Wednesday, January 12, 2011

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Τα υφαντουργεία και τα ανθρακωρυχεία αληθινή κόλαση για τους μικρούς εργαζόμενους.

Όταν ο ατμός υπερσκέλισε τη δύναμη του ‘’πίπτοντος ύδατος’’, που ως τότε κινούσε τις μηχανές των περισσότερων βιοτεχνιών και εργοστασίων της Βρετανίας, τότε άλλαξε και η βιομηχανική όψη της χώρας αυτής.
Η χρήση του ατμού προϋπόθετε αρκετή καύσιμη ύλη, δηλαδή μπόλικο κάρβουνο. Γι’ αυτό και τα εργοστάσια μετακινήθηκαν με ταχύ ρυθμό και κατά το πλείστο συγκεντρώθηκαν στις ανθρακοπαραγωγικές περιοχές. Ταυτόχρονα κι όπως ήταν φυσικό, υπεραυξήθηκε και η ζήτηση του λιγνίτη, γεγονός το οποίο δημιούργησε έντονη ζήτηση εργατών.
Την ίδια περίπου εποχή έγιναν διάφορες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, σχετικές με τη χρήση της δημόσιας γης, οι οποίες οδήγησαν τον αγροτικό πληθυσμό έξω απ’ τα κτήματα που καλλιεργούσε ως τώρα και τον αποστέρησαν απ’ τα παλιά κι ως τώρα καθιερωμένα δικαιώματά του πάνω σ’ αυτά. Επίσης, την ίδια εποχή, η πρόοδος της μηχανοκινούμενης βιομηχανίας εξουδετέρωσε τα χειροποίητα κατασκευάσματα των μικροτεχνιτών και τα αποστέρησε από κάθε ανταγωνιστικότητα, εκμηδενίζοντας σχεδόν την εμπορευσιμότητά τους και την εμπορική τους αξία. Το γεγονός αυτό αποστέρησε κάθε πόρο ζωής απ’ τους μικροτεχνίτες, ρίχνοντας τις οικογένειές τους σε αφόρητη φτώχεια και αφανισμό.
Έτσι, σιγά-σιγά –και τούτο λόγω έλλειψης γρήγορων μεταφορικών μέσων (δεν υπήρχαν ακόμα οι σιδηρόδρομοι κλπ.)- ο λαός της υπαίθρου συγκεντρώθηκε μέσα ή γύρω στις βιομηχανικές πόλεις, ζητώντας δουλειά στα εργοστάσια.
Η ζωή του τόσο άτακτα μετακινηθέντα πληθυσμού έγινε δυσκολότερη, γιατί στις ίδιες περιοχές κατέφτασαν και εξίσου πεινασμένοι και ρακένδυτοι μετανάστες απ’ τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Όλοι τους ήταν ανειδίκευτοι εργάτες, χωρίς καμιά γνώση, καμιά οργάνωση άλλη, έστω και υποτυπώδη εργοστασιακή εμπειρία. Το μόνο που γνώριζαν κι επιδίωκαν όλοι αυτοί οι ταλαίπωροι πληθυσμοί ήταν να προσπαθήσουν να διατηρηθούν με κάθε τρόπο στη ζωή.
Την αξιοθρήνητη αυτή κατάσταση του άπορου πλήθους εκμεταλλεύτηκαν άσπλαχνα και συστηματικά οι καιροφυλακτούντες πάντοτε (αυτό κατά γενικό κανόνα) εργοστασιάρχες και οι κάθε είδους εργοδότες. Αύξαναν τις ώρες εργασίας σ’ απίστευτο σημείο κι ελάττωναν τις αμοιβές σε αφάνταστα χαμηλά επίπεδα. Η πληθώρα των εργατικών χεριών τους επέτρεπε να μεταχειρίζονται κάθε απάνθρωπο μέσο.
Μικρά παιδάκια 6 ή 7 χρόνων και ενήλικες και των δύο φύλων εργάζονταν νυχθημερόν στα εργοστάσια κάτω απ’ τις χειρότερες συνθήκες, χωρίς να μπορούν να εξοικονομήσουν κι αυτά ακόμα τα τελείως απαραίτητα για τη ζωή.
Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και παιδάκια 3 και 4 χρόνων δούλευαν, χωμένα στις στοές των ορυχείων, μέσα σε στενά ανοίγματα ρωγμών ή μπροστά σε ταχυκίνητα γρανάζια επικίνδυνων μηχανημάτων.
Πολλές φορές οι ίδιοι οι γονείς, πιεσμένοι από αβάσταχτες οικονομικές συνθήκες, αναγκάζονταν να φέρνουν και τα παιδιά τους στη βαριά κι ανθυγιεινή δουλειά των ανθρακωρυχείων, όπου δούλευαν και οι ίδιοι. Και, επειδή η αμοιβή των μικρών παιδιών ήταν μηδαμινή και η αποδοτικότητα υπολογίσιμη, οι εργοδότες, στην αρχή μεν δέχονταν τα παιδάκια στη δουλειά, αργότερα δε πίεζαν και ανάγκαζαν τους γονείς να τα φέρνουν στα εργοστάσια και στα ορυχεία με το ζόρι ή απειλώντας τους μάλιστα με απόλυση αν δεν τα φέρουν.
Έτσι, με την αθρόα και γενική προσέλευση των μικρών παιδιών καλύπτονταν εύκολα οι ανάγκες των εργοδοτών σε εργατικά χέρια, πράγμα το οποίο τους έδινε τη δυνατότητα να μην προσλαμβάνουν ενήλικες, να απολύουν με το παραμικρό ή και χωρίς λόγο όσους και όποιους ήθελαν και να ελαττώνουν συνέχεια τις αμοιβές και τα μεροκάματα, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις ώρες εργασίας.
Τα ίδια τα παιδιά, δηλαδή, γίνονταν, χωρίς να το θέλουν, αιτία της κακής μοίρας των γονιών τους και αποτελούσαν τη μείωση στο ελάχιστο των δικών τους αποδοχών και των αποδοχών των ενηλίκων.
Οι ώρες εργασίας κυμαίνονταν από 12 σε κανονικές περιόδους κι έφταναν τις 19 σε περιόδους αιχμής. Κανόνες δουλειάς και τρόποι μεταχείρισης των μικρών παιδιών δεν υπήρχαν. Όλα αφήνονταν στην κρίση και στη συνείδηση των εργοδοτών και των τοποθετημένων απ’ αυτούς επιστατών, οι οποίοι δεν είχαν, όπως και τα αφεντικά τους, ούτε κρίση ούτε συνείδηση.
Κτηνωδίες, βαρβαρισμοί, μαστιγώματα και ξυλοδαρμοί μέσα στις δουλειές ήταν καθημερινά και συνεχή φαινόμενα και μέσα αναγκαία, όπως έλεγαν οι εφαρμοστές τους, για να κρατούν τα παιδάκια πειθαρχημένα και ξύπνια.
Και τι τραγικό!! Εν μέρει είχαν ‘’δίκιο’’! Γιατί, τα μικρά παιδάκια, κατάκοπα κι εξαντλημένα απ’ την ασταμάτητη και πολύωρη δουλειά, αποκοιμιόταν στα πόδια τους και κινδύνευαν να πέσουν από στιγμή σε στιγμή μέσα στα βάραθρα των ορυχείων ή ανάμεσα στα κινούμενα μηχανήματα και να κατασυντριβούν.
Τέτοια δυστυχήματα δεν ήταν καθόλου σπάνια, αλλά είχαν καταντήσει συνηθισμένα καθημερινά φαινόμενα, Πολλές φορές και οι ίδιοι οι γονείς αναγκάζονταν να παρατηρούν αυστηρά τα παιδιά τους, να τα φέρονται βάναυσα και να τα δέρνουν απάνθρωπα, προσπαθώντας να αυξήσουν έτσι την προσοχή τους και να την διατηρήσουν έντονη κατά την ώρα της δουλειάς και σ’ όλη τη μακροχρόνια διάρκεια της βάρδιας τους.
Οι εργοδότες ανάγκαζαν τα παιδάκια την ώρα του φαγητού, να μην κάθονται αλλά να τρυπώνουν ανάμεσα στα κόσκινα ή άλλα εξαρτήματα των μηχανών, για να τα καθαρίζουν και να τα συντηρούν, κρατώντας στο ένα χεράκι το ψωμί τους και στο άλλο μια βούρτσα, ένα κουρελόπανο ή κάποιο βαρύ ξυστήρι. Δεν ήταν δε καθόλου σπάνιες οι περιπτώσεις, που το καθάρισμα αυτό γίνονταν την ώρα που οι μηχανές εργάζονταν ή μετακινούνταν. Έτσι, οι μικροί εργάτες διέτρεχαν σε κάθε στιγμή τον κίνδυνο να πολτοποιηθούν ή να καταστρέψουν κυριολεκτικά και μια ώρα γρηγορότερα την υγεία τους απ’ την καρβουνόσκονη και τους καπνούς, που με αφθονία γέμιζαν τα τρυφερά πνευμόνια τους.
Αυστηρότατη πειθαρχία εφαρμόζονταν στους χώρους εργασίας απ’ τους εργοδότες και τους επιστάτες τους, σε μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμιά διάκριση. Συνηθισμένη τιμωρία για μια καθυστέρηση προσέλευσης στη δουλειά ήταν το μαστίγωμα και το χάσιμο του μεροκάματου. Για το άνοιγμα ενός παράθυρου (το άνοιγμα των παραθύρων απαγορεύονταν) σε κάποιο θάλαμο, όπου η θερμοκρασία ήταν 80ο  ή 85ο F το πρόστιμο ήταν 1 σελλίνι. Εδώ ας σημειωθεί ότι ο μισθός των μικρών παιδιών ήταν 3 σελλίνια την εβδομάδα. (Η λίρα είχε 20 σελλίνια και το σελλίνι 12 πέννες).
Αν κάποιος έκαιγε το γκάζι λίγο περισσότερο το πρωί, πλήρωνε για τιμωρία 2 σελλίνια. Αν συλλαμβάνονταν να πλένεται και επομένως ξόδευε νερό, πλήρωνε πρόστιμο 1 σελλίνι. Αν έδειχνε κάποια ευδιαθεσία στη δουλειά κι αποτολμούσε να σφυρίξει κάποιο σκοπό, τιμωρούνταν με αφαίρεση 1 σελλινιού απ’ το μισθό του.
Κάθε εργοστάσιο είχε τους δικούς του κανονισμούς, τους οποίους όλοι οι εργαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να τους τηρούν κατά γράμμα.
Όπως γράφει ο J. Hammond στο βιβλίο του ‘’Ο εργάτης της πόλης’’, σε κάποιο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας κοντά στο Μάντσεστερ δεν επιτρέπονταν στους εργάτες να πίνουν νερό απ’ το εργοστάσιο. Ακόμα και το νερό της βροχής ανήκε στο εργοστάσιο, γι’ αυτό και συγκεντρώνονταν προσεχτικά και κλειδώνονταν απ’ τους φύλακες.
