάθισμα. Ο χοντρός έκανε, τάχα, πως συμμαζεύεται για να του κάνει τόπο, αλλά τον έβγαλε τελείως έξω. Ο Βλάσης δεν άντεξε και τον ρωτάει μεγαλόφωνα. «Δε μου λες, πατριώτη, εσύ έκοψες εισιτήριο ή σε φόρτωσαν με το κυβικό;» Όλοι στο λεωφορείο λύθηκαν στα γέλια. Ο διευθυντής τράβηξε το καινούργιο του καπέλο βαθύτερα στο μέτωπο.

Θεοδόσης:     Για τέτοια είναι καλός, μόνο για δουλειά δεν έχει μεράκι.

Φούντας:      Όρεξη δηλαδή για τίποτα; Μόνο για φαΐ;

Δήμος:           Τρώει πολύ;

Νιόκας:          Αν τρώει! Το παραπέτασμα.

Χρήστος:       Δεν έχει κανένα άλλο μεράκι; Δε θέλει να γίνει κάτι στη ζωή;

Νιόκας:          Θέλει να γίνει Ασπροναύτης, λέει.

Λιώλης:          Ασπροναύτης; Τι είναι αυτό;

Νιόκας:          (Επεξηγηματικά). Διαστρημικός. Να πάει να φέρει πέτρες απ’ το φεγγάρι, λέει, να τις πουλάει διπλοτιμής και να τον παρακαλούν κι από πάνω. Έτσι λέει.

Χρήστος:       (Με θαυμασμό και ειρωνεία). Α! . . . Και ασπροναύτης και έμπορας!

Λιώλης:          Θα φέρει πολλές; Άμα είναι έτσι, να παρατήσω και γω το φτυάρι και να κάνω το γυρολόγο. Λίγες πέτρες στο καλάθι και στις γειτονιές. Αν πεις μάλιστα πως έχουν και κάποια θεραπευτική αξία, σώθηκες.

Δήμος:           (Με προσποιητή αφέλεια). Έχει μοναστήρι στο φεγγάρι; (Οι άλλοι γελούν).

Φούντας:      (Γελώντας). Μοναστήρι στο φεγγάρι!

Δήμος:           (Ειρωνικά). Μα . . . για θεραπευτικές αξίες είπατε . . .

Λιώλης:          Μωρέ κι αν δεν έχουν τέτοιες αξίες, θα τις δώσουμε εμείς. Ας φέρει αυτός . . . και . . . κανονίζω εγώ. Το παρατάω το φτυάρι αμέσως.

Θεοδόσης:     Μα αυτός κάθεται, λέει, στο σπίτι και μελετάει, γιατί θέλει να γίνει με γράμματα. Μεγάλος λόγιος. Αλογοτέχνης.

Νιόκας:          Αλογοτέχνης!! Και δε μου είπε τίποτα. (Λέει με θαυμασμό).

Λιώλης:          (Κάπως φιλοσοφικά). Εμ το μήλο Νιόκα, πού θα πέσει; Και συ στο ιππικό δεν έκανες;

Φούντας:      Αν μιλάτε έτσι όλη την ώρα θα σας κοπεί η αντοχή. Θα κουραστείτε γρήγορα και θα σας πάρουν σβάρνα οι βαγονιέρηδες. Και το φτυάρι δε θα προλάβετε να το παρατήσετε εσείς, αλλά θα σας το πάρει ο επιστάτης.

Λιώλης:          Αυτός έτσι κι αλλιώς θα μας το πάρει το φτυάρι σύντομα. Είναι, βλέπεις, απ’ το άλλο το κόμμα κι αυτοί έχουν σήμερα το λόγο. Αυτοί λύνουν, αυτοί δένουν.

Νιόκας:          Εμ ως τώρα τον είχατε εσείς το λόγο. Τώρα τον έχουν άλλοι. (Τονίζει ο Νιόκας). Από σας εξαρτιόταν κάποτε, ποιος θα ζούσε και ποιος θα πέθαινε. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα, Λιώλη . . . Είχα δει φτυάρι εγώ στα χέρια μου τόσα χρόνια; Τα φτυάρια ήταν για άλλους. Όχι για το Νιόκα. Μεροκάματο στο Νιόκα ήταν, ίσον δύναμη στον εχθρό της πατρίδας. Κι ο εχθρός αυτός πήρε μέρος σε δυο πολέμους για την πατρίδα και έχει κι ένα τραύμα εκ Θραύσματος βλήματος οπισθογεμούς πυροβόλου όπλου, όπως λέει και το χαρτί.

Θεοδόσης:     (Περίεργα). Κανόνι;

Νιόκας:          Πού να ξέρω; Έτσι έγραφαν τα χαρτιά του ορεινού χειρουργείου κι έτσι μ’ είπαν και στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου με κράτησαν μήνες μέσα για νοσηλεία. Πάντως, στο μέτωπο κι ιδιαίτερα στην επίθεση που τραυματίστηκα εγώ, μας έβαζαν με όλα τα μέσα. Καταγιδιστικόν πυρ, που λεν. Πυρά νομαδικά και διασταυρωνούμενα. Χαλασμός κτιρίου, με άλλα λόγια. Λιανοντούφεκα, πυροβόλα, κανόνια, όλμοι . . . όλα βαρούσαν . . .
                        (Στο σημείο αυτό ακούγεται από μακριά η σφυρίχτρα του επιστάτη, που σφυρίζει για κολατσιό. Όλοι αφήνουν τα φτυάρια τους παραπέρα και συνεχίζουν την κουβέντα, καθώς ετοιμάζονται να φάνε κάτι απ’ ό,τι έχουν στα σακίδιά τους).

Χρήστος:       Σύμφωνα με τα χαρτιά που έχεις, Νιόκα, αποκλείεται να τραυματίστηκες από όλμο, γιατί αυτός είναι εμπροσθογεμές όπλο.

Νιόκας:          Οι όλμοι, όμως, έπεφταν βροχή στο μέτωπο.

Θεοδόσης:     Α, τα παράπονα στο 401!

Νιόκας:          (Με δυσαρέσκεια). Μήπως ήταν κανένας απ’ αυτούς στην πρώτη γραμμή; Αυτοί ήταν στην Αθήνα, μόνο για να κάνουν γνωματεύσεις και να βγάζουν αποφάσεις. Και τι αποφάσεις! Να καίνε εκεί που πονάει και να γεμίζουν παράδες εκεί που δεν χρειάζονται. Κι ύστερα, εμάς ποιος μας δίνει σημασία; Εμείς πολεμούμε στην πρώτη γραμμή και τρώμε το μπαρούτι με τη χούφτα κι άλλοι παίρνουν τα γαλόνια και τα παράσημα με το φτυάρι. Εμείς γυρίζουμε στο τέλος στα σπίτια μας –αν γυρίσουμε- με το τριμένο χιτώνιο, που μας χαρίζει η πατρίς και με τις πατερίτσες που μας χαρίζει η φιλοπατρία μας και τρέχουμε από πόρτα σε πόρτα κι από γραφείο σε γραφείο στην υπόλοιπη ζωή μας, παρακαλώντας και ζητιανεύοντας, γράφοντας αιτήσεις και κάνοντας μετάνοιες και υποκλίσεις, ώσπου να πεθάνουμε στην ψάθα και κείνοι γυρνούν με τις γυαλιστερές τις κούρσες και παίρνουν τα βραβεία και τα χοντρά τα επιδόματα.

Δήμος:           Εμείς μαλώνουμε στις εκλογές και δε μιλιούμαστε στο χωριό για μήνες και κείνοι βγαίνουν βουλευτές και νομαρχαίοι και μας κάνουν κουμάντο σ’ όλη μας τη ζωή.

Χρήστος:       Έτσι είναι. Εμείς οι αγράμματοι κι αθώοι στο πνεύμα, γράφουμε κομματικά συνθήματα με τις μπογιές στους δρόμους και αλληλοξυλοφορτωνόμαστε στα καφενεία και κείνοι οι πονηροί, παίρνουν τα συγχαρητήρια τη μέρα των εκλογών και το εισιτήριο για τη Βουλή των Ελλήνων.

Φούντας:      Αμ και το ότι τους ψηφίζεις για το Α’ κόμμα κι αυτοί μεταπηδούν στο Β’, χωρίς να σε ρωτήσουν; Τι να το πεις κι αυτό;

Δήμος:           Και ποιος σε ρωτάει, Μήτσο; Αν έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα τα προσωπικά τους συμφέροντα, τέλειωσε. Αυτό είναι το μέτρο το δικό τους. Εμείς, την κλίτσα και στα πρόβατα ή το αλέτρι και στο χωράφι, απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα. Εμείς το φτυάρι και μέσα στον ήλιο κι εκείνοι πάντοτε στις φαρδιές τις πολυθρόνες, στις παχιές καρέκλες, μέσα στα υπουργεία και στα ψηλά τα μέγαρα, όπου, ‘’Απαγορεύεται η Είσοδος εις το Κοινόν’’.

Χρήστος:       Εμείς, δηλαδή, είμαστε κοινόν, όχλος, μάζα χαντακωμένη, που λένε, όλον τον καιρό. Και μόνο τη μέρα των εκλογών μας δίνουν, τάχα, κάποια οντότητα. Γινόμαστε νούμερα, για να μας μετρήσουν και μονάδες, για να μετρήσουν την επιτυχία τους στις κάλπες.

Φούντας:      Και καμαρώνουμε, γιατί, τάχα, ψηφίζουμε, άσχετα αν ψηφίζουμε με ψηφοδέλτια σημαδεμένα. Κολακευόμαστε, όμως, ότι εκλέγουμε τους εκλεκτούς του Έθνους.

Νιόκας:          Μάλιστα, εκλέγουμε αυτούς που θα μας απαγορεύουν την είσοδο στα υπουργεία και στις υπηρεσίες του κράτους για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Χρήστος:       Α! Μην παραπονιέστε, έχουμε και μεις τα πρωτεία μας. Έχουμε το προνόμιο, να είμαστε πάντοτε τελευταίοι στην ουρά, ζητώντας δουλειά στις αλυκές, στα χωράφια και στις φάμπρικες ή να είμαστε στριμωγμένοι στα τρένα και στα βαπόρια της μετανάστευσης.

Νιόκας:          Εγώ ξέρω να πω, ότι εμείς δουλεύουμε σαν είλωτες και άλλοι ζουν, όπως λέει κι ο Βλάσης, σα δεσποτάδες. Και κάπου, νομίζω, στο βάθος, πως έχει δίκιο ο δικός μου κι ας μην τον παραδέχομαι εγώ ανοιχτά. Εμείς, δηλαδή, μπαρουτοκαπνισμένοι και τραυματίες κι εκείνοι παίρνουν τις πρώτες και όλες τις τιμητικές θέσεις στις γιορτές και στις παρελάσεις. Είδες ποτέ κανένα τραυματία δικό μας στην εξέδρα των επισήμων; Δεν είδες και δε θα δεις. Γιατί εμείς, όπως είπαμε, ποτέ δε θα γίνουμε επίσημοι κι όλο ανεπίσημα θα ζούμε.

Δήμος:           Όλοι να πολεμήσετε και μεις να δοξαστούμε.

Θεοδόσης:     (Με πόνο). Αυτό είναι. Εμείς δεν είμαστε ούτε για τα πανηγύρια.

Χρήστος:       Ο Θεός τα βάσανα τα έδωσε για μας και τις καλοσύνες για άλλους. Κι αν τους πεις να ‘ρθουν να δοκιμάσουν, έστω και για μια ώρα, τη ζωή τη δική μας, αλλάζουν αμέσως και κουβέντα και μονοπάτι.

Νιόκας:          Έτσι ακριβώς είναι. Την περασμένη Κυριακή, έσπασε ο διάβολος το ποδάρι του και πήγε κι ο Βλάσης μια μέρα στα πρόβατα του θειου του. Έτυχε να τα έχει το πρωί δίπλα στο δρόμο, όταν πέρασε ο δεσπότης με την κούρσα του. Πήγαινε, φαίνεται, σε κανένα χωριό, που είχε να τον πληρώσει για να λειτουργήσει.

Δήμος:           Δεν πληρώνεις; Ευλογία δεν έχει.

Θεοδόσης:     Υπάρχει και διατίμηση. Κι ας πληρώνονται όλοι τους μισθό κανονικό απ’ το Δημόσιο. Τόσο, σου λέει, το μνημόσυνο, τόσο η κηδεία, τόσο η βάφτιση, τόσο η κάθε ευλογία. Μόνο που τις τιμές αυτές δεν τις πιάνει η Αγρονομία.

Χρήστος:       (Με λύπη). Αυτά είναι καθιερωμένα από παλιά και κατοχυρωμένα απ’ το χρόνο, πολύ πριν να γίνουν και να παρουσιαστούν οι Αγρονομίες. Δεν μπορούμε εμείς με τα φτυάρια της αλυκής να τ’ αλλάξουμε.

Δήμος:           Και κάθε λίγο, δώστε για τούτο, δώστε για κείνο. Να δίσκους, να εράνους, να ζητείες κι ελεημοσύνες για τα μοναστήρια . . . και βάλε.

Χρήστος:       (Διακόπτοντας). Ελεήστε τυφλοί τον ανοιχτομάτη, δηλαδή.

Νιόκας:          Σταματάει, λοιπόν, η κούρσα δίπλα στο κοπάδι και λέει συστηρά στο Βλάση ο δέσποτας από μέσα. «Εσύ δεν είσαι χριστιανός;» «Είμαι», λέει ο Βλάσης. «Ορθόδοξος μάλιστα. Το λέει και η ταυτότητα.» «Τότε, γιατί δεν πας σήμερα Κυριακή στην Εκκλησία;» «Γιατί φυλάω τα πρόβατα», του απαντάει. «Αλλά, θέλεις να πάω;» Τον ρωτάει. «Να πας, βέβαια. Έπρεπε εκεί να ήσουν τώρα», του λέει ο δεσπότης. «Ε, τότε», του λέει ο Βλάσης, «κατέβα απ’ την κούρσα, φύλαξέ τα εσύ δυο-τρεις ώρες, να πάω εγώ στην εκκλησία. Και, πού είσαι, μην πας μακριά. Εδώ γύρω να είσαι, για να σε βρω εύκολα στην επιστροφή.»

