Wednesday, January 12, 2011

ΕΞΙ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ



ΕΞΙ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
 
Αλέκου Ν. Αγγελίδη



ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Δεν ξέρω πώς κατάφερα να δω πολλούς τόπους και να γνωρίσω πολλούς λαούς.
Επισκέφτηκα πολλά μέρη και θαύμασα προγονικά λείψανα, ιστορικά ντοκουμέντα και μουσειακούς θησαυρούς διαφόρων χωρών και λαών ποικίλων.
Περπάτησα στη γη του Βούδα, του Μωάμεθ, του Βράχμα, των Φαραώ. Ανέβηκα στο μέγα Ουάτ του Μπανγκόκ, στον Πύργο του Άιφελ, στο Ταζμαχάλ, στις Πυραμίδες. Πήγα στη Βαστίλλη, στο Βατερλώ, στο Σολφερίνο, στην Καλλίπολη. Είδα την Πύλη του Ρωμανού, το τείχος του Βερολίνου, τα οχυρά του Λένιγκραντ, τα φρούρια της Σιγκαπούρης. Δεν είχα δει όμως τη γραμμή του Αττίλα.
Αγνάντεψα το Αιγαίο απ’ τον Όλυμπο, το Λυβικό πέλαγος απ’ τον Ψηλορείτη, τα Βαλκάνια απ’ τη Ρίλα. Δεν είχα αντικρίσει, όμως, την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη απ’ τις κορυφές του Τρόοδος. Είδα τις κρεμάλες του Μάιντανεκ και του Νταχάου, τους φούρνους του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα κι έζησα τα μαρτύρια της Μακρονήσου. Δεν είχα δεί, όμως, το βρόγχο που έπνιγε ζωντανό ένα λαό ολόκληρο.
Πήγα στους τόπους που στιγμάτισε αιώνια η προδοσία του δεσπότη Παΐσιου, του Πήλιου Γούση, του Εφιάλτη και προσκύνησα στο Αρκάδι, στο Σούλι, στις Θερμοπύλες. Δεν είχα προσκυνήσει, όμως, στον τόπο του ολοκαυτώματος του Αυξεντίου, στο μνημείο των απαγχονισθέντων απ’ το Χάρτιγκ, στο κενοτάφειο των δολοφονηθέντων απ’ τον Αττίλα και τους συνεργάτες του, στον τάφο του Μακάριου.
Είδα το ερειπωμένο Μπρεσλάου, το βομβαρδισμένο Λονδίνο, την καταστραμμένη Βυρηττό. Δεν είχα δει, όμως, την ερημωμένη Αμμόχωστο.
Ήθελα να δω τη στήλη του Απόστολου Παύλου, το κάστρο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, τον τάφο του Καραολή, τη γη των αγωνιστών και των μαρτύρων της λευτεριάς. Ήθελα να δω τη γη του Κινύρα, του Τεύκτρου, του Αγαπήνορα.
Όνειρο και επιθυμία μου ήταν να πατήσω το πόδι μου στο κίτρινο κι αφρόλουστο νησί της Αφροδίτης και να κλίνω το γόνυ μου μπροστά στις σκιές εκείνων που ζύμωσαν τη ζωή και τα κόκαλά τους με τ’ αγιασμένα χώματά του.
Και, γεμάτος αγωνία και προσδοκίες, κίνησα απ’ τη μακρινή Αυστραλία για την εκπλήρωση των ονείρων μου.
Πρώτος μου σταθμός η Αθήνα.
Πόσο αχόρταγα κατατρώνε τις αποστάσεις οι τουρμπίνες των τζάμπο σήμερα, όσο κι αν η βιασύνη και η ανυπομονησία πασχίζουν να τεντώσουν το χρόνο και να κάμουν τις ώρες μεγαλύτερες!
Πόσο γρήγορα μεταπηδάς στις μέρες μας απ’ το ένα ημισφαίριο της γης στο άλλο, παρ’ όλο που νιώθεις τον εαυτό σου τόσο μικρό μέσα στην απλοχωριά της εξέλιξης και στην απεραντοσύνη της κατάκτησης του νου!
Τα περιθώρια, που στενά και μόνιμα χάραζαν κάποτε οι ρεματιές και τα κορφοβούνια, έσβησαν. Τα σύνορα που όριζαν οι Θάλασσες και οι Ωκεανοί γκρεμίστηκαν. Τα σύννεφα παραβιάστηκαν και οι άκρες της γης πατήθηκαν. Τα ξόμπλια της στεριάς που έσμιγαν τις καταχνιές με την απεραντοσύνη της θάλασσας και χάνονταν στο αχανές και στο άγνωστο δαμάστηκαν, υποτάχθηκαν κι έγιναν γνωστά.
Η γη μας δεν έχει πια μόνο τους μεσημβρινούς και τους παραλλήλους κύκλους γύρω της. Ζώθηκε από τροχιές δορυφόρων κι αεροπλάνων και οι αιθέρες της γέμισαν από ανυπόμονους αστροναύτες και ταξιδευτές, που βιάζονται να πάνε παντού, στον Άρη, να πατήσουν την Αφροδίτη, να περάσουν στο Γαλαξία, να πηδήσουν, να τα δούνε όλα.
Πριν καλοσκεφτείς πως ταξιδεύεις, έχεις περάσει Ωκεανούς και Ηπείρους κι έχεις  φτάσει σ’ άλλους τόπους και σ’ άλλους ουρανούς.
Έτσι, στα γρήγορα έφτασα κι εγώ στην Αθήνα και βρέθηκα στη συμβολή των οδών Αμαλίας και Πανεπιστημίου. Στο κέντρο της πόλης του Περικλή. Μπροστά μου ο λόφος της διαμάχης Ποσειδώνα και Αθηνάς, με τις Καρυάτιδες και τα χρονοφαγωμένα και λεηλατημένα από άξεστους εχθρούς και άρπαγες φίλους μάρμαρα του Φειδία και του Πραξιτέλη, που μέσα απ’ τα ξεφτισμένα απ’ το χρόνο ξόμπλια τους, αντανακλούν ακόμα με περηφάνια μια άσβεστη μεγαλοπρέπεια και μια άφταστη πνευματική λαμπεράδα. Και πίσω μου ο Λυκαβηττός, που προσπαθεί με το μυτερό του ύψος να προβάλει σήμερα τη ρομφαία του Αγίου Γεωργίου ψηλότερα απ’ το δόρυ της Αθηνάς. Αριστερά μου, πέρα απ’ τα δέντρα, οι στήλες του Ολυμπίου Διός, όσες απόμειναν και στέκονται ανάριες κι αγέρωχες στο διάβα του χρόνου, για να θυμίζουν περασμένες δόξες και να υπογραμμίζουν σύγχρονες μικρότητες και ταπεινώσεις. Και δεξιά μου, μακριά στο βάθος, το τρίπτυχο των ανδριάντων Ρήγα, Γρηγορίου, Κοραή, που εξακολουθεί να νοθεύει στο σύμπλεγμά του τη λευτεριά με το ραγιαδισμό, τη δόξα με τη ντροπή, το φως με το σκοτάδι. Και πιο πέρα το Πολυτεχνείο, που αχολογά, βουίζει και διαμαρτύρεται για το αμάρτημα που αντικρύζουν κάθε μέρα τα μάτια των περαστικών στα προπύλαια της εστίας του πνεύματος, βλέποντας τον αφοριστή να στέκεται επίμονα και με ύφος αγέρωχο ανάμεσα στους αφορισμένους και ν’ αντιστέκεται ξεδιάντροπα στις κατάρες του Έθνους και στ’ αναθέματα της Ιστορίας.
Μια ξαφνική πλημμυρίδα ιστορικών αναμνήσεων με κάρφωσε εκεί στο κατηφορικό πεζούλι της λεωφόρου. Έμεινα βουβός κι αμίλητος, τυλιγμένος στο βουητό της πόλης, με τις σκέψεις μου αφημένες να καλπάζουν αχαλίνωτα στα περασμένα και στα τωρινά, στο παρελθόν και στο σήμερα.
Ένα βαρύ κι αβάσταχτο ερώτημα με έπνιγε. Γιατί, άραγε, σε τέτοιες μόνο στιγμές έρχονται στο νου μας και μάλιστα μόνο σε μας τους μικρούς, όλες οι πικρές αλήθειες μαζεμένες και μας ποτίζουν τόσο φαρμάκι και τόση ταπείνωση; Γιατί βασανίζουν εμάς τους αναίτιους βαριές τύψεις, αφού άλλοι παραποίησαν την αλήθεια, αφού άλλοι ηρωποίησαν τον προδότη και άλλοι καταράστηκαν τον αγωνιστή;
Εμάς, όμως, μαστιγώνουν καθημερινά οι ασελγείς πράξεις τους κι εμείς φέρνουμε τον αντίκτυπο και το βάρος της κάλπικης ηρωποίησης και τις συνέπειες της άδικης κατάρας εκείνων. Εμείς, που πάντοτε νιώθουμε το βάρος της αδιαντροπιάς τους και που μόνο ελάχιστες στιγμές βαφκαλιζόμαστε με ψεύτικες παραφθορές και με τις χοντροκομμένες παραποιήσεις τους. Κι αν οι νοθεύσεις εξυπηρετούν τους λίγους, πόσες φορές πρέπει να θεωρηθεί ένοχος αυτός που γνωρίζει τη νοθεία, την αποσιωπά και την παραδέχεται; Με τα ερωτήματα αυτά σφίχτηκε η καρδιά μου και το βλέμμα μου, περνώντας από ένα πρίσμα ευθύνης, κοίταζε με τη ματιά της αναπόλησης μπροστά του το Σύνταγμα, προσπαθώντας να εστιάσει τις τροχιές των φαύλων κύκλων του παρελθόντος.
Δίπλα μου ορθώνονταν η Βουλή των Ελλήνων, που σχεδόν ποτέ δεν αντιπροσώπευσε τους Έλληνες, με προθήκη της και προβολή της το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη με τους αγαλματένιους τσολιάδες του, τα πολυάριθμα κι ανήσυχα περιστέρια του και τους αλλοεθνείς και περίεργους τουρίστες και πίσω απ’ τη Βουλή αφανής υποβολέας της για χρόνια και χρόνια, το χαμένο κι άφαντο πέρα απ’ το προπέτασμα των δέντρων παλάτι των βασιλιάδων, να παίζει αόρατα το ρόλο του, σαν τον καραγκιοζοπαίχτη πίσω απ’ το μπερντέ και να κινεί για δεκαετίες και δεκαετίες τους ξενόφερτους σπάγγους της ελληνικής πολιτικομαριονέτας.
Απ’ την άλλη μεριά υψώνονταν σκυθρωπά τα Υπουργεία Εξωτερικών και Προεδρίας. Μπροστά μου στέκονταν βαρύγδουπη με το μεγάλο όγκο της και την αυστηρή απομόνωσή της η ‘’Μεγάλη Βρετανία’’, το ξενοδοχείο για τους λίγους, ενώ δίπλα της έτρεχαν σα δαιμονισμένα πάνω-κάτω τα λεωφορεία και τα τρόλεϋ για τους πολλούς.
Πίσω μου, στο βάθος, ένιωθα να με τρυπά με το ψυχρό κι άχρωμο βλέμμα του, απλωμένο στην πλαγιά, σαν την παραμονεύουσα λεοπάρδαλη το κτίριο της Αμερικανικής Πρεσβείας.
Τι ιστορία και τι δράμα μένει βουβό και παγωμένο πίσω απ’ τα επιβλητικά και κρύα ντουβάρια αυτών των οικοδομημάτων!
Ατένισα τους όγκους τους και περιεργάστηκα τις φρουρούμενες πόρτες τους. Σ’ αυτές που αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα ‘’ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ’’. Σε μας δηλαδή, που μια μέρα κάθε τέσσερα χρόνια δεν είμαστε ‘’ΚΟΙΝΟ’’. Τη μέρα εκείνη γινόμαστε αριθμοί, νούμερα. Τη μέρα εκείνη νιώθουμε τη δόλια οντότητά μας. Με το βάρος της ψήφου μας καλούμαστε να εκλέξουμε εμείς οι ίδιοι,-τι ειρωνεία!- εκείνους που θα μας απαγορεύουν την είσοδο σ’ αυτές τις πόρτες για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Την ώρα αυτή του δειλινού, οι αυλές των σκυθρωπών κτιρίων είναι άδειες σαν κενοτάφεια και οι πόρτες τους κλειστές σαν στοιχειωμένες.
Είναι απόγευμα κι ο ήλιος απ’ τη μεριά της Ακρόπολης ρίχνει λαμπερό το φως του πάνω στα λευκά μάρμαρα του Άγνωστου Στρατιώτη. Η αντανάκλαση των ακτίνων του σπαθίζει το διάχυτο φως που ξεχύνεται άφθονο από κάθε γωνιά του ουράνιου αττικού θόλου. Πλημμυρίζει τα ξαφνιασμένα βλέφαρά μου και φέρνει σαν απ’ το ασύλληπτο υπερπέραν μπροστά μου όλους μαζί τους αγωνιστές του Έθνους.
Τα θαμπωμένα μάτια μου δεν βλέπουν το πυκνό πλήθος των Αθηναίων που πηγαινοέρχεται ανήσυχο και βιαστικό, αγωνιζόμενο τη μάχη της επιβίωσης. Βλέπουν τις ατέλειωτες στρατιές εκείνων που αγωνίστηκαν και έπεσαν για τη λευτεριά και τη δόξα της Ελλάδας, να ξεπετιούνται απ’ το μαρμάρινο μνημείο, να παρελαύνουν μπροστά μου αυστηροί μέσα στο παιχνίδισμα του ήλιου και, λουσμένοι απ’ το φως της τιμής και της δόξας, να ξαναχάνονται και πάλι βιαστικοί μέσα στο μάρμαρό τους, κυνηγημένοι απ’ την προδοτική μπόχα των τελευταίων δεκαετιών, που ακόμα πλανιέται έντονη κι αποπνικτική σε τούτη την ατμόσφαιρα, απόηχος των έκτακτων στρατοδικείων, των εκτελεστικών αποσπασμάτων.
Καθηλωμένος στη θέση μου, ξανάκουσα τις φωνές των λιγοστών μεγάλων πατριωτών να ξαναηχούν για λίγο μέσα στην αίθουσα της Βουλής, ζεστές, ηχηρές κι ενθουσιώδεις σαν παιάνες οργής και σαλπίσματα νίκης και ν’ αντηχούν στο Πανελλήνιο σα βάλσαμο για το παρόν κι ελπίδα για το μέλλον.
Κρίμα όμως! Τι γρήγορα έσβησαν! Πόσο ξαφνικά τις άλλαξε τόνο και περιεχόμενο ο ξενοκίνητος υποβολέας, που άγρυπνος Κέρβερος καραδοκούσε δίπλα τους! Διαισθάνθηκα τις δολοπλόκες και συνωμοτικές ίντριγκες και τις σκευωρίες του Παλατιού και τις φαύλες και εθνοκτόνες επεμβάσεις των παλατιανών στη μοίρα της φυλής μας κι ένιωσα πώς και ως πιο βαθμό παίζονταν η τύχη, η αξιοπρέπεια, η λευτεριά κι αυτή η ίδια η ύπαρξη των Ελλήνων μέσα στις απρόσιτες απ’ το μάτι και το αυτί και ξεκομμένες απ’ το βλέμμα και τον κόσμο αίθουσες των Υπουργείων.
Θυμήθηκα πως πίσω από πόρτες σαν κι αυτές ξεκίνησε το υφάδι των συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου και Κεσιάνης – Αλεξανδρούπολης. Μέσα σε τέτοια άδυτα υφάνθηκαν τα σχέδια ‘’Προμυθεύς’’, Σφενδόνη’’ και ‘’Απόλλων’’. Και πίσω από τέτοιες απροσπέλαστες Συμπληγάδες Πέτρες, η Σκύλλα με τη Χάρυβδη αποφάσισαν, μέσα σε πυκνά πέπλα σκοταδιού και μυστικότητας, να μετατρέψουν σε συντρίμμια το αγέροχο καράβι της Οφιούσας, που με τις ωδές του Στασινού και τους ύμνους της Λαοδίκης αφρόλουζε την Αφροδίτη κι αρμένιζε αγέρωχο για αιώνες αιώνων στα ανατολικά νερά της Μεσοθάλασσας, διαφεντεύοντας τα υγρά τρίστρατα τριών Ηπείρων.
Ένιωσα για μια στιγμή τα βαριά θυρόφυλλά τους ανοιχτά. Και σα να είδα να μπαίνουν, όπως και παλιότερα οι σταυρωτές με τα καρφιά και τα βαριά σφυριά τους και να βγαίνουν οι νεκροθάφτες με τα τσαπιά και τα φτυάρια στα χέρια τους. Κι είδα, για άλλη μια φορά, το σταύρωμα τόσων αγώνων, το θάψιμο τόσων ελπίδων. Κι όλα αυτά τόσο κοντά στον ιερό τόπο, όπου ακούστηκαν παιάνες λευτεριάς κι όπου αντήχησε κάποιο Σεπτέμβρη σαν κι αυτόν βροντερή και καθάρια κι άδολη η φωνή του Μεγάλου Μακρυγιάννη ‘’Σύνταγμα’’,’’ Δικαιοσύνη’’, ‘’Ελευθερία’’.
Τα μάτια μου πύρωσαν. Η καρδιά μου σπάραξε και η σκέψη μου αναρωτήθηκε. Πώς άραγε αγνοήθηκαν οι φωνές τόσων ηρώων; Πώς δεν έφτασαν στα αυτιά των φρακοφορεμένων σκευορών οι κραυγές τόσων μαρτύρων και οι προσταγές τόσων προγόνων; Πώς σκεπάστηκαν οι βροντερές εντολές της Φυλής και της Πατρίδας απ’ την ξενόηχη φωνή του Σίσκο; Πώς τις κάλυψε η κενότητα της φιλοδοξίας μερικών; Πώς τις εξανέμισε η επιθυμία της εξουσίας ελαχίστων;
Το δράμα ενός λαού ορθώθηκε μπροστά μου θεριό φριχτό, άσπλαχνο, αποτρόπαιο. Σκοτωμοί, αίματα, ξεριζωμός, προσφυγιά, καταστροφή, όλεθρος, χήρες και ορφανά, θύματα και αγνοούμενοι, αδικοσκοτωμένοι και ήρωες από παντού μου φώναζαν: Φύγε, πήγαινε. Κι έφυγα. Έφυγα, να πάω να δω και να προσκυνήσω το σταυρό του μαρτυρίου. Ν’ ακούσω από κοντά τα βογκητά της ματωβαμένης γης. Να νιώσω το σπαραγμό της ξεριζωμένης καρδιάς της Κύπριας Αφροδίτης. Έφυγα για τον τόπο του δράματος και του χαλασμού. Για τη γη των ανομημάτων του Επιφανίου, του Ιωακείμ, του Χάρτιγκ, του Αττίλα. Έφυγα για το Νησί του Μαρτυρίου.