Οι εργατικές συνθήκες βελτιώθηκαν με πολύ βραδύ ρυθμό κι ύστερα από δύσκολους αγώνες. ΄Αρχισαν απ’ τα εργοστάσια βαμβακιού και χρειάστηκαν πενήντα ολόκληρα χρόνια για να πετύχουν, τουλάχιστο στα χαρτιά, δεκάωρη ημερήσια εργασία.
Μερικές διατάξεις επεκτάθηκαν και σ’ άλλα υφαντουργεία κατά το 1833. Αλλά, μόνο το 1861 συμπεριέλαβαν ολόκληρη τη βιομηχανία.
Τις βιομηχανικές μεταρρυθμίσεις και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργατών υποστήριξαν, μαζί με τα υποτυπώδη σωματεία και ορισμένα μέλη της Αγγλικανικής και Ευαγγελικής Εκκλησίας, καθώς και μέλη άλλων χριστιανικών ομάδων της Αγγλίας. Επίσης, τις υποστήριξαν και πολλοί γαιοκτήμονες, ίσως γιατί δεν αφορούσαν άμεσα αυτούς κι ίσως γιατί ήθελαν έτσι να δείξουν την αντίθεσή τους προς τους βιομηχάνους. Τις αντέκρουσαν, όμως, με κάθε μέσο οι εργοστασιάρχες, υποστηρίζοντας πως οι μεταρρυθμίσεις αυτές, εκτός απ’ το ότι είναι μια προκλητική ανάμιξη στην ιδιωτική περιουσία, θα αυξήσουν, αν εφαρμοστούν, αφάνταστα το κόστος της παραγωγής. Τόσο πολύ επέμεναν στις απόψεις τους αυτές οι εργοστασιάρχες και τόσο τραγικά παρουσίαζαν τα πράγματα, ώστε έδιναν την εντύπωση, ότι όλη η οικονομική ευμάρεια των βιομηχανικών περιοχών του Γιορκσάιρ και του Λάνγκσαϊρ κι ολόκληρης της Αγγλίας, εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από μερικές χιλιάδες μικρών εργαζόμενων παιδιών.
Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς αυτούς των εργοστασιαρχών μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων ο Ουίλλιαμ Κόμπετ είπε χαρακτηριστικά: ‘’Μας είπαν, ότι το ναυτικό μας είναι η δόξα της χώρας μας . . . Μας είπαν, ότι η ευφορία της γης μας έχει το μερίδιό της στο μεγαλείο της πατρίδας μας και ότι δίκαια θα πρέπει να θεωρείται το καμάρι και η δόξα της Αγγλίας . . . Η Τράπεζα της Αγγλίας, επίσης, θέλει να καμαρώνει για τη συμβολή της στην πρόοδο της χώρας μας κι ότι η οικονομική δυναμικότητα των Άγγλων οφείλεται στους τραπεζίτες . . . Τώρα, όμως, έγινε μια νέα εκπληκτική ανακάλυψη. Ανακαλύφθηκε πως όλο αυτό το μεγαλείο μας και η ευδαιμονία μας και ολόκληρη η έντονη υπεροχή μας πάνω στα άλλα έθνη χρωστιέται στις λίγες χιλιάδες μικρών κοριτσιών του Λάνγκσαϊρ. Κάναμε, λοιπόν, τελευταία τη σπουδαία ανακάλυψη πως, αν αυτά τα κοριτσάκια δουλέψουν δυο ώρες λιγότερο τη μέρα, απ’ ό,τι δουλεύουν σήμερα, η χώρα μας θα καταστραφεί. Ότι το δύωρο αυτό των μικρών κοριτσιών θα επιτρέψει στα άλλα έθνη να μας συναγωνιστούν και θα συντελέσει στο να τεθεί τέρμα στην υπερανθούσα οικονομία μας και ότι τελικά η Αγγλία θα πέσει στη ζητιανιά’’.
Την εποχή εκείνη, παράλληλα με τις προσπάθειες για τις εργατικές μεταρρυθμίσεις, γίνονταν κι ένας αγώνας για την κατάργηση της σκλαβιάς.
Παράδοξα, πολλοί απ’ τους εργοστασιάρχες, που πολέμησαν τις εργατικές μεταρρυθμίσεις, τάχτηκαν υπέρ της κατάργησης της σκλαβιάς και της απελευθέρωσης των νέγρων σκλάβων. Η περίεργη αυτή στάση των βιομηχάνων ανάγκασε τον Π. Οάλτερ να γράψει και το εξής χαρακτηριστικό στο δημοσίευμά του για τη ‘’Σκλαβιά του Γιορκσάιρ,’’ συνδυάζοντας τις δυο κινήσεις της εποχής κι αναφερόμενος στους ‘’μικρούς λευκούς σκλάβους των εργοστασίων’’.
‘’Τι κρίμα, που αυτές οι 35 χιλιάδες μικρών παιδιών των εργοστασίων συμπίπτει να είναι λευκοί και όχι νέγροι’’!
Παρά το γεγονός, ότι πάρα πολλοί εργοστασιάρχες αντέκρουσαν τις εργατικές μεταρρυθμίσεις και πάρα πολλοί γαιοκτήμονες τις υποστήριζαν, στην πραγματικότητα οι Whigs (Φιλελεύθεροι) ήταν εκείνοι που θέσπισαν την πιο ενδιαφέρουσα εργατική νομοθεσία.
Ο λόρδος Άσλεϋ, ένας υπέρμαχος των εργατών αλλά και ένας απ’ τους διάσημους Τόρυδες (Συντηρητικούς), διαμαρτύρονταν οργισμένος στη βουλή, όταν φώναζε δυσαρεστημένος, ότι είχε μεγαλύτερη υποστήριξη απ’ τους αντιπάλους του, παρά απ’ τους οπαδούς του κόμματός του.

WHIGS: Η λέξη έχει σκωτσέζικη προέλευση κι έτσι αποκαλούσαν αρχικά τους κλέφτες των βοδιών και των αλόγων. Επίσης, έτσι χαρακτήριζαν και τους Σκωτσέζους πρεσβυτεριανούς, γιατί τους θεωρούσαν θρησκευτικούς αναρχικούς. Αργότερα, με τον όρο αυτό ονομάστηκαν εκείνοι που αρνούνταν στον Ιάκωβο το 2ο το κληρονομικό δικαίωμα πάνω στο θρόνο της Αγγλίας, κυρίως γιατί ήταν Ρωμαιοκαθολικός.
TORYS: Ο όρος είναι ιρλανδικός και χαρακτήριζε εκείνους που αντιτίθενταν στους WHIGS και υποστήριζαν το κληρονομικό δικαίωμα του Ιάκωβου του 2ου, παρά τη Ρωμαιοκαθολική πίστη του.
Ο αρχικός έντονος διαχωρισμός των δύο αυτών ομάδων αμβλύνθηκε αισθητά, ύστερ’ απ’ την επανάσταση του 1688-89, η οποία ήταν επίτευγμα και των δύο μερίδων.
Έτσι, οι Τόρυδες παραδέχτηκαν ένα μέρος απ’ τις ιδέες των Ουίγκς, περί περιορισμένης συνταγματικής μοναρχίας, ενώ οι Ουίγκς ασπάστηκαν ένα μέρος των πεποιθήσεων των Τόρυδων περί απόλυτης μοναρχίας.
Οι Ουίγκς συγκέντρωναν στους κόλπους τους τις αριστοκρατικές οικογένειες των μεγαλογαιοκτημόνων και τους οικονομικούς παράγοντες των μεσαίων τάξεων. Αυτοί, με τον καιρό κι ύστερα απ’ το 1815, ονομάστηκαν Φιλελεύθεροι (Ράσσελ, Γκλάδστον κλπ.).
Οι Τόρυδες συγκέντρωναν τους Αγγλικανούς μοναρχικούς και ονομάστηκαν κι αυτοί μετά τους ναπολεόντιους πολέμους Συντηρητικοί (Πηλ, Ντισραέλυ κλπ).
Είναι, βέβαια, δύσκολο να τραβήξει κανείς μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις θέσεις των δύο κομμάτων εκείνης της εποχής πάνω στο θέμα αυτό. Και τούτο απ’ το γεγονός ότι στην αρχή ο Σάντλερ (Τόρυς τραπεζίτης) κι ο Όαστλερ (Τόρυς), μετά ο Άσλεϋ (Τόρυς γαιοκτήμονας), ύστερα ο Φίεντλεν (ριζοσπαστικός εργοστασιάρχης) κλπ. ηγήθηκαν κατά καιρούς στην κίνηση των εργατικών μεταρρυθμίσεων μέσα στο κοινοβούλιο.
Η κίνηση αυτή συχνά σημαδεύτηκε από σύγχυση και επέφερε πολλές κατά καιρούς κομματικές αποστασίες.
Όπως λέγουν οι Χάστινς και Χάρρισον στο βιβλίο τους ‘’Η Ιστορία της Εργατικής Νομοθεσίας’’, η εφημερίδα ‘’The Leeds Times’’ έγραφε το 1844 για το θέμα αυτό: ‘’Οι συζητήσεις και οι διαιρέσεις πάνω στο εργατικό νομοσχέδιο είναι απ’ τις πιο μπερδεμένες και ταυτόχρονα απ’ τις πιο γελοίες κι αδικαιολόγητες’’.
Ο Γκρέβιλλ έγραφε για το ίδιο θέμα στα απομνημονεύματά του το 1844: ‘’Ουδέποτε ξαναθυμήθηκα τέτοιου είδους συζητήσεις. Ουδέποτε έζησα πιο σοβαρή και πιο κρίσιμη κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων. Ουδέποτε είδα τόσο μπέρδεμα των κομμάτων, τόση σύγχυση με την αντιπολίτευση . . . αλλά και τόσο ζήλο, τόση δριμύτητα και τόση εχθρότητα . . . Πόσες και πόσες μομφές δεν επερρίφθηκαν πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη πλευρά . . . Η κυβέρνηση εγκαταλείφτηκε σχεδόν απ’ τους μισούς υποστηριχτές της . . . Η αντιπολίτευση διαιρέθηκε . . . Ήταν πραγματικά μια πολύ παράξενη και πρωτοφανής υπόθεση’’.
Το κράτος και νωρίτερα είχε δείξει κάποιο αμυδρό ενδιαφέρον για την τύχη των εργατών και ιδιαίτερα των τελείως απροστάτευτων κι αδύναμων, γι’ αυτό και το 1802 ψήφισε το νόμο περί ‘’Υγείας και Ηθικής των Μαθητευομένων Τεχνιτών.’’
Ο νόμος αυτός προέβλεπε μόνο περιπτώσεις ορφανών και τελείως απόρων παιδιών, που εργάζονταν σε υδροκινούμενα τότε εργοστάσια. Είχε ατονίσει, όμως, απ’ την ώρα ακόμα της ψήφισής του κι είχε καταντήσει νεκρό γράμμα, πριν ακόμα τεθεί σε εφαρμογή.