Χρήστος:       (Γελώντας). Α! Βρήκε είκόνα να προσκυνήσει.

Δήμος:           (Περίεργα). Κατέβηκε;

Νιόκας:          Χαζός ήταν; Πάτησε γκάζι κι έφυγε. Πέταξε η κούρσα, πάει.

Φούντας:      Εμείς είμαστε παραπεταμένοι με την ξεθωριασμένη τραγιάσκα και τα τσαρούχια όλο το χρόνο και τελευταίοι πάντα στο ποίμνιο.

Θεοδόσης:     Πρώτοι, όμως, στη φτώχεια και πρώτοι και στην κόλαση.

Νιόκας:          Ενώ εκείνοι, με τα χρυσά τα πατραχήλια και τις μαλαματένιες πατερίτσες και πρώτοι κι όλο τεμενάδες εδώ στη γη, πρώτοι και κατευθείαν και στον παράδεισο στον άλλο κόσμο.

Φούντας:      Πού είναι τα σαντάλια κι ο χιτώνας του Χριστού;

Χρήστος:       Πού είναι τα έργα και το ποαράδειγμά του;

Θεοδόσης:     Κάνουν, όμως, πως κόπτονται όλοι για μας.

Φούντας:      Θέλουν να μας στείλουν προσωπικά και ιδιοχείρως αυτοί στον παράδεισο.

Χρήστος:       Βέβαια. Αν τύχει και πει καμιά καλή κουβέντα για μας και κανένας άλλος παπάς, άλλης ενορίας ή δεσπότης άλλης μητρόπολης, γίνεται το σώσε. Σωστή επανάσταση. Ανεμίζουν τα ράσα οργισμένα, σα μαύρες κουρσάρικες σημαίες.

Φούντας:      Όχι, κύριε, σου λέει, αυτό το ποίμνιο είναι δικό μου και θα το στείλω εγώ, όταν θέλω κι όπως θέλω στον παράδεισο. Δε δέχομαι ξένες επεμβάσεις και μεσολαβήσεις άλλων. Δεν επιτρέπεται να προσευχηθεί άλλος για τους δικούς μου πιστούς. Και τότε αρχίζουν τα βαριά βρισίδια και οι απανωτές κατάρες.

Νιόκας:          Μ’ όλα ταύτα, εκείνοι όλα καλά και μεις ως κι έναν καφέ στο καφενείο τον γράφουμε κι αυτόν βερεσέ. Μια ξερή, μια πρέφα να παίξεις μια φορά το μήνα δεν μπορείς. Το λουκούμ, βλέπεις, ακρίβυνε, σου λέει ο καφετζής. Έτσι δεν είναι κυρ’ Μήτσο; Δεν υπάρχει φράγκο. Και χαρά στη διασκέδαση! Τι να κάνεις, όμως; Και . . . συγγνώμη κυρ’ Μήτσο, δεν ήθελα να θίξω το κατάστημα.

Θεοδόσης:     Για μας τη φτώχεια αναγνώριση καμία από πουθενά.

Φούντας:      Και βρίσκουν όλες τις δικαιολογίες. Δε σ’ αναγνωρίζουν κρυοπαγήματα στον πόλεμο, γιατί, λέει, δεν εφάρμοζες τους κανονισμούς και δεν έκανες Θερμόν ποδόλουτρον κάθε βράδυ. Ή γιατί φορούσες τις κάλτσες ανάποδα και κρύωσαν τα πόδια σου.

Χρήστος:       Και δε μιλάει κανείς μας.

Νιόκας:          Πού κουράγιο να μιλήσουμε! Κι αν μιλήσουμε . . . την έχουν έτοιμη τη σφαλιάρα. Αντιφρονών, σου λέει. Αναρχικός. Άθεος. Και τρέχα γύρευε ύστερα.

Λιώλης:          (Με δυσαρέσκεια). Εσύ τα λες αυτά ή ο γιος σου ο Βλάσης.

Νιόκας:          Τι διαφορά κάνει; Ο Βλάσης τα λέει πρώτος, αλλά και γω τα παραδέχομαι. Όπως τα παραδέχεσαι και συ και ο καθένας. Όλοι τα ξέρουμε. Κι έτσι είναι. Κανένας, όμως, δεν έχουμε κουράγιο να τα πούμε ανοιχτά. (Και, γυρίζοντας προς τον καφετζή, τον ρωτά). Τι λες και συ κυρ’ καφετζή, που παίρνεις κι από καμιά εφημερίδα στο καφενείο κάθε δεκαπέντε μέρες, έχω  δίκιο ή όχι; Είναι ή δεν είναι έτσι τα πράγματα;

Φούντας:      (Ο καφετζής, για να μην απαντήσει και, για να δώσει και κάποιο τέλος σ’ αυτού του είδους τη συζήτηση, την οποία βρίσκει και ενοχλητική και επικίνδυνη, λέε). Έτσι είναι. Αλλά τι τα θέλεις τώρα αυτά και τα σκαλίζεις; Δώσε κανένα κρεμμυδάκι απ’ τα δικά σου και πάρε καμιά ελιά από δω και άστα αυτά. (Και αλλάζοντας τόνο στη φωνή του ρωτά). Εσύ έκανες χαρτιά αναπηρίας;

Νιόκας:          Δυο φορές. Μια στα χρόνια της κατοχής και μια μετά την κατοχή.

Φούντας:      Παίρνεις καμιά σύνταξη;

Νιόκας:          Όχι. Γιατί η Επιτροπή μ’ έβγαλε 28 στα εκατό ανάπηρο. Ενώ, για να πάρω σύνταξη, έπρεπε να μ’ έβγαζε 29 και πάνω.

Χρήστος:       (Σκοπτικά). Με το γραμμάριο σε μέτρησαν;

Νιόκας:          Όχι, με τα μέτρα του κόμματος. Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων, για να δουν το ποιόν, λέει. Εκλογικό Βιβλιάριο, για να δουν πού ψήφισα κατά το παρελθόν, λέει. Βεβαίωση του παπά, του προέδρου και του αστυνόμου περί οικογενειακής καταστάσεως και ατομικής προσωπικότητας, λέει. Πιστοποιητικό της Τοπικής Επιτροπής Ασφάλειας, ότι δεν πήρα μέρος σε καμιά οργάνωση της Αντίστασης κατά των Γερμανών, λέει και τα γνωστά, τα συνηθισμένα. Τι να τα λέμε. Ας τα πει ο Λιώλης. Αυτός ξέρει από τέτοια. Ήταν στο κυβερνόν κόμμα, βλέπεις. Κι είχε και πόστο. Θέση μεγάλη, που λεν. Πρώτο τον φώναζαν τα βράδυα, όταν ήταν να δείρουν κανένα αντιφρονούντα, για να ανανήψει.

Λιώλης:          (Διαμαρτυρόμενος). Τώρα τα παραλές.

Νιόκας:          Τα λέω, όπως τα λέει το χωριό και όπως είναι. Δεν τα ξέρουμε: Όλοι την ξέρουν την αλήθεια.

Δήμος:           Ο Λιώλης είναι ένα αθώο θύμα. Τον πήρε το ποτάμι, όπως και τόσους άλλους.

Νιόκας:          Το ξέρω, δεν λαμβάνεται υπόψη και απαλλάσσεται για λόγους ανοήτους.

Θεοδόσης:     Θες να πεις ευνοήτους.

Νιόκας:          Ε, αυτό, όπως λεν και στα δικαστήρια, όταν θέλουν να απαλλάξουν κανένα ημέτερο.

Χρήστος:       (Με κάποια δόση οίκτου). Άλλοι έκαναν κουμάντο τότε. Άλλοι έπαιζαν το κλαρίνο κι η φτώχεια ο Λιώλης χόρευε, ανάλογα με το σκοπό που έπαιζαν. Αυτός ήταν η τελευταία τρύπα του ζουρνά.

Νιόκας:          Γιατί, εγώ ήμουν η πρώτη και δε μου δίνουν σύνταξη, δε μ’ έδιναν και φτυάρι; Τι κακό έκανα; Γιατί, σαν τραυματίας της Αλβανίας, πήρα μέρος στη διαμαρτυρία των τραυματιών των νοσοκομείων της Αθήνας κατά των Γερμανών στην αρχή της Κατοχής και φωνάξαμε όλοι μαζί, όχι στις θελήσεις τους; Τι έπρεπε να κάνουμε; Να μείνουμε στα κρεβάτια μας και στις αναπηρικές καρέκλες μας ψυχροί κι αδιάφοροι; Να τους πούμε, μπήτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δίνετε; Αντισταθήκαμε. Και τότε και αργότερα. Κακό κάναμε;

Λιώλης:          (Δειλά). Μήπως ποιος έκανε κακό;

Νιόκας:          (Έντονα). Ποιος; Ποιος έστειλε πέντε παιδιά απ’ το χωριό στα Μακρονήσια, γιατί ήταν στο αντάρτικο και πολεμούσαν τους Γερμανούς; Ο ξάδερφός σου ο πρόεδρος. Ποιος δεν υπόγραφε τα δικά μου τα χαρτιά για τη σύνταξη; Ο ξάδερφός σου ο πρόεδρος. Ποιος δεν άφηνε τόσα χρόνια να πάρουμε και μεις ένα μεροκάματο; Ο ξάδερφός σου ο πρόεδρος. Ξέχασε, που εγώ πρώτος έτρεχα και τον υποστήριζα, για να τον προτιμήσει το χωριό σα χωριανό, να μαζεύει αυτός το κοπάδι τα γίδια ή τα  γουρούνια κάθε χρόνο;. Για να πιάσεις ετούτο το φτυάρι, επί ξαδέρφου σου, Λιώλη, έπρεπε να έχεις χαρτί απ’ την Επιτροπή Ασφάλειας του χωριού, απ’ τον ξάδερφό σου δηλαδή. Δεν τα ξέρεις; Σάμπως εγώ θα το λέρωνα το φτυάρι, αν το έπιανα στα χέρια μου και κείνο θα δηλητηρίαζε το αλάτι κι αυτό πάλι με τη σειρά του θα φαρμάκωνε όλο το Έθνος κι ιδιαίτερα τον ξάδερφο το δικό σου. Τι να τα λέμε, όμως. Ας είναι καλά κι αν θέλει ας το έχει βάρος στην ψυχή του, αν θέλει ας το χαίρεται. Εμείς, βλέπεις, τύχαμε σε δυο κακές εποχές. Πρώτα, κακή εποχή με πόλεμο κι ύστερα κακή εποχή για σύνταξη και δουλειά, γιατί έτυχε να έχουν τα πόστα ανθρώποι σαν τον ξάδερφο το δικό σου . . .

Θεοδόσης:     Τώρα, όμως, είμαστε καλά. (Λέει ο Θεοδόσης, διακόπτοντας και προσπαθώντας ν’ αλλάξει συζήτηση). Πολύ καλά μάλιστα. Και το φτυάρι το έχουμε και λάσπες μπόλικες υπάρχουν και μπόλικα κουνούπια έχουμε φέτος . . . Τώρα ιδιαίτερα που πλησιάζουν και οι εκλογές! Όλα τα έχουμε μπόλικα. Μπόλικους υποψήφιους, για να μας ζαλίζουν, μπόλικα μεγάφωνα στην πλατεία, για να ξυπνούν τα μικρά και να μην ξέρουν οι μάνες τι να τα κάνουν, μπόλικες κούφιες, ως συνήθως, υποσχέσεις για να αναστατώνουν εμάς τους ψηφοφόρους . . .

Φούντας:      Και μπόλικο αλάτι, για να μας φαίνονται πιο νόστιμα τα κρεμμυδάκια μας. (Προσθέτει ο καφετζής, καθώς αλατίζει ένα).

Χρήστος:       Αμ, για τα κοψίματα και τις πληγές που μας άνοιξε και μας ανοίγει μπόλικες κάθε μέρα το αλάτι, τι να πεις;

Δήμος:           Α! γι’ αυτά δεν πρέπει να παραπονιόσαστε. Δουλειά ζητούσατε, δουλειά σας έδωσαν. Αυτά είναι μέσα στο πρόγραμμα και το ξέρατε.

Νιόκας:          (Με παράπονο). Τουλάχιστον να είχαμε καμιά ασφάλεια, καμιά περίθαλψη.

Λιώλης:          (Ειρωνικά). Σιγά μη ζητήσουμε να μας δώσουν κι επιδέσμους τζάμπα, για να δένουμε τις πληγές μας!

Νιόκας:          Γιατί όχι; Αλλά αυτό είναι έτερον δεκάτερον.

Χρήστος:       Δηλαδή;

Λιώλης:          Σωματεία, Ενώσεις και τέτοια πράγματα εννοείς πάλι Νιόκα;

Νιόκας:          Γιατί όχι; Πώς αμύνονται και αντιδρούν οι αδύνατοι; Με την ένωση και την ομόνοια. Αρκεί όλα να είναι μέσα στα όρια της λογικής και του δίκιου. Στρατιώτης έκανες και πήγες και στον πόλεμο. Επίθεση κάνουμε ένας-ένας οι στρατιώτες ή όλοι μαζί; Ή μήπως αμύνεται ένας και οι άλλοι κοιμούνται στα χαρακώματα; Όχι. Πάντοτε όλοι μαζί.

Θεοδόσης:     Εδώ, όμως, δεν είναι πόλεμος. Είναι κράτος ειρηνικόν και ευνομούμενον.