Εντυπώσεις από ένα ταξίδι στην Κύπρο

Σήμερα, Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 1985, μαζί με άλλη μια ομάδα Ελλήνων, πετάμε με αεροπλάνο των Κυπριακών Αερογραμμών για την Κύπρο. Το ταξίδι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα, γιατί θα επισκεφτώ για πρώτη φορά τη μαρτυρική Μεγαλόνησο. Κι έχω τόσα πολλά να δω σ’ αυτή!
Αφήνουμε το αεροδρόμιο των Αθηνών μετά τις δωδεκάμιση το μεσημέρι και τώρα, κοντά μία η ώρα, βρισκόμαστε πάνω απ’ το Λαύριο. Δεξιά μας απλώνεται το Σούνιο με ευδιάκριτες τις στήλες του Ολυμπίου Διός στον παράλιο λόφο του και μπροστά μας προβάλλει ψυχρή, άνυδρη και κατάξερη η Μακρόνησος. Απ’ τα αριστερά παράθυρα του αεροπλάνου ξεχωρίζει καθαρά ο χώρος των παλιών καταυλισμών του Βου  Τάγματος Σκαπανέων και κάτω απ΄το σκάφος φαίνονται οι θέσεις του Αου  και του Γου  Τάγματος. Δεξιότερα φαίνεται η τοποθεσία όπου ήταν οι φυλακές των αξιωματικών.
Με μιας έρχονται μαζεμένες στο νου μου οι τραγικές εκείνες μέρες της ‘’δόξας’’ της Μακρονήσου. Νομίζω πως βλέπω από δω ψηλά τις χιλιάδες των εξορίστων στρατιωτών να κουρνιάζουν στα ξεθωριασμένα αντίσκηνά τους ή να πηγαινοέρχονται βιαστικά στις πετροπλαγιές και στις ξεροχαράδρες του αφιλόξενου νησιού, φορτωμένοι στις ράχες τους χοντρές και μυτερές πέτρες. Δίπλα τους θαρρώ πως βλέπω να περιτρέχουν οι ροπαλοφόροι μπράβοι της διοίκησης, πραιτωριανοί του Μπαϊρακτάρη και του Στράτου και να βρίζουν χυδαιότατα ή να χτυπούν αλύπητα με τα συρματόσκοινα, τα στυλιάρια και τους υποκοπάνους των όπλων τους τους παλιούς αγωνιστές της ηρωικής Εθνικής Αντίστασης, προσπαθώντας να σπάσουν το ηθικό τους, να ξεριζώσουν τα ιδανικά τους και να πνίξουν το φιλελεύθερο φρόνημα των  μαχητών του βουνού και του κάμπου, της πόλης και του χωριού της πατρίδας μας. Των χιλιάδων πραγματικών παιδιών του λαού, που, τον καιρό της γερμανοφασιστικής κατοχής, έθεσαν αυθόρμητα τους εαυτούς τους στη διάθεση της πατρίδας και πρόταξαν άφοβα τα στήθη τους στη μανία και στη βαρβαρότητα του ξένου κατακτητή και των ντόπιων συνεργατών του.
Νομίζω πως ξαναβλέπω κοντά στις ακτές του Αου  Τάγματος τη γκρίζα πολεμική φρεγάτα να πηγαινοέρχεται αργά-αργά κι απ’ το κατάστρωμά της να πυροβολεί μανιασμένα πάνω στο σωρό των αδύναμων και άοπλων εξόριστων στρατιωτών. Στ’ αυτιά μου ξαναντηχούν δαιμονισμένα τα κροταλίσματα των δίδυμων πολυβόλων του πολεμικού, ανάμικτα με τις φωνές του διοικητή της Α2 του ΓΕΣ συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη, που απειλεί με το μεγάφωνο και βρίζει τους απροστάτευτους κι εκτεθημένους στα άσπλαχνα πυρά των όπλων του πολιορκημένους στην πλαγιά του νησιού στρατιώτες.
Ξανακούω τις ασταμάτητες οιμωγές των εκατοντάδων δύστυχων τραυματιών και τρυπούν τ’ αυτιά μου οι τελευταίοι ρόγχοι εκείνων που είχαν την καλή τύχη να δεχτούν στο κεφάλι ή κατάστηθα την καυτή σφαίρα των δολοφόνων ‘’συναδέλφων’’ τους.
Αντικρίζοντας τους χώρους των καταυλισμών του Γου  Τάγματος, νομίζω πως ξαναβλέπω το Σκαλούμπακα και τον αρχιμανδρίτη Στυλιανό (τον αργότερα ‘’άγιο Πρεβέζης’’) να τριγυρνούν βλοσυροί και οργισμένοι ανάμεσα στους καταυλισμούς με τα φθαρμένα απ’ το χρόνο κι αποπνικτικά απ’ την υγρασία αντίσκηνα, απειλούντες τους πάντες και τα πάντα ή να αυτοεπιδεικνύονται φωνασκώντας νευρικά στις ανυπόφορες και πατεινωτικές για τον άνθρωπο πολύωρες συγκεντρώσεις του τάγματος. Μαζί με το διοικητή και τον αρχιμανδρίτη συμπορεύονται πάντοτε σκοτεινές κι αναπόσπαστες οι σιλουέτες του Μπαρούχου, του Σφακιανού, του Δόγκα, του Χατζημανώλη. Όλη η κουστωδία των επώνυμων και ανώνυμων βασανιστών και σκοταδιστών, που κηλίδωσαν ανεξίτηλα ένα κομμάτι της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Μια κουστωδία σκοταδιστών που προσπάθησαν, με κάθε τρόπο και μ’ όλα τα βάρβαρα κι απάνθρωπα μέσα, να ξεριζώσουν κάθε τι το ωραίο κι ανθρώπινο απ’ τις ψυχές των εξόριστων αγωνιστών, πασχίζοντας να σβήσουν εκείνων το φως και να το αντικαταστήσουν με το δικό τους σκοτάδι.
Εκεί έβλεπε τότε κανείς να προσπαθούν η απανθρωπιά και η ανηθικότητα τιποτένιων όντων, να διδάξουν ανθρωπιά και ηθική σε ανθρώπους-γίγαντες ηθικής και βράχους ανθρωπιάς και ήθους. Σε ανθρώπους σαν το στρατηγό Σαράφη, τον τότε υφηγητή Κ. Δεσπόπουλο, τους χιλιάδες επιστήμονες, τους αναρίθμητους φοιτητές, τους τόσους και τόσους σπουδαγμένους επώνυμους και ανώνυμους αξιωματικούς και στρατιώτες, τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Σε ανθρώπους που, με τη φιλοπατρία τους, την αγωνιστηκότητά τους και τον ακέραιο χαρακτήρα τους, ανάθρεψαν μέσα στα σκοτεινά χρόνια της κατοχής και λάμπρυναν ένα απελευθερωτικό κίνημα, πρωτόγνωρο στην ιστορία του κόσμου και κίνησαν έναν αγώνα επιβίωσης κι αντίστασης του Έθνους, που τίμησε και θα τιμά αιώνια το γένος μας και τη φυλή μας.
Κι ενώ εγώ είμαι ακόμα στη Μακρόνησο του 1945 – 1950 το αεροπλάνο πετά και βρίσκεται ήδη πάνω απ’ τη Μύκονο και τη Νάξο. Τώρα, μπροστά μας διακρίνονται ξέγνοιστα απλωμένα στο γαλανό πέλαγος τα Δωδεκάνησα. Αριστερά μας και πολύ κοντά φαίνονται καθαρά οι τουρκικές ακτές και τα βουνά της Μ. Ασίας, τα χώματα που, με την ανοχή και υπόδειξη των μεγάλων μας συμμάχων, βάφηκαν με άφθονο ελληνικό αίμα τα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής και κάτω, μέσα στην καταγάλανη θάλασσα, απλώνεται η Ρόδος. Από δω ψηλά βλέπουμε γρήγορα τα βουνά της Κύπρου και μπροστά μας διαγράφονται ολοκάθαρες οι νοτιοδυτικές ακτές της. Οι πόλεις και τα χωριά κάτω, σπαρμένα εδώ κι εκεί κοντά στις ακρογιαλές ή πάνω στις πλαγιές των βουνών και των λόφων, λάμπουν μέσα στο πλούσιο φως του ήλιου, σαν σκόρπια διαμάντια κάποιου χαμένου περιδέριου. Περνάμε πάνω απ’ την Πάφο και τη Λεμεσό και σε λίγο αρχίζει το αεροπλάνο μας να χάνει ύψος και να κατεβαίνει διαρκώς. Το νιώθουμε έντονα στα τύμπανα των αυτιών μας. Όλοι μας πυκνοκαταπίνουμε.
Ξανοιγόμαστε λίγο δεξιά κι από κάτω μας απλώνεται η Μεσόγειος Θάλασσα, ενώ στο βάθος δεξιά μας βρίσκονται οι ακτές της Αιγύπτου, το Δέλτα του Νείλου και τα στενά του Σουέζ, τα οποία, δυστυχώς, δεν διακρίνονται. Έχουμε περάσει το ακροτήρι Κίτι κι αριστερά μας ξεπροβάλλει απλόχωρη και κάτασπρη η πόλη της Λάρνακας. Το αριστερό φτερό του αεροπλάνου μας όλο και πλησιάζει προς τη θάλασσα. Νομίζεις πως πάει να ακουμπήσει τα κύματα που διακρίνονται σαν αναρίθμητες πτυχές πάνω στη γαλάζια συρρικνωμένη επιφάνειά της. Ξαναεπανέρχεται στην οριζόντια ευθεία και σχεδόν αμέσως, με μια νέα ελαφριά στροφή προς τα αριστερά, ο πιλότος κατεβαίνει περισσότερο και παίρνει θέση για να μπει στο διεθνές αεροδρόμιο της πόλης, που τώρα όλο και πλησιάζουμε με μεγάλη γρηγοράδα.
Η προσγείωσή μας γίνεται πολύ ομαλά και σε λίγο πατάμε σε κυπριακό έδαφος και βρισκόμαστε μέσα στο κτίριο του αεροδρομίου. Εδώ όλοι μιλούν ελληνικά κι αυτό μας κάνει να νιώθουμε πολύ άνετα. Νομίζουμε πως βρισκόμαστε σε δικό μας τόπο. Και είμαστε πραγματικά σε τόπο ελληνικό. Τόπο που απόχτησε την ελληνικότητά του τότε που έγινε η Ελλάδα ελληνική.
Γρήγορα ξεμπλέξαμε απ’ τις λιγοστές διατυπώσεις του καθιερωμένου διεθνώς ελέγχου διαβατηρίων και φτάσαμε στην έξοδο του κτιρίου. Εδώ μας περιμένει αυτοκίνητο του ξενοδοχείου απ’ τη Λεμεσό, όπου θα μείνουμε κατά τη διάρκεια της εκδρομής μας.
Ο καιρός σήμερα στη Μεγαλόνησο είναι πολύ καλός. Ο ουρανός είναι καταγάλανος και καθαρότατος κι ο ήλιος λάμπει έντονα και στέλνει μ’ απλοχεριά και αφθονία τις ολόθερμες ακτίνες του παντού. Ζεστός αέρας χτυπά τα πρόσωπά μας καθώς βγαίνουμε απ’ το κτίριο του αεροδρομίου κι ερχόμαστε σε άμεση επαφή με την  κυπριακή ατμόσφαιρα. Κι ενώ βρισκόμαστε στα τέλη του Σεπτέμβρη νομίζουμε πως είμαστε στην  καρδιά του καλοκαιριού.
Το αυτοκίνητό μας, ένα μικρό λεωφορειάκι, αφήνει πίσω του τη Λάρνακα, μπαίνει στο μεγάλο αυτοκινητόδρομο και, σε μια περίπου ώρα, φτάνει στη Λεμεσό και σταματά μπροστά στο ξενοδοχείο ΄΄Πεύκος’’. Είναι ένα πενταόροφο κτίριο καινούργιο, καθαρό κι ευπαρουσίαστο, με πολλά μπαλκόνια και εξώστες γύρω-γύρω. Οι δυο πτέρυγές του σχηματίζουν ορθή γωνία, στο χώρο της οποίας απλώνεται η ολοκάθαρη πισίνα του με το χαρακτηριστικό γαλαζοπράσινο χρώμα της και τα όμορφα λευκά τραπεζάκια με τις κατάλευκες καρέκλες τους τοποθετημένα γραφικά γύρω-γύρω απ’ αυτή. Τρεις τεράστιες στρογγυλές ομπρέλες, που καταλήγουν σε πυραμιδοειδή κορυφή και που μοιάζουν με ψάθινα καπέλα των λάμα του Θιβέτ ή με οροφές παγόδας της Άπω Ανατολής, πλεγμένες επιδέξια από χοντρό σκοινί, είναι μόνιμα και στη σειρά τοποθετημένες σ’ ένα σιδερένιο κοντάρι η κάθε μια, μπροστά στο μπαρ της πισίνας και δεσπόζουν της περιοχής. Εδώ στο ‘’Πεύκος’’ θα περάσουμε τις υπόλοιπες έξι βραδιές της παραμονής μας στην Κύπρο.
Όλη η παρέα που ήρθαμε μαζί σ’ αυτό το ξενοδοχείο απ’ την Αθήνα είμαστε εννιά. Τέσσερα αντρόγυνα και μια κοπέλα. Η ώρα είναι κοντά πέντε. Τακτοποιόμαστε στα δωμάτιά μας και ξεκουραζόμαστε.
Στις 8 θα πάμε για φαγητό.