Λίγο αργότερα, ο επιχειρηματίας και μεταρρυθμιστής Ρόμπερτ Όουεν, με την επιμονή του πάνω στα εργατικά ζητήματα και το ενδιαφέρον του για τους ανήλικους εργάτες, έστρεψε την προσοχή του πρωθυπουργού Πηλ προς τα εργαζόμενα παιδάκια στα ατμοκίνητα εργοστάσια.
Το 1815 ένα νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη βουλή και προέβλεπε μεταρρυθμίσεις στα εργατικά ζητήματα πολεμήθηκε με τόση επιμονή κι απορρίφτηκε με τέτοια μανία, ώστε χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια και να το ξαναεξετάσουν τρεις επιτροπές (το 1816, 1818 και 1819) πριν ξανάρθει για συζήτηση.
Αλλά και οι θέσεις των διαφόρων επιτροπών που το μελέτησαν απείχαν κατά διάμετρο μεταξύ τους, σε σημείο που η μια αντέκρουε σε βασικά και ουσιώδη σημεία την άλλη, χρησιμοποιώντας πολλές φορές και εξωφρενικά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν τις παράλογες απόψεις τους.
Μάλιστα, η επιτροπή του 1818 κάλεσε ακόμα και γιατρούς να καταθέσους και να διαβεβαιώσουν, πως τίποτα το μεμπτό ή επικίνδυνο δεν υπήρχε στα εργοστάσια και στα ορυχεία σ’ ό,τι αφορούσε τις συνθήκες εργασίας των μικρών παιδιών. Οι γιατροί κατέθεσαν και διαβεβαίωσαν (!) πως όλα πήγαιναν ρολόι, αλλά τη μαρτυρία τους αυτή την απέρριψε η επιτροπή του 1819.
Στη συνέχεια, το νομοσχέδιο πέρασε απ’ τη βουλή αλλά η ισχύς του περιορίστηκε μόνο στα βαμβακοεργοστάσια. Κι αυτό πάλι ήταν δώρο, γιατί με προγενέστερες νομοθεσίες ήδη απαγορεύονταν, τυπικά βέβαια, στα εργοστάσια αυτά να προσλαμβάνουν εργάτες παιδάκια κάτω των 9 ετών. Περιόριζε μόνο τις ώρες εργασίας για παιδιά κάτω των 16 ετών σε 12 την ημέρα. Δεν καθόριζε, όμως, σαν απαραίτητο για τη διαπίστωση της ηλικίας του προσλαμβανόμενου παιδιού κανένα αποδεικτικό στοιχείο κι ούτε επέβαλε υποχρεωτικές επιθεωρήσεις των εργοστασίων απ’ το κράτος. Έτσι και ο νόμος του 1819, τέτοιος που ήταν, δεν είχε καμιά σχεδόν ουσιαστική επίδραση κι ούτε βοήθησε στη βελτίωση των άθλιων συνθηκών εργασίας των μικρών παιδιών που επικρατούσε τότε.
Κι άλλοι νόμοι ακολούθησαν κατόπι. Όπως οι νόμοι του 1825 και του 1831. Αλλά χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Παρά ταύτα, οι εργαζόμενοι δεν σταμάτησαν να προσπαθούν και να αγωνίζονται, συστήνοντας διάφορες επιτροπές, που είχαν σα σκοπό την εισήγηση όλο και πιο αποτελεσματικών νομοθετήσεων και τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, που αφορούσαν τουλάχιστον τα μικρά παιδιά.
Οι κινήσεις που είχαν γίνει ως τώρα γύρω απ’ το θέμα αυτό, άφηναν εύκολα να συμπεράνει κανείς πως, παραμένοντας το ωράριο των ενηλίκων όπως ήταν, ήταν δυνατό να μειωθούν οι ώρες εργασίας των παιδιών, χωρίς να θιγεί η παραγωγή της βιομηχανίας. Έτσι, η προσοχή και το ενδιαφέρον της κίνησης των  εργατικών μεταρρυθμίσεων άρχισε να στρέφεται κυρίως προς τα παιδιά.
Η μάχη για δεκάωρη εργασία των ανηλίκων άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή το Δεκέμβριο του 1831, όταν ο μεγάλος κοινωνικός μεταρρυθμιστής κι αγωνιστής του εργατικού κινήματος βουλευτής Μ.Τ. Σάντλερ παρουσίασε στη βουλή των κοινοτήτων το νομοσχέδιο περί ‘’Δεκάωρης Εργασίας’’. Το ‘’Δεκάωρο’’, όπως το αποκάλεσαν, το υποστήριζαν διαπρεπείς πολιτικοί, όπως ο Τζων Ντόχερτυ, οργανωτής εργατικών συνδικάτων, ο Τζων Φίλντεν, συντηρητικός βαμβακοεργοστασιάρχης, ο Τζων Γουντ, εργοστασιάρχης και ευαγγελικός, ο οποίος έδωσε τότε 40 χιλιάδες λίρες για τον αγώνα των εργατικών μεταρρυθμίσεων, ο G. S. Μπουλλ, παπάς, ο Ρίτσαρντ Όαστλερ, συντηρητικός κτηματομεσίτης, ο Άντωνυ Άσλεϋ, τραπεζίτης, γαιοκτήμονας και ευαγγελικός ιερωμένος και άλλοι. Ο Άσλεϋ, μάλιστα, ήταν και ο εισηγητής των απόψεων του κινήματος των μεταρρυθμίσεων στη βουλή.
Στο μεταξύ, η ασυνειδησία των εργοδοτών φαίνεται πως έχει ξεπεράσει κάθε όριο και το κακό έχει παραγίνει, γι’ αυτό το κράτος, ύστερα από διαμαρτυρίες των εργαζομένων, πολλών βουλευτών και άλλων προσωπικοτήτων κι ιδιαίτερα ύστερα απ’ την επιμονή του Σάντλερ, διόρισε τον επόμενο χρόνο, το 1832, μια επιτροπή, για να εξετάσει την κατάσταση των εργοστασίων και των ορυχείων και ιδίως ό,τι αφορούσε τους ανήλικους εργαζόμενους.
Ο Σάντλερ, στον αγώνα του αυτό υπέρ των ανηλίκων κυρίως εργατών, ωθήθηκε απ’ τα δημοσιεύματα του επίσης βουλευτή και υποστηριχτή των εργατών Ρίτσαρντ Όαστλερ, που έγραφε στην εφημερίρα ‘’Leeds Mercury’’, με τον τίτλο ‘’Η Σκλαβιά του Γιορκσάιρ.’’
Τα όσα ανέφερε ο Όαστλερ στα δημοσιεύματά του αυτά, παρ’ ότι ήταν συνταρακτικά και απίστευτα, ήταν αληθινά και συνέβαιναν σ’ όλα σχεδόν τα εργοστάσια της Αγγλίας. Όλα αυτά τα ακατονόμαστα και απάνθρωπα περιστατικά τα είχε διηγηθεί στον Όαστλερ το 1839 κάποιος πονόψυχος εργοστασιάρχης-υφαντουργός απ’ το Bradford, ο Τζων Γουντ.
Η ‘’Σκλαβιά του Γιορκσάιρ’’, όταν είδε το φως της δημοσιότητας, συντάραξε όλη την Αγγλία και η κυβέρνηση, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, αναγκάστηκε να συγκροτήσει την παραπάνω επιτροπή έρευνας.
Η επιτροπή αυτή ονομάστηκε ‘’Επιτροπή Παιδικής Εργασίας στα Εργοστάσια’’ και πρόεδρός της διορίστηκε ο ίδιος ο Σάντλερ. Η επιτροπή άρχισε αμέσως το έργο της. Πρώτα-πρώτα κάλεσε το βουλευτή Όαστλερ και πήρε τις καταθέσεις του κι ύστερα εξήτασε άλλες διάφορες προσωπικότητες. Στη συνέχεια περιήλθε πολλά εργοστάσια και υπέβαλε ερωτήσεις σε εργάτες και εργάτριες κάθε ηλικίας, προσπαθώντας έτσι να μορφώσει γνώμη γύρω απ’ την επικρατούσα κατάσταση.
Τις καταθέσεις αυτές των εργατών η επιτροπή τις κατέγραψε και τις καταχώρησε σε βιβλίο με αύξοντα αριθμό την κάθε μια και τις έθεσε υπόψη της κυβέρνησης.
Μεταξύ άλλων εξετάστηκε απ’ την επιτροπή και ο Σάμουελ Κούλσον, εργάτης εργοστασίου και πατέρας δύο μικρών κοριτσιών. Μερικές απ’ τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και τις συνταραχτικές και απίστευτες απαντήσεις που έδωσε ο τραγικός πατέρας, τις μεταφέρουμε εδώ με τον αριθμό της την κάθε μια, όπως τις κατάταξε η επιτροπή κι όπως τις καταχώρησε στην αναφορά της.
Ερώτ. 5047: Κατά την περίοδο της πολλής δουλειάς ποια ώρα το πρωί άρχιζαν δουλειά στο εργοστάσιο τα κοριτσάκια σου;
Απάντ.:           Την περίοδο της πολλής δουλειάς, που κρατούσε γύρω στις 6 βδομάδες, τα κορίτσια μου έπρεπε να πιάνουν δουλειά στις 3 το πρωί και να τελειώνουν στις 10 με 10 και μισή το βράδυ.
50049:           Ποια και πόση διακοπή εργασίας τους επιτρέπονταν για ξεκούραση, φαγητό κλπ. κατά τη διάρκεια της 19/ωρης απασχόλησής τους;
Απάντ.:           Ένα τέταρτο της ώρας για πρόγευμα, μισή ώρα για μεσημέρι και άλλο ένα τέταρτο στη διάρκεια της μέρας για να πίνουν νερό.
5051:              Μήπως κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου ανάπαυσης έβαζαν τα κορίτσια να καθαρίζουν τις μηχανές;
Απάντ.:           Κατά γενικό κανόνα τό ‘καναν αυτό. Και μάλιστα μερικές φορές απασχολούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια των γευμάτων και της ώρας ανάπαυσης με το καθάρισμα των μηχανών. Άλλοτε, έτρωγαν ενώ καθάριζαν και πολλές φορές αναγκάζονταν να φέρνουν το βράδυ το ψωμί τους στο σπίτι απείραχτο.
5054:              Δεν είχατε δυσκολίες στο να ξυπνάτε τα παιδάκια σας για τη δουλειά, ύστερα από μια τόσο εξαντλητική εργασία;
Απάντ.:           Μάλιστα, Στην αρχή αναγκαζόμασταν να τα κουνάμε και να τα τραντάζουμε διαρκώς, ενώ τα ντύναμε για να ξυπνήσουν, πριν τα πάρουμε για τη δουλειά.
5059:              Πόση ώρα μπορούσαν να μείνουν στο κρεβάτι;
Απάντ.:           Σχεδόν έφτανε κοντά 11 η ώρα τη νύχτα ώσπου να τα βάλουμε στο κρεβάτι, αφού πρώτα τα δίναμε κάτι να φάνε . . . Η γυναίκα μου αναγκάζονταν να μένει όλη τη νύχτα άυπνη, φοβούμενη μήπως δεν τα ξυπνήσουμε έγκαιρα . . .
