Wednesday, December 8, 2010

ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

ΣΦΑΛΜΑΤΑ
ΚΑΙ
ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Αλέκου Ν. Αγγελίδη




ΤΟ «ΜΕΓΑ ΣΧΕΔΙΟ» ANZAC

Πρόκειται για το χειρότερο στρατηγικό σχέδιο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Για μια προσπάθεια των συμμάχων, που, για να ανακουφίσουν την τελμάτωση του πολέμου στα χαρακώματα του γαλλικού μετώπου και να διευκολύνουν τους Ρώσους στον Καύκασο, άνοιξαν ένα νέο μέτωπο στη Μεσόγειο.
Το ‘’μέγα’’ αυτό σχέδιο, όπως αποκαλέστηκε, ήταν ιδέα του Ουίνστον Τσόρτιλ. Αυτός, τουλάχιστο, ζήτησε επίμονα μια νέα εκστρατεία την εποχή εκείνη. Γιατί, στην πραγματικότητα, με το σχεδιασμό μιας ενδεχόμενης επιχείρησης στα Δαρδανέλια είχε ασχοληθεί και παλιότερα το Βρετανικό Υπουργείο Πολέμου το 1904 και το 1911, αλλά τα Επιτελεία Στρατού και Ναυτικού αντέκρουσαν τότε σαν απρόσφορα τα σχέδια αυτά του υπουργείου και η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο. Το 1914, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, τα παλιά σχέδια επανεξετάστηκαν αλλά και πάλι χαρακτηρίστηκαν σαν επικίνδυνα.
Ύστερα, όμως, από παράκληση του τσάρου της Ρωσίας Νικολάου, για άνοιγμα και νέου μετώπου κατά της Τουρκίας, προς ανακούφιση του ρωσοτουρκικού μετώπου στον Καύκασο, οι σύμμαχοι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν κατά των Στενών.
Τώρα, ο πρώτος λόρδος του ναυαρχείου (ο Τσόρτσιλ) έλεγε πως, χτυπώντας τη σύμμαχο των Γερμανών Τουρκία, θα μπορούσε να προσβάλει ‘’το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης του Κάιζερ’’, όπως την αποκαλούσε. Και θα το πετύχαινε, αν κατόρθωνε να παραβιάσει τα Δαρδανέλια, να αποκόψει τους Τούρκους απ’ τους Γερμανούς και να ενώσει τη Βρετανία και τη Γαλλία με τη σύμμαχό τους Ρωσία δια μέσου της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό θα κατορθώνονταν αν κυριεύονταν η χερσόνησος της Καλλίπολης που δέσποζε των Στενών.
Πρόκειται, πραγματικά, για ένα τολμηρό σχέδιο, του οποίου, όμως, η επιτυχία εξαρτιόταν απ’ τη δυνατότητα αιφνιδιασμού της Τουρκίας. Το χτύπημα έπρεπε να είναι ακαριαίο.
Λόγω της περιοχής που επιλέχτηκε για την εφαρμογή του σχεδίου, το χτύπημα έπρεπε να δοθεί από δυο ταυτόχρονα κατευθύνσεις. Απ’ την ξηρά και απ’ τη θάλασσα.
Η επιχείρηση απαιτούσε ισχυρή ναυτική δύναμη για να ξεκαθαρίσει τα Δαρδανέλια απ’ τις οχυρώσεις τους και επιπλέον μια γερή αμφίβια δύναμη, για να εξασφαλίσει την κατοχή της χερσονήσου, κυριεύοντας και κρατώντας υψώματα κι απ’ τις δυο μεριές. Απ’ τη μεριά των Στενών κι απ’ τη μεριά του κόλπου του Σάρου.
Με τον τρόπο της εκτέλεσης του σχεδίου διαφώνησε τότε ο Βενιζέλος, ο οποίος δήλωσε πως ο ελληνικός στρατός μπορούσε, επιτιθέμενος από ξηράς, να καταλάβει τη χερσόνησο, αν είχε την υποστήριξη των συμμάχων. Οι Άγγλοι, όμως, φοβούμενοι προέλαση του ελληνικού στρατού στα ενδότερα, πράγμα το οποίο θα ενίσχυε περισσότερο τη θέση της Ελλάδας μέσα στη συμμαχία και στη συνέχεια θα πολλαπλασίαζε ίσως και τις απαιτήσεις της, αντέδρασαν κι επέμειναν να αναλάβουν οι ίδιοι οι σύμμαχοι την κατάληψη της Χερσονήσου.
Όμως, παρά τη φαεινή σύλληψη του σχεδίου η εκτέλεσή του απέβηκε καταστροφική. Το πρώτο λάθος έγινε με την ανόητη προειδοποίηση των Τούρκων απ’ τους ίδιους τους συμμάχους για τις μελετημένες προθέσεις τους πολύ πριν απ’ τη μέρα της εφόδου.