Τρίτη 24 . 9 . ‘85

     Κατά τις 8 και 30’ το πρωί φεύγουμε με λεωφορείο της εταιρίας “Paradise Tours” απ’ το ξενοδοχείο και πάμε για το μοναστήρι του Κύκκου και τον τάφο του Μακάριου του τρίτου.
Αφήνουμε πίσω μας τη Λεμεσό και το μεγάλο αυτοκινητόδρομο και σύντομα αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε στις πλαγιές του βουνού Τρόοδος, του οποίου το ύψος φτάνει τα 6403 πόδια (1952 μ.). Το έδαφος γύρω μας είναι ξερό, γεμάτο πέτρες και πολύ ασβεστώδες. Σε πολλές περιοχές είναι τελείως κάτασπρο. Την ξηρασία αυτή του εδάφους υπογραμμίζει περισσότερο και η λαμπεράδα του καυτού ήλιου, του οποίου οι αχτίνες αντανακλούν έντονες σε κάθε γυμνή περιοχή και προβάλλουν έτσι περισσότερο το ασβεστώδες και άγονο του εδάφους.
Παρά το επικλινές, όμως, το απότομο και το στείρο της γης, η περιοχή γύρω-γύρω είναι καλλιεργημένη. Στις πλαγιές των γυμνών και ξερών λόφων σκαρφαλώνουν βαθμιδωτά αμπελώνες και οπωρώνες, κήποι και σταροχώραφα. Αντικρίζοντας τη μορφολογία και την ποιότητα της περιοχής αυτής κι έχοντας υπόψη και την ποιότητα της γης της Ελλάδας, εντύπωση μας κάνει η εργατικότητα, η θέληση και η επιμονή των Κυπρίων αγροτών. Γκρεμίζουν βράχια κι ανοίγουν χωράφια. Οργώνουν απόκρημνες ανηφοριές και δημιουργούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Μετατοπίζουν πέτρες και φυτεύουν δέντρα. Φτιάνουν σκαλοπάτια στα βουνά και καταχτούν με το αλέτρι και την τσάπα τις κορυφές τους.
Περιεργαζόμενοι τα πέριξ κι αγναντεύοντας από τούτα τα ψηλώματα τη Λεμεσό και τις νότιες ακτές της Κύπρου, δεν καταλάβαμε πότε σκαρφαλώσαμε στο χωριό Πλάτρες. Εδώ και πάνω στο φρύδι ενός γραφικού και δασοφυτεμένου υψώματος σταματήσαμε για έναν καφέ.
Το χωριό αυτό, γνωστό κι απ’ τη δράση της ΕΟΚΑ και των μαχόμενων κατά των Άγγλων Κυπρίων, βρίσκεται σε υψόμετρο 3600 ποδιών (1097 μ.) κι είναι ονομαστό για τα φρούτα του και ιδίως τα κεράσια του. Επίσης είναι γνωστό κι απ’ την παλιότερη ιστορία του νησιού, γιατί εδώ στο κάστρο του, που βρίσκεται λίγο ψηλότερα στην κορυφή ενός δασωμένου λόφου, πέρασε το μήνα του μέλιτος ο Άγγλος βασιλιάς κι αρχηγός των σταυροφόρων της 3ης σταυροφορίας Ριχάρδος ο Α’ ο Λεοντόκαρδος, όταν, ύστερα απ’ τη νίκη του κατά του βασιλιά της Κύπρου Ισαάκιου, κυρίεψε τη Λεμεσό κι ετέλεσε στην εκκλησία της πόλης τους γάμους του με την αρραβωνιαστικιά του Βερεγγάρη, στις 12 Μαΐου 1191. Από δω ο Ριχάρδος έφυγε για τους Αγίους Τόπους, όπου, ύστερα από σύγρκουση με τον εμίρη της Άκρας Σαλαδίνο, συνέλαβε και κατέσφαξε 2700 Μωαμεθανούς αιχμαλώτους, πράγμα το οποίο και ξανάναψε τον πόλεμο μεταξύ Σταυροφόρων και Μωαμεθανών.
Στην όμορφη αυτή τοποθεσία, ανάμεσα στα καφενεδάκια και στ’ άλλα τουριστικά περίπτερα, ξεχωρίζει λίγο ψηλότερα, μπροστά στο δρόμο, το μονόροφο πετρόχτιστο γκριζόσκουρο κτίριο των γραφείων του Συμβουλίου Βελτίωσης του Τρόοδος. Εντύπωση κάνει σ’ όσους το πρόσεξαν η ύπαρξη των γραφείων αυτών μέσα στο χώρο της άμεσης δραστηριότητάς τους κι όχι σε κάποιο κτίριο στο κέντρο κάποιας απομακρυσμένης πόλης. Πρώτο σημάδι, ότι εδώ οι αρμόδιοι συνέλαβαν σωστά το νόημα και το σκοπό των υπηρεσιών που αφορούν την ύπαιθρο.
Ψηλά, στις κορυφές του Τρόοδος, ξεπροβάλλουν τα ορυχεία αμιάντου. Ο πράσινος αμίαντος της Κύπρου, γνωστότατος και ξακουστός από την αρχαιότητα, φημίζεται από τότε για την καθαρότητα και τις μακριές ίνες του. Δυο-τρία χωριά στους πρόποδες των ορυχείων ανάμεσα στις πτυχώσεις του βουνού στολίζουν με τα όμορφα σπίτια τους και τα καταπράσινα περιβόλια τους τον επιβλητικό και μεγαλοπρεπή γκρίζο όγκο αυτής της πλευράς του βουνού. Αποτελούν το πράσινο υποπόδιο της αυστηρής και έρημης βουνοκορφής, που ξεπροβάλλει σαν τεράστια κρύα μάζα παγωμένης γκρίζας λάβας κι αποτελεί το αλλόκοσμο επιστέγασμα ολόκληρου του ορεινού όγκου του βουνού.
Εδώ, στα χωριά αυτά και σε υψώμετρο 5000 ποδιών (1500 μ.), ζουν οι εργάτες των ορυχείων. Κατακόρυφα πάνω απ’ τα χωριά προβάλλει το σκουρόγκριζο ορυχείο του αμιάντου με τις εγκαταστάσεις του, τις στοές του και τους τεράστιους όγκους των ορυκτών αποβλήτων του, που το σύνολό τους, με την ομοιόχρωμη γύμνια του και τη βουβή μονοτονία του αλλά και την επιβλητική μεγαλοπρέπειά του, δίνει πράγματι μια αλλόκοτη εικόνα, μια όψη κάποιου φανταστικού σεληνιακού τοπίου.
Τα ορυχεία αυτά σήμερα βρίσκονται στα χέρια ξένων εταιριών. Νομίζω σουηδικών κατά το πλείστο.
Το λεωφορείο μας αγκομαχώντας συνεχίζει τα ζικ-ζακ του κι ανεβαίνει τοξοτά τις απότομες πλαγιές. Περνάει δεξιά απ’ το κάστρο του Ριχάρδου και της Βερεγγάρης, ξεπερνά το ύψος των ορυχείων, αφήνει τις βουβές εγκαταστάσεις πίσω του και τραβάει για την κορυφή του βουνού. Για τον Όλυμπο, όπως ονομάζεται η κορυφή του Τρόοδος και που έχει ύψος 6403 πόδια ή 1952 μέτρα. Εκεί πάνω βρίσκονται οι εγκαταστάσεις αγγλικών σταθμών ραντάρ, καθώς και οι κεραίες της κυπριακής και της αγγλικής τηλεόρασης.
Βρισκόμαστε στις κορυφές του κυπριακού Ολύμπου κι ο νους μου τρέχει βιαστικός πίσω στην ιστορία. Θυμάμαι τους 300 επαναστάτες της Πάφου, που, με αρχηγό τους τον αγωνιστή καπετάν-Πέτρο, ύψωσαν το 1821, όπως και οι αγωνιστές του Γεωργάκη Ολύμπιου και των άλλων οπλαρχηγών του ελληνικού Ολύμπου, την ελληνική σημαία σε τούτες τις κορυφές και κήρυξαν κι εκείνοι την επανάσταση κατά του τυράννου εδώ στη Μεγαλόνησο και αγωνίστηκαν για τη λευτεριά της φυλής. Κοντά στους πρώτους αυτούς επαναστάτες έτρεξαν κι άλλοι Κύπριοι πατριώτες κι έγιναν πολλοί, περίπου χίλιοι. Οπλίστηκαν και βάδισαν κατά της πρωτεύουσας. Σε μια μάχη, όμως, κοντά στον Άγιο Δομένικο με πολυάριθμους γενίτσαρους, νικήθηκαν και διαλύθηκαν.
Προχωρώντας στις δεξιές πλαγιές του βουνού κατεβαίνουμε σιγά-σιγά προς το χωριό Πέδουλας. Από δω ψηλά φαίνονται στο βάθος, πέρα μακριά δεξιά μας, τα τουρκοκρατούμενα μέρη της βόρειας Κύπρου. Η πεδιάδα της Μεσαορίας ή του Μεσαρκά, όπως την λένε οι Κύπριοι, τα βουνά του Πενταδάκτυλου και οι μακρινές περιοχές της σκλαβωμένης Κυρήνειας. Είναι η πρώτη επαφή του βλέμματός μας με τα υπόδουλα εδάφη της Μεγαλονήσου και με μιας ποικίλα αισθήματα κυριεύουν τις καρδιές μας. Η ατμόσφαιρα μέσα στην ελληνική γωνιά του λεωφορείου ηλεκτρίζεται και γίνεται έντονη. Οι καρδιές όλων των Ελλήνων, που είμαστε μέσα σ’ αυτό, χτυπούν πιο δυνατά και κάτι το βαρύ κι αβάσταχτο πιέζει τα στήθια μας. Άθελά μας ο λαιμός μας σφίγγεται από κάποιο αόρατο χέρι, το χέρι του μαρτυρίου και του δράματος των αδελφών μας. Η αναπνοή μας γίνεται βαριά και τα μάτια μας τα νιώθουμε να καίνε. Τα αδέρφια μας πέρα στο βάθος στενάζουν κάτω απ’ την τουρκική κατοχή κι εμείς από δω, ανήμποροι κι αδύναμοι, βλέπουμε μόνο βουβοί τα ρημαγμένα χωριά και τις καταστραμμένες πόλεις, χωρίς να μπορούμε να βοηθήσουμε σε τίποτα.
Το λεωφορείο προχωρεί ασταμάτητα κι ανεξάρτητα απ’ τις δικές μας συγκινήσεις, ενώ τα μάτια όλων μας είναι στραμμένα πέρα στα σκλαβωμένα εδάφη του νησιού, τα τυλιγμένα στη θολούρα του ορίζοντα και στον πόνο της συμφοράς. Όλες οι αισθήσεις μας τις στιγμές αυτές δουλεύουν έντονα, προσπαθώντας κάτι να διακρίνουν, κάτι να ξεχωρίσουν πέρα στο ξέμακρο του χώρου. Πασχίζουν να αφουγκραστούν κάποιο βόγκο, να νιώσουν κάποιο παλμό, να συλλάβουν κάποιο μήνυμα, που, σιωπηλά μεν αλλά αδιάκοπα, στέλνουν από μακριά οι εγκλωβισμένοι Έλληνες αδελφοί μας.
Ο θόρυβος της μηχανής του αυτοκινήτου, που αγκομαχά στις στροφές και στ’ ανεβοκατεβάσματα του δρόμου, περνά απαρατήρητος. Δεν φτάνει στ’ αυτιά μας. Δεν ακούγεται καθόλου. Ο χτύπος της καρδιάς μας κι ο παλμός της ψυχής μας σκεπάζει τα πάντα. Αυτός μας συνταράζει, αυτός μας κατέχει, αυτός μας κυβερνάει ετούτη τη στιγμή. Η ξεναγός με το μικρόφωνο στο χέρι προσθέτει κι άλλη συγκίνηση πάνω στην τόση που μας κατέχει. «Όλα αυτά τα χωριά», μας λέει, «που είναι δίπλα μας και τ’ άλλα που φαίνονται μακριά μας, αγωνίστηκαν σκληρά για την  απελευθέρωση της Κύπρου απ’ τους Άγγλους και τους Τούρκους και πρόσφεραν τα πάντα στον αγώνα για την ανεξαρτησία του νησιού. Πολλά απ’ αυτά έδωσαν πολλά θύματα στο βωμό της λευτεριάς κι είναι πολλές, πάρα πολλές, οι χαροκαμμένες μάνες, οι γυναίκες και οι αδελφές που περπατούν μαυροντυμένες αλλά περήφανες στους δρόμους τους . . .»
Τα λόγια της αυτά ξαναφέρνουν στη θύμησή μου περασμένα δικά μας και στο νου μου αντιβουΐζει αυθόρμητα και κατανυκτικά το ‘’Πέσατε θύματα αδέλφια εσείς. . .’’ σαν απότιση ελάχιστου φόρου τιμής σ’ εκείνους που χάθηκαν στους σκληρούς και άνισους αγώνες του μαρτυρικού νησιού και της προδομένης γενιάς μας. Φοβάμαι πως δε θα αντέξω στη συγκίνηση που φουντώνει μέσα μου και προσπαθώ να στρέψω αλλού τις σκέψεις μου. Ξαναγυρίζω μέσα στο λεωφορείο.
Τώρα, καθώς γυροφέρνουμε, σε μια απότομη λαγκαδιά ξεπροβάλλει κάτω δεξιά μας κι απλώνεται στην απότομη αλλά δασοσκέπαστη πλαγιά το χωριό Πέδουλας.
Το χωριό αυτό πρωτοθεμελιώθηκε εδώ, σε υψόμετρο 1650 μέτρων, από έναν Κύπριο τσαγκάρη, που έφτιαχνε σαντάλια ή όπως λέγονται αλλιώς πέδιλα. Αυτός πρωτοήρθε και κατοίκησε σ’ αυτήν την ερημιά κι εδώ έστησε το μικροεργαστήρι του και άσκησε το απλό αλλά τίμιο επάγγελμά του. Οι γύρω κάτοικοι ονόμαζαν τον τσαγκάρη πεδιλάν ή κατά το κυπριακό πεδουλά. Έτσι, το χωριό πήρε το όνομα Πέδουλας.
Λίγο πιο έξω απ’ το χωριό, πάνω σ’ ένα ύψωμα δεξιά του δρόμου, είναι χτισμένο ένα μικρό στρογγυλωπό κι άσπρο εκκλησάκι μ’ ένα μικρό τρούλο στην κορυφή του. Δίπλα στο εκκλησάκι υψώνεται ένας πανύψηλος κάτασπρος σταυρός. Το πάνω άκρο του είναι γυάλινο με εμφανείς κόκκινους σταυρούς ζωγραφισμένους στα τζάμια των τεσσάρων πλευρών του, με φως εσωτερικά. Ο πελώριος αυτός σταυρός, κάτασπρος όπως είναι, φαίνεται τη μέρα πέρα απ’ τα τουρκοκρατούμενα μέρη. Είναι, όμως, ορατός και τη νύχτα, σαν ανάβει το φως στη γυάλινη κορυφή του.
Το σταυρό αυτό ανήγειρε ένας ξενητεμένος Ελληνοκύπριος στην Αυστραλία (κατ’ άλλους στην Αμερική), που κατάγεται απ’ τον Πέδουλα, για να κρατάει σε αδιάκοπη επαφή τους σκλαβωμένους με τους ελεύθερους Κυπρίους. Στέκει, λοιπόν, εκεί το ιερό σύμβολο σα σημάδι άρρηκτης ενότητας, ζωντανής συναδέλφωσης, αστείρευτης ελπίδας και αδιάκοπης συνεχούς πάλης για λευτεριά, ανεξαρτησία και ακεραιότητα του νησιού. Με σεβασμό, με δέος αλλά και με περηφάνια κι ευγνωμοσύνη για τον καλό μετανάστη, αντικρίζει ο κάθε περαστικός το κατάλευκο αυτό σύμβολο, έμπρακτη εκδήλωση των πιο αγνών, των πιο ευγενών αλλά και των πιο δυνατών και εύγλωττων αισθημάτων του εκπατρισμένου παιδιού του Πέδουλα.
Πλησιάζουμε το εκκλησάκι και περνάμε κοντά απ’ αυτό. Σε μια μεγάλη πινακίδα είναι γραμμένο ‘’εν τούτω Νίκα’’. Τα μάτια μας ατενίζουν με ζεστασιά το κατάλευκο σύμβολο, ενώ οι σκέψεις μας παλινδρομούν βιαστικά ανάμεσα στα δυο κομμάτια της Κύπρου κι αναζητώντας τον άγνωστο για μας μετανάστη, δένονται σφιχτά με το σταυρό, δίνοντας έτσι μια υπόσχεση αγωνιστικότητας και συμπαράστασης στον τίμιο και δίκαιο αγώνα των ελεύθερων και των σκλάβων Κυπρίων. Τούτη τη στιγμή, φέρνοντας στο νου μας ολόκληρο το δράμα της Κύπρου, τα χείλη μας ψιθυρίζουν και η καρδιά μας βροντοφωνάζει. «Δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι.»
Το αυτοκίνητό μας, αδιάφορο απ’ τους συμβολισμούς κι ανεπηρέαστο απ’ τα δικά μας αισθήματα, προσπερνά τον τεράστιο σταυρό και συνεχίζει την πορεία του, γυροφέρνοντας σε δασωμένες πλαγιές ή ολόγυμνα φαράγγια, τραβώντας για το μοναστήρι του Κύκκου.
Σε λίγο περνάμε μια τσιμεντένια γέφυρα, απλής μεν κατασκευής, μεγάλης όμως σημασίας. Τις μέρες της τουρκικής εισβολής (1974) στο μοναστήρι του Κύκκου βρίσκονταν φιλοκυβερνητικές δυνάμεις. Δηλαδή μακαριακός στρατός. Οι πραξικοπηματίες αντιμακαριακοί, οι άνθρωποι του Σαμψών και της ελληνικής χούντας, που με τη στάση τους και τις ενέργειές τους έφεραν τόσες και τόσες συμφορές στο νησί, στις προσπάθειές τους να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση των μακαριακών και να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, αντί, στις ώρες της κρίσης, να χτυπήσουν τον Τούρκο εισβολέα, στράφηκαν κατά των κυβερνητικών δυνάμεων και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τις καθηλώσουν, για να κάνουν έτσι ευκολότερο το έργο του καταχτητή. Έτσι, αφού κατέλαβαν το χωριό Πέδουλα, βάδισαν προς το μοναστήρι του Κύκκου. Οι μακαριακοί, όμως. που βρίσκονταν εκεί πρόλαβαν και ανατίναξαν τη γέφυρα αυτή κι έτσι ανέκοψαν την πορεία των πραξικοπηματιών.
Αφήσαμε πίσω μας τη νεόκτιστη γέφυρα, περάσαμε μια-δυο ακόμα στροφές και τώρα φαίνεται καθαρά μπροστά μας το ξακουστό μοναστήρι, σκαρφαλωμένο πάνω σε μια πλαγιά και πιο ψηλά ακόμα διακρίνεται πότε-πότε το εκκλησάκι της Παναγιάς και ο τάφος του Μακάριου. Το αυτοκίνητό μας γρήγορα διανύει τον ασφαλτόδρομο, που σαν φίδι σκαρφαλώνει στην πλαγιά και σταματά σ’ ένα πλατύ άνοιγμα μπροστά στο επιβλητικό κεντρικό κτίριο του μοναστηριού.
Το μοναστήρι του Κύκκου αποτελείται από πολλά κτίρια κι είναι ίσως το πλουσιότερο μοναστήρι της Κύπρου. Έχει πολλές ιδιόκτητες εκτάσεις καλλιεργήσιμης και δασώσους γης. Επίσης, έχει βοσκότοπους, οικόπεδα και άλλες εκτάσεις σε αστικές περιοχές. Λένε πως έχει μετοχές σε επιχειρήσεις, εργοστάσια κλπ..
Το μοναστήρι του Κύκκου είναι γνωστό απ’ τον 11ο αιώνα. Πιστεύεται πως το έτος 1081 ένας ερημίτης μοναχός, ο Ησαΐας, ήρθε σε τούτα τα μέρη κι έχτισε εδώ ένα μικρό εκκλησάκι και μόναζε σ’ αυτό. Ο ερημίτης αυτός είχε γίνει γνωστός στην περιοχή, γιατί, με προσευχές και βότανα, κατόρθωνε να θεραπεύει, όπως λένε, τους ασθενείς. Κάποτε αρρώστησε βαριά ο διοικητής της περιοχής Ουτομίδης και κανένας γιατρός δεν μπορούσε να τον κάνει καλά. Τότε θυμήθηκαν τον Ησαΐα, τον οποίο και κάλεσαν να κατέβει στην πόλη και να θεραπεύσει τον ασθενή. Πράγματι ο Ησαΐας επισκέφτηκε τον κυβερνήτη και τον θεράπευσε.΄Ετσι, το όνομά του έγινε γνωστό και το κύρος του ενισχύθηκε πάρα πολύ. Λίγο αργότερα αρρώστησε βαριά η όμορφη κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου του Γ’ και, επειδή οι γιατροί της αυλής του δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν, κάλεσαν τον Ησαΐα απ’ την Κύπρο να πάει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ησαΐας επισκέφτηκε τον αυτοκράτορα και θεράπευσε την κόρη του. Ο Αλέξιος, για να δείξει τη μεγάλη του ευγνωμοσύνη προς το μοναχό, προσφέρθηκε να του δώσει ό,τι του ζητήσει, σαν ανταμοιβή για το καλό που του έκανε.
Ο Ησαΐας γνώριζε ότι στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας, την οποία είχε ζωγραφίσει ο Απόστολος Λουκάς κι αυτή την εικόνα ζήτησε σαν ανταμοιβή του απ’ τον αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ταράχτηκε σαν άκουσε την απαίτηση του καλόγερου, γιατί αυτήν ιδιαίτερα την εικόνα την κρατούσε για τον εαυτό του και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να την αποχωριστεί. Είχε δώσει, όμως, το λόγο του στον Ησαΐα και δεν μπορούσε να τον πάρει πίσω. Γι’ αυτό και τελικά δέχτηκε να ικανοποιήσει την αξίωση του μοναχού. Άρχισε, όμως, να περνά διάφορες σκέψεις απ’ το μυαλό του, ψάχνοντας επίμονα να βρει τρόπο να ξεγελάσει τον Ησαΐα και να του δώσει κάποια άλλη εικόνα. Σκέφτηκε να καλέσει κρυφά διάφορους αγιογράφους και να τους βάλει να κάμουν μυστικά πολλά αντίγραφα της φημισμένης εικόνας του Αγίου Λουκά, ώστε να μπερδέψει τον Ησαΐα και να του δώσει, αντί του πρωτότυπου, κάποιο απ’ τα πολλά αντίγραφα. Έτσι και έκανε.
Την παραμονή, όμως, της παράδοσης της εικόνας ο Ησαΐας είδε στον ύπνο του την Παναγία κι αυτή του είπε, σε ποια ακριβώς θέση ανάμεσα στα αντίγραφα θα βρίσκεται η αυθεντική. Έτσι, όταν το άλλο πρωί ο Αλέξιος τον πήγε στο βασιλικό εικονοστάσι και του είπε να διαλέξει όποια εικόνα θέλει, ο Ησαΐας, χωρίς καμιά δυσκολία, πήρε την ιστορική, τη ζωγραφισμένη απ’ τα χέρια του Αγίου Λουκά.
Ο αυτοκράτορας λυπήθηκε πάρα πολύ, που έχανε την ονομαστή κι αγαπημένη του εικόνα, γι’ αυτό, πριν την παραδώσει στον Ησαΐα, διέταξε να καλύψουν μόνιμα την όψη της με χρυσό και βαρύ μεταξωτό ύφασμα, λέγοντας, πως, ‘’αφού εγώ δε θα ξαναδώ τη μορφή της, να μην την δει και κανείς άλλος ποτέ’’. Έτσι κι έγινε. Γι’ αυτό και η εικόνα αυτή σήμερα βρίσκεται μέσα στην εκκλησία του μοναστηριού, καλυμμένη μόνιμα απ’ τη μέση και πάνω. Δίπλα της, όμως, υπάρχει αντίγραφο, το οποίο μπορεί να δει και να θαυμάσει ο επισκέπτης.
Μαζί με την εικόνα ο Ησαΐας έφερε στην Κύπρο και πολλά χρήματα κι έχτισε ένα μεγάλο μοναστήρι. Σήμερα το μοναστήρι αυτό, ύστερα απ’ τις διάφορες προσθήκες και επεκτάσεις που έγιναν κατά καιρούς, θεωρείται το μεγαλύτερο και πλουσιότερο της Κύπρου.
Η εκκλησία του μοναστηριού είναι βασιλική, με τρεις αψίδες και το χρυσοποίκιλτο και λεπτοσκαλισμένο ξύλινο τέμπλο της αποτελείται από δυο τμήματα. Το ένα έγινε τον 16ο αιώνα και το άλλο τον 18ο. Και τα δυο χαρακτηρίζονται απ’ τη λεπτή και σπάνια τέχνη τους. Απ’ την οροφή του ναού κρέμονται τρεις μεγάλοι πολυέλαιοι. Οι δυο πρώτοι προέρχονται απ’ τη Ρωσία και ο τρίτος απ’ την Ελλάδα.
Απ’ αυτό το μοναστήρι προέρχονταν κι ο εθνάρχης της Κύπρου Μακάριος ο 3ος κι εδώ ζήτησε να θαφτεί όταν πεθάνει. Η επιθυμία του εκτελέστηκε, όταν απεδήμησε εις Κύριον, το 1977. Ο τάφος του βρίσκεται ψηλότερα, στην κορυφή του λόφου. Από δω κοντά περνάει κι ο δρόμος που οδηγεί στο χωριό του ιεράρχη, την Άνω Παναγιά της Πάφου.
Αφού επισκεφτήκαμε τους διάφορους χώρους του μοναστηριού, το ναό και τις ολοκάθαρες πλακόστρωτες αυλές του, ξεκινήσαμε για τον τάφο του Μακάριου. Το αυτοκίνητο ανεβαίνει ακόμα μερικά ζικ-ζακ πάνω στην πλαγιά του βουνού και σταματάει στους πρόποδες ενός λόφου. Από κει συνεχίζουμε το ανέβασμα με τα πόδια. Ο δρόμος είναι καλός, αρκετά φαρδύς και στρωμένος με πετρόπλακες. Ανεβαίνει κυκλικά αγκαλιάζοντας το λόφο, ώσπου αναρριχιέται στην κορυφή του και καταλήγει σε μια πλακόστρωτη πλατειούλα, περιζωμένη από χαμηλά πέτρινα τοιχάκια, στο βάθος της οποίας βρίσκεται ο τάφος του εθνάρχη. Ένας τάφος απλός και ταυτόχρονα επιβλητικός. Το δόμα του είναι λιτό και απλόγραμμο, πετρόχτιστο κι αποτελείται από ένα σταυρωτό σύμπλεγμα δύο αψίδων. Όλη η δομή των αψίδων, πλαγινά και οροφές, είναι χτισμένα σε στυλ ξερολιθιάς, χωρίς λάσπη ή άλλο συνδετικό υλικό, με ομοιόσχημα και ισομεγέθη σχεδόν σκύρα. Με την ίδια πέτρα είναι στρωμένο και το δάπεδο. Το τόξο της μπροστινής αψίδας είναι τελείως ανοιχτό κι αποτελεί την είσοδο του μαυσωλείου. Τα ανοίγματα των δύο πλαγινών είναι κλειστά, χτισμένα με πέτρα, ενώ η πισινή -η προς ανατολάς- αφήνει ένα ανοιχτό τόξο στο πάνω μέρος της, για να μπαίνει περισσότερο φως μέσα στο οικοδόμημα. Ακριβώς κάτω απ’ το θόλο των δύο στραυρωτών αψίδων βρίσκεται υπερυψωμένος λίγο απ’ το έδαφος ο τάφος του Μακάριου. Είναι κι αυτός λιθόχτιστος με την ίδια γκριζοπράσινη πέτρα και σκεπασμένος με χοντρή πλάκα από σκούρο καφέ ιταλικό μάρμαρο. Πάνω στην καλογυαλισμένη μαρμαρόπλακα είναι σκαλισμένες με μεγάλα γράμματα λίγες φράσεις από ένα λόγο του μεγάλου νεκρού προς τον κυπριακό λαό.