5060:              Τι ώρα τα ξυπνούσατε το πρωί;
Απάντ.:           Συνήθως τα ξυπνούσαμε στις 2 η ώρα για να τα ντύσουμε.
5061:              Επομένως δεν είχαν παραπάνω από 4 ώρες ύπνο;
Απάντ.:           Όχι. Δεν είχαν.
5062:              Για πόσο καιρό συνεχιζόταν αδιάκοπα αυτό;
Απάντ.:           Για περίπου 6 βδομάδες.
55063:           Οι συνηθισμένες ώρες εργασίας ήταν απ’ τις 6 το πρωί ως τις 8 ½ το βράδυ;
Απάντ.:           Μάλιστα.
5065:              Ήταν τα παιδιά υπερεξαντλημένα από μια τέτοια εργασία;
Απάντ.:           Πάντοτε. Πολλές φορές κλαίγαμε με τη γυναίκα μου, όταν τα δίναμε το λιγοστό και τιποτένιο φαγητό που είχαμε να τα δώσουμε. Έπρεπε να τα κουνάμε συνέχεια όταν τα ταΐζαμε κι αυτά διαρκώς αποκοιμιόταν με το φαΐ στο στόμα. Εμείς τα βλέπαμε και κλαίγαμε.
5066:              Συνέβαιναν ποτέ δυστυχήματα στα παιδιά, ύστερα από μια τόσο εξαντλητική εργασία;
Απάντ.:           Μάλιστα. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι μου είχε ένα ατύχημα όταν πρωτοπήγε στη δουλειά. Κάτι γρανάζια έπιασαν το νύχι απ’ το δείχτη του χεριού του και του άλεσαν το δάχτυλο ως την πρώτη κλείδωση. Έτσι, έμεινε 5 βδομάδες στο κρεβάτι.
5068:              Πληρώνονταν τα μεροκάματά του σ’ αυτή τη διάρκεια;
Απάντ.:           Δεν έπαιρνε τίποτα απολύτως.
5072:              Κατά τη διάρκεια αυτής της εξαντλητικής εργασίας μήπως εκδηλώνονταν και βαρβαρότητες (από μέρους των επιστατών);
Απάντ.:           Για να καταπολεμούν την εξάντληση και να διώχνουν τον ύπνο απ’ τα παιδάκια μεταχειρίζονταν συχνότατα το μαστίγιο.
5073:              Τα δικά σου παιδάκια μαστιγώθηκαν ποτέ;
Απάντ.:           Μάλιστα. Και τα δυο.
5080:              Πόσο πληρώνονταν την κανονική περίοδο;
Απάντ.:           Τρία σελλίνια τη βδομάδα το καθένα.
5081:              Και κατά την περίοδο της πολύωρης και εξαντλητικής εργασίας;
Απάντ.:           Τρία σελλίνια και 7½ πέννες. (Η λίρα είχε 20 σελλίνια και το σελλίνι 12 πέννες).
5082:              Για όλη αυτή την επιπλέον πολύωρη εργασία έπαιρναν μόνο 7½  πέννες;
Απάντ.:           Τίποτα περισσότερο.
55083:           Μπορούσες να διαθέσεις εσύ την αμοιβή των παιδιών σου, όταν την έπαιρναν, όπως ήθελες;
Απάντ.            Τα παιδιά έλεγαν: ‘’Αν δεν αγοράσουμε κάτι απ’ την καντίνα του εργοστασίου θα χάσουμε τη δουλειά μας’’. Κι έτσι, μερικές φορές αγόραζαν ένα κομμάτι ζάχαρη ή κάτι άλλο φανταχτερό κατά την κρίση τους.
5084:              Αυτό εννοεί ότι επιβάλονταν στους εργαζόμενους και στα παιδιά να ξοδεύουν μέρος της αμοιβής τους μέσα στο εργοστάσιο;
Απάντ.            Μάλιστα.
5086:              Είχαν ποτέ τα παιδιά την ευκαιρία να καθίσουν λίγο κατά τη διάρκεια της πολύωρης δουλειάς;
Απάντ.:           Ποτέ.
5118:              Την περίοδο που τα παιδιά εργάζονταν πολλές ώρες μπορούσαν να δουλέψουν λιγότερο και να πάρουν μόνο τα τρία σελλίνια;
Απάντ.            Όχι. Δεν εξαρτιόταν απ’ αυτά. Ή δούλευαν το πολύωρο ωράριο ή τα έδιωχναν.
Στη συνέχεια η επιτροπή ανέκρινε την Ελίζαμπεθ Μπέντλυ, που η δουλειά της ήταν να παίρνει τα γεμάτα αδράχτια απ’ την κλωστομηχανή και να τοποθετεί σ’ αυτή άδεια.
5127:              Πόσων χρόνων είσαι;
Απάντ.:           Εικοσιτριών.
5128:              Πού μένεις;
Απάντ.:           Στο Λίηντς
5129:              Πότε άρχισες να δουλεύεις στο εργοστάσιο;
Απάντ.:           Όταν ήμουν 6 χρονών.
5131:              Τι είδος εργοστασίου είναι;
Απάντ.:           Λιναράδικο.
5133:              Ποιο ήταν το δικό σου ωράριο εργασίας στο εργοστάσιο;
Απάντ.            Από τις 5 το πρωί ως τις 9 το βράδυ, όταν υπήρχε φούργια.
5134:              Για πόσο διάστημα εργαζόσουν χωρίς διακοπή τόσες ώρες;
Απάντ.:           Για μισό περίπου χρόνο.
5214:              Έχεις αισθητά παραμορφωθεί απ’ την πολύωρη αυτή εργασία;
Απάντ.:           Μάλιστα. Έχω.
5215:              Ποια εποχή συνέβη αυτό;
Απάντ. :          Άρχισε να μου παρουσιάζεται όταν ήμουν 13 ετών. Μετά χειροτέρεψε αισθητά. Πάνε 5 χρόνια από τότε που πέθανε η μητέρα μου και η μητέρα μου δεν μπόρεσε ποτέ να μου προσφέρει ένα ζευγάρι καλές πατερίτσες για να με κρατούν όρθια. Όταν η μητέρα μου  πέθανε έπρεπε να κάνω ό,τι μπορούσα μόνη μου.
5216:              ‘Ησουν τελείως καλά, υγιής και ευθύκορμη πριν απ’ τα 13 χρόνια σου και πριν δουλέψεις στο εργοστάσιο;
Απάντ.:           Μάλιστα. Τότε ήμουν υγιέστατο κοριτσάκι κι έτρεχα πάνω-κάτω μέσα στην πόλη.
Οι μαρτυρίες αυτές και το πόρισμα της επιτροπής αποτέλεσαν ιστορικό ντοκουμέντο.
Το έργο του Σάντλερ ήταν δύσκολο, γιατί δέχονταν από παντού πιέσεις, για να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον μακροσκελή κατάλογο των ασύμφορων για τους εργοδότες ευρημάτων του.
Ο Σάντλερ, όμως, επέμενε στις απόψεις του κι αφού κατέθεσε την έκθεσή του στην κυβέρνηση πίεζε την κατάσταση όσο μπορούσε περισσότερο, για να περάσει το νομοσχέδιό του απ’ τη βουλή μια ώρα γρηγορότερα.
Ξαφνικά, όμως, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά και η κίνηση για τις εργατικές μεταρρυθμίσεις συντάραξε τη βουλή στη χώρα.
Το Δεκέμβριο του 1832 έγιναν οι πρώτες εκλογές με το νέο εκλογικό νόμο, που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση και ο Σάντλερ έχασε την έδρα του. Το εργατικό κίνημα κλονίστηκε. Η επιτροπή για τις μεταρρυθμίσεις, όμως, εκτιμώντας την αξία και το έργο του Σάντλερ, ζήτησε απ’ τον Άσλεϋ να μεσολαβήσει, για να διοριστεί και πάλι προϊστάμενός της κι αντιπρόσωπός της στη βουλή. Ο Άσλεϋ μεσολάβησε και ο Σάντλερ συνέχισε το επίπονο αλλά νικηφόρο έργο του, με το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα το όνομά του και παρέμεινε γνωστό στην ιστορία.
Όταν ο Άσλευ ξανάφερε το νομοσχέδιο για το δεκάωρο στη βουλή, πολλοί βουλευτές του επιτέθηκαν δριμύτατα και ζήτησαν την αναβολή του και τη συγκέντρωση περισσότερων πληροφοριών. Αλλά ο βουλευτής Φίλντεν, υποστηρίζοντας το ‘’Δεκάωρο’’ με σθένος, είπε ότι και ο ίδιος άρχισε να εργάζεται σε εργοστάσιο όταν ήταν 10 χρονών και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η βουλή ζητάει περισσότερες πληροφορίες, αφού είναι γνωστό ‘’τοις πάσι’’, ότι παιδάκια τέτοιας ηλικίας εργάζονται παντού, ενώ είναι ανίκανα για 12 ή και 15 ώρες εργασίας.
Παρ’ όλα αυτά, υποβλήθηκε πρόταση η οποία εισηγούνταν να μη συζητηθεί το θέμα αλλά να αναβληθεί ώσπου να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες. Η πρόταση αυτή πέρασε με 74 ψήφους έναντι 73 και η συζήτηση του νομοσχέδιου αναβλήθηκε.
Οι εργάτες χαρακτήρισαν την κίνηση αυτή της βουλής σαν ελιγμό υπεκφυγής και καθυστέρησης και με οργή διαδήλωναν την αγανάκτησή τους στα μέλη της επιτροπής που ξαναεπισκέπτονταν και πάλι τα εργοστάσια για τη συγκέντρωση νέων πληροφοριών.
Στο Χαντερσφίελντ, οι εργάτες, σε μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας, δήλωσαν στην επιτροπή, ότι αισθάνονται αηδία και αγανάκτηση για την πλανόδια, όπως την χαρακτήριζαν, ανακριτική επιτροπή, που τρέχει ακόμα να μάθει, αν τα παιδάκια μας πρέπει ή όχι να εργάζονται πάνω από 10 ώρες κάθε μέρα. Εμείς δηλώνουμε ξεκάθαρα και μια για πάντα: ‘’ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ’’.
Στο Μπράντφορντ, η επιτροπή κυκλώθηκε από παιδάκια-εργάτες, τα οποία τραγουδούσαν ασταμάτητα: ‘’Θέλουμε το δεκάωρο νομοσχέδιο. Το θέλουμε, το θέλουμε . . .’’.
Παρ’ όλα αυτά η επιτροπή περιήλθε και πάλι τα εργοστάσια και ολοκλήρωσε το έργο της μέσα σε 4 μήνες. Αλλ’ όταν έφτασε και πάλι το ‘’Δεκάωρο’’ σα νομοσχέδιο στη βουλή, βρέθηκε αντιμέτωπο μ’ ένα παρεμφερή νόμο της κυβέρνησης. Το ‘’Νόμο των Εργοστασίων’’. Ο Άσλεϋ δεν μπορούσε παρά να θυσιάσει προς το παρόν το ‘’Δεκάωρο’’ των ανηλίκων υπέρ του νέου ‘’Νόμου των Εργοστασίων’’.