Νιόκας:          Ναι, ευνοούμενον (ξαναλέει ο Νιόκας), με φτυάρια λίγα και νηστικούς πολλούς. Όταν παρακαλάς να σε κάνουν τη χάρη να μπεις ως το γόνατο στη λάσπη κι όταν το θεωρείς εκδούλευση το ότι σε δίνουν φτυάρι για τούτη τη δουλειά και καμαρώνεις όταν το παίρνεις, σα να παίρνεις παράσημο κι όταν δε σε πληρώνουν και πας κι έρχεσαι βδομάδες και μήνες απλήρωτος και νηστικός, το λες εσύ αυτό κράτος ειρηνικόν και ευνοούμενον;

Θεοδόσης:     (Χαρακτηριστικά). Ευ-νο-μού-με-νον.

Νιόκας:          Αυτό ντε λέω και γω. Ευνοούμενο. Για ποιους, όμως, είναι τέτοιο; Μήπως για σένα και για μένα; Για τους καρχαρίες. Για ρώτησε τον κυρ’ Μήτσο να σου πει τι βερεσές πέφτει στα δευτέρια των ξυπόλυτων σαν και μας κάθε μέρα! Ή μήπως κι αυτό είναι έτερον δεκάτερον; Μήπως νομίζεις ότι μόνο εσύ και γω χρωστούμε;

Δήμος:           (Μελαγχολικά). Αφήστε τον καφετζή και το μπακάλη και θυμηθείτε την Τράπεζα. Εκεί είμαστε όλοι χειροπόδαρα δεμένοι.

Νιόκας:          Εκεί είναι ο Σ κ ό ρ δ ι ο ς Δεσμός, που δε λύνεται με τίποτα. Μόνο αν γίνουμε Μεγ-Αλέξαντροι. Αν χρωστούσαμε μόνο εγώ και συ και μερικοί ακόμα, Τράπεζες δε ζούσαν. Χρωστούμε πολλοί. Χρωστούμε όλοι. Και τρέχουν οι τόκοι και θησαυρίζουν αυτές. Και ποιος νομίζεις ότι είναι οι Τράπεζες; Μήπως ο Λιώλης με το Νιόκα; Μήπως ο κυρ’ Μήτσος με την πελατεία του μαγαζιού του; Μήπως ο λαουτζίκος σαν και μας; Όοοχι.

Χρήστος:       (Βιαστικά). Πέντ-έξι μεγαλοκαρχαρίες.

Νιόκας:          Μάλιστα. Αυτοί είναι το Κεφάλαιο. Όχι ο ξάδερφος του Λιώλη, που κατάφερε κι αγόρασε και δεύτερο μουλάρι. Εμείς είμαστε τα λιανόψαρα. Η σαρδέλλα, οι τσίροι, η τελευταία μαριδούλα, που λεν. Μας καταπίνουν ολόκληρους και δε σκαλώνουμε ούτε στο τελευταίο δοντάκι τους.

Δήμος:           Οι Μποδοσάκηδες, δηλαδή, οι εφοπλιστές και οι βιομήχανοι.

Νιόκας:          Κι ο Λιώλης από δω. Εκεί βάζει κι αυτός τον εαυτό του. Κι αυτός μαζί με κείνους ψηφίζει στις εκλογές. Στο ίδιο κόμμα. Διατηρεί, βλέπεις, ακόμα μερικά κομμάτια απ’ το καζάνι που έβραζε ο παππούς του τσίπουρα, πενήντα χρόνια πριν και νομίζει πως ανήκει κι αυτός στη βαριά βιομηχανία. Άσχετο, αν σήμερα δεν υπάρχουν ούτε και τσίπουρα να βράσει.

Χρήστος:       Λιώλη, όχι στα σύννεφα ακόμα. Εμείς είμαστε μόνο για δουλειά, για ζήτω και για σπασμένα. Με τα χωράφια, το σπίτι και τα βόδια ενέχειρο στην Τράπεζα, με ψωμί και κρεμμύδι στον τορβά, βουτηγμένοι ως το γόνατο στη λάσπη και μ’ ένα φτυάρι στο χέρι, που κινδυνεύει να μας το πάρουν ανά πάσα στιγμή. Τι Κεφάλαιο είμαστε εμείς και τι οντότητα έχουμε;

(Στο σημείο αυτό ακούγεται η σφυρίχτρα του επιστάτη, για να ξαναρχίσει η δουλειά. Κι ενώ όλοι σηκώνονται, ο Νιόκας συνεχίζει να λέει στο Θεοδόση που τυχαίνει δίπλα του).

Νιόκας:          Και μ’ ένα παχύ μπακαλοδεύτερο γεμάτο βερεσέδια. Χρέη ως το λαιμό, δηλαδή. Και ποιος νομίζεις ότι θα τα πληρώσει όλα αυτά τα χρέη, Θεοδόση μου; Εσύ και γω. Μάλιστα. Εμείς θα μαλώνουμε με τον κυρ’ Μήτσο και τον κυρ’ Μανώλη. Κι αν πάμε έτσι και δεν γίνουμε Μεγ-Αλέξαντροι, ο Σκόρδιος Δεσμός θα μας πνίγει κι ούτε εσύ θα ξαναφάς Μπαρμπαμπέν, ούτε εγώ θα ξαναπιώ Λουμίδη.


Π Ρ Α Ξ Η   Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η
---------------------------------------------------------------------


(Η σκηνή παρουσιάζει αίθουσα δικαστηρίου. Στην έδρα ο πρόεδρος, αυστηρός και βροντόφωνος, χτυπάει το κουδούνι και αρχίζει τη δίκη).

Πρόεδρος:     Να προσέλθουν οι διάδικοι. Ευστράτιος Γιαροβέλης, Νεόκοσμος Ζιαμακός, Γεώργιος Λιαγροβήτης και Δημήτριος Φούντας.

                        (Οι διάδικοι προσέρχονται και στέκονται μπροστά στην έδρα. Ο πρώτος που είναι και ο μηνυτής, προχωρεί δεξιά του προέδρου και οι άλλοι, οι κατηγορούμενοι, θα πάνε αριστερά, για να καθίσουν στο εδώλιο).


Πρόεδρος:     Νεόκοσμος Γιαροβέλης, Γεώργιος Λιαγροβήτης και Δημήτριος Φούντας.

                        (Οι κατηγορούμενοι φωνάζουν κι οι τρεις παρών και προχωρούν προς το εδώλιο. Είναι ντυμένοι πολύ φτωχικά. Ο πρόεδρος τους κοιτάζει καθώς πηγαίνουν να καθίσουν στο εδώλιο και τους ρωτά).

Πρόεδρος:     Είσαστε εργάτες εσείς;

Ζιαμακός:     Λιώλη. Μήπως ξέρει κι αυτός για τα κομμάτια του καζανιού απ’ τα τσίπουρα που έχεις στην αχυρώνα; Απάντησέ του.

Λιαγροβήτης: Μάλιστα, εργάτες.

Πρόεδρος:     Είσαστε σίγουροι;

Φούντας:      Μάλιστα κύριε πρόεδρε.  (Λέει ο Φούντας εμφαντικά και με σεβασμό, ενώ ο Ζιαμακός, απευθυνόμενος προς τους συγκατηγορουμένους του, τους τραβά προς την έξοδο, λέγοντας).

Ζιαμακός:     Πάμε, πάμε . . .

Πρόςδρος:     Πού πάτε;

Ζιαμακός:     Πάμε να φέρουμε μια βεβαίωση απ’ το χωριό, για να πειστείς, κύριε πρόεδρε, ότι πραγματικά είμαστε εργάτες. Εμείς, βλέπεις, έχουμε περιβολή και όψη βιομηχάνου. (Και κάνει πως φεύγει).

Πρόεδρος:     (Αυστηρά). Για ελάτε εδώ. Καθίστε κάτω. Καθίστε κάτω. Κατηγορείστε, ότι την 25ην Αυγούστου τρέχοντος έτους, αναιτίως, αδικαιολογήτως και άνευ ουδεμιάς προκλήσεως, επιτεθήκατε και οι τρεις ομού, εκ προμελέτης και κατόπιν προκατεστρωμένου σχεδίου κατά του μηνυτού σας και τον κακοποιήσατε βαναύσως, προξενήσαντες εις αυτόν σωματικάς κακώσεις και βαριά τραύματα κατά εβδομήντα τοις εκατόν του σώματός του.

Ζιαμακός:     (Διακόπτει). Εβδομάντα στα εκατό! (Αναφωνεί με έκπληξη). Εγώ, τραυματίας της Αλβανίας από οπισθογεμές πυροβόλον όπλον και μ’ άβγαλαν οι τόσες επιτροπές 28 στα εκατό κι αυτόν, χωρίς Αλβανία, χωρίς οπισθογεμές πυροβόλον όπλον και χωρίς το παραμικρό άγγιγμα κι αμέσως–αμέσως στρογγυλό 70!

Πρόεδρος:     Σιωπή. Οι γνωματεύσεις εδώ των ειδημόνων έτσι λένε. (Και σκαλίζει τα χαρτιά που κρατά στα χέρια του).

Ζιαμακός:     Α! Μπήκαν και κηδεμόνες στη μέση: Εμ! φαίνεται μικρό το παιδί. (Λέει σκοπτικά). Πότε κιόλας βγήκαν τα χαρτιά του, κύριε πρόεδρε και με τέτοια ποσοστά; Εγώ παιδεύομαι απ’ το 41 και τίποτα ακόμα, παρ’ όλο που θεωρούμαι και ως πολιομήσας εις την πρώτην γραμμήν του περός.

Πρόεδρος:     (Ειρωνικά). Του περός ε;

Ζιαμακός:     Του περός, κύριε πρόεδρε. Και μάλιστα τραυματίας εν ψυχρώ.

Πρόεδρος:     Εν ψυχρώ; Γιατί, κοιμώσουνα;

Ζιαμακός:     Τι κοιμώμουνα, κύριε πρόεδρε. Τι κοιμώμουνα! Επίθεση κάναμε. Στα Τρία Αυγά. Να το Τεπελένι απέναντι, φάτσα.

Πρόεδρος:     Τότε, πώς τραυματίστηκες εν ψυχρώ;

Ζιαμακός:     Έκανε ένα κρύο εκείνη τη μέρα, κύριε πρόεδρε! . . . Θάνατος.

Πρόεδρος:     Κατάλαβα. Κατάλαβα . . . Για συνέχισε Γιαροβέλη . . . Πες μας πώς έγινε;

Ζιαμακός:     Και τραυματίστηκα; Να σας πω εγώ, κύριε πρόεδρε. Στην επίθεση εκείνη . . .

Πρόεδρος:     (Διακόπτει). Δε μας ενδιαφέρει αυτό. Εδώ μας ενδιαφέρει η υπόθεση για την οποία κατηγορείσθε. Λέγε μας μηνυτή.

Γιαροβέλης:  Είμαι επιστάτης . . .

Ζιαμακός:     (Τον διακόπτει). Δε θα ορκιστεί κύριε πρόεδρε;

Πρόεδρος:     Όχι ο μηνυτής.

Ζιαμακός:     Γιατί, το έχει σε κακό;

Πρόεδρος:     Ο μηνυτής δεν ορκίζεται.

Ζιαμακός:     Α, όπως οι Βλάχοι, δηλαδή. Δεν κάνουν μπάνιο και δεν κολυμπούν στη θάλασσα, για να μην τους ψοφήσουν τα πρόβατα.

Πρόεδρος:     Έτσι προβλέπει ο νόμος.

Ζιαμακός:     Για τους Βλάχους;

Πρόεδρος:     Όχι. Για το μηνυτή.

Ζιαμακός:     Δηλαδή, εμείς όρκο και μέσα, αν λάχει και κανένα μπέρδεμα στα λόγια μας κι ο μηνυτής, που μας καρφώνει, ό,τι και να λέει, όλα καλά και άγια. Δε μου φαίνεται εμένα αυτό ίση μεταχείριση, κύριε πρόεδρε. (Και στρεφόμενος προς τους άλλους). Λιώλη κι εδώ πέρασε ο ρατσισμός!

Λιαγροβήτης: Μα, λένε ότι στη Δικαιοσύνη υπάρχει πάντα ίση μεταχείριση!

Ζιαμακός:     Δε βλέπεις, όμως, ότι αλλιώς μεταχειρίζεται τους Λημνιούς κι αλλιώς εμάς;

Λιαγροβέλης: Λες να είναι άλλη ράτσα οι Λημνιοί;

Πρόεδρος:     (Αυστηρά). Για διακόψετε τη συζήτηση. Είσαστε κατηγορούμενοι και να αποδείξετε την αθωότητά σας.

Ζιαμακός:     Όχι. Μας κατηγορεί άδικα και να αποδείξει αυτός την κατηγορία. Δηλαδή, δεν κατηγορούμε το μηνυτή που ανάβει τη φωτιά και βάζουμε μέσα τον κατηγορούμενο, αν δεν μπορεί να τη σβήσει;

Πρόεδρος:     Ο Νόμος προβλέπει διαφορετικά.

Ζιαμακός:     Ο Νόμος είναι λάθος και να τον κάνουμε να προβλέπει σωστά, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Σιωπή, σιωπή. Ορίστε μας. Θα συζητήσουμε τώρα και τροποποιήσεις του νόμου με τους κατηγορούμενους! Δεν είσαστε εσείς αρμόδιοι.

Ζιαμακός:     Α! Αρμόδιος να λέει ότι θέλει είναι ο μηνυτής και μεις είμαστε αρμόδιοι μόνο για μέσα.

Πρόεδρος:     Ο νόμος δεν αλλάζει γιατί το θέλετε εσείς.

Ζιαμακός:     Γιατί όχι;

Πρόεδρος:     Γιατί οι νόμοι θεσπίζονται και μεταβάλλονται απ’ τη Βουλή των Ελλήνων.

Ζιαμακός:     Κατά πώς συμφέρει στο κάθε κόμμα, δηλαδή; Κι όχι πώς είναι δίκιο και σωστό.

Πρόεδρος:     Σιωπή, σιωπή.