ΕΛΛΗΝΙΚΕ ΚΥΠΡΙΑΚΕ ΛΑΕ
            ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΑΙ
            ΘΕΛΩ ΝΑ ΗΞΕΥΡΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ
            ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ
            Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Η ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ
            ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ
            ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΕΙΜΑΙ

Δυο στρατιώτες, ακίνητοι και με τα αυτόματα σε στάση ‘’παρουσιάσατε’’, φρουρούν αδιάκοπα ‘’τιμής ένεκεν’’ τον τάφο του εθνάρχη τους.
Ο επισκέπτης, που λίγο-πολύ γνωρίζει την ιστορία του μαρτυρικού νησιού και που έζησε και παρακολούθησε τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων, μπαίνοντας μέσα στο μαυσωλείο αυτό, νιώθει να ηχούν ανάμεσα στα τόξα των νεόδμητων αψίδων οι ιαχές του πολέμου, οι ζητωκραυγές των εγωνιστών, οι οιμωγές των αδικοσκοτωμένων γυναικόπαιδων, τα σαλπίσματα των εθνομαρτύρων και οι θρήνοι των χιλιάδων ξεριζωμένων και να αντιβουίζουν μέσα στους πέτρινους θόλους τα ζωογόνα λόγια του μεγάλου νεκρού.

            Ελληνικέ κυπριακέ λαέ
            η φωνή που ακούεις σου είναι γνώριμη.
            Δεν απόθανα, όπως ήθελαν οι εχθροί μας
            αλλά ζω. Είμαι ο Μακάριος.
            Είμαι ζωντανός. Είμαι μαζί σου.

Τα λόγια αυτά δεν έρχονται πια απ’την κατεύθυνση της Πάφου. Έρχονται απ’ όλες τις κατευθύνσεις του κυπριακού ορίζοντα, διασταυρώνονται εδώ κι αντανακλούνται και αντιβουίζουν σ’ όλα τα σημεία του μαρτυρικού νησιού.
Και πραγματικά, εδώ μέσα, μπροστά στον τάφο του μεγάλου αγωνιστή, νιώθεις το Μακάριο ζωντανό. Και με μια τέτοια πεποίθηση προσκυνάς με ευλάβεια όχι τον τάφο του μεγάλου νεκρού αλλά τον αθάνατο ιεράρχη, τον πάντοτε αγωνιζόμενο στην πρώτη γραμμή του Έθνους.
Συγκινημένοι αλλά και γεμάτοι ικανοποίηση, που μας δόθηκε η ευκαιρία να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ μπροστά στο κοιμητήρι ενός τέτοιου αγωνιστή, ρίχνουμε μια ακόμη ματιά γεμάτη θαυμασμό και περηφάνια στη φωτογραφία του ιεράρχη, που είναι τοποθετημένη μπροστά στον τάφο του και, αγκαλιάζοντας βιαστικά με το βλέμμα μας για στερνή φορά το γκριζοπράσινο μαυσωλείο, φεύγουμε, συνεχίζοντας για λίγο ακόμα το πέτρινο μονοπάτι που οδηγεί ψηλότερα στην κορυφή του λόφου, όπου βρίσκεται το μικρό, πάνω σε ανοιχτές κολόνες στεγασμένο, παρεκκλήσι με τη μόνιμα τοποθετημένη στη μέση εικόνα της Παναγίας. Το σημείο αυτό δεσπόζει της περιοχής και, επιστεγάζοντας τον τάφο του Μακάριου, στέκεται επιβλητικό κι αγέροχο, ακοίμητος φρουρός πάνω απ’ όλες τις κοντινές βουνοκορφές. Κάτω, χαμηλότερα, απλώνεται το σύμπλεγμα των κτιρίων του μοναστηριού του Κύκκου, των οποίων τα κατακόκκινα κεραμίδια αστράφτουν ολοκάθαρα στον ήλιο.
Ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι, γυρίζουμε στο λεωφορείο και σε λίγο ξαναπαίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Κατηφορίζοντας ανάμεσα στις δασωμένες πλαγιές του βουνού, ξαναπερνάμε το ιστορικό γεφύρι, που ανατινάχτηκε στα γεγονότα του 1974, προσπερνάμε το μεγάλο κατάλευκο σταυρό και φτάνουμε στο κατηφορικό χωριό Πέδουλας. Εδώ σταματάμε για φαγητό. Κάνουμε άλλη μια στάση στο χωριό Κάτω Πλάτρες για καφέ και κατά τις 5 το απόγευμα είμαστε και πάλι στη Λεμεσό στο ξενοδοχείο μας.