Ο νόμος αυτός του 1833 θεωρήθηκε προοδευτικός και προχωρημένος, γιατί επεκτείνονταν πέρα απ’ τα βαμβακοεργοστάσια και συμπεριλάμβανε όλα τα κλωστοϋφαντουργεία. Επίσης, προέβλεπε τη σύσταση σχολείων στα εργοστάσια με δίωρη καθημερινή διδασκαλία. Επιπλέον, προέβλεπε 4 κρατικούς επιθεωρητές εργασίας, που θα είχαν σαν αποστολή τους την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και θα μπορούσαν να ιδρύουν σχολεία μέσα στα εργοστάσια, όπου δεν υπήρχαν.
Αλλά οι 4 επιθεωρητές ήταν ανεπαρκέστατοι για μια μεγάλη χώρα σαν την Αγγλία, η δε αποστολή τους γίνονταν δυσκολότατη, γιατί ο νόμος ήταν νεωτεριστικός και η αντίδραση των εργοδοτών και των μεγαλοβιομηχάνων εντονότατη.
Ο ‘’Νόμος των Εργοστασίων’’ απαγόρευε τη νυχτερινή εργασία σ’ όσους είχαν ηλικία κάτω των 18 χρόνων. Η απαγόρευση αυτή ίσχυε για όλα τα υφαντουργεία, εκτός από κείνα που έφτιαχναν δαντέλες. Απαγόρευε σε παιδιά κάτω των 9 χρόνων να δουλεύουν σε εργοστάσια, εκτός απ’ τα μεταξουργεία. Ελάττωνε τις ώρες εργασίας των παιδιών κάτω των 13 ετών σε 9 την ημέρα ή σε 10 στα μεταξουργεία. Επίσης, περιόριζε την εργασία σε 12 ώρες την ημέρα στα παιδιά των 13 ετών και καθόριζε, ότι πρέπει να αρχίζουν και να τελειώνουν τη δουλειά τους μεταξύ 5 και 30’ το πρωί και 8 και 30’ το βράδυ.
Επέτρεπε, όμως, στα εργοστάσια να απασχολούν δυο βάρδιες παιδιών από 8 ώρες η κάθε βάρδια. Η διάταξη αυτή, που προστέθηκε πονηρά και πολύ σκόπιμα την τελευταία στιγμή, ανάγκαζε έμμεσα τους μεγάλους να δουλεύουν 15 και 16 ώρες συνέχεια, για να βρίσκονται έτσι κοντά στα εργαζόμενα μικρά παιδιά τους.
Αποτέλεσμα αυτής της προσθήκης ήταν οι έντονες διαμαρτυρίες των εργαζομένων, που εκδήλωναν με μεγάλες διαδηλώσεις και συλλαλητήρια. Πολλά απ’ αυτά συγκέντρωναν μέχρι και 100 χιλιάδες διαδηλωτές. Βέβαια, όλα αυτά γίνονταν χωρίς να περιμένει κανείς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ο αγώνας για το δεκάωρο συνεχίστηκε, παρ’ ότι ο Σάντλερ πέθανε το 1835, οι δε δυναμικοί του συνεργάτες κι αγωνιστές για τα δίκαια της εργατικής τάξης Στέφενς και Όαστλερ κλείστηκαν στις φυλακές. Ο μεν πρώτος φυλακίστηκε το 1839 για 18 μήνες εξαιτίας ενός καυτού λόγου που εκφώνησε, ο δε δεύτερος παρέμεινε στη φυλακή από το 1840 ως το 1843 για χρεοφειλές.
Στις 7 Ιουνίου 1842, ο Άσλεϋ έφερε ένα νομοσχέδιο στη βουλή, το οποίο έδινε αυξημένες εξουσίες στους επιθεωρητές εργασίας. Το νομοσχέδιο αυτό είχε καλή εξέλιξη στη βουλή των κοινοτήτων. Ο λόγος του Άσλεϋ ήταν τόσο θυελλώδης και πειστικός, που στο τέλος, βουλευτής του αντίθετου κόμματος, ο Ρίτσαρντ Γκόμπερ, σηκώθηκε απ’ τη θέση του, διέσχισε την αίθουσα και πήγε στο έδρανο του Άσλεϋ, τού ‘σφιξε το χέρι λέγοντάς του, πως καμιά ομιλία μέχρι σήμερα και από καμιά κατεύθυνση δεν του ξεκαθάρισε τόσο σταράτα τα πράγματα στο μυαλό του και δεν τον επηρέασε τόσο πολύ, όσο η δική του. (Αυτό ας το προσέξουν οι Έλληνες πολιτικοί).
Η βουλή των λόρδων, όμως, το πολέμησε με πείσμα και μεγάλη μανία και ο μεγαλοϊδιοκτήτης ορυχείων λόρδος Λοντόνερρυ, ο πλουσιότερος απ’ όλους τους ιδιοκτήτες μεταλλείων στην Αγγλία, κίνησε γη και ουρανό κι έπεισε τους λόρδους, να σβήσουν την παράγραφο που έδινε στους επιθεωρητές εργασίας εξουσία να ελέγχουν την κατάσταση των ορυχείων και τις συνθήκες που επικρατούσαν σ’ αυτά.
Έτσι, η απανθρωπιά και η σκληράδα του Λοντόνερρυ διατηρήθηκε για άλλα 7 χρόνια.
Το 1850, ύστερ’ από αναρίθμητα δυστυχήματα που έγιναν στα ορυχεία κι αφού χάθηκαν πάρα πολλές ζωές, δόθηκε επιτέλους η εξουσία στους αρμόδιους επιθεωρητές, να ελέγχουν τις συνθήκες εργασίας και την ασφάλεια των μεταλλείων.
Κι αυτή τη φορά ο απάνθρωπος Λοντόνερρυ πολέμησε πεισματικά και πάλι το νομοσχέδιο, κινώντας θεούς και δαίμονες εναντίον του, αλλά δεν κατόρθωσε τούτη τη φορά να παρασύρει την πλειοψηφία των λόρδων με το μέρος του.
Το 1844 ένα νέο κυβερνητικό νομοσχέδιο εκδηλώνει κάποιο ενδιαφέρον για το ασθενές φύλο. Χαρακτηρίζει τις εργαζόμενες γυναίκες σαν αλήνικα άτομα και καθιερώνει γι’ αυτές 12ωρη ημερήσια εργασία. Απ’ το νομοσχέδιο, όμως, αυτό έλλειπαν τελείως οι διατάξεις περί σχολείων, που υπήρχαν σε προηγούμενα νομοθετήματα, Και τούτο, γιατί η επίσημη Εκκλησία της Αγγλίας διαμαρτυρήθηκε για ανεπαρκή, δήθεν, διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία των εργοστασίων. Η αλήθεια ήταν, ότι οι δάσκαλοι ξεσκέπαζαν στους μαθητές τους την πραγματικότητα και τους έλεγαν, ότι οι νόμοι που θα βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας των μικρών παιδιών αργοπορούν, γιατί η επίσημη Εκκλησία είτε αντιδρά έντονα ή αδιαφορεί σκόπιμα.
Ο Άσλεϋ προσπάθησε να πάει ακόμα ένα βήμα μπροστά προς το ‘’Δεκάωρο’’. Επέμενε να μπάσει στο νομοσχέδιο σαν καθοριστικά όρια εργασίας την 6η πρωινή ώρα και την 8η απογευματινή, με δίωρη υποχρεωτική ανάπαυση ενδιάμεσα. Το νομοσχέδιο αρχικά πέρασε με 161 ψήφους υπέρ και 153 κατά. Όταν, όμως, η συζήτηση έφτασε στο άρθρο 8, που προέβλεπε το χρόνο έναρξης και λήξης της εργασίας και κάπως καλυμμένα πάσχιζε να κάνει το 10ωρο νόμο, η τροπολογία αυτή του Άσλεϋ καταψηφίστηκε, αλλά με μικρή διαφορά. Η κυβέρνηση δεν θέλησε να περάσει ένα καλοβολεμένο νομοσχέδιο και το απέσυρε εξ ολοκλήρου απ’ τη βουλή. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου το επανέφερε ανανεωμένο. Τούτη τη φορά η παράγραφος του 10ωρου καταψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σημαίνοντες Whigs, όπως ο λόρδος Ράσσελλ, ο Μακουλάυ, ο ανθέλληνας Πάλμερσον, ο Γκρέυ κι άλλοι, ψήφισαν με τον Άσλεϋ. Το ίδιο έκανε και ο τότε ρέμπελος Βενιαμίν Ντισραέλυ.
Παρ’ ότι το νομοσχέδιο και πάλι καταψηφίστηκε, οι συζητήσεις στη βουλή και η στάση των διαφόρων προσωπικοτήτων έδειξαν πως η υπόθεση του 10ωρου προχώρησε άλλο ένα βήμα μπροστά.
Τον Ιανουάριο του 1846 το νομοσχέδιο ξαναήρθε στη βουλή. Αλλά τώρα η κατάσταση είναι πολύ τεταμένη, γιατί η κυβέρνηση φέρνει για συζήτηση το νομοσχέδιο για το καλαμπόκι. Το γνωστό σαν ‘’Anti-Corn Law.’’
Ο Άσλεϋ, που ήταν τελείως αντίθετος με το νομοσχέδιο αυτό, εγκατέλειψε τη βουλή και την υπόθεση του ‘’Δεκάωρου’’ τη χειρίστηκε ο βουλευτής Φίλντεν, συντηρητικός και ιδιοκτήτης βαμβακοεργοστασίου, ο οποίος πρωτοεφάρμοσε το 10ωρο στο εργοστάσιό του. Και τούτη πάλι τη φορά το ‘’Δεκάωρο’’ καταψηφίστηκε με 203 ψήφους κατά και 193 υπέρ.
Ύστερα από λίγους μήνες, η κυβέρνηση των Τόρυδων (συντηρητικοί) έπεσε κι ήρθαν στην εξουσία οι Whigs (φιλελεύθεροι).
Το 1847 η νέα κυβέρνηση, που ήταν πιο συμπαθής προς το 10ωρο, επανέφερε το νομοσχέδιο στη βουλή. Τούτη τη φορά σε δεύτερη ανάγνωση πέρασε με 195 ψήφους υπέρ και 87 κατά.
Το Μάιο του 1847 πέρασε και από τρίτη ανάγνωση. Υπερψηφίστηκε και πάλι και μέσα σε 12 μήνες εφαρμόστηκε.