Ζιαμακός:     Έτσι είναι, κύριε πρόεδρε. Ως τώρα δεν έδιναν φτυάρι σε μένα. Τώρα θέλουν να το πάρουν απ’ το Λιώλη. Δηλαδή, σ’ αυτόν τον τόπο πρέπει, ντε και καλά, ένας απ’ τους δυο να είναι τιμωρημένος;

Πρόεδρος:     Να σταματήσουν τα πολλά λόγια κι οι κριτικές. Λέγε μας Γιαροβέλη, πώς έχουν τα πράγματα;

Γιαροβέλης: Είμαι επιστάτης στην αλυκή, κύριε πρόεδρε. Μου δόθηκε εντολή, να πάρω το φτυάρι απ’ τον εργάτη Γεώργιο Λιαγροβήτη.

Πρόεδρος:     Γιατί, το χρειαζόσουνα;

Γιαροβέλης:  Όχι, κύριε πρόεδρε, δεν το χρειαζόμουνα.

Πρόεδρος:     Τότε, γιατί να του το πάρεις; Δεν είχατε άλλο πρόχειρο;

Ζιαμακός:     (Διακόπτοντας). Φαίνεται, κύριε πρόεδρε, δε θα δούλεψες ποτέ σου σε αλυκή. Δε θα δούλεψες ποτέ σου με φτυάρι. Με πτύον, δηλαδή, όπως το λένε και στο στρατό. Αν έκανες, φυσικά, στρατιώτης και το άκουσες κι έτσι. Γιατί, αν είχες δουλέψει, θα ήξερες ότι σε τέτοιες δημόσιες θέσεις χρησιμοποιείται και εμπιστευτικό, κωδικοποιημένο, που λένε, λεξιλόγιο. Σου παίρνω το φτυάρι, εστί μεθερμηνευόμενο, σε διώχνω απ’ τη δουλειά. Σε σχολάω. Φίνις, δηλαδή. Τελείωσες. Πάνε στο σπίτι σου. Εκεί να κλάψεις τη μοίρα σου . . .

Πρόεδρος:     Όπως κάθε Έλλην, υπηρέτησα κι εγώ εις το στράτευμα.

Ζιαμακός:     (Διακόπτοντας). Πού, όμως;

Πρόεδρος:     Εις το Δικαστικόν Σώμα της πρώτης . . .

Ζιαμακός:     (διακόπτει). Α! στις καμπάνες. Δηλαδή, πέντε μήνες φυλακή, δέκα μήνες φυλακή και πάρτον μέσα φρουραρχείο . . . Κατάλαβα, κατάλαβα. Όχι μουλάρια και σάγματα, πτύα και ορύγματα. Ε, τώρα εξηγείται το πράγμα. Τώρα εξηγείται, γιατί δεν μπορείς να πεις το φτυάρι πτύο. Και σε ποια μετόπισθεν είχατε τη βάση σας, κύριε πρόεδρε; Στην Κορυτσά ή κατ’ τ’ Αργυρόκαστρο;

Πρόεδρος:     Στη Λάρισα.

Ζιαμακός:     Στη Λάρισα ε; Εμ, τέτοιες υπηρεσίες θέλουν μεγάλη προστασία. Έτσι και πάθετε κάτι εσείς, ποιος θα μας βάζει φυλακή εμάς;

Πρόεδρος:     (Χτυπάει το κουδούνι νευριασμένος). Σιωπή. Αυτά, κατηγορούμενε, δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση
(Και απευθυνόμενος προς το Γιαροβέλη, λέει). Για συνέχισε μηνυτή. (Συνεχίζει ο μηνυτής, ενώ ο Ζιαμακός, καθώς ξανακάθεται στη θέση του, κουνά το κεφάλι του και λέει κάπως χαμηλόφωνα).

Ζιαμακός:     ΄Εχουν, κύριε πρόεδρε . . . έχουν σχέση και μεγάλη . . . πώς δε έχουν!

Γιαροβέλης:  Έπρεπε να του το πάρω το φτυάρι, κύριε πρόεδρε, γιατί θεωρήθηκε υπεράριθμος.

Ζιαμακός:     (Διακόπτει). Μπράβο. Έτσι το διάβασε το χαρτί ο κυρ’ Μήτσος, περιάριθμος. (Και γυρίζοντας προς τον καφετζή). Πάντα έλεγα εγώ, πως εσύ ξέρεις καλά γραμματάκια, κυρ’ Μήτσο. Πάντα το ‘λεγα!
                        (Στρέφεται και πάλι προς τον πρόεδρο).
                        Όμως, κανένας δεν είχαμε αριθμούς, κύριε πρόεδρε. Ούτε αυτός, ούτε εγώ, ούτε ο κυρ’ Μήτσος από δω, ούτε και κανένας άλλος. Έχει τα χάλια της, βέβαια, η αλυκή, αλλά, να λέμε και την αλήθεια, δεν είναι και Νταχάου, για να ‘χουμε κι αριθμούς.

Γιαροβέλης:  Ήταν πολλοί οι εργάτες και έπρεπε να ελαττωθούν.

Ζιαμακός:     Και έπρεπε να ελαττώσετε το Λιώλη, που έχει τέσσερα παιδιά: Εδώ, ακόμα κι ο στρατός σε αναγνωρίζει, κύριε πρόεδρε. Πατήρ τεσσάρων τέκνων, σου λέει . . . τεσσάρων τέκνων.

Γιαροβέλης:  Κι έπρεπε να φύγει αυτός; Αυτός που δεν έχει ούτε για δυο μήνες ακόμα ψωμί στο σπίτι; Μην κοιτάς που τρώει φασουλάδα ή πληγούρι και βγαίνει στην αυλή και καθαρίζει με το ξυλάκι απ’ τη σκούπα τα δόντα, για να φαίνεται πως τάχα έφαγε κρέας. Μην τον βλέπεις που κάνει τον προύχοντα. Είναι επί ξύλου τρεμάμενος κι αυτός. Όπως όλοι μας.

Πρόεδρος:     Σιωπή. Ο επιστάτης είχε εντολή.

Ζιαμακός:     Μ’ έναν σώζονταν η κατάσταση, κύριε πρόεδρε; Κι ύστερα, αυτόν; Αυτόν που δεν έχει πού την κεφαλήν πλύνε; Ανάμεσα σε μας ας ζούσε κι αυτός. Αυτή ήταν η περίφημη εντολή; Μωρέ κάτι εντολές! Να αφήσει, δηλαδή, τέσσερα παιδιάκια νηστικά; Είδες πώς σε κοιτάζουν τα νηστικά παιδάκια στα μάτια για ψωμί, κύριε πρόεδρε; Είναι κάτι που σε κόβει την καρδιά. Σκέτο μαχαίρι, που λένε, σκέτο μαχαίρι.

Πρόεδρος:     Ας κάνει άλλη δουλειά. Δεν μπορεί να δουλέψει αλλού;

Λιαγροβήτης:  Άλλες εποχές δουλεύω κι αλλού, κύριε πρόεδρε.

Ζιαμακός:     Δουλεύει, πώς δε δουλεύει. Πότε παρτιζάνος, πότε σπαρτιάτης.

Πρόεδρος:     Δηλαδή;

Ζιαμακός:     Δηλαδή (επεξηγεί βιαστικά), πότε κάνει το σερβιτόρο σε κανένα πάρτυ στο χωριό, ονομαστικές γιορτές, αρραβωνιάσματα . . . τέτοια πράγματα . . . Υπηρετάει το πάρτυ, δηλαδή . . . παρτιζάνος, που το λεν στα σύγχρονα. Και πότε πάει μεροκάματο πίσω από κανένα αλέτρι και σπέρνει καλαμπόκι, βαμπάκι . . . Σπαρτιάτης δηλαδή.

Πρόεδρος:     Κατάλαβα, κατάλαβα. Εποχιακές δουλειές.

Ζιαμακός:     Μπράααβοοο.

Λιαγροβήτης: Εποχιακή δουλειά, όμως, ίσον μετρημένα μεροκάματα.

Ζιαμακός:     Και μεις πρέπει να ζήσουμε όλο το χρόνο. Δεν μπορεί να ζεις εποχιακά. Έτσι δεν είναι, κύριε πρόεδρε;

Πρόεδρος:     Έτσι είναι. (Απαντά παρασυρμένος ο πρόεδρος. Συνέρχεται, όμως, γρήγορα και λέει βιαστικά). Λοιπόν, τι έγινε παρακάτω; Για πες μας όλη την υπόθεση, Γιαροβέλη.

Γιαροβέλης:  Του είπα, ότι απολύεται αμέσως και άπλωσα το χέρι να του πάρω το φτυάρι.

Πρόεδρος:     Έτσι, τάκα-τάκα;

Γιαροβέλης:  Έτσι γίνονται αυτές οι δουλειές, κύριε πρόεδρε. Βλέπετε, η εντολή . . .

Πρόεδρος:     Κατάλαβα, κατάλαβα. Και πώς έγινε η φασαρία;

Γιαροβέλης:  Μόλις άπλωσα το χέρι, να του πάρω το φτυάρι, μ’ έσπρωξε δυνατά.

Πρόεδρος:     Ποιος ο Λιαγροβήτης;

Γιαροβέλης:  Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Αυτός νομίζω πως ήταν.

Ζιαμακός:     (Διακόπτοντας). Ψέματα, κύριε πρόεδρε, ψέματα. Εγώ ήμουνα. Εγώ του έσπρωξα το χέρι την ώρα που το άπλωσε, για να πάρει το φτυάρι απ’ το Λιώλη.

Πρόεδρος:     Λιώλης! Ποιος είναι αυτός; (Ρωτά με απορία).

Ζιαμακός:     Ο Γιαροβέλης Γεώργιος. Λιώλη τον λέμε εμείς στο χωριό.

Φούντας:      Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Ο Νιόκας και γω . . .

Πρόεδρος:     Ο Νιόκας; Ποιος είναι αυτός πάλι;

Ζιαμακός:     Εγώ.

Φούντας:      Δηλαδή Νιόκας είναι ο Νεόκοσμος Ζιαμακός. Έτσι τον ξέρει όλο το χωριό. Νιόκα.

Πρόεδρος:     Λοιπόν;

Φούντας:      Λοιπόν, μπήκαμε στη μέση, ο Νιόκας και γω, για να μην εκτελέσει την εντολή ο επιστάτης, κύριε πρόεδρε. Ήταν κρίμα . . .

Πρόεδρος:     Ώστε ομολογείτε, ότι εσείς ήσασταν οι ταραξίες και οι πρωταίτιοι του αδικήματος;

Ζιαμακός:     Αδήκημα ήταν αυτό, κύριε πρόεδρε; Αδίκημα ήταν η αδικία που θα έκαναν και θα του έπαιρναν άδικα το φτυάρι, φτωχό φαμελίτη και πατήρ τεσσάρων τέκνων κι όχι η επέμβαση η δική μας, Ούτε εγώ, ούτε κι ο κυρ’ Μήτσος από δω, είχαμε κακό σκοπό. Κι ο Στρατής, εργάτης κι αυτός, φτωχό παιδί είναι, δε λέω, στην ξενιτιά από ξένο μέρος . . . Μαύροι λόγοι τον ανάγκασαν κι αυτόν να ξενιτευτεί . . . βαστάει η καρδιά σου να του κάνεις κακό;

Πρόεδρος:     Τι λόγοι; Μήπως διώκονταν;

Ζιαμακός:     Όχι διώκονταν, κύριε πρόεδρε, κατά-διώκονταν.

Πρόεδρος:     Από το νόμο;

Ζιαμακός:     Απ’ το γαμπρό του.

Πρόεδρος:     Γιατί, δεν ήταν καλός άνθρωπος;

Ζιαμακός:     Ο γαμπρός;

Πρόεδρος:     Όχι, ο Ευστράτιος Γιαροβέλης.

Ζιαμακός:     Άσε το Στρατή τι ήταν, ο γαμπρός ήταν που ήταν . . .

Πρόεδρος:     Άνθρωπος καλός;

Ζιαμακός:     Πολύ καλός, κύριε πρόεδρε. Πολύ καλός. Μόνο στάχτη δεν έκλεβε.

Πρόεδρος:     Δηλαδή:

Ζιαμακός:     Δηλαδή, ξεπούλησε όλη την περιουσία του πεθερού του και πέταξε το Στρατή στο δρόμο. Στα τρίστρατα, που λεν, κύριε πρόεδρε. Κι έτσι το Στρατέλι, πήρα το δρόμο κι έρχομαι στις λάσπες να δουλέψω, που λέει κι ο εθνικός μας ποιητής. Ξενιτιά, κύριε πρόεδρε, μαύρη ξενιτιά, σε μαύρες λάσπες. Και μέσα στον τόπο του ξενιτεμένος ο φουκαράς. Μαύρα χάλια, κύριε πρόεδρε, μαύρα χάλια, μην τα ρωτάς.

Πρόεδρος:     Και πώς έγινε αυτό;

Φούντας:      Τέτοια πράγματα δε θέλουν πολύ να γίνουν. Έτσι και βρέθηκε στο δρόμο σου ο κατάλληλος άνθρωπος, σ’ έσβησε αμέσως.

Ζιαμακός:     Ο γαμπρός του, κύριε πρόεδρε, είχε μια δική του οικονομική θεωρία. Μεγάλο κεφάλι! Μεγάλο κεφάλι!. Το χρήμα, λέει, δεν πρέπει να κάθεται νεκρό, αλλά να κυκλοφορεί. Γι’ αυτό κι αυτός πουλούσε τα κτήματα του πεθερού του λίγα-λίγα και κυκλοφορούσε το χρήμα στους δρόμους του χωριού, μαζεύοντας αυγά με το καλάθι, για να τα μεταπουλήσει σ’ άλλους μεγαλοαυγοέμπορους και να γίνει κι αυτός, λέει, μέγας και τρανός. Κεφάλαιο δηλαδή. Έτσι, όλη τη μέρα το χρήμα άλλαζε μορφή, από κτήμα σε αυγό. Και το βραδάκι ξαναάλλαζε όψη και μεταμορφώνονταν από αυγό σε ρετσίνα.