Τετάρτη 25 . 9 .’85

Το πρωί στις 8, μαζί μ’ ένα άλλο φιλικό αντρόγυνο, το Γιώργο και τη Νίνα απ’ τον Πειραιά, που ήρθαμε μαζί απ’ την Αθήνα, ξεκινάμε με ταξί για το μοναστήρι του Μαχαιρά.
Ο καιρός και σήμερα είναι καλός κι ο ήλιος λάμπει απ’ το πρωί.
Ο ταξιτζής μας, ένας βέρος Κύπριος μέτριου αναστήματος, λεπτός και με λεπτό μουστακάκι, φαίνεται καλός και σοβαρός άνθρωπος. Πρέπει να είναι γύρω στα 45. Το χρώμα του και η προφορά του μαρτυρούν εύγλωττα την καταγωγή του. Είναι ευδιάθετος, ίσως γιατί δεν του κόψαμε όσα περίμενε στην τιμή που μας ζήτησε και είναι επιδέξιος στο τιμόνι κι ομιλητικός.
Αφήνουμε πίσω μας τη Λεμεσό, αφού πρώτα περάσαμε δίπλα απ’ το ζωολογικό κήπο και το κάστρο που υψώνεται σχεδόν στο κέντρο της πόλης και ανάγεται στον 12ο αιώνα και, μπαίνοντας στον καινούργιο αυτοκινητόδρομο Λεμεσού – Λευκωσίας, προχωρούμε ανατολικά. Ύστερα από 30 περίπου χιλιόμετρα φτάνουμε στον αρχαίο οικισμό της Χοιροκοιτιάς. Αριστερά μας διακρίνονται σε μια πλαγιά ογκόλιθοι και ερείπια του αρχαιότερου οικισμού που βρέθηκε στην Κύπρο. Ο οικισμός αυτός ανάγεται στη νεολιθική εποχή και χρονολογείται από το 6000 π.Χ.. Μικροομάδες περιηγητών πηγαινοέρχονται στην πλαγιά και περιεργάζονται τους ογκόλιθους και τα λιγοστά απομεινάρια των πανάρχαιων σπιτιών.
Πιο κάτω δεξιά μας φαίνεται το χωριό Κοφινού, γνωστό απ’ τους πρόσφατους αγώνες των Κυπρίων. Στο χωριό αυτό και στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι επιτέθηκε ο Γρίβας το Νοέμβριο του 1967 και ξεκαθάρισε τους θύλακες που είχαν σχηματίσει εκεί ένοπλες δυνάμεις Τουρκοκυπρίων. Η επιχείρηση αυτή είχε φέρει σε ρήξη τότε το Μακάριο με τον κυβερνήτη των δικτατόρων στην Αθήνα, καθώς και ρήξη μεταξύ του δικτάτορα Παπαδόπουλου και του ‘’πρωθυπουργού’’ Κόλλια. Επίσης επιδείνωσε τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Σήμερα, στην Κοφινού δεν υπάρχουν καθόλου Τούρκοι. Όλοι τραβήχτηκαν στο βόρειο τμήμα του νησιού. Ο πληθυσμός είναι αμιγής ελληνικός και το χωριό έχει μεγαλώσει με την προσθήκη νέων οικισμών για τους πρόσφυγες, που ήρθαν απ’ τις τουρκοκρατούμενες περιοχές μετά το 1974.
Στο βάθος μπροστά μας και λίγο δεξιά ξεχωρίζει στον ορίζοντα, πάνω σ’ έναν απότομα και σχεδόν κατακόρυφα υπερυψωμένο λόφο το μοναστήρι του Σταυροβουνίου. Εκεί πάνω έχτισε μοναστήρι η Αγία Ελένη, όταν πέρασε απ’ την Κύπρο το 327, φέρνοντας μαζί της τον Τίμιο Σταυρό που βρήκε στους Αγίους Τόπους. Στο μοναστήρι αυτό λέγεται πως φυλάγεται τίμιο ξύλο. Πρόκειται για το κομμάτι του ξύλου που ήταν καρφωμένο στο μέρος του σταυρού όπου πατούσαν τα πόδια του Κυρίου. Το υποπόδιο, όπως το ονομάζουν.
Την αρχαία εποχή, εκεί πάνω στην κορυφή του Σταυροβουνίου υπήρχε ναός του Δία κι από παλιά το ύψωμα αυτό θεωρείται θρησκευτικό κέντρο. Σήμερα το μοναστήρι είναι μόνο για καλόγερους κι είναι ανοιχτό στο κοινό (άνδρες και γυναίκες) μόνο τις Κυριακές. Για τους άνδρες, όμως, είναι ανοιχτό κάθε μέρα. Είναι πλούσιο μοναστήρι με πολλά κτήματα και φημίζεται για το καλό του μέλι.
Πιο κάτω αριστερά μας, όχι πολύ μακριά απ’ το δρόμο, προβάλλει, σωστό ημισφαίριο, ο δορυφορικός σταθμός, ο οποίος εξυπηρετεί την τηλεόραση. Επίσης, μακριά στο βάθος φαίνονται τα βουνά του Πεταλά, τα οποία σήμερα είναι τουρκοκρατούμενα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το ύψωμα του Λύμπικα, πάνω στο οποίο βρίσκεται το πιο προχωρημένο προς νότο φυλάκιο των Τούρκων. Οι εισβολείς έχουν διεισδύσει εδώ βαθιά μέσα στο ελληνικό τμήμα και ελέγχουν από κει ψηλά το δρόμο Λευκωσίας – Λάρνακας.
Προχωρούμε ανάμεσα σε λόφους και κοιλάδες, χωριά και λαγκαδιές και φτάνουμε στο χωριό Λυθρόδοντας. Το χωριό αυτό βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ορεινού όγκου, όπου η μονή του Μαχαιρά. Είναι το πιο κοντινό σ’ αυτή χωριό και υπήρξε ένας απ’ τους βασικούς τροφοδότες των Κυπρίων αγωνιστών στην περιοχή την εποχή της ΕΟΚΑ και των αγώνων των Κυπρίων κατά των Άγγλων.
Παράλληλα με τους σύγχρονους αγώνες της ΕΟΚΑ έρχονται στο νου μου και οι αγώνες του Μαχαιριώτη καλόγερου Ιωαννίκιου κατά των Τούρκων δυναστών της πατρίδας του. Κι αυτός επαναστάτησε το 1832 κατά του τυράννου και με λιγοστούς συντρόφους του κήρυξε τον πόλεμο κατά των Τούρκων. Νικήθηκε, όμως, απ’ τις πολυάριθμες δυνάμεις των εχθρών και πιάστηκε ζωντανός μ’ άλλους δώδεκα συμπολεμιστές του. Και οι δεκατρείς αιχμάλωτοι βρήκαν οικτρό θάνατο και θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Άλλοι σουβλίστηκαν ζωντανοί κι άλλοι κρεμάστηκαν στη Λευκωσία.
Ύστερα από στροφές και σκαρφαλώματα, ανάμεσα σε ξεροβράχια και δασωμένες βουνοπλαγιές, φτάνουμε στο ξακουστό μοναστήρι, στο κρησφύγετο του ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου και σταματάμε μπροστά στην είσοδό του.
Το μοναστήρι βρίσκεται σε υψόμετρο 2800 ποδιών (853 μ.), ενώ η κορυφή Κιόνια του βουνού του Μαχαιρά φτάνει τα 4660 πόδια (1420 μ.). Ήρθαμε απ’ την πάνω μεριά της πλαγιάς γι’ αυτό και η είσοδος του μοναστηριού μας φαίνεται χαμηλή και τα κτίρια μικρά. Όλα τα κτίρια του μοναστηριού εκτείνονται οριζόντια κατά μήκος της κοιλάδας και το πραγματικό τους ύψος φαίνεται ολόκληρο απ’ την άλλη μεριά, απ’ τους πρόποδες της πλαγιάς.
Με κάποιο δέος δρασκελίζουμε την πόρτα του μοναστηριού, αυτή που τόσες και τόσες φορές δρασκέλισε ο ήρωας του κυπριακού λαού Γρηγόρης Αυξεντίου και βρισκόμαστε μέσα στο ανοιχτό και πλακόστρωτο προαύλιο του κτιρίου.
Επισκεπτόμαστε την εκκλησία του μοναστηριού με τις τοιχογραφίες της και τα ιστορικά της κειμήλια. Η εκκλησία αυτή χτίστηκε απ’ το 1893 ως το 1900 και το μέγιστο ύψος της είναι 15,27 μ.. Το εικονοστάσι της, ξυλόγλυπτο και λεπτοδουλεμένο, φιλοτέχνησε ο Κύπριος καλλιτέχνης Γεώργιος Κυριακού το 1921. Το καλλιτέχνημα αυτό, εκτός απ’ την αρχαία εικόνα της Παναγίας, για την οποία θα δούμε παρακάτω, κοσμούν κι άλλες πολλές και παλιές εικόνες, όπως η εικόνα των Αγίων Πάντων, που έγινε το 1760, του Αγίου Ιωάννη, που έγινε το 1851, της θεομήτορος, το 1847, του Χριστού, το 1848, του Προδρόμου, το 1848, του Προφήτη Ηλία, το 1849 κλπ. κλπ..
Ένα άλλο πολύτιμο αντικείμενο που κοσμεί τη μονή του Μαχαιρά είναι ο χρυσοκέντητος Επιτάφιος, που χρονολογείται απ’ το 1792.
Ένας καλόγερος μας διηγήθηκε λίγα απ’ την ιστορία της μονής.
Την εποχή των εικονομαχιών, κάποιος ανώνυμος ασκητής, πιστός στη λατρεία των εικόνων, για να αποφύγει τη μανία των εικονομάχων, έφυγε κρυφά το 750 απ’ τα παράλια της Μ. Ασίας κι ήρθε στις βόρειες  ακτές της Κύπρου, φέρνοντας μαζί του και μια εικόνα της Παναγίας. Γύρισε σε πολλά μέρη του νησιού αλλά, γοητευμένος απ’ την όμορφη θέα, την πρασινάδα και την ησυχία των βουνών του Μαχαιρά, αποφάσισε να μείνει στις κορυφές τους και να συνεχίσει εδώ τον ασκητικό βίο του. Έτσι, εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπήλαιο κι εκεί εγκαινίασε το πρώτο εκκλησάκι για την εικόνα του. Το έτος 1145 ένας άλλος ασκητής, ο Νεόφυτος, που ασκήτευε στις ερημιές της Παλαιστίνης, κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, για να αποφύγει τις επιδρομές και τους διωγμούς των Αγαρινών, άφησε τους τόπους εκείνους κι ήρθε με το μαθητή του Ιγνάτιο στην Κύπρο. Αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Κυρήνειας και για λίγο έμειναν στο μοναστήρι του Χρυσοστόμου, πάνω στα βουνά του Πενταδάκτυλου. Αργότερα, οδηγούμενοι από φωτεινό άστρο, όπως λέει η παράδοση, ήρθαν στα βουνά του Μαχαιρά και, πάντοτε με τη βοήθεια του άστρου, βρήκαν το σπήλαιο με την  εικόνα της Παναγίας, η οποία, παρ’ ότι σκεπασμένη από πυκνά κλαδιά και περιπλεγμένα βάτα, έλαμπε μέσα σ’ αυτό. Έβγαλαν τα κλαδευτήρια τους για να κόψουν τα βάτα αλλά ακούστηκε απόκοσμη φωνή, που τους πρόσταζε να μεταχειριστούν τα μαχαίρια τους κι όχι τα κλαδευτήρια. «Θέλω», είπε η φωνή, «να λέγομαι Παναγία του Μαχαιρά κι όχι Παναγία Κλαδευτηριώτισσα».
Αργότερα, το έτος 1155, ο Νεόφυτος πέθανε και το 1160 ο Ιγνάτιος, επιθυμώντας να χτίσει μοναστήρι στην Παναγία, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε τη βοήθεια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού του Πορφυρογέννητου. Ο αυτοκράτορας ενίσχυσε τους λιγοστούς μοναχούς του Μαχαιρά με χρήματα, χάρισε περιουσίες στο μονασήρι τους και τους έδωσε διάφορες παροχές και προνόμια. Έτσι, δημιουργήθηκε και μεγάλωσε το μοναστήρι. Εκείνος, όμως, που πραγματικά ‘’δόξασε’’ το μοναστήρι ήταν ο διάδοχος του Ιγνάτιου, ο μοναχός Νείλος, που ήρθε κι αυτός σε τούτα τα μέρη απ’ την Παλαιστίνη το 1172 κι έγινε ηγούμενός του.
Το μοναστήρι σήμερα είχει μεγάλη περιουσία, της οποίας το κύριο μέρος απαρτίζουν τα εξής μετόχια: Το μετόχι του Λυθρόδοντα, του Προφήτη Ηλία, της Κυπρόβασσας, του Φιλανίου, του Αγίου Ελευθερίου της Λευκωσίας, του Στρόβουλου και πολλά άλλα κτήματα.
Ευχαριστούμε τον καλόγερο για τις πληροφορίες που μας έδωσε και, βγαίνοντας απ’ την εκκλησία, προχωρούμε απέναντι σε μια μικρή πόρτα, που μας οδηγεί στο δωμάτιο όπου έμενε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, όταν κρύβονταν εδώ στο μοναστήρι του Μαχαιρά σαν καλόγερος την  περίοδο 1954 – 1957, με το όνομα Χρύσανθος Μαχαιριώτης. Το όνομα αυτό ανήκε στην πραγματικότητα σ’ άλλο μοναχό, ο οποίος είχε φύγει απ’ τη μονή στην περίοδο εκείνη κι είχε πάει στην Ελλάδα. Αυτό οικειοποιήθηκε ο Αυξεντίου αμέσως μόλις έφυγε ο πραγματικός Χρύσανθος κι έτσι η παρουσία του δεν δημιούργησε καμιά υποψία στην περιοχή και στους επισκέπτες του μοναστηριού. Μάλιστα, μια μέρα ήρθαν μερικοί Άγγλοι στο μοναστήρι, για να δουν και να ερευνήσουν την περιοχή, σε μια προσπάθειά τους να συγκεντρώσουν στοιχεία, για να μπορέσουν να συλλάβουν το Γρηγόρη κι άλλα τυχόν στελέχη και μαχητές της ΕΟΚΑ. Κι ο Γρηγόρης, ο υπαρχηγός της οργάνωσης για την ανεξαρτησία της Κύπρου, ο καλόγερος ‘’Χρύσανθος’’, τους υπηρέτησε σα σερβιτόρος και τους σέρβιρε το γεύμα που τους πρόσφερε η μονή.
Στον τοίχο, έξω απ’ την πόρτα, υπάρχει πινακίδα που λέει ελληνικά και αγγλικά, ότι στο δωμάτιο αυτό έζησε ο αγωνιστής και ήρωας του κυπριακού λαού Γρηγόρης Αυξεντίου, ο ‘’καλόγερος Χρύσανθος’’ κι από δω διεύθυνε τους αγώνες των Κυπρίων ενόπλων μαχητών κι ότι κάηκε ζωντανός απ’ τους Άγγλους.
Σήμερα, το δωμάτιο του ‘’καλόγερου Χρύσανθου’’ είναι ένα μικρό μεν αλλά συγκλονιστικό μουσείο. Εδώ φυλάσσονται, τοποθετημένα σε προθήκες, απομεινάρια απ’ τα καμμένα ρούχα του Γρηγόρη, τα προσωπικά του αντικείμενα, ό,τι βρέθηκε μετά το θάνατό του, τα κιάλια του, τα παπούτσια του, δυο-τρεις φωτογραφίες του και λίγες στάχτες απ’ το ολοκαύτωμά του. Στον τοίχο είναι αναρτημένες δυο φωτογραφίες του. Μια σαν νεαρός αξιωματικός και υπαρχηγός της ΕΟΚΑ και μια σαν ιερομόναχος, με γυαλιά και γένια, μαυροντυμένος και με το καλογερίστικο καλυμμαύχι του, σα Χρύσανθος Μαχαιριώτης.
Μένουμε σιωπηλοί κι εκστατικοί μπροστά στις απλές και φτωχικές προθήκες, με τα λιτά μεν αλλά εύγλωττα κι ιστορικά εκθέματα. Αναπολούμε τον αγωνιστή και θαυμάζουμε τη ζωή, τη δράση και τη θυσία του. Ρίχνουμε ακόμα μια ματιά στα καρβουνιασμένα αποκαΐδια του ολοκαυτώματός του και αμίλητοι και συγκινημένοι δρασκελίζουμε την έξοδο του ιστορικού δωματίου και με αργά βήματα ανεβαίνουμε τη φαρδιά ξύλινη σκάλα, που οδηγεί στον απάνω όροφο του κτιρίου. Εκεί μας υποδέχεται ο ηγούμενος της μονής, αρχιμανδρίτης Διονύσιος, ο οποίος με ευχαρίστηση μας ξεναγεί στις βιβλιοθήκες και στα σκευοφυλάκια του μοναστηριού, που βρίσκονται σ’ αυτόν τον όροφο.
Σ’ αυτά φυλάσσονται παλιά χρυσά, επίχρυσα και χρυσοποίκιλτα δισκοπότηρα, αρτοφόρια, σταυροί, εξαπτέρυγα και άλλα ιερά σκεύη. Επίσης, χρυσοκέντητα επιγονάτια, επιμανίκια, μίτρες, πατερίτσες, άλλα άμφια, καθώς και διάφορες παλιές μεταλλικές ή ξύλινες λειψανοθήκες, με λείψανα διαφόρων ιεραρχών, ιερομαρτύρων και ηγουμένων της μονής. Πολλά απ’ τα παλιά ιερά άμφια είναι κεντημένα με ανθρώπινη τρίχα.
Στη συνέχεια μας δέχεται στο γραφείο του, όπου μας προσφέρει γλυκό αμυγδάλου (το σπεσιαλιτέ της μονής) και καφέ. Μας δείχνει διάφορα παλιά βιβλία, κώδικες και έγγραφα, όλα χειρόγραφα, γραμμένα με εξαιρετική καλλιγραφία και τέχνη, σε λεπτότατο και καλοδουλεμ,ένο δέρμα, που η ηλικία τους μετριέται σε αιώνες. Πραγματικά, τα κειμήλια αυτά ξυπνούν το παρελθόν και, συμπυκνωμένο στις σελίδες τους, το εναποθέτουν βαρύ και αυτούσιο μέσα στις παλάμες μας. Όταν τα κρατάς στα χέρια σου, νιώθεις το βάρος των αιώνων που περικλείουν μέσα τους.
Ένα απ’ αυτά τα σκυθρωπά και σοβαρά, λόγω της μοναδικότητάς τους, βιβλία, γραμμένο τον 12ο αιώνα περιέχει τελετουργικές διατάξεις, κανονισμούς μοναστηριών και κανόνα για τον τρόπο ζωής των καλογήρων. Άλλο περιέχει τυπικές διαξάτεις, γραμμένες το 1201 απ’ τον τότε ηγούμενο του μοναστηριού Μαχαιρά Νείλο, σχετικές με τον τρόπο διοίκησης της μονής.
Ένα σιγίλιο μολυβδόβουλο του Κύπριου την καταγωγή πατριάρχη, Γεράσιμου του Γ’, συνοδικό έγγραφο που φέρει τις υπογραφές του πατριάρχη κι όλων των συνοδικών αρχιερέων, γραμμένο κι αυτό με το χέρι σε δέρμα το 1795 κι αφορά τα προνόμια του μοναστηριού και τον τρόπο διοίκησής του. Στο έγγραφο αυτό τονίζεται ότι το μοναστήρι ‘’έχει παντελή ατέλειαν εις τον αιώνα’’ και είναι ‘’αυτοδύναμον και ιδιοδύναμον’’ και ότι ο τοπικός επίσκοπος δεν έχει καμία δικαιοδοσία σ’ ό,τι αφορά τη διοίκηση, την περιουσία και τη διαχείριση του μοναστηριού.
Άλλο βασιλικό χρυσόβουλο του Μανουήλ Κομνηνού, γραμμένο το 1160 σε περγαμηνή, με το οποίο ο αυτοκράτορας προσφέρει στο μοναστήρι διοικητική ανεξαρτησία και μεγάλη κτηματική περιουσία. Μ’ αυτό ο Μανουήλ χάρισε στο μοναστήρι ολόκληρα τα γύρω βουνά.
Επίσης, στο μοναστήρι φυλάγεται ένα χρυσόβουλο του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιωάννη Σούτσου, γραμμένο το 1795. Πολλά επίσημα έγγραφα διαφόρων πατριαρχών, αρχιερέων και ηγεμόνων, καθώς και διάφορα πρακτικά χειροτονίας ηγουμένων της μονής και πληθώρα άλλων παλιών βιβλίων και εγγράφων μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος.
Εκτός απ’ αυτά υπάρχουν και 14 βιβλία μουσικής, γραμμένα τον 15ο και 18ο αιώνα, σε περγαμηνές και βιβλιοδετημένα με σκληρά δερμάτινα χρυσοστολισμένα εξώφυλλα. Παλιότερα, τέτοια βιβλία δένονταν εδώ στο μοναστήρι. Σήμερα, όμως, η τέχνη αυτή εγκαταλείφθηκε. Ο ηγούμενος της μονής Διονύσιος, ειδήμονας της μουσικής, μελετά τους παλιούς αυτούς μουσικούς κώδικες κι αποκρυπτογραφεί τα σύμβολά τους, καταγράφοντας με σύγχρονες μεθόδους τη σπάνια, όπως λέει, μελωδία τους.
Στο γραφείο του ηγούμενου καθίσαμε πάνω από δυο ώρες. Συζητήσαμε για διάφορα θέματα, ιστορικά και κοινωνικά, για τη ζωή και την ιστορία του μοναστηριού, για τη συμβολή του στους αγώνες της Κύπρου, παλιούς και πρόσφατους κι αναφερθήκαμε εκτεταμένα στο σημερινό δράμα της Μεγαλονήσου, στα αίτια της δημιουργίας του, στα σφάλματα που διαπράχθηκαν κατά καιρούς πάνω στους χειρισμούς των διαφόρων ζητημάτων και στις πιθανές λύσεις που μπορούν σήμερα να δοθούν σ’ αυτό.
Συζητώντας, ο καθένας εξέφρασε τις απόψεις του κι αναφέρθηκε σε ντοκουμέντα που είχε υπόψη του. Ο ηγούμενος Διονύσιος είναι άνθρωπος έξυπνος, αρκετά διαβασμένος και υποστηρίζει τις όποιες απόψεις του, επικαλούμενος ιστορικά δεδομένα, τα οποία βλέπει και ερμηνεύει μέσα από κάποιο δικό του πρίσμα. Έχει, ας πούμε, κάποια πολιτική τοποθέτηση. Απ’ την ίδια γωνιά βλέπει κι ό,τι αφορά το μοναστήρι (ζωή, περιουσία, διαχείριση), γι’ αυτό κι είναι τελείως αντίθετος με τις απόψεις και τις προθέσεις του αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου.
Πάντως, η όλη συζήτηση ήταν ωφέλιμη και διαφωτιστική και άνοιξε ευρύτερους ορίζοντες στη σκέψη, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα και αναζήτηση.
Ευχαριστήσαμε κι αποχαιρετήσαμε τον ηγούμενο, ο οποίος μας ξέβγαλε μέχρι τη σκάλα που οδηγούσε στην αυλή, ευχαριστώντας μας για την επίσκεψη που του κάναμε κι ευχόμενος σ’ όλους μας κατευόδιο και καλό ταξίδι στην Ελλάδα.
Απ’ το παράθυρο μιας βιβλιοθήκης, που είχαμε επιστεφτεί νωρίτερα, πήρε το μάτι μου λίγο πιο κάτω στην πλαγιά μέσα στο δάσος μια ελληνική σημαία να κυματίζει σ’ ένα ξέφωτο, ανάμεσα στα κλωνάρια των δέντρων. Ανυπομονούσα να μάθω, γιατί είναι υπερυψωμένη εκεί η γαλανόλευκη, αν και υποψιαζόμουν το λόγο.
Κατεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα και μπαίνουμε σ’ ένα μικρό δωμάτιο πού ‘ναι δεξιά μας, γεμάτο με διάφορα βιβλία σχετικά με την ιστορία του μοναστηριού και το ρόλο που έπαιξε στους πρόσφατους εθνικούς αγώνες της Μεγαλονήσου. Ένας νεαρός καλόγερος με γυαλιά, σιωπηλός γράφει σ’ ένα τραπέζι αφοσιωμένος στα χαρτιά του. Απαντά, όμως, ευχαρίστως στις ερωτήσεις μας. Ανάμεσα στα βιβλία πού ‘ναι απλωμένα στα ράφια και στις προθήκες υπάρχουν και μικρές εικονίτσες της Παναγίας, καθώς και μικρά βάζα με γλυκό αμυγδάλου. Όλα για πούλημα. Το γλυκό του αμυγδάλου είναι πρωτότυπο και γίνεται και πουλιέται μόνο εδώ στο μοναστήρι.
Αφού περιεργαστήκαμε τα εκθέματα των ραφιών και αγοράσαμε και κάτι, διασχίσαμε την αυλή του μοναστηριού, βγήκαμε απ’ την  κεντρική είσοδο και προχωρήσαμε αριστερά, στο χώρο που είχαμε αφήσει το ταξί όταν ήρθαμε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πάμε για το κρησφύγετο του Γρηγόρη Αυξεντίου. Πάμε εκεί που είναι υψωμένη νύχτα-μέρα η ελληνική σημαία.
Ο δρόμος, παρ’ ότι κατηφορικός και χωματόδρομος, είναι καλός και το αυτοκίνητο προχωρεί με ευκολία. Ύστερα από μερικές στροφές και λίγα ζικ-ζακ στις πτυχώσεις του γυρτού εδάφους φτάσαμε σ’ ένα άνοιγμα, Σταματήσαμε και βγήκαμε απ’ το αυτοκίνητο. Ατενίσαμε για λίγο την ελληνική σημαία, που τώρα κυμάτιζε από πάνω μας και πεζοί αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το φιδωτό πλακόστρωτο μονοπάτι της απόκρημνης πλαγιάς, που οδηγεί στον τόπο της θυσίας του ήρωα αγωνιστή.
Εδώ, στο ξέφωτο αυτό, είχε δει τις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου του 1957 την πενταμελή ομάδα των ανταρτών ο αγωγιάτης του μοναστηριού Πέτρος, ο οποίος πιάστηκε κι ανακρίθηκε απ’ τους Άγγλους. Ύστερα από πιέσεις και βασανιστήρια, ο απλοϊκός άνθρωπος δεν άντεξε και φανέρωσε το μυστικό στους σκληρούς ανακριτές του. Αμέσως το μονοπάτι πλημμύρισε από Άγγλους στρατιώτες.
Την κατηφοριά που κατεβαίνουμε τώρα εμείς είχαν κατακλύσει την ανοιξιάτικη εκείνη μέρα του Μάρτη οι στρατιώτες του Χάρτιγκ και στο σημείο αυτό είχαν επικεντρώσει την προσοχή τους τα αγγλικά ελικόπτερα, προσπαθώντας να επισημάνουν και να εξοντώσουν τη μικρή ομάδα της ΕΟΚΑ που κρύβονταν εδώ. Και το χώμα που πατάμε αυτή τη στιγμή είχε παραδοθεί τη μέρα εκείνη της θυσίας στον καταιγισμό των πολυβόλων κι είχε μετατραπεί σε παρανάλωμα πυρός απ’ τις φωτιές των φλογοβόλων.
Στο τέρμα του μονοπατιού μια μικρή λιθόκτιστη τρύπα σημαδεύει το ιστορικό θυσιαστήριο του αθάνατου ήρωα.
Σκύβουμε μπροστά στο σκοτεινό αυτό άνοιγμα της γης, που μόνο αυτό άκουσε κι ασφιχτικά έκλεισε στην αιώνια σιωπή του τους τελευταίους χτύπους της αδάμαστης καρδιάς του Γρηγόρη και γονατιστοί, με χίλιες σκέψεις στο νου, περιεργαζόμαστε το εσωτερικό του σπηλαίου. Μικρό, σκοτεινό, ασφικτικό. Μόλις που χωράει το υγρό κοίλωμά του δυο ανθρώπους ξαπλωτούς ή μισοκαθισμένους. Εδώ μέσα, σ’ αυτόν το σκοτεινό τάφο, άφησε την τελευταία του πνοή ο νεαρός Έλληνας ανθυπολοχαγός στις 3 Μαρτίου 1957, πολεμώντας ως το τέλος με λύσσα τους Άγγλους δυνάστες της πατρίδας του.
Παρά τις συνεχείς προτροπές των Άγγλων, που είχαν κυκλώσει την περιοχή και τον πολυβολούσαν από παντού, να σταματήσει τον αγώνα και να παραδοθεί, ο Αυξεντίου συνέχιζε απτόητος να μάχεται κι αντί να παραδοθεί έριχνε απ’ το απλησίαστο αμπρί του στο ψαχνό. Οι Άγγλοι απείλησαν, ότι θα ρίξουν βενζίνη μέσα στη σπηλιά και θα τον κάψουν ζωντανό αν δεν παραδοθεί. Ο Αυξεντίου δεν πτοήθηκε απ’ τις απειλές και συνέχισε να πολεμάει. Τότε έστειλαν στη σπηλιά το συμπολεμιστή του Γρηγόρη, Αυγουστή Ευσταθίου, που μόλις προ ολίγου είχαν πιάσει αιχμάλωτο, να τον πείσει να παραδοθεί.
Ο Αυγουστής, όμως, πηδώντας μέσα στη σπηλιά και μόλις βρέθηκε δίπλα στον αρχηγό του, φώναξε: «Come on. We are two now.» «Ελάτε. Είμαστε δυο τώρα.» Κι άρπαξε κι αυτός ένα όπλο στο χέρι απ’ τα δυο-τρία που βρίσκονταν εκεί μέσα.
Με μιας τα πυρά κατά των Άγγλων διπλασιάστηκαν. Οι εχθροί λύσσαξαν. Και τελικά πραγματοποίησαν την απειλή τους.
Έριξαν βενζίνη στη σπηλιά και, στις 2 το απόγευμα, με τα φλογοβόλα τους τη μετέτρεψαν σε παρανάλωμα πυρός. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου βρήκε τραγικό θάνατο μέσα σε  μια μπάλα μαινόμενης φλόγας κι ανασύρθηκε απ’ το κρησφύγετό του μισοκαρβουνιασμένος. Το περήφανο και νεανικό του σώμα τό ‘χε μετατρέψει η φωτιά σ’ ένα οικτρά παραμορφωμένο κι αγνώριστο κουφάρι. Πέθανε ο αγωνιστής για να ζήσει ο ήρωας.
Ο χαμός του, αντί να σπάσει το ηθικό των αγωνιζόμενων Κυπρίων αναπτέρωσε την επιμονή τους και την πίστη τους στη λευτεριά. Χάθηκε το θεριό, μα θέριεψε η αγωνιστικότητα των συντρόφων του. Η μεγάλη θυσία του σφράγιζε την απαρχή της ήττας των Άγγλων.
Έτσι πέθανε ο Αυξεντίου. Η μοίρα του επιφύλαξε τον πιο σκληρό αλλά και τον πιο δοξασμένο θάνατο. Η δόξα τον πήρε στα φτερά της, αφού με τη θυσία του έγραψε άλλη μια ένδοξη σελίδα στη μακραίωνη ελληνική ιστορία.
Το βράδυ οι Άγγλοι κάλεσαν το γερο-Πιερή, για να δει το καρβουνιασμένο σώμα του γιου του και να πιστοποιήσει την ταυτότητά του. Παρά τον αβάσταχτο πόνο του γέρου γονιού, οι Άγγλοι αρνήθηκαν να του δώσουν το σώμα του παιδιού του και το έθαψαν οι ίδιοι στο νεκροταφείο των Κεντρικών Φυλακών.
Η μπάλα της φωτιάς πέταξε έξω απ’ τη σπηλιά τον Ευσταθίου. Ο Αυγουστής ήταν γραφτό να ζήσει, για να διηγηθεί στους συμπατριώτες του και να εξιστορήσει στον κόσμο για τη θυσία του μεγάλου παιδιού της Πατρίδας του.
Πάνω απ’ το στόμιο της σπηλιάς κυματίζει η ελληνική σημαία, σκεπάζοντας με το ανέμισμά της το άγιο θυσιαστήριο και ζωντανεύοντας μέσα στις πτυχές της την αθάνατη ψυχή του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Σταθήκαμε μπροστά στο φρικτό ολοκαύτωμα σιωπηλοί κι αμίλητοι, ταπεινοί προσκυνητές του μεγάλου ηρωικού παιδιού της Κύπρου και με ευλάβεια και ρίγη περηφάνιας αποτίσαμε φόρο τιμής στον αθάνατο ήρωα, σ’ αυτόν που πρόσφερε τα πάντα για την πατρίδα του. Με ζεστό το βλέμμα και πάλλουσα την καρδιά αποχαιρετήσαμε τον τόπο του ολοκαυτώματος, το κρησφύγετο του μάρτυρα, που θα μείνει ο ιερότερος χώρος προσκυνήματος για όσους λατρεύουν τη λευτεριά και την ανεξαρτησία των λαών και ανηφορίσαμε το πλακόστρωτο μονοπάτι, επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο. Ο κρότος της μηχανής του και οι απότομες στροφές του δρόμου άρχισαν να μας συνεφέρνουν και να μας ξαναφέρνουν πίσω στην πραγματικότητα.
Γρήγορα αφήσαμε πίσω μας το μοναστήρι του Μαχαιρά κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε τις δασωμένες πλαγιές του βουνού, επιστρέφοντας στη Λεμεσό.
Μπαίνοντας στην πόλη ο οδηγός του ταξί μας έδειξε κάπου ανάμεσα στα κτίρια μιας συνοικίας την κλινική του γιατρού Αναστασιάδη, όπου, με μεγάλη μυστικότητα, έκανε εγχείριση σκωληκοειδίτιδας ο Γρηγόρης Αυξεντίου την Κυριακή των Βαΐων του 1956. Στην πόλη μπήκε σαν αρχιμανδρίτης, με ράβδο, επανωκαλύμμαυχο και εγκόλπιο, συνοδευόμενος κατάλληλα από έμπιστους οπαδούς της ΕΟΚΑ.
Σήμερα, παρ’ ότι η μέρα στο τουριστικό πρόγραμμα του πρακτορείου προβλεπόταν κενή, για μας ήταν πραγματικά γεμάτη. Περάσαμε ώρες ενδιαφέρουσες και στιγμές έντονες. Είχαμε πολλά να πούμε στη διάρκεια της επιστροφής, γι’ αυτό και η συζήτηση δεν σταμάτησε ούτε μέσα στο ταξί, ούτε και στο ξενοδοχείο, όταν επιστρέψαμε το απόγευμα σ’ αυτό.