Ύστερα από αγώνες μισού σχεδόν αιώνα το ‘’Δεκάωρο’’ για τα παιδιά ήταν πλέον νόμος της χώρας. Οι εργάτες είχαν δικαιωθεί. Η ανθρωπιά είχε επιτέλους νικήσει. Τίποτα, όμως, δεν είχε γίνει ακόμα για το ωράριο των αντρών. Αλλά και το ‘’Δεκάωρο’’ των ανηλίκων δεν κράτησε πολύ. Παρ’ ότι ο νομοθέτης προσπάθησε να συμπεριλάβει στις διατάξεις του νόμου και να ρυθμίσει και την εργασία με βάρδιες, ο ανώτατος δικαστής Παρκ, δικάζοντας το 1850 ένα ζήτημα που προέκυψε μεταξύ εργατών και εργοδοτών, έδωσε δίκιο στους εργοδότες, κλονίζοντας έτσι την ισχυρότητα του νόμου.
Ο Άσλεϋ έγραψε τότε στο ημερολόγιό του: ‘’Το ‘’Δεκάωρο’’ καταργήθηκε. Η δουλειά όλη πρέπει να ξαναρχίσει απ’ την αρχή’’.
Οι επιτροπές για λιγότερες ώρες εργασίας ξανάρχισαν να εργάζονται και να παλεύουν και πάλι για το δεκάωρο. Οι εργοδότες, στηριζόμενοι στη γνωμοδότηση του Παρκ, αποθρασύνθηκαν. Η κυβέρνηση προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα, προτείνοντας ένα νέο ωράριο εργασίας για τα παιδιά και τις γυναίκες. Το ωράριο αυτό απέβλεπε σε 10½ ώρες δουλειάς που θά ‘πρεπε να κυμαίνονταν πάντοτε μέσα στα όρια των 6 π.μ. και 6 μ.μ. Η πρόταση αυτή ονομάστηκε ‘’Κανονικό Ωράριο Εργασίας’’.
Οι εργάτες το απέριψαν και επέμειναν στο ‘’Δεκάωρο’’. Ο Άσλεϋ, όμως, βλέποντας ότι δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί τώρα κάτι καλύτερο, το υποστήριξε, με την ελπίδα πως θα κατάφερνε να προσθέσει στο νομοσχέδιο, ότι στο ‘’Κανονικό Ωράριο’’ δε θα συμπεριλαμβάνονταν οι γυναίκες και τα παιδιά, για τα οποία ή θα θεσπίζονταν ευνοϊκότερη νομοθεσία ή θα ίσχυε το ‘’Δεκάωρο’’.
Ήλπιζε πως, για να παραμείνουν οι μηχανές σε κίνηση μετά τις 6 μ.μ. θα πρέπει να προσληφθούν κι άλλοι ενήλικοι εργάτες, πράγμα το οποίο θα δώσει δουλειά σε περισσότερους άντρες.
Το ότι οι ελπίδες του Άσλεϋ διαψεύστηκαν και οι άντρες έχασαν πολλά απ’ το νέο αυτό νόμο το αποδεικνύει το γεγονός ότι το 1850 σε 257 εργοστάσια χρησιμοποιούνταν ακόμα μικρά παιδιά σαν βοηθοί χειριστών των μηχανών, πέρα απ’ τις ώρες εργασίας που προέβλεπε το ‘’Κανονικό Ωράριο’’ για τους ανήλικους και τις γυναίκες.
Αυτό θεραπεύτηκε τρία χρόνια αργότερα, όταν η βουλή επεξέτεινε το ‘’Κανονικό Ωράριο’’ και στα παιδιά.
Αλλά και πάλι οι επιθεωρητές εργασίας συχνά διαπίστωναν, ότι πολλοί εργοστασιάρχες άρχιζαν τη δουλειά λίγο πριν τις 6 το πρωί και τελείωναν λίγο μετά τις 6 το απόγευμα, κλέβοντας επιπλέον απ’ τους εργάτες και λίγα λεπτά κάθε φορά στα γεύματα. Έτσι, κέρδιζαν περίπου ένα μήνα δουλειάς μέσα στο χρόνο από κάθε εργάτη, χωρίς να πληρώνουν τίποτα έξτρα και χωρίς να μπορούν οι εργάτες να καταγγείλουν επίσημα την παρανομία αυτή, από φόβο μη τους διώξουν απ’ τη δουλειά.
Έτσι, οι ισχυρογνώμονες, απάνθρωποι κι άσπλαχνοι εργοστασιάρχες, που πολλοί απ’ αυτούς στην ιδιωτική τους ζωή έδειχναν πως ήταν καλοί και σπλαχνικοί γονείς και πονόψυχοι σύζυγοι κι άλλοι πάλι πόζαραν σαν καλοί χριστιανοί και θρήσκοι άνθρωποι, αντιστάθηκαν με επιτυχία επί σειρά δεκαετιών και πολέμησαν συστηματικά τις εργατικές μεταρρυθμίσεις, μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα.
Το πιο περίεργο σ’ όλη αυτή την ιστορία είναι, ότι ουδέποτε οι άντρες ως το 1850 ζήτησαν ‘’Δεκάωρο’’ για τον εαυτό τους. Πάλευαν μόνο για τα παιδιά και τις γυναίκες τους. Ίσως ήλπιζαν πως μέσα απ’ την τακτοποίηση των αδύνατων θα τακτοποιούνταν σταδιακά και οι ίδιοι.
Παρά τις ασταμάτητες διαμαρτυρίες των εργοστασιαρχών το δεκάωρο, όταν εφαρμόστηκε, παρ’ ότι μείωσε τις ώρες εργασίας των εργατών, δεν ελάττωσε καθόλου τα κέρδη των βιομηχάνων. Τα κέρδη τους πολλαπλασιάστηκαν και η βρετανική βιομηχανία προπορεύτηκε περισσότερο στον κόσμο.
Αλλά, παρ’ όλα αυτά και πάλι οι εργοστασιάρχες δεν συμμορφώθηκαν με το νόμο και οι αναφορές κατέφταναν η μια πίσω απ’ την άλλη στην ‘’Επιτροπή Παιδικής Εργασίας’’. Μ’ αυτές καταγγέλονταν σωρείες περιπτώσεων μικρών παιδιών που δούλευαν απ’ τα 7 ή 8 τους χρόνια, δώδεκα ώρες την ημέρα και σε πολλές περιπτώσεις δεκαπέντε, δεκάξι ή και δεκαοχτώ ώρες. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, τα μικρά αυτά παιδιά δούλευαν σε υπονόμους, μέσα σε πολύ μεγάλες ή μικρές θερμοκρασίες, χωρίς αερισμό και χωρίς καμιά φροντίδα ή προσοχή. Συνήθως δεν υπήρχαν βρύσες για να πλυθούν η δωμάτια για να αλλάξουν τα ρούχα τους. Κι αν κάτι υπήρχε, ήταν κοινό και για τα δύο φύλα.

Οι καθαριστές καμινάδων.

Στην αναφορά της επιτροπής του 1843 βρίσκουμε πως παιδάκια ορφανά στέλνονταν απ’ τους κρατικούς κηδεμόνες τους στη δουλειά απ’ τα εφτά τους χρόνια και δούλευαν ως τα εικοσιένα. Το ίδιο και τα παιδάκια των πολύ φτωχών οικογενειών. Συνήθως δεν αποκτούσαν ποτέ καμιά ειδικότητα, γιατί έκαναν μια απλή και συγκεκριμένη δουλειά όλο το διάστημα. Αν δούλευαν, για παράδειγμα, σε αγγειοπλαστείο κι έτυχε ν’ αρχίσουν τη δουλειά τους σ’ αυτό με το να ρίχνουν νερό στη λάσπη, έριχναν νερό στη λάσπη κάθε μέρα κι ώσπου να γίνουν εικοσιένα χρόνων, χωρίς ποτέ να αλλάξουν δουλειά και χωρίς να αποκτήσουν κάποια εμπειρία και ειδικότητα στην τέχνη που δούλευαν.
Αλλά κι αν έκαναν απόπειρα να φύγουν απ’ τον εργοδότη τους, για να αλλάξουν δουλειά, οι συνέπειες ήταν βαριές. Τους περίμενε η φυλακή.
Άλλοι πάλι εργοδότες κρατούσαν τους εργάτες τους ισχνούς και μικρόσωμους, για να μπορούν να τους κάνουν τη δουλειά τους καλύτερα. Μια τέτοια κατηγορία εργατών ήταν οι καθαριστές καμινάδων. Αυτοί, με το μικρό τους σώμα, μπορούσαν να μπαίνουν χωρίς δυσκολίες μέσα στις καμινάδες και να τις καθαρίζουν ευκολότερα. Όχι σπάνια, ασυνείδητοι εργοδότες αγόραζαν μικρόσωμα παιδάκια αντί 5 λιρών ή τα απήγαγαν, για να επανδρώνουν ή να αυξάνουν τις ομάδες εργατών που διατηρούσαν.
Αυτή η αγοραπωλησία ίσχυε μέχρι και τη δεκαετία του 1860 και, όσο πιο μικρόσωμο το ‘’εμπόρευμα’’, τόσο πιο μεγάλη ήταν η τιμή του. Τα παιδάκια του Νότιγκχαμ, που ήταν γνωστά για το μικρό τους σώμα και πεπειραμένα σε σκληρές δουλειές, τα απήγαγαν και τα πουλούσαν στη Γαλλία.
Τους μικρούς αυτούς εργάτες, πριν αρχίσουν να τους στέλνουν για να σκαρφαλώσουν στις καμινάδες, τους προετοίμαζαν πρώτα κατάλληλα. Τους έτριβαν τους αγκώνες και τα γόνατά τους με δυνατή άλμη και έκαιγαν τα μέρη αυτά με φωτιά για να σκληρύνουν. Τις πρώτες μέρες τα δύστυχα παιδάκια γύριζαν απ’ τη δουλειά με τα χέρια και τα πόδια σχισμένα και γεμάτα αίματα. Τα γόνατά τους φαίνονταν σάμπως να έλλειπε απ’ αυτά το πανοκόκαλο. Τότε, τα αφεντικά τους χρησιμοποιούσαν περισσότερη αρμύρα και έκαιγαν με περισσότερη φωτιά τα ματωμένα μέλη. Οι φοβέρες και οι απειλές των εργοδοτών και τα μαρτύρια που εφάρμοζαν οι επιστάτες ανάγκαζαν τα κακόμοιρα παιδάκια να ξανασκαρφαλώσουν και πάλι την άλλη μέρα μέσα στη στενή κι αποπνυχτική καμινάδα.
Ο φόβος, όμως, του πηχτού σκοταδιού, η στενότητα του χώρου, η καπνιά και πολλές φορές η αφόρητη ζέστη που επικρατούσε εκεί μέσα, γιατί πολλές καμινάδες ήταν σε μερική ενέργεια και οι φωτιές έκαιγαν από κάτω, ανάγκαζαν τα παιδάκια να κατεβαίνουν τρομοκρατημένα απ’ αυτές. Τότε τα αφεντικά τους με φοβέρες, με μαστιγώσεις και με μυτερά μακριά ραβδιά και καλάμια που κρατούσαν από κάτω και τα κέντριζαν στα γυμνά τους πόδια ή με τις φωτιές από καλαμιές που άναβαν επίτηδες από κάτω, τα ανάγκαζαν να παραμένουν στις θέσεις τους και να συνεχίζουν τη δουλειά τους.