Πρόεδρος:     Έπινε πολύ;

Ζιαμακός:     Τον Ιορδάνη ποταμό, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Δηλαδή δε μένει εδώ; Μένει στην Παλαιστίνη;

Ζιαμακός:     Εδώ μένει, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Α! Εδώ μένει αλλά πηγαίνει στην Παλαιστίνη και πίνει!

Ζιαμακός:     Όοχι κύριε πρόεδρε. Εδώ μένει, εδώ πίνει. Στη Λήμνο.

Πρόεδρος:     Έτσι είναι Γιαροβέλη;

Γιαροβέλης:  Δυστυχώς, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Και η αδελφή σου;

Ζιαμακός:     Να σου τα πω εγώ, κύριε πρόεδρε. Να σου τα πω εγώ. Μπορεί να μιλήσει κανένας ο ίδιος για τέτοια πράγματα, που τον καίνε την καρδιά και του σφίγγουν το λαιμό; Η αδερφή του, πότε χωρίζει, πότε τα ξαναφτιάχνει. Απ’ ότι μας λέει ο Στρατής, εκείνο τον καιρό μόνο, αν τον πλήρωναν αγόι για το φέρε-πάρε την προίκα, σήμερα θα ήταν πλούσιος. Φόρτωσε-ξεφόρτωσε κάθε τόσο. Χαμάλης δηλαδή. Κι είχε καλή περιουσία ο γέρος στο νησί. Είχε πάει και στην Αμερική.

Λιαγροβήτης: Περιουσία είχε ο γέρος, αλλά κεφάλι δεν έχει ο γαμπρός.

Φούντας:      Κεφάλι έχει. Μυαλό δεν έχει.

Ζιαμακός:     Έχει και κεφάλι, έχει και μυαλό . . . και πολύ μάλιστα. Αρκετό να σοβατίσεις ένα αποχωρητήριο. Αλλά, βλέπεις, τα καλά και συμφέροντα, που λέει κι ο παπάς.

Πρόεδρος:     Αυτά, όμως, δεν έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση που δικάζουμε.

Ζιαμακός:     Έχουν, κύριε πρόεδρε. Έχουν. Γιατί αποδεικνύουν το ποιόν του Στρατή. Ένα Στρατέλι με τέτοιο ποιόν, βαστάει η καρδιά σου να του κάνεις κακό;

Πρόεδρος:     Μα είχε να εκτελέσει κάποια εντολή σε βάρος σας.

Ζιαμακός:     Όχι σε βάρος μας, κύριε πρόεδρε. Όχι σε βάρος μας. Μην το γενικεύουμε. Τέτοια πράγματα δεν πρέπει να γενικεύονται. Δεν πρέπει να παίρνουν μαζικό, που λένε, χαρακτήρα. Γιατί ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια και μπορεί να μας πάρει και μας η μπόρα και τότε . . . τότε είναι που δε μας σώζει ούτε η κιβωτός του Νώε.

Πρόεδρος:     Δηλαδή, τι εννοείς;

Ζιαμακός:     Η εντολή αφορούσε μόνο τον περιάριθμο. Εμείς οι άλλοι ήμασταν μέσα στα νούμερα. Αλλά προσπαθήσαμε, όμορφα και καλά, με ειρινικά μέσα, που λεν, να μη λιγοστέψουμε ούτε και κατά ένα. Γιατί ο περιάριθμος έχει κι αυτός ψυχή. Έχει δικαιώματα κι αυτός μέσα στη φτώχεια.

Πρόεδρος:     Τον εμποδίσατε, όμως.

Ζιαμακός:     Να γίνει πλούσιος;

Πρόεδρος:     Δεν εννοώ τον περιάριθμο, θέλω να πω τον υπεράριθμο, αλλά τον επιστάτη.

Ζιαμακός:     Τον επιστάτη εμποδίσαμε, ναι, Όχι, όμως, να του κάνουμε και κακό. Αυτός τη δουλειά του, εμείς τη δική μας. Αυτός τις εντολές, εμείς τα φτυάρια. Μια κουβέντα πήγαμε να πούμε για το καλό του συνάδερφου . . .

Πρόεδρος:     Πήρατε το νόμο στα χέρια σας.

Ζιαμακός:     Τίποτα δεν πήραμε, κύριε πρόεδρε. Με άδεια χέρια ήμασταν. Κι ύστερα το Νόμο! Πού να τον βρούμε εμείς το Νόμο, κύριε πρόεδρε και να τον πάρουμε και στα χέρια μας!

Πρόεδρος:     Χειροδικήσατε. Κι αυτό είναι αδίκημα. Έτσι λέει ο Νόμος.

Ζιαμακός:     Δε χαροδικήσαμε. Κι άμα λέει έτσι ο νόμος, να τον αλλάξουμε, κύριε πρόεδρε. Να και δεύτερο λάθος του νόμου. Πρέπει να τον αλλάξουμε. Όταν ο νόμος είναι άδικος και καταδικάζει φτωχό άνθρωπο στην ψάθα, να τον αλλάξουμε. Εμείς φτιάχνουμε, εμείς χαλνούμε. Ύστερα, δεν είναι αμάν και τι να πεις! Ένα χαρτί είναι. Χαλνούμε αυτό . . . γράφουμε άλλο.

Πρόεδρος:     Ποιοι εμείς;

Ζιαμακός:     Εμείς οι πολλοί. Εγώ, ο Λιώλης, ο κυρ’ Μήτσος από δω, το κοκορέλι από κει (δείχνει προς το Στρατή), εσύ, οι άλλοι που είναι εδώ μέσα . . . Οι όξω από δω . . . όλοι μαζί . . . ο λαός, που λένε.

Γιαραβέλης: (Διαμαρτύρεται). Με βρίζει, κύριε πρόεδρε, με βρίζει. (Αλλά δεν εισακούγεται απ’ την έδρα, γιατί ο πρόεδρος φωνάζει δυνατά).

Πρόεδρος:     Αυτό δεν γίνεται. Αυτό δεν γίνεται.

Ζιαμακός:     Για μας τη φτώχεια, ό,τι μπορεί να γίνει δε γίνεται ποτές. Καμιά φορά. Για κάτι άλλους, όμως, ό,τι, τάχα, λέει ο νόμος ότι δεν μπορεί να γίνει, γίνεται αμέσως.

Πρόεδρος:     Σιωπή. Αδικοπραγήσατε. Κι αυτή είναι η ουσία.

Φούντας:      Απλώς μπήκαμε στη μέση, για να εμποδίσουμε, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Με σπρωξιές και γρονθοκοπήματα;

Ζιαμακός:     Τι γρονθοκοπήματα και πράσινα άλογα, κύριε πρόεδρε!. Τι γρονθοκοπήματα! Αν τα είπε έτσι ο μηνυτής, αλίμονο! Αυτά είναι κουβέντες άλλων ποταμών! . . . (Και γυρίζοντας προς το Στρατή) Έτσι τα είπες, Στρατή μ; (Στρέφεται προς τον πρόεδρο).
                        Εμείς του είπαμε με το καλό, κύριε πρόεδρε. Βρε Στρατή, του είπαμε, τα βλέπεις τα χάλια μας. Όλοι μας είμαστε φτώχεια φαρμακωμένη. Και μεις οι φτυαροφόροι και συ ο επιστάτης κι ο κυρ’ Μήτσος από δω, που είναι και επαγγελματίας δυο ώρες την ημέρα, απ’ τις 6 ως τις 8 το βράδυ. Γιατί, τόσο το ανοίγει το μαγαζί, κύριε πρόεδρε. Ίσα-ίσα, για να φτιάχνει κανένα Λουμίδη και να γράφει τα βερεσέδια. (Και γυρίζοντας προς τον καφετζή). Να με συμπαθάς κυρ’ Μήτσο, αλλά εδώ ορκίζεσαι να πεις την αλήθεια και μάλιστα την πάσα αλήθεια και τα πράγματα, δυστυχώς, έτσι έχουν.

Φούντας:      (Λέει χαμηλόφωνα, θιγμένος) Μα τώρα είναι ώρα για τέτοιες κουβέντες; . . .

Ζιαμακός:     (Γυρίζοντας προς το Φούντα). Κυρ’ Μήτσο μου, πώς να το κάνουμε; Βλέπεις υπάρχει και το Ευαγγέλιο. Νάτο, απέναντι. Το έβαλες το χέρι απάνω, τελείωσε. Σκέτη και μονοκόματη η αλήθεια πρέπει να βγαίνει απ’ το στόμα σου.

Φούντας:      (Πάλι χαμηλόφωνα). Μα εσύ δεν τα πας και τόσο καλά με τους παπάδες. Τώρα τι είναι αυτά;

Ζιαμακός:     Ααα! Δε με κατάλαβες, κυρ’ Μήτσο. Δε με κατάλαβες, κυρ’ Χούντα μου. Άλλα τα έργα των παπάδων κι άλλα τα λόγια του Χριστού. Έτσι, κύριε πρόεδρε;

Πρόεδρος:     Ε, φυσικά. (Κι αμέσως, σα να συνέρχεται, λέει επιτακτικά). Για διακόψτε τη συζήτηση μεταξύ σας και επανέλθετε στο θέμα. Να απευθύνεστε στην έδρα. (Και συνεχίζει). 6 με 8 ε;

Ζιαμακός:     6 με 8, κύριε πρόεδρε. Κι όχι κάθε μέρα. Ποιος πάει στο χωριό αργά το βράδυ στο καφενείο! Βλέπεις, εμείς γυρίζουμε όλοι κατάσκοποι τα βράδυα στο σπίτι.

Πρόδρος:       Κατάσκοποι;

Ζιαμακός:     Κατάσκοποι, κύριε πρόεδρε. Κατακουρασμένοι, σακατεμένοι απ’ τη δουλειά.

Πρόεδρος:     Κατάλαβα, κατάλαβα. Για συνέχισε μηνυτή.

Γιαροβέλης:  Τους έδωσα και την εντολή στα χέρια, κύριε πρόεδρε, να την δουν κι οι ίδιοι, να τη διαβάσουν και μόνοι τους και να πειστούν.

Ζιαμακός:     Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Κυρία έδρα, ήθελα να πω. Εδώ τα λέει σωστά. Την πήρα την εντολή στα χέρια και τη διάβασε ο κυρ’ Μήτσος.

Πρόεδρος:     Γιατί δεν την διάβασες εσύ;

Ζιαμακός:     Πού τέτοιες πολυτέλειες εμείς, κύριε πρόεδρε! Πού τέτοιες πολυτέλειες!. Το γιατί θα το βρήτε στα χαρτιά. Αυτά το λένε καθαρά. Αγράμματος. Να μη τα λέμε και δημοσίως. Ούτε διάβασμα, ούτε γράψιμο.

Πρόεδρος:     Τελείως; Ούτε υπογραφή;

Ζιαμακός:     Τελειότατα, κύριε πρόεδρε. Ούτε γραμμή με κάρβουνο, όχι υπογραφή. Γι’ αυτό και τη διάβασε ο κυρ’ Μήτσος από δω την εντολή. Τι διάβασες, κυρ’ Μήτσο;

Φούντας:      Ανάμεσα στ’ άλλα έλεγε. Υπεράριθμοι: Ένας: Λιαγροβήτης Γεώργιος.

Ζιαμακός:     Πάει ο Λιώλης, είπα μόλις το άκουσα. Τον έφαγαν. Θυμήθηκα τα παιδιά του κι άρχισε να τρέμει το χέρι μου που κρατούσε το χαρτί. Βαριά τέτοια χαρτιά, κύριε πρόεδρε, βαριά. Κι άμαθα τα δικά μας χέρια για τόσο βάρος. Είπα, λοιπόν, στο Στρατή τον επιστάτη. Βρε Στρατή μ’, δεν την πας πίσω την εντολή να την ξαναειδούν, μήπως και γίνει τίποτα . . . Μήπως έγινε και κανένα λάθος . . . Άνθρωποι είμαστε . . . Δώστους άλλη μια ευκαιρία να τη ξαναειδούν . . . Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Κι έχει ο φουκαράς να πληρώσει και το γράψιμο του παιδιού του στο σχολείο τον άλλο μήνα. (Εμφαντικά στον πρόεδρο). Το πρώτο το παιδί του, κύριε πρόεδρε, θα πάει για το Γυμνάσιο φέτος. Καλό παιδάκι κι έξυπνο. Το λέει κι ο δάσκαλος!.

Φούντας:      Έτσι τα είπε, κύριε πρόεδρε. Όπως τα λέει καθαρά εδώ, έτσι τα είπε και τότε.

Ζιαμακός:     Έλα βρε Στρατέλι μ’, του είπα. Άσε να πάρουμε όλοι κανένα μεροκάματο. Όχι γιατί είμαστε και τόσο ευχαριστημένοι απ’ τη δουλειά και λέμε αμάν να μη τη χάσουμε, αλλά γιατί όλοι μας την έχουμε ανάγκη. Κι ο Λιώλης περισσότερο. Μας βλέπεις όλη τη μέρα είμαστε βουτηγμένοι μέσα στη λάσπη. Δεν είμαστε και στη γη της Απαγγελίας. Για μας η αλυκή είναι Θρανίου τόπος. Θρανίου τόπος. Ο Λιώλης έχει αθλητικά. Ο Θοδόσης αρωματισμούς. Εγώ και αθλητικά και αρωματισμούς και το τραύμα το αλβανικό από πάνω. Ο κυρ’ Μήτσος από δω σακατεμένο το πόδι. Παλαιά θλάση μαστών, λέει, του είπε ο γιατρός. Σπασμένα κόκαλα δηλαδή. Και κάρβουνα τον έσβησε η μπαμπω-Λένκω πριν πεθάνει και με ζαμάρα νυχτερίδας τον σταύρωσε και νερό απ’ τον Αηλιά τον έφερε κι ήπιε και με το αδράχτι τον έκλωσε τον αφαλό κι αρκούδα τον πάτησε και χαμαϊλί τον κρέμασαν στο λαιμό και παπάς τον διάβασε . . . αλλά τίποτα, όμως. Ο πόνος, πόνος. Εκεί. Σαν την ψείρα στο τομάρι. Εσύ πάλι . . . έχεις παρασυμμόρφωση του καρπού, όπως μας λες. Τι είναι δεν ξέρω, αλλά ξέρω ότι σε πονάει το χέρι. Όλοι έχουμε τα χάλια μας. Ο Θοδόσης τη μέση του. Ο Χρήστος άσμα.