Πέμπτη 26 . 9 .’85

Σήμερα η περιήγησή μας θα στραφεί προς την περιοχή της Αγίας Νάπας.
Αφήνουμε και πάλι τη Λεμεσό νωρίς το πρωί και παίρνουμε το μεγάλο αυτοκινητόδρομο Λεμεσού – Λάρνακας. Πάμε ανατολικά. Ο καιρός και σήμερα είναι πολύ καλός. Η θερμοκρασία και πάλι ανάμεσα 30 και 35 βαθμούς Κελσίου.
Σε λίγο, δεξιά μας έχουμε το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Αλαμάνου. Το κτίριο είναι άσπρο και ογκώδες. Κτίστηκε τον 11ο αιώνα από μοναχούς του Αγίου Όρους. Παλιότερα ήταν μοναστήρι καλογήρων. Σήμερα είναι μόνο για καλόγριες. Κατά καιρούς υπέστη πολλές καταστροφές και δηώσεις. Τελευταία καταστράφηκε από πυρκαγιά κι επισκευάστηκε το 1934 απ’ τον τότε επίσκοπο Κιτίου Μακάριο.
Η Κύπρος έχει πάνω από 5 χιλιάδες εκκλησίες και μοναστήρια και λέγεται πως εδώ γεννήθηκαν πάνω από 300 Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Προχωράμε και περνάμε το χωριό Χοιροκοιτιά με τα λείψανα του νεολιθικού οικισμού. Προσπερνάμε το μοναστήρι του Σταυροβουνίου, που προβάλλει στο βάθος αριστερά μας και φτάνουμε στη Λάρνακα. Κι εδώ ξεχωρίζουν καλοχτισμένα κι όμορφα τα σπίτια των νέων προσφυγικών οικισμών, τα οποία χτίστηκαν για τους πρόσφυγες που ήρθαν εδώ κυρίως απ’ την Αμμόχωστο, ύστερα απ’ την εισβολή των Τούρκων το 1974.
Τα σχέδιά τους και η επιμέλεια της εργασίας τους σκλαβώνουν το μάτι του περαστικού. Είναι πραγματικά εντυπωσιακά.
Δεξιά μας, στο βάθος, φαίνεται το νέο διεθνές αεροδρόμιο και δίπλα του η απλωτή και κάτασπρη έκταση της μοναδικής αλυκής του νησιού. Εργάτες δουλεύουν στην εξόρυξη του αλατιού και βαγονάκια με λαστιχένιους χοντρούς τροχούς, συρόμενα από μικρά τρακτέρ, μεταφέρουν το αλάτι και το συγκεντρώνουν σε σωρούς στην ανατολική άκρη της αλυκής, προς το μέρος της πόλης. Στη μεταφορά του αλατιού χρησιμοποιούν οι εργάτες και πολλά γαϊδουράκια με ειδικά φαρδύστομα κοφίνια στα σαμάρια τους.
Κοντά μας, δίπλα στο δρόμο, γεφυρώνουν κάποιο χαμήλωμα μια σειρά από συνεχόμενες χτιστές αψίδες. Είναι έργο της ρωμαϊκής εποχής και πάνω τους περνούσαν οι πήλινοι υδροσωλήνες, οι οποίοι μετέφεραν το νερό που χρειάζονταν η αρχαία πόλη Κίτιο για την ύδρευσή της. Οι αψίδες διατηρούνται ακόμα σε καλή κατάσταση κι ίσως και σήμερα να περνούν από κει πάνω κάποιοι σιδεροσωλήνες που εξυπηρετούν τις ίδιες ανάγκες της σημερινής Λάρνακας.
Το αρχαίο Κίτιο χτίστηκε εδώ απ’ τους Έλληνες που επέστρεφαν απ’ τον Τρωικό πόλεμο και καταστράφηκε απ’ τους Πέρσες την εποχή των Ελληνοπερσικών πολέμων. Οι Κύπριοι πολέμησαν κατά των Περσών κάτω απ’ την ηγεσία του Παυσανία και του Αριστείδη και συμπολέμησαν αργότερα με τις δυνάμεις του Κίμωνα, ο οποίος έπεσε πολιορκώντας το Κίτιο το 449 π.Χ.. Το αρχαίο Κίτιο ξαναχτίστηκε αργότερα και ονομάστηκε Λάρνακα.
Διασχίζουμε λίγο φάλτσα την πόλη με τους 50 χιλιάδες κατοίκους της και την αφήνουμε πίσω μας. Συνεχίζουμε το δρόμο μας ανατολικά. Κατά μήκος της παραλίας ξεπροβάλλουν πολλά νεόχτιστα, μεγάλα και ωραία ξενοδοχεία.
Με την  εισβολή του Αττίλα το ’74 η Κύπρος έχασε περίπου το 75% των ξενοδοχείων της, τα οποία βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της και κυρίως στην Αμμόχωστο. Έτσι, αναγκάστηκε να χτίσει νέα και σύγχρονα συγκροτήματα στις νότιες παραλίες της.
Στρίβουμε ελαφρώς αριστερά κι απομακρυνόμαστε απ’ την παραλία. Τώρα, δεξιά μας έχουμε τη μεγάλη αγγλική βάση της Δεκέλειας. Οι Άγγλοι, με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου το 1959, απέκτησαν στρατιωτικές βάσεις στο νησί, οι οποίες καλύπτουν σε έκταση 99 τετραγωνικά μίλια. Κυριότερες είναι η Δεκέλεια, το Ακροτήρι και η Επισκοπή. Πάνω στο έδαφος αυτό οι Άγγλοι έχουν κυριαρχικά δικαιώματα και η διοίκηση των περιοχών των βάσεων υπάγεται απευθείας στο βρετανικό υπουργείο αεροπορίας.
Περνάμε δίπλα απ’ τη βάση και δεξιά μας έχουμε το κτίριο του αγγλικού νοσοκομείου, ενώ αριστερά μας βρίσκεται η αστυνομία της βάσης. Ο δρόμος και στις δυο πλευρές είναι γεμάτος από θάμνους μιμόζας. Οι θάμνοι αυτοί, που είναι κατάσπαρτοι σ’ ολόκληρη την Κύπρο, δίνουν την άνοιξη με τα κίτρινα λουλούδια τους μια άλλη ομορφιά, μια μεγαλοπρεπή γοητεία στο νησί. Εξαιτίας των λουλουδιών αυτών πολλοί ονομάζουν την Κύπρο ‘’το κίτρινο νησί’’. Πιο πέρα συναντάμε χαμόσπιτα προσφυγικών συνοικισμών.
Οι ξεριζωμένοι αυτοί άνθρωποι, που είναι ‘’πρόσφυγες’’ μέσα στον ίδιο τον τόπο τους, δεν στάθηκαν ακόμα τυχεροί, ώστε να αποκτήσουν κι αυτοί σωστό και σύγχρονο σπίτι, όπως πάρα πολλοί άλλοι.
Το λεωφορείο μας προχωρεί και διασταυρώνεται στο δρόμο μ’ ένα μικρό άσπρο τανκ και λίγο πιο πέρα μ’ ένα στρατιωτικό τζιπ με κυακόκρανους. Είναι στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών. Μάλλον Φιλανδοί.
Πλησιάζουμε στην πράσινη διαχωριστική γραμμή. Τη γραμμή της ντροπής και του αίσχους. Πενήντα περίπου μέτρα μπροστά μας, αριστερά του δρόμου, αντικρίζουμε κυματίζουσα την τουρκική σημαία και δίπλα μας δεξιά την αγγλική. Πίσω απ’ τις τουρκικές γραμμές απλώνεται το τουρκοκρατούμενο χωριό Άθνα. Φαίνεται σκηθρωπό και ρημαγμένο.
Το αυτοκίνητό μας συνεχίζει το δρόμο του. Όλων τα μάτια είναι στραμμένα προς τα τουρκικά φυλάκια με την κόκκινη ημισέλινο, που το ένα διαδέχεται το άλλο κατά μήκος του δρόμου. Το ίδιο και τα φυλάκια του ΟΗΕ στην απέναντι πλευρά. Τα φυλάκια των Ελληνοκυπρίων είναι δεξιότερα στο βάθος. Κάπου-κάπου διακρίνουμε κανένα κι απ’ αυτά.
Φτάνουμε σχεδόν μπροστά στην Αμμόχωστο, που απλώνεται κάτασπρη στο βάθος. Μια πινακίδα, όμως, μας λέει ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα. Το τουρκικό φυλάκιο υπογραμμίζει τα αναγραφόμενα στην πινακίδα.
Παίρνουμε το δρόμο προς τα δεξιά και προχωράμε προς τα Κοκκινοχώρια. Από ένα υψωματάκι του χωριού Δετίνια αγναντεύουμε τη νεκρή πολιτεία. Την ‘’πόλη φάντασμα’’, όπως την αποκαλεί σήμερα ο κόσμος. Η Αμμόχωστος, που άλλοτε έσφιζε από ζωή και κίνηση, η πόλη με τη μεγαλύτερη τουριστική κίνηση της Κύπρου, με τα περισσότερα ξενοδοχεία και με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, σήμερα είναι εγκαταλειμμένη, νεκρή και ολομόναχη. Έντεκα χρόνια έχουν να ανοίξουν οι πόρτες των σπιτιών της κι έντεκα χρόνια έχει να κυκλοφορήσει άνθρωπος στους δρόμους της. Τα πάντα εκεί ανάμεσα στα βουβά σπίτια νεκρώθηκαν. Όλα ρήμαξαν. Τα κτίριά της φαίνονται σα στοιχειωμένα και το φάντασμα της ερήμωσης πλανιέται στους δρόμους της και στον ορίζοντά της.
Κατηφείς και λυπημένοι συνεχίζουμε το δρόμο μας ανάμεσα στα Κοκκινοχώρια, πηγαίνοντας για την Αγία Νάπα. Η περιοχή εδώ είναι πεδινή, εύφορη και τελείως διαφορετική απ’ τις ορεινές περιοχές που επισκεφτήκαμε χτες και προχτές. Δηλαδή τις περιοχές του Κύκκου και του Μαχαιρά.
Τα γύρω χωριά ονομάζονται Κοκκινοχώρια, γιατί το έδαφός τους είναι κόκκινο. Εδώ παράγεται κυρίως πατάτα και η σοδειά φτάνει τους 200 χιλιάδες τόνους το χρόνο. Το έδαφος είναι ομαλό και αρδεύεται. Πολλά αντλιοστάσια ξεπροβάλλουν σ’ όλο το πλάτος και το μήκος του κάμπου και συμπλέγματα σωληνώσεων άρδευσης ξαπλώνονται στο έδαφος προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα σπίτια κι εδώ είναι ωραία με τις καταπράσινες αυλές και τους κήπους τους και φυσικά με τα απαραίτητα και βασικά πια ηλιόθερμα στις κορυφές τους. Όλα τα σπίτια της Κύπρου έχουν ηλιόθερμα για την εξασφάλιση του ζεστού νερού που χρειάζονται οι οικογένειες, μια και το νησί έχει σχεδόν 360 μέρες το χρόνο ηλιοφάνεια.
Θαυμάζοντας τον πλούσιο κάμπο, δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε στο χωριό Παραλίμνη. Το χωριό αυτό βρίσκεται κοντά σε μια μικρή λίμνη, που εκτείνεται δεξιά του δρόμου, γι’ αυτό και ονομάστηκε έτσι και χτίστηκε απ’ τους Άραβες τον 7ο περίπου αιώνα. Απέχει λίγο απ’ τη θάλασσα αλλά δεν φαίνεται απ’ τις ακτές της. Οι δημιουργοί του διάλεξαν αυτή τη θέση, για να μην είναι ορατό απ’ τη θάλασσα και να προστατεύεται απ’ τους κουρσάρους και τους άλλους επιδρομείς εκείνης της εποχής. Σήμερα, είναι απλωμένο σε μια απλόχωρη πεδιάδα με ευρύχωρους δρόμους και βολικά καλοχτισμένα σπίτια. Κι εδώ, όπως και στα άλλα Κοκκινοχώρια της περιοχής, αφθονούν οι αντλίες, που με τη βοήθεια του ανέμου, αντλούν το νερό απ’ το εσωτερικό του εδάφους και το φέρνουν στην επιφάνεια του κάμπου, για να ποτίσουν τα χωράφια τους οι φιλόπονοι γεωργοί.
Οι αντλίες αυτές πρωτοεισήχθηκαν απ’ το Τορόντο του Καναδά, γι’ αυτό κι είναι γνωστές στην Κύπρο με το παρατσούκλι ‘’Τορόντο’’ ή ‘’ανεμόμυλοι Τορόντο’’. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 2000 τέτοιες εγκατεστημένες στα χωράφια του νησιού. Παράλληλα κατασκευάζεται υδατοφράχτης για τη δημιουργία τεχνιτής λίμνης, που θα μπορεί να συγκεντρώνει μια ποσότητα 1500000 μ3 νερού. Το έργο αυτό προβλέπεται να τελειώσει μέσα στο 1986 και με την ολοκλήρωσή του πιστεύεται πως θα λυθούν οι αρδευτικές ανάγκες του νησιού.
Την ανάγκη δημιουργίας φραγμάτων υπογράμμισε και η παρατήρηση των ειδικών, ότι η συνεχής άντληση των υπόγειων υδάτων θα εξαντλήσει τα υπάρχοντα αποθέματα και θα κατεβάσει τη στάθμη τους επικίνδυνα. Μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό που θα είναι εύκολη η εισροή του θαλάσιου νερού στο υπέδαφος του νησιού, πράγμα το οποίο πολύ σύντομα θα μεταβάλει ακόμα και τις πιο εύφορες σήμερα περιοχές σε ερήμους.
Αφήνοντας πίσω μας την Παραλίμνη, κατηφορίζουμε για τη θάλασσα. Μπροστά μας, κάτω προς την ακτή, προβάλλει ολοκάθαρη και λαμπερή η κωμόπολη της Αγίας Νάπας. Ανάμεσα στα ξενοδοχεία της και στα περιποιημένα σπίτια της ξεχωρίζει το παλιό μοναστήρι της Αγίας Νάπας. Στο σημείο αυτό βρέθηκε κατά τον 8ο μ.Χ. αιώνα, μέσα στο δάσος, σπήλαιο με την εικόνα της Παναγίας. Εκεί, πάνω στη σπηλιά χτίστηκε το μοναστήρι της Αγίας των Δασών.
Σήμερα είναι μόνο κέντρο τουριστικού ενδιαφέροντος και δεν έχει καμιά σχέση με μοναχούς και καλόγριες. Στην άκρη της προκυμαίας, δεξιά της πόλης και δίπλα στην πλατιά τσιμεντένια προβλήτα της απλόχωρης μαρίνας, υψώνεται το μεσαιωνικό κάστρο της περιοχής.
Στο βάθος αριστερά μας φαίνεται το ακροτήρι Greco. Κι εκεί υπάρχουν ωραία ξενοδοχεία, μαγαζιά και ταβέρνες, καθώς και κτίριο για διεθνείς διασκέψεις. Τμήμα του κτιρίου αυτού δόθηκε απ’ τον εθνάρχη Μακάριο στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Το αυτοκίνητό μας διασχίζει τους κατηφορικούς ασφαλτοστρωμένους δρόμους της πόλης, που σήμερα είναι το δεύτερο τουριστικό κέντρο του νησιού, το οποίο συγκεντρώνει, ως επί το πλείστο, βορειοευρωπαίους τουρίστες και καταλήγει στην ακτή. Σταματάμε ανάμεσα στα εστιατόρια και στα μαγαζιά της παραλίας. Ο καιρός είναι ζεστός και πολύς κόσμος, ξένοι τουρίστες το πλείστο, κολυμπούν στη θάλασσα. Εδώ έχουμε δυο-τρεις ώρες στη διάθεσή μας, να φάμε, να σεργιανίσουμε στην πόλη ή να κολυμπήσουμε.
Κατά τις τρεις και μισή το απόγευμα παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Πάμε παραλιακά και περνάμε μέσα απ’ την αγγλική βάση της Δεκέλειας. Φτάνουμε και σταματάμε για λίγο στη Λάρνακα κι ακολουθώντας το μεγάλο αυτοκινητόδρομο Λάρνακας – Λεμεσού επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο μας.