Το πλύσιμο δεν θεωρούνταν αναγκαίο για τα παιδάκια αυτά και συνήθως κοιμούνταν άπλυτα απ’ την αρχή ως το τέλος του χρόνου, χρησιμοποιώντας για κουβέρτες τα κουρέλια που μεταχειρίζονταν για το καθάρισμα των καμινάδων.
Τα δύστυχα αυτά πλάσματα, όταν μεγάλωναν και τα σώματά τους έπαιρναν μεγαλύτερες διαστάσεις, ήταν πλέον ακατάλληλα για τη δουλειά του καμινοκαθαριστή κι ανίκανα για οποιαδήποτε άλλη εργασία. Έτσι, αποτελούσαν την πιο παρακατιανή και την πιο εγκαταλειμμένη βαθμίδα της κοινωνίας. Ήταν η δυστυχία προσωποποιημένη, που, μ’ όλο της το οικτρό μεγαλείο, γύριζε νυχθημερόν στους δρόμους των χωριών και των πόλεων, στολισμένη με κάθε είδους αρρώστια.
Το 1773 ο Ιωνάς Χάνουαϋ πρώτος έστρεψε την προσοχή της πολιτείας προς τους μικρούς αυτούς καμιναδοκαθαριστές αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένες προσπάθειες για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης μικρών παιδιών για το καθάρισμα των τζακιών και των φουγάρων έγιναν μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα απ’ τον Χένρυ Μπέννετ αλλά και τότε ακόμα εκδηλώθηκε πεισματώδης αντίδραση.
Το 1834 και το 1840 ορισμένα νομοθετήματα προσπάθησαν να περιορίσουν κάπως το κακό και να προστατέψουν τα δύστυχα αυτά πλάσματα, αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική πρόοδο. Μικρά παιδάκια εξακολουθούσαν και πάλι να πεθαίνουν μέσα στις καμινάδες. Άλλα πάθαιναν ασφυξία, άλλα σφήνωναν μέσα σ’ αυτές και ξεψυχούσαν μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να μπορούν ούτε καν να κινηθούν κι άλλα καίγονταν απ’ τους πυρωμένους καπνούς, που τα περιτύλιγαν ασταμάτητα την ώρα της δουλειάς.
Κάπου-κάπου, κάποια εφημερίδα κάτι έγραφε για τα παιδάκια αυτά ή κάποιος πονόψυχος βουλευτής ύψωνε τη φωνή του στη βουλή, αλλά το πράγμα γρήγορα ξεχνιούνταν και η κατάσταση συνεχίζονταν αμετάβλητη, οικτρή και τραγική όπως πρώτα. Ο νόμος ενδιαφέρονταν μόνον όταν τα μικρά παιδάκια μέσα στην απόγνωσή τους τό ’σκαγαν απ’ τη δουλειά κι έφευγαν απ’ τους εργοδότες τους. Τότε η πολιτεία κινητοποιούνταν για να βρει, να συλλάβει και να φυλακίσει τους μικρούς δραπέτες, που παραβίαζαν τη συνθήκη εργασίας με τον εργοδότη τους.
Πιο δύσκολες να καθαριστούν ήταν οι καμινάδες των εργοστασίων, των δημόσιων κτηρίων και των μεγάλων σπιτιών των πολύ πλουσίων γαιοκτημόνων, βιομηχάνων κλπ., που έφτιαχναν τις καμινάδες τους πολύπλοκες, με πολλά σπασίματα και διακλαδώσεις, είτε για να τους παράσχουν περισσότερη άνεση ή για να αποφύγουν κάποιες παραμορφώσεις παρακείμενων δωματίων τους.
Έτσι, για παροχή περισσότερων ανέσεων στους πλούσιους κι από μεγάλη ασυνειδησία των εργολάβων-καθαριστών, τα δύστυχα παιδάκια, οι καμιναδοκαθαριστές, καταδικάζονταν για όλη τους τη ζωή στη φρίκη και στις αρρώστιες που προξενούσε το πυκνό σκοτάδι, η καπνιά και η σκόνη, για να τελειώσουν μια μέρα μ’ ένα αγωνιώδη και φριχτό θάνατο.

Παιδάκια στα ανθρακωρηχεία.

Ένας άλλος τομέας της βιομηχανίας, ο οποίος δεν δέχτηκε σχεδόν καμιά επίδραση απ’ τη βιομηχανική επανάσταση και δεν βελτιώθηκε καθόλου απ’ τις μεταρρυθμίσεις των εργατοβιομηχανικών νόμων, ήταν τα ορυχεία και ιδίως τα ανθρακωρυχεία. Η ατμοκίνητη αντλία και η ατμοκίνητη μηχανή για το ανέβασμα του ορυκτού απ’ τον πυθμένα της στοάς στην επιφάνεια ήταν ακόμα σε ευρεία χρήση τη δεκαετία του 1840. Οι σύγχρονες για την εποχή εκείνη μηχανικές εφευρέσεις δεν χρησιμοποιούνταν καθόλου στα ορυχεία.
Στα μέσα του 1830 χρησιμοποιούνταν συρματόσκοινα για το ανεβοκατέβασμα στα πηγάδια των μεταλλείων και ο εξαερισμός των στοών ήταν υποτυπώδης. Έξω στην επιφάνεια, τα μηχανικά μέσα καθαρισμού και διακίνησης του κάρβουνου είχαν σχετικά βελτιωθεί και η προώθηση του λιγνίτη γίνονταν με γρηγορότερο ρυθμό απ’ ότι η εξόρυξή του, που συνέχιζε να παραμένει στην ίδια κατάσταση που ίσχυε αιώνες πριν.
Οι επιχειρηματίες προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση της αγοράς, είτε αναγκάζοντας τους εργάτες να κατεβαίνουν βαθύτερα στα έγκατα της γης ή επαναρχίζοντας την εκμετάλλευση παλιών και εγκαταλειμμένων ορυχείων ή ανοίγοντας καινούγια ορυχεία. Όλα αυτά, όμως, κάτω από την πίεση της αγοράς, γίνονταν με μεγάλη βιασύνη και προχειρότητα.
Στη βόρειο Αγγλία και σε πολλά μέρη της Σκωτίας, οι ανθρακωρύχοι προσλαμβάνονταν πάνω σε ετήσια βάση εργασίας και συμφωνούσαν να δουλέψουν για την περίοδο αυτή, χωρίς καμιά διακοπή ή απεργία. Τις περισσότερες φορές πληρώνονταν ανάλογα με την ποσότητα ορυκτού που έβγαζαν, γι’ αυτό και το ποσόν της αμοιβής τους εξαρτιόταν απ’ την τύχη που είχαν να πετύχουν κάποια πλούσια φλέβα λιγνίτη στα βάθη της γης.
Συνήθως οι εργάτες ήταν υπεύθυνοι για την εξόρυξη και μεταφορά του κάρβουνου που έβγαζαν μέχρι τη βάση της κεντρικής στοάς, απ’ όπου το παραλάβαιναν οι ιδιοκτήτες του ορυχείου και το ανέβαζαν στην επιφάνεια.
Σε πολλά ορυχεία ίσχυε το σύστημα της υπεργολαβίας. Οι υπεργολάβοι –οι Μπούτις, όπως τους έλεγαν- συγκροτούσαν δικές τους ομάδες εργατών, που δούλευαν για την εξόρυξη του ορυκτού και τη μεταφορά του στο κεντρικό στόμιο της στοάς. Αυτοί πληρώνονταν απ’ τους ιδιοκτήτες και σε συνέχεια πλήρωναν τους εργάτες που απασχολούσαν στην ομάδα τους μέσα στις στοές. Με το σύστημα αυτό, ένα μεγάλο μέρος της ασυνειδησίας και της απανθρωπιάς που επικρατούσε στα ορυχεία μεταβιβάζονταν στους υπεργολάβους.
Οι Μπούτις έκαναν το παν για να κρατήσουν τα περισσότερα απ’ όσα κέρδιζε η ομάδα. Ένα απ’ τα βασικά μέσα στα οποία κατάφευγαν για να πετύχουν αυτό που επιδίωκαν ήταν να παίρνουν στη δουλειά μικρά παιδάκια.
Οι πληρωμές από μέρους των ορυχείων δεν γίνονταν πάντοτε σε χρήμα. Συνήθως ολόκληρες οι αποδοχές των εργατών πληρώνονταν με κουπόνια, διαφορετικά για κάθε εταιρεία, τα οποία ίσχυαν μόνο στην καντίνα του ορυχείου. Και στις καντίνες οι τιμές των αγαθών ήταν γύρω στα 25% ψηλότερες απ’ ότι στην έξω αγορά. Ακόμα κι όταν τα μεροκάματα πληρώνονταν σε χρήμα, ο εργάτης, που ήθελε να κρατήσει τη δουλειά του, έπρεπε να ξοδέψει ένα υπολογίσιμο ποσό μέσα στην καντίνα του ορυχείου. Για να εξαναγκάζουν μάλιστα τους εργάτες να καταφεύγουν στην καντίνα και να ψωνίζουν από κει, τους πλήρωναν σε ακαθόριστα διαστήματα και ύστερα από πολλές καθυστερήσεις. Έτσι, οι γυναίκες των εργατών, για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην, κατέφευγαν στην καντίνα, όπου ίσχυε το βερεσέ μ’ όλα του τα κακά επακόλουθα. Το σύστημα αυτό περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα ο Ντισραέλυ στο έργο του Sybil.
Οι αμοιβές των ανθρακωρύχων ήταν εξευτελιστικές. Τα μικρά παιδάκια έπαιρναν σ’ ορισμένες περιπτώσεις 2 σελλίνια και 6 πέννες την εβδομάδα. Ορισμένοι άντρες έφταναν και στο ‘’υπέρογκο’’ ποσό των 20 ή και καμιά φορά των 30 σελλινίων. Κι εδώ στα ορυχεία, όπως και στα κλωστοϋφαντουργεία, τα παιδάκια άρχιζαν να δουλεύουν μέσα στα βάθη των στοών από τα 4 ή 5 χρόνια τους. Δούλευαν μέσα στα έγκατα της γης δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες ή και περισσότερο ακόμα την ημέρα. Τα παιδάκια των 4 και 5 χρόνων δούλευαν σαν ‘’κλειδούχοι’’ μέσα στις γραμμές των μικροβαγονιών ή ανοιγόκλειναν τους εξαεριστήρες. Και οι δυο δουλειές ήταν βασικές και υπεύθυνες. Γι’ αυτό και τα παιδάκια αυτά έπρεπε να είναι στα πόστα τους συνεχώς απ’ την ώρα που άνοιγε το ορυχείο, ώς την ώρα που έκλεινε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μικροσκοπικοί αυτοί εργάτες βρίσκονταν συνέχεια στο σκοτάδι. Πολλά απ’ αυτά δεν έβλεπαν ήλιο για βδομάδες ή και για μήνες. Ήταν σκοτάδι όταν άφηναν χαράματα το σπίτι τους κι έφευγαν για τη δουλειά. Σκοτάδι επικρατούσε μέσα στη στοά του ορυχείου και σκοτάδι συναντούσαν όταν έβγαιναν στην επιφάνεια της γης κι επέστρεφαν μεσάνυχτα στο σπίτι τους.