Πρόεδρος:     Άσμα ε;

Ζιαμακός:     Άσμα, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Θωρακικό ή πνευμονικό;

Ζιαμακός:     Όοοχι τέτοιο. Πιο μεγάλο. Χειρότερο. Το χειρότερο απ’ όλα. Άσμα Ασμάτων, που λεν.

Πρόεδρος:     Έτσι ε;

Ζιαμακός:     Έτσι, κύριε πρόεδρε. Χάλια . . . Χάλια μαύρα . . . Ο Δήμος γεμάτος πονίδια κι αυτός απ’ τις καλοσύνες της αλυκής. Κι όλοι γεμάτοι φτώχεια, βάσανα κι αναποδιές. Στενοχώριες και άνθος, κύριε πρόεδρε. Πολύ άνθος. Θα μας φάει όλους αυτό το άνθος της φτώχειας. Κι όμως όλοι μας εδώ, στο φτυάρι. Δεν την πας πίσω την καταραμένη, του είπα . . . Δε μας βλέπεις, πώς είμαστε όλοι βουτηγμένοι στη μαύρη λάσπη ως το γόνατο . . . Δεν είμαστε και στην κολυμπήθρα του Σκιλωάμ . . .Αχ γριά πού είσαι . . .

Πρόεδρος΅     Ποια γριά εννοείς; Ήταν και καμιά γριά στην εκτέλεση του αδικήματος και δεν εκλήθη να καταθέσει;

Ζιαμακός:     Δεν ήταν, κύριε πρόεδρε. Δεν ήταν. Και καλά που δεν ήταν. Αλλιώς! Αλλιώς θα δικαζόμασταν και για τη γριά σήμερα.

Πρόεδρος:     Ποια γριά;

Ζιαμακός:     Τη γιαγιά μου.

Πρόεδρος:     Τη γιαγιά σου; Και τι έχει να κάνει αυτή με την υπόθεση;

Ζιαμακός:     Απευθείας τίποτα. Αυτή, όμως, έβλεπε κάτι όνειρα και μ’ έλεγε. «Εσύ, παιδί μου, θ’ ανεβείς πολύ ψηλά. Σε μεγάλες πόρτες θα μπαινοβγαίνεις. Το βλέπω καθαρά στα όνειρα εγώ. Εψές το βράδυ σε είδα φορούσες μαύρες ψηλές μπότες ως το γόνατο. Κρατούσες με καμάρι ένα ιπποτικό ακόντιο κι έπινες κρασί με χρυσό τάσι.» «Μαύρες μπότες, γιαγιά»; Ρωτούσα εγώ. «Μαύρες, μαύρες και γυαλιστερές, παιδί μ’», με βεβαίωνε εκείνη «και νομίζω πως ήταν γύρω-γύρω και κοκκινοκεντημένες», μ’ έλεγε, «αλλά αυτό δεν το ξεχώρισα καλά στο όνειρο». Κι εγώ της έλεγα. «Φόρα τα γυαλιά, γιαγιά, στον ύπνο σου, να ξεχωρίζεις τα όνειρα καλύτερα. Φόρα τα, για να βλέπουμε και πού πάμε.» Δεν τα φορούσε, όμως και την πάθαμε.

Πρόεδρος:     Τι πάθατε; Βγήκε κανένα;

Ζιαμακός:     Όλα! Όλα, κυρ’ πρόεδρε. Νοσοκομεία. Επιτροπές, Αστυνομίες, Δικαστήρια . . . Να οι πόρτες οι μεγάλες. Ώσπου να βγω απ’ τη μια, στην άλλη μπαίνω, για χρόνια τώρα. Κι από παντού βγαίνω κακήν-κακώς. Ύστερα, μαύρες μπότες και ψηλές; Ίσον η λάσπη ως το γόνατο. Κοκκινοκεντημένες; Ίσον τα κοψίματα που έχω στα πόδια απ’ το αλάτι. Ιπποτικό ακόντιο; Ίσον το φτυάρι που κρατώ όλη τη μέρα . . .

Πρόεδρος:     Και το χρυσό το τάσι;

Ζιαμακός:     Α! Αυτό είναι το κίτρινο κονσερβοκούτι με το οποίο μας δίνει και πίνουμε νερό στην αλυκή η Δέσπω η νερουλού μας. Βλέπει, κύριε πρόεδρε, μέσα σ’ όλα ήταν η γριά. Μέσα σ’ όλα . . . Πού είναι τώρα να καμαρώσει.

Πρόεδρος:     (Με κάποια αυστηρότητα, για να συγκρατήσει κάποιο γέλιο). Επί του θέματος, επί του θέματος.

Ζιαμακός:     Δεν είμαστε στο θέμα, κύριε πρόεδρε;

Πρόεδρος:     Ουδόλως, ουδόλως.

Ζιαμακός:     Δεν υπήρξε δόλος, ούτε πονηριά, κύριε πρόεδρε. Ανοιχτά και καθαρά τα λέγαμε ενώπιον όλων.

Πρόεδρος:     Δημοσίως;

Ζιαμακός:     Εμ, δημόσιο μέρος είναι η αλυκή, δημοσίως τα λέγαμε. Ανοιχτά και ξάστερα. Και ας πει κι ο ίδιος, αν δεν είναι έτσι. Μη, βρε Στρατή, κρίμα είναι, του λέγαμε και τον παρακαλούσαμε και γω κι ο Θοδόσης . . .

Πρόεδρος:     Θεοδόσιος. (Διορθώνει).

Ζιαμακός:     Θοδόση τον λέμε εμείς, αλλά Θεοδόσιος, ας είναι, κύριε πρόεδρε. Αφού έτσι θέλει η κυρία έδρα και το σεβαστόν δικαστήριον.

Πρόεδρος;     Έτσι είναι το ορθόν. Θεοδόσιος. Δηλαδή ο Θεός να του δώσει.

Ζιαμακός:     Έτσι λέει κι αυτός σε κάθε αναποδιά. Θα δώσει ο Θεός, θα δώσει ο Θεός. Και του ‘δωσε. Φτώχεια μεγάλη και φτυάρι ασήκωτο. Ο παπα-Θόδωρος, όμως, που μάζεψε υπογραφές στο χωριό, για να γίνει αγροφύλακας κι αντί να τις πάει στον αγρονόμο, τις πήγε στο δεσπότη κι έγινε παπάς, το εξηγάει αλλιώς.

Πρόεδρος:     Δηλαδή;

Ζιαμακός:     Δηλαδή, εγώ συμφωνώ με τη δική σου την εξήγηση, κύριε πρόεδρε, γιατί εμείς οι δυο ανήκουμε και στην ίδια κατηγορία.

Πρόεδρος:     (Πειραγμένος). Δηλαδή;

Φούντας:      (Σιγανά). Νιόκα, μη μπλέκεις τα πράγματα . . .

Ζιαμακός:     Όοχι. Σε παρακαλώ. (Και στρεφόμενος προς τον πρόεδρο). Δηλαδή, κύριε πρόεδρε, δύο είναι οι κατηγορίες του κόσμου τούτου. Του ψεύτικου ντουνιά, που λεν. Και σε παρακαλώ, αν κάνω λάθος, διόρθωσέ με. Κλήρος και Λαός. Και μεις είμαστε Λαός. Δεν είμαστε, βλέπεις, Κλήρος. Εσύ, κύριε πρόεδρε, αφού δεν είσαι ρασοφόρος, δεν είσαι και Κλήρος. Είσαι Λαός. Με κεφαλαίο λάμδα, όμως. Α! Με κεφαλαίο. Κι επιπλέον είσαι και εξουσία. Ανήκεις στην κατηγορία των εξουσιών. Τελείως χαμένο το ‘χω εγώ. Γιατί, εγώ είμαι σκέτος λαός και με μικρό και κακογραμμένο λάμδα μάλιστα. Και δεν ανήκω πουθενά. Ή μάλλον ανήκω στη μάζα. Και μάλιστα στη μάζα τη χαντακωμένη.

Πρόεδρος:     Να ακούσω την εξήγηση.

Ζιαμακός:     (Διστακτικά). Δηλαδή . . . δε θέλω να φέρω τις δυο εξουσίες, Κλήρο και Δικαιοσύνη αντιμέτωπες, μια και δεν έχουν καμιά άλλη σχέση μεταξύ τους, ούτε κατά το πνεύμα, ούτε κατά το γράμμα, όπως λέτε εσείς στα δικαστήρια.

Πρόεδρος:     (Επιτακτικά). Αρκετά, αρκετά. Να ακούσω την εξήγηση.

Ζιαμακός:     Δηλαδή, Θεοδόσης, κατά τον παπα-Θόδωρο, ίσον στο Θεό να δώσεις. Δηλαδή, φέρτα εσύ εδώ και θα τα προωθήσω εγώ. Κι αν τον ρωτήσεις «πώς παπα-Θόδωρε»; «Τι σε μέλει εσένα»; Σου λέει. «Φέρτα εσύ και κανονίζω εγώ με το Θεό». «Πώς δηλαδή»; ξαναρωτάς. «Θα σε μνημονεύω», λέει, «στην κατάλληλη ώρα και όταν πρέπει». «Δηλαδή, θα λες και υπέρ του Νιόκα, που μ’ έφερε την κότα; Κι αν τα πάω», του λέω, «στα γυφτάκια κάτω στο ρέμα; Ή μήπως ο Θεός δε βλέπει καλά μέσα στα κλαδιά και δε θα ‘χουμε σίγουρα αποτελέσματα;» Το σωστό είναι, σου λέει, στην εκκλησία. Σε μένα. Τότε, είναι σα να αγοράζεις συγχωροχάρτι κατευθείαν απ’ το Γρηγόριο τον πέμπτο. Αλλά, όπως κι αν έχει το πράγμα, κύριε πρόεδρε, ο Θοδόσης έχει και κάποια ελπίδα στο όνομά του, που γιορτάζει κιόλας και μια δεύτερη στον παπά. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά . . . Εγώ, Νιόκας, σε ποιον Άγιο να ελπίζω; Κι από πού να περιμένω  μεσολάβηση; Απ’ τους γύφτους; Που τους δίνω κανένα σακί άχυρο το χειμόνα, για να μην τους ψοφήσουν στις παγωνιές τα κοκαλιασμένα τα ζώα τους;

Πρόεδρος:     Καλά, καλά, μια ερμηνεία είναι κι αυτή. Τι του λέγατε, λοιπόν του επιστάτη σας και συ και ο Θεοδόσιος;

Ζιαμακός:     Του λέγαμε και τον παρακαλούσαμε και γω κι ο Θοδόσης, συγγνώμη Θεοδόσιος κι ο κυρ’ Μήτσος από δω και όλοι. Αλλά αυτός τίποτα. Εκεί. Ανέκδοτος.

Πρόεδρος:     Δεν άλλαζε δηλαδή γνώμη; Έμενε ανένδοτος; Επέμενε στην άποψή του;

Ζιαμακός:     Ανέκδοτος, κύριε πρόεδρε, πολύ ανέκδοτος.

Πρόεδρος:     Επέμενε στον καθήκον; Στην εντολή που είχε;

Ζιαμακός:     Πολύ, κύριε πρόεδρε. Πολύ. Κόλλησε στη ρημάδα την εντολή, σαν τη σφήκα στο μέλι. Άσκετα που για μας ήταν δηλητήριο. Αλλά και γω δε λυγώ εύκολα. Ααα! Εντολή ξεντολή δε λυγώ, όταν έχω δίκιο. Και γω θανατικός στην απόφασή μου και στο λόγο μου. Θανατικός, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Και συ θανατικός!. (Λέει με έμφαση ο πρόεδρος, συγκρατώντας τα γέλια του).

Ζιαμακός:     Βεβαίως, θανατικός. Και πολύ μάλιστα. Αλλά κι αυτός, όμως, το πήρε πείσμα και το ‘δεσε κόμπο. Κάνει και δεύτερη απόπειρα, για να το πάρει.

Πρόεδρος:     Το χαρτί της εντολής;

Ζιαμακός:     Όοοχι. Το φτυάρι του Λιώλη.

Πρόεδρος:     Δηλαδή . . . ανέκδοτος και πάλι ο επιστάτης. (Λέει ο πρόεδρος μισοχαμογελώντας). Ανέκδοτος.

Ζιαμακός:     Όοοχι. Τώρα ανέκδοτος είμαι εγώ. Θανατικός αυτός. Πήρα το φτυάρι απ’ το Λιώλη στα χέρια μου και δεν το δίνω. Αυτός επιμένει να το πάρει. Α! του λέω. Θανατικός εσύ, ανέκδοτος εγώ. Για να δούμε, τι θα γίνει. Και με μια δυνατή μπήγω το φτυάρι μέσα στη λάσπη. Τραβάει το κοκορέλι, ξανατραβάει, δεν μπορεί να το βγάλει.

Γιαροβέλης:  (Διαμαρτύρεται). Με βρίζει, κύριε πρόεδρε. Πάλι με βρίζει.

Πρόεδρος:     Γιατί σε βρίζει;

Γιαροβέλης:  Με αποκαλεί κοκορέλι.