Παρασκευή 27 . 9 . ‘85

Το λεωφορείο μας περνάει απ’ το ξενοδοχείο στις 8 το πρωί. Σήμερα πάμε για τη Λευκωσία. Είμαστε οι πρώτοι που μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κάνουμε το γνωστό γύρο στα άλλα ξενοδοχεία της πόλης, για να πάρουμε και τους άλλους τουρίστες που μετέχουν στη σημερινή έξοδο. Μας παίρνει μια ώρα περίπου για να κάνουμε το γύρο της πόλης και κατά τις 9, με το λεωφορείο γεμάτο, παίρνουμε το δρόμο της Λευκωσίας.
Στην έξοδο της Λεμεσού, προς τα ανατολικά, βρίσκεται η περιοχή της αρχαίας πόλης Αμαθούντας και δεξιά προβάλλουν επιβλητικοί οι όγκοι δυο εργοστασίων τσιμέντου. Φαίνονται νεόχτιστα. Ο καπνός των καπνοδόχων τους μαρτυτεί πως και τα δυο δουλεύουν εντατικά. Λέγεται πως στα εργοστάσια αυτά έχει μεγάλες μετοχές και η Εκκλησία της Κύπρου.
Αφήνουμε τα εργοστάσια να επιδίδονται στην παραγωγή τους και μεις προχωράμε για Λευκωσία. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου, πάνω στο φτωχό ασπρόχωμα, απλώνονται πυκνοί οι θάμνοι της μιμόζας και πέρα απ’ αυτούς στέκονται αγέροχες οι ελιές και οι χαρουπιές. Το δέντρο της χαρουπιάς το έφεραν εδώ κατά το 700 π.Χ. οι Άραβες απ’ την Υεμένη. Το όνομα χαρούπι προήλθε από παραφθορά της αραβικής λέξης καράττ, απ’ την οποία προέκυψε και η λέξη καράτι. Λέγεται πως το βάρος ενός σπόρου χαρουπιού είναι ίσο με το βάρος ενός καρατιού χρυσού και πως μ’ αυτό παλιότερα μετρούσαν το χρυσό οι σαράφηδες. Όσο για την ελιά πιστεύεται πως πρωτοήρθε στην Κύπρο γύρω στο 7000 π.Χ.. Το δέντρο διαδόθηκε πολύ απ’ τους Σταυροφόρους και πολλές απ’ τις σημερινές ελιές φυτεύτηκαν απ’ τους Ενετούς πριν από 600 ή 700 χρόνια. Πολλά δέντρα και ιδιαίτερα μεγάλες δασικές εκτάσεις καταστράφηκαν απ’ τις βόμβες ναπάλ που έριξαν οι Τούρκοι τις μέρες της εισβολής το 1974.
Η Λευκωσία τώρα διακρίνεται από μακριά κι όλο την πλησιάζουμε με γρηγοράδα. Στην είσοδο της πόλης ξεχωρίζει η βιομηχανική περιοχή, καθώς και οι πρώτοι νεόχτιστοι οικισμοί των προσφύγων. Ο πρώτος μας σταθμός είναι το Κρατικό Κέντρο Χειροτεχνίας. Ένα εισόγειο καλοχτισμένο, ευρύχωρο κι εντυπωσιακό κτίριο στεγάζει την υπηρεσία αυτή, με ξεχωριστά εργαστήρια πλεκτών, κεντημάτων, ξυλογλυπτικής, κεραμικής, χαλκοτεχνουργίας και άλλων κλάδων χειροτεχνίας, καθώς και κατάστημα πώλησης όλων των ειδών που παράγονται εδώ.
Οι χώροι του κτιρίου και οι πλακόστρωτες καλοπεριποιημένες και καταπράσινες αυλές του είναι κατάμεστοι από τουρίστες και το κατάστημά του πουλάει διαρκώς κάθε είδους χειροτεχνήματα.
Ύστερα απ’ τη διακοπή αυτή και την περιήγηση ολόκληρου του Κέντρου, συνεχίζουμε με το λεωφορείο για το εσωτερικό της πόλης.
Μεγάλοι δρόμοι ξανοίγονται μπροστά μας κι ο οδηγός μας ακολουθεί κάποιον, που μας βγάζει στο κέντρο. Σταματάμε στην πλατεία Ελευθερίας κι είμαστε ελεύθεροι να γυρίσουμε όπου θέλουμε ως τις 2 το απόγευμα.
Σε κάποια άκρη της πλατείας, προς τις οδούς Ονασαγόρα και Λύδρας, υπάρχει τοποθετημένος ογκόλιθος πάνω στη λεία όψη του οποίου αναγράφεται με σκαλιστά γράμματα, ότι από δω μίλησαν ο πρόεδρος Τίτο κι ο πρόεδρος Μακάριος στο λαό της Κύπρου στις 16 Οκτωβρίου 1964.
Περιφερόμαστε στα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης, πού ‘ναι κλεισμένη μέσα στα αρχαία τείχη κι επισκεπτόμαστε τη Λαϊκή Γειτονιά. Εντυπωσιακή είναι η αναμόρφωση απ’ το Δήμο Λευκωσίας και τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού εντός μικρού τμήματος παλιών στενόδρομων σε μια όμορφη γειτονιά με ωραία πλακόστρωτα μαγαζάκια, τραπεζάκια και πράσινο.
Προχωράμε βόρεια στην οδό Λύδρας και φτάνουμε στην πράσινη γραμμή. Κι εδώ φυλάκια και φραγμένοι δρόμοι. Και δω αναρτημένες απαγορευτικές πινακίδες και κόκκινες ημισέληνοι κυματίζουν στον κυπριακό αέρα. Η πρωτεύουσα της Κύπρου είναι χωρισμένη στα δυο. Μισή ελληνική, μισή τουρκική. Ένα άλλο Βερολίνο στην ανατολική Μεσόγειο. Μια άλλη τρανή απόδειξη της τουρκικής και νατοϊκής επεκτατικότητας και της καταφανούς αδυναμίας των Ηνωμένων Εθνών.
Το απόγευμα, όλοι του γκρουπ συγκεντρωμένοι, περιερχόμαστε την πόλη με το λεωφορείο. Πάμε γύρω απ’ τα αρχαία τείχη της ελληνικής περιοχής της πόλης και περνάμε δίπλα απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου. Παλιότερα υπήρχαν τρεις πύλες στα τείχη για την είσοδο στην πόλη. Της Πάφου, της Αμμοχώστου και της Κυρήνειας. Σήμερα, μόνον οι δύο πρώτες απ’ αυτές είναι στο ελεύθερο τμήμα της πόλης. Η πύλη της Κυρήνειας τουρκοκρατείται.
Προχωράμε κατά μήκος της πράσινης γραμμής κι έχουμε δίπλα μας τα τουρκικά φυλάκια. Όλοι οι δρόμοι που καταλήγουν στην πράσινη γραμμή είναι κλεισμένοι και ένοπλοι στρατιώτες ή απαγορευτικές πινακίδες εμποδίζουν την περαιτέρω προχώρηση.
Εδώ, κατά μήκος αυτής της γραμμής, το 1981, 60 χιλιάδες Κύπριες γυναίκες, μαζί με γυναικείες αντιπροσωπείες από 100 και πλέον χώρες του κόσμου, έκαμαν πορεία διαμαρτυρίας και απαίτησαν την κατάργηση της διαχωριστικής γραμμής, την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και την ενοποίηση και ελευθερία της Κύπρου.
Συνεχίζουμε την περιήγησή μας και καταλήγουμε στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο. Αυτό είναι ένα μεγάλο κι επιβλητικό οικοδόμημα, πάνω στη διαστραύρωση δύο οδών. Στη γωνιά του δρόμου κι έξω απ’ το ψηλό σιδερένιο κιγκλίδωμα του περιβόλου του κτιρίο, είναι στημένη η προτομή του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού. Τον Κυπριανό απαγχόνισε στις 9 Ιουνίου 1821 ο Τούρκος κυβερνήτης της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ πασάς, για τη συμμετοχή των Κυπρίων στην ελληνική επανάσταση του 1921. Μετά το θάνατο του Κυπριανού, αρχιεπίσκοπος έγινε ο Ιωακείμ. Τον απαγχονισμό του αρχιεπισκόπου ακολούθησε ο αποκεφαλισμός κι άλλων ιεραρχών και λαϊκών μπροστά στις πόρτες του σεραγιού, ενώ ο αιμοχαρής Κιουτσούκ παρακολουθούσε τις εκτελέσεις απ’ το παράθυρο του ανακτόρου του. Ανάμεσα στους καρατομηθέντες ιεράρχες ήταν κι ο επίσκοπος Πάφου Χρύσανθος, τον οποίο 33 μέρες αργότερα διαδέχθηκε ο νεοεκλεγής επίσκοπος Πανάρετος. Λέγεται πως στο θάνατο του Χρύσανθου συνέβαλε τα μέγιστα και ο κατόπιν αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιωακείμ.
Για την αναγνώριση της εκλογής του Πανάρετου εκδόθηκε απ’ την πύλη στις 12 Αυγούστου 1821 σουλτανικό βεράτι, το οποίο έχει ιδιαίτερη ιστορική σημασία. Στις πρώτες γραμμές του βερατίου αυτού αναγράφεται το εξής καταπληκτικό και σπουδαιότατο για την ιστορία της Κύπρου και ξεσκεπάζει τον προδοτικό ρόλο του τουρκόφιλου και πράκτορα του τυράννου, Ιωακείμ.
‘’Ο Ιωακείμ, ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου’’, λέει το βεράτιο, ‘’έχει υποβάλει αναφοράν, αναφέρουσαν, ότι έχει αποδειχθεί ότι ο επίσκοπος Πάφου Χρύσανθος έχει οδηγήσει τον λαόν εις επανάστασιν και δια τούτο, συμφώνως προς αυτοκρατορικόν διάταγμα, έχει εκτελεστεί και ως εκ τούτου η επισκοπή εχήρευσεν . . .’’
Σε μια πτέρυγα του μεγαλοπρεπούς κι επιβλητικού αυτού μεγάρου, με τις πολλές αψίδες, στεγάζεται Μουσείο Βυζαντινών Εικόνων, το οποίο και επισκεπτόμαστε. Την πτέρυγα αυτή του αρχιεπισκοπικού μεγάρου διέθεσε ο Μακάριος για τη στέγαση του Μουσείου και συνέβαλε προσωπικά στη συλλογή πολλών  σπάνιων εικόνων.
Δίπλα είναι το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και το Μουσείο Αγώνα. Δυστυχώς, παρά την τόση επιθυμία μας να επισκεφτούμε το Μουσείο του Αγώνα, δεν μπορέσαμε. Ήταν κλειστό και τα απογεύματα δεν άνοιγε. Ήταν μια παράλειψη της ξεναγού μας και αδυναμία της να μας πληροφορήσει σωστά, παρ’ ότι της το τονίσαμε έγκαιρα και κατ’ επανάληψη, ώστε να το επισκεφτούμε νωρίτερα, έστω και μόνοι μας, που είχαμε το χρόνο. Είχε την εντύπωση κι αυτή πως είναι ανοιχτό και το απόγευμα. Η ατυχία αυτή με λύπησε πάρα πολύ, γιατί, ένας απ’ τους σκοπούς του ταξιδιού μου, ήταν να επισκεφτώ το Μουσείο Αγώνα. Ύστερα απ’ την επιμονή μου και τις πολλές μου παρακλήσεις στα διπλανά μουσεία, οι υπάλληλοί τους προσπάθησαν με κάθε τρόπο να επικοινωνήσουν με τους αρμόδιους. Φτάσανε, μάλιστα και μέχρι το Υπουργείο Παιδείας, το οποίο προθυμοποιήθηκε να στείλει υπάλληλό του να το ανοίξει. Δεν κατορθώθηκε, όμως, τελικά τίποτα, γιατί δεν βρέθηκε ο διευθυντής του Μουσείου, που είχε τα κλειδιά. Παράλληλα, μας πίεζε και η ώρα της επιστροφής μας για τη Λεμεσό. Έτσι, δυστυχώς, τίποτα δεν καταφέραμε. Κι είχαμε τόσα πολλά να δούμε εκεί μέσα απ’ τους πρόσφατους αγώνες του κυπριακού λαού!
Το Υπουργείο Παιδείας προσφέρθηκε να ανοίξει το Μουσείο την Κυριακή το πρωί για μας αλλά, δυστυχώς, την Κυριακή το πρωί φεύγαμε για την Ελλάδα.
Στενοχωρημένοι για τη μη εκπλήρωση της έντονης αυτής επιθυμίας μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής.