Απ’ τα 6 τους χρόνια κι ύστερα τα παιδάκια έπαιρναν στη δουλειά θέση δίπλα στις γυναίκες. Έσπρωχναν καροτσάκια ή κουβαλούσαν στην πλάτη τους το κάρβουνο απ’ τον τόπο εξόρυξης, τις τελευταίες άκρες των μικροστοών, μέχρι το κάτω στόμιο της κεντρικής στοάς. Οι μέθοδοι μεταφοράς του ορυκτού μέσα στις μικροστοές ήταν διάφορες. Οι πιο συνηθισμένες ήταν η μεταφορά με μικρά βαγονάκια πάνω σε γραμμές και η μεταφορά στις πλάτες.
Στην πρώτη περίπτωση γυναίκες και παιδιά έσπρωχναν τα βαγονάκια ή τα τραβούσαν, δένοντάς τα απ’ τη μέση τους με αλυσίδες. Η αλυσίδα περνούσε κάτω απ’ τα σκέλη τους, ώστε να μπορούν ευκολότερα να έρπουν στο χώμα ή να αρκουδίζουν με τα τέσσερα, σαν τα ζώα, μέσα στα στενώματα των στοών.
‘’Η δουλειά μου, έλεγε η δεκαεφτάχρονη εργάτρια Μάργαρετ Χιππς, είναι να γεμίζω ένα καρότσι με 100 ως 140 κιλά κάρβουνο, να το δένω με την αλυσίδα του απ’ τη μέση μου και να το μεταφέρω σέρνοντάς το σε μια απόσταση 300-350 μέτρων, μέσα σ’ ένα άνοιγμα 60 ή 70 εκατοστών γεμάτο νερά και λάσπες.
Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή σέρνομαι στη γη με τα χέρια και τα πόδια. Είναι βαριά κι απάνθρωπη η δουλειά, που ταχτικά ακροτηριάζει και παραμορφώνει τις γυναίκες’’.
Σ’ άλλες περιπτώσεις οι γυναίκες και τα παιδιά υποχρεώνονταν να μεταφέρουν το κάρβουνο στις πλάτες τους. Με κοφίνια ή άλλα πρόσφορα προχειροκατασκευάσματα στην πλάτη και με σκυμμένο το σώμα σχεδόν σε γωνία 90ο μετέφεραν ασταμάτητα μέσα στις στενές στοές 100 και 140 κιλά κάρβουνο, ανεβαίνοντας τη μια σκάλα ύστερα απ’ την άλλη.
Στα ορυχεία του Στρίνγκσαϊρ οι σκάλες αυτές είχαν η κάθε μια ύψος 6 μέτρα και οι κουβαλητές έπρεπε να ανεβούν σε κάθε διαδρομή 4 ή 5 απ’ αυτές, τη μια μετά την άλλη. Φορτωμένοι κάρβουνο ανέβαιναν μια απόσταση όσο το ύψος του καθεδρικού ναού του Λονδίνου (του Αγίου Παύλου).
Πολλές φορές, μεγάλα κομμάτια κάρβουνο ή και το φορτίο ολόκληρο έπεφτε απ’ τον κουβαλητή που προηγούνταν στο κεφάλι του άλλου που έπονταν.
Η αναφορά της επιτροπής του 1843 περιέχει συνταραχτικά πράγματα. Η ‘’κουβαλήτρια’’ Μάργκαρετ Λέβεστον είναι 6 χρονών και λέει: ‘’Δουλεύω με τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Η δουλειά δεν επιβλέπεται από κανένα. Την ώρα που αρχίζουμε το σκοτάδι είναι πυκνό. Είναι τρομερό να βλέπεις μια γυναίκα να κουβαλάει ένα τόσο μεγάλο βάρος βάρβουνο. Θα επιθυμούσα ο Θεός να σπάσει τη μέση της πρώτης γυναίκας που θα σηκώσει το πρώτο βάρος, ώστε να μην αποπειραθεί να ξανασηκώσει κάρβουνο άλλη καμιά από μας’’.
Μέσα στις στοές οι ακολασίες και οι κτηνωδίες ήταν κοινά καθημερινά φαινόμενα. Τα παιδιά ήταν συνήθως στην πλήρη διάθεση των μεγάλων, οι οποίοι, με λουριά και μαστίγια, τα έδερναν ασυλλόγιστα και τα μεταχειρίζονταν ανάλογα με τις στιγμιαίες διαθέσεις του ο καθένας.
Για το θέμα αυτό ο νεαρός Τζέιμς Ρόμπινσον, δεκατεσσάρων ετών, λέει για κάποιον εργάτη που τον ονόμαζε ‘’δεκανέα’’: ‘’Πάντα με χτυπούσε. Μια φορά, καθώς ήμουν πεσμένος κάτω, με κλοτσούσε, με τραβούσε απ’ τα μαλλιά κι απ’ τ’ αυτιά μου και με πετροβολούσε με μεγάλα κομμάτια κάρβουνο. Δεν αποτόλμησα ποτέ να αναφέρω ένα τέτοιο περιστατικό στον επιστάτη μου, γιατί πίστευα πως ο ‘’δεκανέας’’ μέσα στη στοά θα μπορούσε να με σκοτώσει όποια ώρα ήθελε. Τα αδέρφια μου, το ένα δέκα και το άλλο δεκατριών χρονών τα έχουν δείρει πολλές φορές και για το τίποτα. Μάλιστα, θυμάμαι μια φορά δεν μπορούσαν απ’ το πολύ ξύλο να περπατήσουν για να πάνε στο σπίτι. Κι αυτά δεν ανάφεραν πουθενά το γεγονός, γιατί φοβούνταν μήπως τύχουν χειρότερης μεταχείρισης ή μήπως διώξουν κι εμάς και τον πατέρα μας απ’ τη δουλειά’’.
Δυστυχήματα συνέβαιναν καθημερινά. Και η σπουδαιότερη αιτία, το σκοτάδι και η έλλειψη αερισμού. Ακόμα και οι λιγοστοί εξαεριστήρες που υπήρχαν είχαν αφεθεί στον έλεγχο των πιο μικρών παιδιών. Επίσης και ο χειρισμός και ο έλεγχος βασικών μηχανημάτων ανύψωσης ή κατάβασης στις στοές αναθέτονταν στα παιδάκια.
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πληθώρα δυστυχημάτων που οφείλονταν στην άγνοια, στην επιπολαιότητα ή στην αδυναμία των μικρών χειριστών. Για παράδειγμα αναφέρω την περίπτωση, που ένας μικρός εννιάχρονος χειριστής ανυψωτήρα, τρομοκρατημένος απ’ την ξαφνική παρουσία ενός μεγάλου ποντικού, άφησε το μοχλό απ’ το χέρι του. Το κλουβί του ανυψωτήρα κατέπεσε, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρία ή τέσσερα παιδάκια, που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Πολύ συχνά, σκαμνιά, καλάθια, σκοινιά, πέτρες, κομμάτια κάρβουνου κλπ. ρίχνονταν από απροσεξία ή επίτηδες μέσα στα πηγάδια των στοών, πάνω απ’ τα κεφάλια εκείνων που εργάζονταν στο βάθος. Δεκάχρονο αγόρι γλίστρησε μέσα σ’ ένα τέτοιο πηγάδι, βάθους 50 μέτρων και διαμελίστηκε στον πιθμένα του.
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να συνθλιβούν απ’ τα καροτσάκια και τα βαγονέτα που έσπρωχναν, να καούν από κάποια φωτιά, που ξαφνικά άναβε μέσα στα έγκατα της γης ή να πεθάνουν από ασφυξία ή πνιγμό. Τα καθημερινά δυστυχήματα ήταν τόσο πολλά, που είχαν καταντήσει συμβάντα ρουτίνας, σε σημείο μάλιστα που να θεωρείται περιττό ακόμα και το να τα καταγράψουν.
Οι βαρβαρότητες και οι κτηνωδίες που συνέβαιναν στα βάθη των στοών ήταν τόσες, που κανένας ποτέ δε θα μπορούσε να τις εξιχνιάσει, να βρει την αλήθεια και να την καταγράψει. Αλλά και τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από αδιάφορους και ασυνείδητους εργοδότες και από αναλφάβητους και τρισάθλιους εργάτες; Πώς μπορούσαν οι παθόντες ή οι γνωρίζοντες να καταθέσουν κάτι σε βάρος κάποιου ‘’ισχυρού’’, αφού αυτοί φοβόταν κι έτρεμαν για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, ακόμα κι απ’ τη σκέψη και μόνο ότι ‘’κάτι γνώριζαν’’;
Παρ’ όλες, όμως, τις καταπιέσεις, οι εργαζόμενοι δεν έπαψαν να αγωνίζονται για λίγη ανθρωπιά και για κάποια δικαιοσύνη. Και η εργατική τάξη, ιδιαίτερα των ανθρακωρύχων, ανέδειξε ικανούς και μεγάλους κατά καιρούς ηγέτες.
Με την πρωτοβουλία και την αγωνιστικότητα των καταξιωμένων αρχηγών τους, οι αφανείς και έρποντες στο έδαφος εργάτες των ορυχείων ξύπνησαν, στάθηκαν στα πόδια τους και η φωνή τους ακούστηκε στις πόλεις και στα χωριά ολόκληρης της χώρας.
Το περήφανο και αγωνιστικό πνεύμα των ανθρακωρύχων ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Αγγλία. Την εποχή της οικονομικής κρίσης, ύστερα απ’ τους Ναπολεόντιους πολέμους, αγωνιστές εργάτες γύριζαν με τα κάρα των ορυχείων τη χώρα τους και διέδιδαν τις ιδέες τους, μιλώντας στους συνανθρώπους τους απ’ όπου περνούσαν για ανθρωπιά και δικαιοσύνη. Ο ασταμάτητος αυτός αγώνας των μεγάλων μαχητών και αποστόλων της εργατιάς άνοιξε τα μάτια και ξύπνησε το πνεύμα και τη συνείδηση ενός λαού ολόκληρου.
Το μεγάλο σύνθημα, που κοσμούσε τα κάρα των ορυχείων ‘’θέλουμε να δουλέψουμε κι όχι να ζητιανέψουμε’’ και τράνταζε όλη την Αγγλία απ’ το ένα άκρο της ως το άλλο, δεν προέρχονταν πλέον από μια σβησμένη και ταπεινωμένη τάξη.
Ξεπηδούσε από ένα σύνολο αφυπνισμένων ανθρώπων, που μάχονταν πεισματικά για το ψωμί τους.


No comments:

Post a Comment