Ζιαμακός:     Και νωρίτερα διαμαρτυρήθηκες, Στρατή μ’, αλλά δε σε άκουσε η κυρία έδρα. Ξέχασες ότι εσείς απ’ τη Λήμνο το κοκορέλι το έχετε για περηφάνια; Έτσι σε αποκαλούμε όλοι κάθε μέρα στη δουλειά και συ καμαρώνεις. Κι εδώ, σε βρίζω; Ύστερα, κοκορέλι ίσον κοκοράκι. Θα σε λέγαμε κόκορα, αλλά, λόγω αναστήματος, σε φωνάζουμε κοκορέλι. Κι αυτό ιλίαν επιεικώς, ιλίαν επιεικώς. Άσκημα, κύριε πρόεδρε; Και μπροστά τον βάζουμε, όπως το γάιδαρο στο καραβάνι με τις καμήλες και μάλιστα, όπως βλέπεις και ο ίδιος, ιλίαν επιεικώς. (Ταυτόχρονα κάνει μια χειρονομία, δείχνοντας το μικρό μέγεθος του αναστήματός του).

Πρόεδρος:     Αφήστε τους χαρακτηρισμούς και περιοριστείτε στην υπόθεση. Για λέγε μας Λιαγροβήτη.

Λιαγροβήτης: Έτσι έγινε, κύριε πρόεδρε. Τραβάει, λοιπόν, ο Στρατής το φτυάρι μια, δυο, ώσπου γλιστράει και πέφτει μέσα στη λάσπη και πάνω στα χοντρά κομμάτια απ’ το αλάτι κι έγινε κι ο ίδιος τ’ αλατιού. Να τα μελανιάσματα!

Ζιαμακός:     Τον λυπήθηκα, κύριε πρόεδρε. Τραβούσε με το ένα χέρι. Το άλλο, βλέπεις, ένεκα η παρασυμμόρφωση του καρπού, τον πονάει και δεν το μεταχειρίζεται. Μ’ ήρθε να πάω εγώ να το βγάλω και να του το δώσω. Αλλά, βλέπεις, ο άτιμος ο εγωισμός της στιγμής . . .

Φούντας:      Κι έτσι εδημιουργήθησαν τα 70 στα εκατό των κακώσεων του κυρίου επιστάτη μας, όπως λένε τα χαρτιά σας, κύριε πρόεδρε.

Ζιαμακός:     Κι όχι από γρονθοκοπήματα του Νιόκα, του Λιώλη και του κυρ’ Μήτσου από δω. Κι ούτε γελιοφθορά, ούτε σχέδια καταστραμμένα.

Πρόεδρος:     Δολιοφθορά και καταστρωμένα.

Ζιαμακός:     Έτσι ακριβώς, κύριε πρόεδρε. Έτσι ακριβώς λέω και γω. Αλλά τίποτα, όμως, απ’ αυτά. Τίποτα.

Πρόεδρος:     Εδώ κατηγορείσθε ότι ήσασταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί και κρυφοσυζητούσατε και, μόλις είδατε τον επιστάτη σας να πλησιάζει, τον κοιτάζατε και γελούσατε προκλητικά. Άρα, κάτι προμελετούσατε εναντίον του.

Ζιαμακός:     Και σας έλεγα εγώ κάθε τόσο παιδιά. Αφήστε τον κυρ’ Μήτσο, αφήστε τον κυρ’ Χούντα να μας διηγηθεί όμορφα το συμβάν. Μη διακόπτετε με τέτοια γέλια.

Πρόεδρος:     Ποιο συμβάν Φούντα;

Ζιαμακός:     Τον Αμερικάνο, ντε, τον Αμερικάνο. Όχι καθευατού. Δικός μας, αλλά απ’ την Αμερική.

Πρόεδρος:     Απ’ την Αμερική; Μα κι ο πατέρας του επιστάτη σας, όπως αναφέρθηκε, ήταν στην Αμερική κι αυτό δίνει στο Δικαστήριο μεγάλες υποψίες, ώστε να μην αποκλείει καθόλου το ενδεχόμενο, ότι γι’ αυτόν συζητούσατε.

Ζιαμακός:     Τότε, δεν έχει παρά ν’ ακούσει την ιστορία ο κύριος επιστάτης και να μας πει ο ίδιος, αν καταστρώναμε σατανικά σχέδια εναντίον του ή αν κακολογούσαμε τον πατέρα του. Πες τα, κυρ’ Χούντα, πες τα, όπως μας τα έλεγες εκεί, για να τ’ ακούσει ο κύριος πρόεδρος, η κυρία έδρα και το σεβαστό δικαστήριο και να συμμορφώσουν λιδίαν γνώμην, όπως συνηθίζει να λέει και ο προλαλήσας.

Φούντας:      (Διστακτικά). Μα . . . είναι ώρα να . . . λέμε τέτοια πράγματα;

Ζιαμακός:     Είναι και παρά είναι. Εδώ θα πιάσουν τόπο.

Φούντας:      Κύριε πρόεδρε . . . (Αντιδρά κάπως ο καφετζής).

Πρόεδρος:     Για λέγε, για λέγε. Γιατί αρνείσαι να μας πεις την αλήθεια; Το Δικαστήριον επιθυμεί να διερευνηθεί πλήρως όλη η υπόθεση.

Ζιαμακός:     Σωστά, έρευνα παντού.

Φούντας:      Τις προάλλες πέρασε απ’ το μαγαζί, κύριε πρόεδρε, ένας φουκαράς ξενότοπος, που ήταν να τον λυπάσαι. Ήταν παλιότερα, λέει, στην Αμερική για λίγο καιρό, αλλά στο μεταξύ κηρύχτηκε ο πόλεμος της Αλβανίας και ήρθε κι αυτός να πολεμήσει εθελοντής για την πατρίδα.

Ζιαμακός:     Είναι το πατριωτικό μας, που μας τρώει βλέπεις, κύριε πρόεδρε. Πώς να το κάνουμε;

Φούντας:      Τραυματίας τώρα, χωρίς σύνταξη . . .

Ζιαμακός:     (Διακόπτοντας). Τα δικά μου χάλια κι αυτός

Φούντας:      . . . γυρίζει την Ελλάδα μισοζητιανεύοντας.

Ζιαμακός:     Τουρίστας δηλαδή.

Φούντας:      Με τον πόλεμο πέρασε τόσος καιρός. Δεν ανανέωσε το διαβατήριό του και τώρα δεν μπορεί να πάει και πίσω. Ξέμεινε, λοιπόν, εδώ και γυρίζει από δω κι από κει για κανένα μεροκάματο. Τον κεράσαμε καφέ και τον ρωτούσαμε να μας πει κανένα εγγλέζικο. Ένας τον ρώτησε πώς λένε οι Αμερικάνοι το έλα εδώ. Καμ χίαρ, λέει εκείνος. Και το πήγαινε εκεί; Τον ρωτάει ένας άλλος. Α! Αυτό δε χρειάζεται να το μάθεις, λέει ο ξένος. Πηγαίνεις εσύ απέναντι και λες πάλι στον Αμερικάνο καμ χίαρ.

Πρόεδρος:     (Γελώντας). Όχι αυτά, όχι αυτά. Τα παρακάτω, τα παρακάτω. Τα σπουδαιότερα.

Ζιαμακός:     Τα παρακάτω, κυρ’ Μήτσο μου. Τα παρακάτω, τα σπουδαιότερα.

Φούντας:      Μάλιστα, κύριε πρόεδρε, τα παρακάτω. Μας διηγόταν, λοιπόν, πως, όταν πρωτοπήγε στην Αμερική, δούλευε σε ένα εστιατόριο και έπλενε πιάτα . . .

Ζιαμακός:     (Διακόπτει). Πάλι καλά, πάλι καλά. Όχι φτυάρι και μαύρες αρμυρόλασπες. Μακάρι να είχε πιάτα κι η αλυκή και να τα φτιάξω κρύσταλλα.

Φούντας:      Εκεί, λέει, έτυχε τότε να δουλεύει και κάποιος άλλος δικός μας, παλιότερος μετανάστης, που, μόλις τον είδε, τον κατάλαβε πως ήταν από χωριό. Κι αυτός αναρωτιόταν και δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς κι από πού, έτσι αμέσως τον κατάλαβε. Τότε τον ρώτησε κάποιος απ’ την παρέα στο καφενείο. «Μήπως φορούσες, πατριώτη, τις υφαντές τις βράκες απ’ τον τόπο σου και τις πουκαμίσες με τα παρδαλά κουμιά;» «Ναι, ναι, τις φορούσα», λέει εκείνος αθώα. «Αλλά ήταν αυτό αρκετό για να με καταλάβει ο άθλιος πως είμαι από χωριό;»

Ζιαμακός:     Ε! είμαστε πονηρή κι έξυπνη ράτσα εμείς, διαβολεμένη. Από πέρα παίρνουμε μυρουδιά . . .

Φούντας:      (Συνεχίζει). «Εμ, βράκες υφαντές στον αργαλειό, πουκαμίσες και εγγλέζικα καθόλου στην Αμερική, πραγματικά, πώς σε κατάλαβε»! τόνισε ένας άλλος. «Έλα ντε, τον αφιλότιμο», είπε ο ξένος και συνέχισε. «Σα με πήραν είδηση, πως ήμουν από χωριό και άβγαλτος, έβαζαν τις κοκόνες του μαγαζιού να με φιλήσουν. Εγώ στην αρχή δεν ήξερα και ντρέπομαν. Ά ι ν τ ε , όμως και σαν έμαθα!»

Ζιαμακός:     Είναι λόγια και ιστορίες του πατέρα σου αυτά, Στρατή μ’;

Γιαροβέλης:  Όχι, όχι, κύριε πρόεδρε.

Ζιαμακός:     Να, αυτά λέγαμε και γελούσαμε, όταν ήρθες, Στρατέλι μ’ κι όχι ότι σε σκάβαμε τη γούρνα κι ότι στρώναμε και ξεστρώναμε καταχθόνια και σατανικά σχέδια.

Πρόεδρος:     Δεν υπήρξαν, δηλαδή, κακές προθέσεις και προμελέτες;

Ζιαμακός:     Τι προσθέσεις και ομελέτες, κύριε πρόεδρε. Απλήρωτοι άνθρωποι, χωρίς φράγκο στην τσέπη, τι να προσθέσουμε και τι να αφαιρέσουμε; Το Δεν και το Μεδέν; Κι όσο για ομελέτες! Πού είναι τα αυγά; Τρία στο μεροκάματο έρχονται. Ο καυγάς δεν ήταν για αυγά και ομελέτες. Ήταν για το φτυάρι. Πώς λεν, ο καυγάς ήταν για το πάπλωμα . . . Ε, εδώ ήταν για το φτυάρι. Να το πάρει αυτός . . . να μην το δώσουμε εμείς . . .

Πρόεδρος:     Να προσέλθει η μάρτυς Δέσπω Χατζηφέκα.

Δέσπω:          Εδώ, κύριε πρόεδρε. Εδώ και παρούσα. (Φωνάζει απ’ το ακροατήριο και προσέρχεται.

Πρόεδρος:     Ορκίζεσαι να πεις την αλήθεια;

Δέσπω:          Αν ορκίζομαι λέει!

Πρόεδρος:     Λοιπόν, τι γνωρίζεις για την περίπτωση;

Δέσπω:          Και τι δε γνωρίζω, κύριε πρόεδρε. Όλα.

Πρόεδρος:     Δηλαδή; (Την κοιτάζει πολύ περίεργα).

Δέσπω:          Τι δηλαδή; Όλα, απ’ την αρχή ως το τέλος. (Κοιτάζει κι η Δέσπω τον πρόεδρο περίεργα).

Πρόεδρος:     Είναι έτσι, όπως τα λένε οι κατηγορούμενοι;

Δέσπω:          Παραπάνω από έτσι.

Πρόεδρος:     Κάπου σε ξέρω εσένα, μάρτυς. Κάπου σε ξέρω.

Δέσπω:          Κι εγώ κάπου σε ξέρω . . . και θυμάμαι πού . . . Για θυμήσου και συ καλά . . .

Πρόεδρος:     Μήπως καταδικάστηκες πρόσφατα;

Δέσπω:          Εγώ; Πίσω μου σ’ έχω σατανά. Θυμάσαι που σ’ έλεγα το φλυτζάνι πριν από λίγες μέρες στην Ανθισμένη Αμυγδαλιά; Στο κέντρο ντε με τα κλαρίνα. Εκεί δίπλα μένω εγώ. Στην καλύβα, που με ρωτούσες αν είναι δική μου; Θυμάσαι, κάναμε και λίγο ψευτοφασαρία, γιατί μ’ έδωσες μόνο ένα δεκάρικο, ύστερα απ’ τα τόσα πολλά που σου είπα στο φλυτζάνι;

Πρόεδρος:     Σου έδωσα, όμως και ένα νεροπότηρο τσίπουρο.

Δέσπω:          Α, μπράβο. Εγώ είμαι. Είδες πώς με θυμήθηκες;

Πρόεδρος:     Είσαι πάλι πιωμένη;

Δέσπω:          Εγώ! Όχι, κύριε πρόεδρε, λίγο, έτσι για να μην κρυώνω. Το παλτό, που λένε, φόρεσα από μέσα. (Κοιτάζει περίεργα γύρω της).

Πρόεδρος:     Τι περιεργάζεσαι έτσι; Τι συμβαίνει;

Δέσπω:          Το σπίτι αυτό κοιτάζω, κύριε πρόεδρε. Πολύ τρανό! Πού να βγει η δική μου η καλύβα μπροστά σ’ αυτό! Δικό σου είναι;

Πρόεδρος:     Τι δικό μου! Εδώ είναι Δικαστήριο. Του Δημοσίου είναι.

Δέσπω:          Ααα! Έτσι ντε. Είπα και γω . . . Από πού μυαλό εσύ και γω για τέτοια μεγάλα σπίτια.

Πρόεδρος:     Άφησε τις φαιδρότητες και πες μας τι ξέρεις για την υπόθεση.

Δέσπω:          Όλα.

Πρόεδρος:     Ήσουν εκεί;

Δέσπω:          Δεν ήμουν εκεί και τα ξέρω όλα. Φαντάσου να ήμουν κιόλας τι θα γινόταν!