Σάββατο 28 . 9 . ‘85

Σήμερα φεύγουμε αναλόγως αργά απ’ το ξενοδοχείο μας. Το λεωφορείο γυρίζει πρώτα στα άλλα ξενοδοχεία και περνάει τελευταία απ’ το δικό μας, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της πόλης, προς τη μεριά δηλαδή που θα εκδράμουμε σήμερα.
Πάμε στην Πάφο. Μόλις ξεκινήσαμε, όμως, χάλασε το μικρόφωνο και σταματήσαμε κάπου για να το διορθώσουν. Επιδιορθώνεται, ευτυχώς, γρήγορα κι αρχίζει κανονικά η ξενάγησή μας.
Η ξεναγός μας είναι μια πολύ καλή κυρία. Φαίνεται έξυπνη, διαβασμένη, ομιλητική και έχει έναν ξεχωριστό αέρα στην έκφρασή της και στη συμπεριφορά της. Έχει ακριβώς αυτό που πρέπει να έχει ένας που η δουλειά του είναι να συναναστρέφεται διαρκώς με ξένους. Μπορεί να εγγίσει με τα λόγια και τους τρόπους της εσωτερικές χορδές των ξεναγούμενών της και να συγκινήσει τις ψυχές τους.
Ο καιρός και σήμερα είναι πολύ καλός και η διαδρομή φαίνεται πως θα είναι ευχάριστη. Αφήνοντας πίσω μας την πόλη της Λεμεσού, μπαίνουμε σ’ ένα δρόμο περιστοιχισμένο από ψηλά και πυκνά δέντρα. Τα κλωνάρια και τα φυλλώματά τους συμπλέκονται μεταξύ τους ψηλά στον ουρανό και φτιάχνουν μια πράσινη αψίδα πάνω απ’ το λεωφορείο. Το συνεχές κι αδιάκοπο αυτό σύμπλεγμα δίνει την εντύπωση πως προχωράμε μέσα σε κάποιο τούνελ. Τρέχουμε μέσα σε κάποια πρωτότυπη κι ατέλειωτη καταπράσινη στοά. Κάπου-κάπου, ανάμεσα απ’ τα κλωνάρια των δέντρων, διακρίνονται πίσω μας τα μεγάλα κτίρια της Λεμεσού, που όλο και απομακρύνονται στον ορίζοντα.
Πριν από 7 χρόνια, στην πόλη αυτή υπήρχε μόνο ένα μεγάλο κτίριο. Η ηλεκτρική εταιρία. Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλά.
Το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής της Λεμεσού, καθώς και των άλλων πόλεων τροφοδοτεί με ηλεκτρισμό και το τουρκοκρατούμενο τμήμα της Κύπρου. Οι αρχές της κατεχόμενης περιοχής χρωστάνε στην κυβέρνηση της Κύπρου πάνω από 70 εκατομμύρια λίρες για ρεύμα που έχουν ήδη καταναλώσει οι κάτοικοί τους. Παρ’ ότι δε οι Τουρκοκύπριοι του βορείου τμήματος πληρώνουν για το ρεύμα που χρησιμοποιούν, ο Ντεκτάς κατακρατά τα ποσά αυτά και αρνείται να τα καταβάλει στην επίσημη κυβέρνηση του νησιού. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η ελεύθερη Κύπρος, για λόγους ενότητας του πληθυσμού και για αποφυγή περαιτέρω ρίξεων, συνεχίζει την παροχή ρεύματος στα τουρκοκρατούμενα μέρη.
Πλησιάζουμε το χωριό Υψώνας. Οι δεντροστοιχίες συνεχίζουν ακόμα εκατέρωθεν του δρόμου. Δεξιά κι αριστερά απ’ αυτές βλέπουμε φυτείες φυστικιού και μπανάνας, κηπευτικά κι αμπέλια. Μια απ’ τις ποικιλίες σταφυλιών που καλλιεργούνται εδώ είναι και η ποικιλία ‘’Βερικό’’. Πρόκειται για ένα γαλανό και τραγανό σταφύλι, με μακριά τσαμπιά και πολύ μεγάλες ρόγες. Λέγεται πως το όνομα αυτού του σταφυλιού προέκυψε απ’ το εξής περιστατικό. Την εποχή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και κατ’ άλλους αργότερα, κάποιος Άγγλος ευγενής, ταξιδεύοντας στην ύπαιθρο, σταμάτησε σ’ ένα γεωργικό σπίτι και ζήτησε να του δώσουν νερό. Οι κάτοικοι του σπιτιού, μαζί με το νερό, του πρόσφεραν κι ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι με ωραίες τραγανές ρόγες. Ο Άγγλος, μόλις το δοκίμασε, εντιπωσιάστηκε κι είπε ευχαριστημένος Very good, βέρυ γκουτ. Απ’ την παραφθορά των δυο αυτών αγγλικών λέξεων βέρυ-γκουτ προέκυψε το όνομα βέρικο, που χαρακτηρίζει την πραγματικά ωραία αυτή ποικιλία των επιτραπέζιων κυπριακών σταφυλιών.
Το έδαφος στα μέρη αυτά είναι πολύ εύφορο, γιατί η περιοχή εδώ έχει αρκετό νερό.
Έχουμε ήδη μπει μέσα στην αγγλική βάση του Ακροτηρίου. Τρία σχεδόν μίλια προς τα αριστερά μας είναι το αεροδρόμιο της βάσης και πιο μπροστά μας βρίσκεται η βάση της Επισκοπής. Μπροστά μας δεξιά διακρίνεται το κάστρο των Μολοσσών.
Το κάστρο αυτό χτίστηκε τον 14ο αιώνα απ’ τους ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννου των Ιεροσολύμων. Σε λίγο περνάμε τη γέφυρα του ποταμού Κούρρη. Πρόκειται για έναν ξεροπόταμο αρκετά φαρδύ, που κατεβάζει νερό μόνο λίγο διάστημα του χειμώνα. Σήμερα, στην κοίτη αυτού του ποταμού, ψηλότερα πάνω στα βουνά, κατασκευάζεται μεγάλο φράγμα για τη συγκέντρωση νερού για άρδευση. Δίπλα σχεδόν στον ποταμό και δεξιά μας είναι το χωριό της Επισκοπής και αριστερά μας η αρχαία πόλη Κούριον, που ήκμασε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα. Την εποχή της επανάστασης των Ιωνικών πόλεων (499 π.Χ.) η πόλη τάχθηκε με το μέρος των Ελλήνων, αν κι ο βασιλιάς της Στησήνωρας αυτομόλησε αργότερα. Υπάρχουν εδώ ακόμα ερείπια αρχαίων ναών και ανακαλύφτηκαν τάφοι, στους οποίους βρέθηκαν χρυσά και αργυρά νομίσματα.
Διακρίνεται το αρχαίο στάδιο, που καταστράφηκε μαζί με την  πόλη τον 4ο αιώνα.
Σχεδόν αμέσως μπαίνουμε στη βάση της Επισκοπής. Όλα καταπράσινα και περιποιημένα. Ολόκληρη η περιοχή, οι πλαγιές, οι λόφοι, η ατμόσφαιρα, όλα ελκυστικά και όμορφα. Πολύ δίκαια οι Άγγλοι την ονομάζουν The Happy Valley. Η χαρούμενη κοιλάδα. Παντού κήποι, πρασινάδες, γήπεδα. Όλα αξιοποιημένα. Στο βάθος της κοιλάδας, χαμηλά του δρόμου, διακρίνεται το στόμιο ενός τούνελ που οδηγεί στη θάλασσα. Από κει κατεβαίνουν για πιο σύντομα κι ευκολότερα οι οικογένειες των Άγγλων με τ’ αυτοκίνητά τους στην ακτή, που απλώνεται χαμηλά στην αριστερή μεριά του δρόμου. Πιο κάτω, μπροστά μας, ξεπροβάλλει ένα χωριό. Παλιότερα κατοικούνταν μόνον από Τούρκους. Τώρα μένουν σ’ αυτό Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Ανάμεσα στα σπίτια του ξεχωρίζει ψηλά ο μιναρές του. Δεν φαίνεται καθόλου αναπτυγμένο. Η περιοχή εδώ παράγει πρώιμα σταφύλια, τα οποία πουλιούνται ακριβά. Τα κτήματα του χωριού αυτού, καθώς και των άλλων τουρκικών χωριών ανήκουν στους παλιούς Τούρκους κατοίκους τους, που έφυγαν στο τουρκοκρατούμενο έδαφος της Κύπρου. Οι σημερινοί τους καλλιεργητές τα καλλιεργούν μόνο σαν ενοικιαστές, καταβάλλοντας ένα μικρό ενδεικτικό ενοίκιο στο κράτος. Αντίθετα, ο Ντεκτάς διένημε τα κτήματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων της βόρειας Κύπρου στους Τούρκους εποίκους και μάλιστα παραχωρεί και τίτλους κυριότητας σ’ αυτούς.
Το αυτοκίνητό μας συνεχίζει το δρόμο του.
Μπροστά μας, στο βάθος, διακρίνονται οι ακτές της παλιάς Πάφου. Η πόλη αυτή χτίστηκε τον 12ο π.Χ. αιώνα κι ήταν η πιο ξακουστή πόλη της Κύπρου. Χτίστηκε απ’ το βασιλιά Κινύρα, ο οποίος πήρε μέρος και στην εκστρατεία της Τροίας και συνέβαλε ουσιαστικά σ’ αυτή, όπως αναφέρει ο Όμηρος. Ο ναός της Αφροδίτης, όπου υπάρχει μαντείο που έδινε χρησμούς, χτίστηκε απ’ τον Κινύρα σε ανάμνηση της παράδοσης ανάδυσης της θεάς απ’ τους αφρούς των κυμάτων κι αυτός ήταν ο μέγας αρχιερέας του ναού. Γύρω στο ναό υπήρχε ωραίος κήπος, ο κήπος της Αφροδίτης, όπως τον αποκαλούσαν, όπου γίνονταν και οι μεγάλες προς τιμή της θεάς γιορτές. Οι γιορτές αυτές γίνονταν κάθε χρόνο και κρατούσαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Στο ναό αυτό της Αφροδίτης, σύμφωνα με το παλιό ειδολολατρικό φοινικικό έθιμο, έπρεπε να προσέλθει κάθε γυναίκα τουλάχιστο μια φορά στη ζωή της και να συμβρεθεί μ’ έναν ξένο άντρα για το καλό της θεάς. Οι γυναίκες, καθισμένες μέσα στο ναό, περίμεναν να διαλεχτούν απ’ τους άντρες που περιφέρονταν ανάμεσά τους και οι οποίοι, για να δείξουν την εκλογή τους, έριχναν ένα νόμισμα στην ποδιά της γυναίκας που προτιμούσαν. Αυτό το νόμισμα απ’ τη στιγμή εκείνη ήταν ιερό και θεωρούνταν σαν το σπουδαιότερο και ιερότερο δώρο που έπαιρνε η γυναίκα στη ζωή της. Ύστερα απ’ την εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας της θεάς, η γυναίκα ξαναγύριζε στην οικογένειά της.
Υπήρχαν και γυναίκες που περίμεναν μήνες και χρόνια στο ναό για να τις διαλέξει και να τις πάρει κάποιος άντρας, γιατί με τα κάλλη που διέθεταν δεν κατάφερναν να συγκινήσουν κανένα.
Στο σημείο απ’ το οποίο αναδύθηκε η θεά απ’ τα κύματα και λίγα μέτρα μέσα στη θάλασσα υπάρχει ένας τεράστιος ογκόλιθος, που δεν έχει την ίδια γεωλογική υφή με το γύρω έδαφος της περιοχής. Ο βράχος αυτός ονομάζεται σήμερα ‘’η πέτρα του Ρωμιού’’. Λέγεται πως την πέτρα αυτή απέσπασε απ’ τις κορυφές του κυπριακού Ολύμπου ο Διγενής Ακρίτας και την έφερε εδώ. Από ένα δε κοντινό ύψωμα την εκσφενδόνισε κατά των αραβικών πλοίων, που επέδραμαν κατά της Κύπρου τον 7ο αιώνα και τα κατέστρεψε όλα. Έτσι, οι Άραβες επιδρομείς έφυγαν απ’ το νησί κακήν-κακώς.
Στο σημείο αυτό παλιότερα γίνονταν γιορτές για τη νιότη. Στη διάρκεια των γιορτών, οι κοπέλες που κατέφταναν απ’ όλα τα σημεία του νησιού έκαναν βαρκάδα στα νερά της Αφροδίτης, πιστεύοντας πως, όσες καταφέρουν να κάνουν μια βόλτα με τη βάρκα πάνω στα νερά της Αφροδίτης, θα έβρισκαν ταίρι και θα παντρεύονταν εκείνο το χρόνο. Δυστυχώς, λόγω της πληθώρας των κοριτσιών που έρχονταν στις γιορτές αυτές και τις κατά συνέπεια ελλείψεις πλεούμενων, υπήρχαν και κοπέλες που, παρά την επιμονή τους, δεν κατάφερναν να πλεύσουν, έστω και για λίγο πάνω στα αφρόλουστα κύματα της θεάς του έρωτα. Έτσι, έφευγαν απογοητευμέενες και χωρίς ελπίδα πως θα παντρεύονταν σύντομα.
Στο χώρο αυτό είχε χτιστεί κατά τον 9ο αιώνα απ’ τους βυζαντινούς χριστιανικός ναός της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος ήκμασε ως τον 11ο περίπου αιώνα. Μετά, με τις επιδρομές των Σταυροφόρων και την επικράτηση των Καθολικών, ο ναός παρήκμασε και σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε και καταστράφηκε.
Την Πάφο έχτισε ο γιος του Πυγμαλίωνα, Πάθος και της έδωσε το όνομά του. Αρχικά ονομαζόταν Πάθος αλλά με τον καιρό η λέξη υπέστη παραφθορά κι έγινε Πάφος. Εδώ, ο Πάθος, καλός γλύπτης καθώς ήταν, έφτιαξε ένα ωραίο άγαλμα μιας πανέμορφης γυναίκας, Επειδή το μάρμαρο που χρησιμοποίησε ήταν κατάλευκο σαν το γάλα, ο Πάθος ονόμασε τη γυναίκα του αγάλματός του Γαλάτεια. Εκδηλώνοντας τη μεγάλη του αγάπη για το κατασκεύασμά του αυτό, ο γλύπτης φίλησε μια μέρα τη μαρμάρινη γυναίκα, η οποία, όπως λέει ο μύθος, αμέσως πήρε σάρκα και οστά, ζωντάνεψε κι έγινε γυναίκα του.
Στα ερείπια της αρχαίας Πάφου υπάρχει το σπήλαιο της αγάπης και τα σπήλαια των τάφων των βασιλέων. Τα σπήλαια των τάφων καταλαμβάνουν ένα μεγάλο άπλωμα κοντά στη θάλασσα. Οι τάφοι είναι σκαμμένοι βαθιά στο μαλακό από πορόλιθο έδαφος και χρονολογούνται απ’ την αρχαιότατη εποχή. Οι πολλές στοές τους και οι δαιδαλώδεις διακλαδώσεις τους εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη και προκαλούν το θαυμασμό.
Κέντρο κάθε συγκροτήματος τάφων είναι ένα ευρύχωρο σχετικά δωμάτιο και γύρω-γύρω σ’ αυτό μέσα στους τοίχους του είναι ανοιγμένοι οι τάφοι. Ως επί το πλείστον αυτοί ήταν τάφοι πλουσίων και αξιωματούχων της πόλης. Παρά το σημερινό τους όνομα, δεν ήταν τάφοι βασιλέων. Τους τάφους αυτούς χρησιμοποίησαν αργότερα για την ταφή των νεκρών τους και οι Ρωμαίοι, καθώς και οι Πτολεμαίοι. Σήμερα τους επισκέπτονται εκατοντάδες τουρίστες καθημερινά.
Σε κάποια άλλη άκρη του χώρου της αρχαίας Πάφου βρίσκεται η κατακόμβη της Αγίας Σολομονής.
Πρόκειται για κάποιο σπήλαιο ανοιχτό και βατό σήμερα, με χοντροκομμένα σκαλοπάτια στο έδαφος, που οδηγούν κάτω στο εκκλησάκι, που χρονολογείται απ’ τον 12ο αιώνα και στο χώρο του έζησε η Αγία. Αριστερά υπάρχει άλλος ένας χώρος-δωμάτιο, όπου λέγεται ότι πέθανε η Αγία Σολομονή. Ανάμεσα στους δυο αυτούς χώρους ξανοίγεται μια πετρόσκαλα με καμιά εικοσαριά σκαλιά, που οδηγεί βαθύτερα σε μια σκοτεινή τρύπα, όπου υπάρχει, όπως λένε, αγίασμα. Το έδαφος εκεί μέσα φαίνεται υγρό. Το κατέβασμα στο χώρο αυτό είναι επικίνδυνο και δεν το επιτρέπουν οι συνοδοί μας.
Έξω, στην επιφάνεια του εδάφους, ένα μεγάλο και πυκνόφυλλο δέντρο, ηλικίας πάνω από πεντακόσια χρόνια, σκεπάζει με τα πυκνά κλαδιά του ολόκληρο σχεδόν το σπήλαιο. Πολλά μαντίλια, φανελάκια και κάλτσες, αφιερώματα στην Αγία, δεμένα στα χαμηλά κλωνάρια του, δίνουν μια διαφορετική μορφή στην όψη του δέντρου και προσθέτουν κάτι το αλλόκοσμο στο όλο περιβάλλον του σπηλαίου. Εδώ κάτω, μέσα στον υγρό κι ανήλιο αυτό χώρο, αποσύρθηκε η Αγία Σολομονή, ύστερα απ’ το θάνατο των 7 παιδιών της, των επτά Μακκαβαίων και στο βάθος αυτής της κατακόμβης έζησε ολομόναχη τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, ώσπου πέθανε.
Στη συνέχεια επισκεπτόμαστε το οίκημα με τα αρχαία μωσαικά. Εδώ πρόκειται πραγματικά για αριστουργήματα ψηφιδωτών. Όλα διατηρήθηκαν στη θέση που βρέθηκαν και όπως βρέθηκαν. Όλα αυτά μαζί συγκροτούσαν ένα αρχαίο σπίτι, με τα δωμάτιά του, τα σαλόνια του, τους διαδρόμους και τους λοιπούς χώρους του. Η αρχαιολογική υπηρεσία σκέπασε την όλη έκταση, αναδημιουργώντας το αρχαίο σπίτι και διαιρώντας το με ανοιχτούς ξύλινους διαδρόμους και χαμηλές γέφυρες στα αρχικά του δωμάτια. Κάθε δωμάτιο φέρνει και διαφορετικές παραστάσεις στο πάτωμά του. Οι κατασκευαστές των παραστάσεων αυτών πήραν τα θέματά τους απ’ την αρχαία μυθολογία. Η συμμετρία, η ζωντάνια και τα χρώματα των ψηφιδωτών δεν περιγράφονται. Αλλού υπάρχουν παραστάσεις του Διόνυσου με την Ακμή, αλλού του Ικάριου με τους πρώτους κρασοπότες κι αλλού χορεύει ο Διόνυσος με τους τραγοπόδαρους Σάτυρους. Στο δάπεδο ενός δωματίου απεικονίζονται σκηνές κυνηγιού με ολοζώντανα ελάφια ή λεοντάρια ή τίγρεις να τρέχουν μανιασμένα. Στο άλλο βλέπει κανείς άμαξες με ταύρους, άρματα με άλογα ή λύκαινες και σκυλιά αγριεμένα. Στο επόμενο βλέπει τη νύφη Δάφνη να μεταβάλλεται σε θάμνο, προσπαθώντας έτσι να κρυφτεί και ν’ αποφύγει την καταδίωξη του Απόλλωνα και παραπέρα τον ωραίο θεό να δαφνοστεφανώνεται με τα κλωνάρια που κόβει απ’ το σώμα της αγαπημένης του. Πιο πέρα απ’ το χώρο των ψηφιδωτών διακρίνονται τα ερείπια του Ωδείου του Ασκληπιού.
Προς το άλλο άκρο της Πάφου βρίσκεται η εκκλησία της Χρυσοσπηλιώτισσας ή της Αγίας Κυριακής, που χτίστηκε τον 13ο αιώνα. Η εκκλησία αυτή υπέστη πολλές κατά καιρούς καταστροφές από σεισμούς, επιδρομές βαρβάρων κι αλλοθρήσκων, γι’ αυτό και χτίστηκε οχτώ φορές. Δίπλα στο σημερινό κτίριο υπάρχουν ερείπια αρχαίου ναού και πίσω απ’ αυτόν υπήρχε καθολική εκκλησία, η οποία καταστράφηκε απ’ τους Τούρκους κατά τον 16ο αιώνα. Εδώ, στο χώρο αυτής της εκκλησίας, έγινε χριστιανός ο Ρωμαίος κυβερνήτης του νησιού Σέργιος και πήρε το όνομα Παύλος, όταν ο Απόστολος Παύλος και ο Βαρνάβας επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το νησί. Το όνομά του αναφέρεται στις ‘’Πράξεις των Αποστόλων’’ (ιγ-6). Απέναντι απ’ την εκκλησία στέκεται βουβή κι απομονωμένη, γεμάτη όμως παρελθόν και ιστορία η ‘’Κολόνα του Παύλου’’. Πρόκειται για μια μαρμάρινη στήλη, ύψους ενός περίπου μέτρου, όπου οι Ρωμαίοι έδεσαν και μαστίγωσαν τον Παύλο. Τότε ήταν πολύ μεγαλύτερη αλλά στα κατοπινά χρόνια, οι γυναίκες έκοβαν κομματάκια της για φυλαχτό και γι’ αυτό έμεινε όση είναι σήμερα. Η ‘’κολόνα του Παύλου’’ ήταν το τελευταίο αξιοθέατο που είδαμε στην Πάφο. Ύστερα απ’ αυτόν το σταθμό παίρνουμε πλέον το δρόμο για τη Λεμεσό.
Στην επιστροφή σταματάμε στην ‘’πέτρα του Ρωμιού’’, στο σημείο ανάδυσης της Αφροδίτης απ’ τη θάλασσα, για μια μικρή διακοπή. Πολλοί και ιδίως γυναίκες κολυμπούν ή βρέχουν τα πόδια του στα νερά αυτά. Θέλουν να γίνουν κι αυτές δέκα χρόνια νεότερες, όπως γίνονται όλες όσες κολυμπήσουν στην ακτή της Αφροδίτης, όπως λέει η παράδοση.
Στην επιστροφή ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο και θαυμάζουμε για άλλη μια φορά τις φυτείες της μπανάνας και του φυστικιού, που καλύπτουν τις ανοιχτές εκτάσεις γύρω μας. Παράλληλα θαυμάζουμε την εργατικότητα και τη μεθοδικότητα των Κυπρίων αγροτών και τεχνιτών. Εδώ φτιάχνουν εκείνο που θέλουν να φτιάξουν και δεν αρκούνται σε κείνο που θα προκύψει απ’ τη ραθυμία, την άγνοια και τον ωχαδελφισμό του πρώτου τυχόντα ‘’τεχνίτη’’. Όλοι δουλεύουν κι όλοι φαίνεται πως ξέρουν τι κάνουν. Γι’ αυτό και η ανεργία στην Κύπρο είναι μόλις 3%.
Αξίζει να σημειωθεί σαν κατακλείδα, ότι η Κύπρος είναι η τρίτη χώρα στον κόσμο, μετά την Αμερική και τον Καναδά, σε ποσοστό επιστημόνων και εγγραμμάτων σε αναλογία με τον πληθυσμό της.

ΤΕΛΟΣ

No comments:

Post a Comment