Πρόεδρος:     Δηλαδή, ποιος έφταιγε;

Δέσπω:          Α! Αυτό δεν είναι δικός μου λογαριασμός. Εγώ ξέρω να πω ότι αυτός που θέλησε να διώξει το Λιώλη απ’ τη δουλειά, είναι φταίχτης μεγάλος και πρέπει . . .

Πρόεδρος:     Καλά, καλά, εμείς θα βρούμε το φταίχτη και θα τον τιμωρήσουμε.

Δέσπω:          Όχι μόνο να τον τιμωρήσετε, αλλά να τον βάλετε και πεντακόσιες δραχμές πρόστιμο και τρεις μήνες φυλακή από πάνω.

Πρόεδρος:     Εσύ να μας πεις τι γνωρίζεις κι αυτό είναι δικός μας λογαριασμός.

Δέσπω:          Αν είναι έτσι, κάνετε ότι καταλαβαίνετε κι αφήστε με εμένα ήσυχη. Τι με φέρατε εδώ; (Και λέγοντας αυτά προχωρεί προς την έξοδο ενοχλημένη).

Πρόεδρος:     Πηγαίνετε, κυρία μου, πηγαίνετε. Ορίστε μας. Ούτε ήταν εκεί, ούτε είδε το παραμικρό και έχει και την αξίωση να επιβάλει και την ποινή! (Και γυρίζοντας προς τους κατηγορουμένους). Έχετε τίποτε άλλο να προσθέσετε;

Ζιαμακός:     Εμείς να προσθέσουμε; Εμείς, αν είναι δυνατό, να τ’ αφαιρέσουμε όλα.

Πρόεδρος:     Για όσα καταθέσατε, λέτε την αλήθεια; Προσέξετε καλά, εδώ είναι δικαστήριο.

Ζιαμακός:     Αν λέμε; Κι εγώ κι ο Λιώλης. Σκέτη και καθαρή. Κι ο κυρ’ Μήτσος από δω. Ο Λιώλης προπαντός. Όλο αλήθεια και μόνο αλήθεια. Μάλιστα στο στρατό, όλοι τον φώναζαν ο Λιώλης ο αλήθιος. Απ’ τις πολλές αλήθειες που έλεγε, κύριε πρόεδρε.

Πρόεδρος:     Αλήθιος ε;

Ζιαμακός:     Αλήθιος, κύριε πρόεδρε. Αλήθιος με τα όλα του.

Φούντας:      Καλός άνθρωπος, κύριε πρόεδρε. Καλός. Ε, όλοι έχουμε και τα στραβά μας . . . Αυτός και κάτι βερεσέδια παραπάνω, όχι σε μένα φυσικά, αλλά αυτά δε λερώνουν μητρώα.

Ζιαμακός:     Όσο για τα μητρώα, μη τα αναφέρεις. Άλλοι μας τα λερώνουν. Εμείς πώς να τα λερώσουμε; Ούτε τα είδαμε, ούτε και τα πιάσαμε ποτέ στα χέρια μας. Εμείς το αλέτρι, τη γκλίτσα και το φτυάρι. Το χέρι στο Ευαγγέλιο, αλήθεια και όποιον πάρει ο χάρος.

Πρόεδρος:     Καθήκον του πολίτη είναι να λέει πάντα την αλήθεια.

Ζιαμακός:     Κι αυτό το καθήκο και τα άλλα τα καθήκα τα ξέρουμε και όλα τα κάνουμε, αλλά οι καμπάνες δε σταματούν. Ας είναι, όμως. Λέγε την αλήθεια κι ας σε πάρει η μπόρα. Αν πνιγείς, λέγοντας την αλήθεια, θα λυπάσαι μόνο για ένα πράγμα. Για το ότι πνίγηκες. Αν, όμως, πνιγείς αλλιώς, θα λυπάσαι διπλά. Γιατί πνίγηκες και γιατί πνίγηκες με ψέματα.

Πρόεδρος:     Μπράβο, έτσι είναι.

Ζιαμακός:     Έτσι είναι, βέβαια. Αλήθεια λέμε και μεις πάντοτε και πάντοτε είμαστε με τα τσαρούχια, την τσέπη άδεια και τα μπακαλοδεύτερα φίσκα, γεμάτα βερεσέδια. Και καλά που βρίσκονται και κάτι καλοί άνθρωποι σαν τον κυρ’ Μήτσο από δω, το Μανώλη το μπακάλη και κάτι μερικούς ακόμα και ζούμε και μεις. Αλλιώς . . . χαιρέτα μας τον Πλάτωνα κι έχετε γεια Χρυσούλες.

Πρόεδρος:     Λέτε, λοιπόν, την αλήθεια;

Ζιαμακός:     (Με σιγουριά). Ψυχή ντε και στόματι.

Πρόεδρος:     (Με απορία). Ψυχή ντε και στόματι; Τι θα πει αυτό;

Ζιαμακός:     Αυτό θα πει, κύριε πρόεδρε, ότι με την ψυχή τη σκεφτόμαστε και με το στόμα τη λέμε.

Πρόεδρος:     Την αλήθεια;

Ζιαμακός:     Την αλήθεια, κύριε πρόεδρε. Κι εγώ κι ο Λιώλης. Κι ο κυρ’ Μήτσος από δω να πεις! Πολύ δαλικρινής άνθρωπος κι αυτός. Δοκιμασμένος στην αλήθεια δηλαδή. Δεν γράφει ούτε μια οξεία παραπάνω στα βερεσέδια. Ένα καφέ ήπιες; Ένα θα γράψει. Ένα λουκούμι πήρες; Ένα θα γράψει. Λίρα εκατό, που λένε. Θα πεις, ότι στο χωριό κανένας δεν πίνει δεύτερο καφέ κι ούτε βάζει και δεύτερο λουκούμι στην πρέφα. Αυτό είναι καθιερωμένο και το ξέρει ο πάσα δείνας κι ο πάσα έκαστος. Αλλά αυτό, όμως, είναι έτερον δεκάτερον. Ο κυρ’ Μήτσος με το ένα το χέρι κρατάει το μολύβι και γράφει και με το άλλο την καρδιά και λέει και το Πάτερ ημών από μέσα του.

Φούντας:      (καμαρώνοντας λέει). Έτσι, έτσι . . .

Ζιαμακός:     Μπράβο, κυρ’ Μήτσο μου. Μπράβο. Εμείς αλήθεια και καλή καρδιά. Ό,τι καμπάνα και να πέσει απ’ τον κύριο πρόεδρο, μαζί, όλοι μαζί. (Και γυρίζοντας προς το Λιώλη).
Κι αν ακόμα σε διώξουν απ’ τη δουλειά, Λιώλη, ό,τι μείνει ετούτο το δεκαπενθήμερο, ύστερα, δηλαδή, απ’ τα χρέη που υποσχέθηκα στον κυρ’ Μήτσο, θα πάει για σένα. Για να γράψεις το παιδί στο Γυμνάσιο. Κι αν μείνει και κάτι, του παίρνεις και κανένα τετράδιο. Έταξα μισό κιλό κρέας στη Γαρουφαλιώ, αλλά ας το περιμένει στο άλλο δεκαπενθήμερο, όπως το περίμενε και στο προηγούμενο. Σάμπως τα δεκαπενθήμερα τι είναι! Το ένα βγαίνει, το άλλο μπαίνει. Ύστερα, κρέας πολύ πυκνά δεν κάνει να τρώμε. Βλάφτει, λέει ο κύριος διευθυντής των αλυκών. Κι επιπλέον, το βαρεθήκαμε κιόλας. Κάθε Πάσχα – κάθε Πάσχα.

Φούντας:      (Κατηγορηματικά). Αν διώξουν το Λιώλη, δεν τα θέλω και γω τα βερεσέδια, Νιόκα. Άστα για αργότερα τα ρημάδια. Καφέδες και λουκούμια θα λογαριάζουμε τώρα; Ο άνθρωπος καταστρέφεται, θα διώξουν το παιδί απ’ το σχολείο, εμείς τις λιανοδέκαρες; Και γω το δεκαπενθήμερο το δίνω για τα βιβλία του παιδιού. Για κανένα σακάκι. Όπου να ‘ναι χειμώνας έρχεται. Να μην κρυώνει το καημένο. Μικρό παιδί είναι. Εγώ, βλέπεις, παιδιά δεν έχω να ντύσω. Ας ζεσταίνεται του Λιώλη το παιδί, που παίρνει και τα γράμματα.

Πρόεδρος:     Το δικαστήριο αποσύρεται για να συσκεφθεί και να αποφασίσει. (Αναχωρεί).

Λιαγροβήτης: (Συγκινείται για τη στάση και τη συμπαράσταση των συναδέρφων και συγχωριανών του και μονολογεί). Και γω δεν έβλεπα τόσο καιρό τι ανθρώπους είχα γύρω μου! Με είχαν τυφλώσει τα κόμματα . . . Και κείνος ο ξάδερφός μου . . . Τι να πω!!

Ζιαμακός:     (Πλησιάζει το Λιώλη και τον πιάνει απ’ τον ώμο). Τίποτα να μην πεις τώρα, Λιώλη. Η καρδιά μιλάει καθαρότερα απ’ τη γλώσσα και τα μάτια λένε καλύτερα τι θέλει να πει η καρδιά. Μη στενοχωριέσαι, όμως, Λιώλη, μη στενοχωριέσαι. Ξέχασε και τον ξάδερφό σου τον πρόεδρο, που, παρ’ ότι γνώστης των νομικών, δεν ήρθε ούτε στο δικαστήριο, να πει μια καλή κουβέντα εδώ στη σεβαστή έδρα για σένα. Αλλά ήξερε, φαίνεται, ότι εδώ δεν είχε κοτόπουλο με μπάμιες. Ξέχασε, λοιπόν και τα κόμματα, ξέχασέ τα όλα. Όλοι αυτοί μας θέλουν τυφλούς. Και σένα και μένα και το Στρατή και όλους. Εμείς, όμως, τι χωριανοί είμαστε, Λιώλη; Στο ίδιο καζάνι δεν είπαμε πως βράζουμε όλοι; Κοντά, λοιπόν, πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο, ώσπου να γίνουμε Μεγ-Αλέξανδροι. Και θα γίνουμε. Τώρα, ας μάθει γράμματα το δικό σου το παιδί, αργότερα θα μάθουν κι άλλα. Πολλά παιδιά. Όλα τα παιδιά. Και τότε . . . Τότε θα κόψουμε το Σκόρδιο Δεσμό, που μας κρατάει μια ζωή χώρια και δεμένους στη λάσπη. Τότε θα πούμε στον κάθε κατεργάρη, που θέλει να μας κάνει κουμάντο από ψηλά. Χου αρ γιου; Που έλεγε κι ο ξένος απ’ την Αμερική. Ποιος είσαι, κύριε και ποιος σε είπε, ότι εμείς πρέπει να προσκυνούμε εσένα κι όχι εσύ εμάς;
                        (Το δικαστήριο επανέρχεται στην αίθουσα).

Πρόεδρος:     Ησυχία. Ησυχία. Το δικαστήριο ανακοινώνει την απόφασή του. Κηρύσσει τους κατηγορουμένους αθώους, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων για την ενοχή τους.

Ζιαμακός:     Έλα και συ, Στρατέλι. Όταν σε λέμε κοκορέλι ή να θυμώνεις πάντοτε ή να καμαρώνεις πάντοτε. Μη μας το παίζεις διπλωματικά. Σε δυο ταμπλό, δηλαδή. Και το μεράκι για εκτέλεση τέτοιων εντολών άφηνέ το λίγο λάσκα.

Τ Ε Λ Ο Σ

                                                                                                Αλέκος Αγγελίδης
Γεννήθηκε στο Κίτρος Πιερίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, το Γυμνάσιο στην Κατερίνη και την Πάντειο στην Αθήνα. Ήλθε στην Αυστραλία μαζί με τη σύζυγό του Δήμητρα το 1954 και απέκτησαν δύο γιους, τους Νίκο και Βασίλη.
Από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε τα φροντιστήρια σε συμμαθητές του αλλά και σε μαθητές ανωτέρων τάξεων και τότε εξέδωσε τα πρώτα του βοηθήματα μαθηματικών γεωμετρίας και φυσικοχημείας. Συνέχισε με τα φροντιστήριά του για εισαγωγικές εξετάσεις σε Πανεπιστήμια μέχρι τον ερχομό του στην Αυστραλία.
Έχει γράψει 22 βιβλία ποικίλου περιεχομένου, διάφορες άλλες διατριβές και πληθώρα άρθρων. Το δίτομο βιβλίο του ‘’Αναδρομή στην Ιστορία της Μακεδονίας’’ θεωρήθηκε στην Ελλάδα σαν το καλύτερο ιστορικό βιβλίο της χρονιάς, στο οποίο υποδείκνυε τη θέση ‘’Λουλούδια’’ της πριοχής Κίτρους, όπου και έγιναν ανασκαφές και βρέθηκε μεγάλος Βυζαντινός Ναός χτισμένος πάνω σε αρχαία ερείπια. Οι ανασκαφές σταμάτησαν εδώ.
Επίσης ο κρατικός Οργανισμός ΕΟΜΜΕΧ στην Ελλάδα εξέδωσε το τεχνικό του βιβλίο, «Ξύλινη Σκεπή. Κοπή και συναρμολόγηση», το οποίο εισήγαγε για διδακτική ύλη σε Πολυτεχνεία και Τεχνικές Σχολές. Πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από την Αμερική για τον Τριχοτόμο, Πεντοτόμο γωνίας κ.λ.π. Και άλλες εφευρέσεις. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Κίτρος, η οδός Αγίου Κωνσταντίνου μετονομάσθη σε οδό Αλέκου Αγγελίδη. Όταν πλησίαζε ο θάνατός του έλεγε. «Δεν λυπάμαι που θα πεθάνω, αλλά έχω πολλή δουλειά ακόμη.» Πέθανε το 1993 σε ηλικία 66 χρόνων.
Αυτά τα ελάχιστα για έναν τέλειο άνθρωπο από τη σύζυγό του.


No comments:

Post a Comment