Στις 3 Νοεμβρίου 1914, μικρή μοίρα του βρετανικού πολεμικού ναυτικού εισχώρησε στα Δαρδανέλια και επί δέκα λεπτά βομβάρδισε τις τουρκικές βάσεις. Ο ολιγόλεπτος αυτός κανονιοβολισμός προξένησε μεν λίγες ζημιές στους Τούρκους, αποκάλυψε, όμως, πέρα για πέρα τα βρετανικά σχέδια.
Οι Τούρκοι, κάτω απ’ την καθοδήγηση Γερμανών αξιωματικών (διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων της περιοχής ήταν ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν-Φον-Σάντερς), ναρκοθέτησαν αμέσως τη θάλασσα των Στενών και ενίσχυσαν τις φρουρές των οχυρών τους κατά μήκος της δύσβατης κι απόκρημνης ορεινής παραλιακής περιοχής της χερσονήσου της Καλλίπολης. Και μάλιστα δούλεψαν ανενόχλητοι και προχώρησαν με την ησυχία τους στη βελτίωση των οχυρώσεών τους και στην ενίσχυση της άμυνάς τους, γιατί τους δόθηκε αρκετός καιρός. Δεν ενοχλήθηκαν απ’ τους συμμάχους για τρεις και πλέον μήνες.
Στις 18 Μαρτίου 1915 μια πολύ μεγαλύτερη αγγλογαλλική μοίρα ξαναβομβάρδισε τα τουρκικά οχυρά. Ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων, για να αποφύγει απώλειες, αποσύρθηκε αμέσως πέρα απ’ την ακτίνα δράσης των συμμαχικών πυροβόλων και περίμενε υπομονετικά να λήξει ο βομβαρδισμός για να ξαναγυρίσει στις θέσεις του. Η άμυνα της περιοχής έμεινε στα βαριά τουρκικά πυροβόλα των οχυρών.
Η επίθεση αυτή ελάχιστα ωφέλησε τους συμμάχους. Τρία πολεμικά πλοία τους βυθίστηκαν από νάρκες κι άλλα τρία τέθηκαν εκτός μάχης. Ο αρχηγός του στόλου ναύαρχος Φίσερ ανέφερε τότε: ‘’Τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα στα Δαρδανέλια. Καθυστερούμε λόγω έλλειψης δράσης του στρατού.’’ Η διαμαρτυρία του, όμως, δεν λήφθηκε υπόψη, γι’ αυτό και λίγο αργότερα (Μάιος 1915) ο ναύαρχος παραιτήθηκε απ’ τη θέση του.
Στο Λονδίνο, πολλά μέλη του Πολεμικού Συμβουλίου αναρωτιόταν, αν έπρεπε να προχωρήσουν και να αποπειραθούν να καταλάβουν τα Στενά μ’ αυτό το σχέδιο. Όχι ο Τσόρτσιλ. Αυτός έμεινε πιστός σ’ αυτό και ουδέποτε ταλαντεύτηκε. Η επιμονή του και ο ενθουσιασμός του για το σχέδιό του παρέσυρε την πλειοψηφία του Πολεμικού Συμβουλίου και των άλλων ιθυνόντων του πολέμου με το μέρος του.
Έτσι, τις πρωινές ώρες της 25ης Απριλίου 1915, πέντε ολόκληρους μήνες ύστερα απ’ τις πρώτες ‘’προειδοποιητικές βολές’’ του αγγλικού ναυτικού, η μεγαλύτερη αποβατική δύναμη που είχε
ως τότε γνωρίσει ο κόσμος κατευθύνθηκε προς τις παραλίες της Καλλίπολης.
Στο πρώτο αποβατικό κύμα βρίσκονταν 1500 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες. Με τρία πολεμικά πλοία πλησίασαν τη νύχτα στις ακτές. Τα πλοία σταμάτησαν στ’ ανοιχτά και στις 4 το πρωί τα αγήματα επιβιβάστηκαν σε μικρές βάρκες κι άρχισαν να κοπηλατούν, με προορισμό τη στεριά, που διαγράφονταν σκοτεινή μπροστά τους. Με το πρώτο χάραμα πλησίασαν το ακρωτήρι Αρί-Μπουρνού αλλά, αντί να δουν μια απλωτή κι ομαλά ελαφρόγυρτη παραλία, όπως περίμεναν, σύμφωνα με όσα τους είχαν πει, αντίκρυσαν απόκρημνα υψώματα κι ολόγυμνους κατακόρυφους βράχους. Στους εθελοντές στρατιώτες απ’ τους Αντίποδες δεν άρεσε καθόλου το πρώτο αυτό ψέμα των αρχηγών τους.
Είχε πια ξημερώσει. Οι βάρκες ήταν τώρα πολύ κοντά στη στεριά. Ορισμένες άγγιζαν την άμμο. Για μια στιγμή, απ’ την κορφή κάποιου λόφου ρίχτηκε μια φωτοβολίδα. Το τόξο της ακολούθησε βιαστικό το θόλο του ουρανού και το φως της χρωμάτισε παράξενα το μουντό ορίζοντα, που είχε ήδη αρχίσει να σαλεύει αγουροξυπνημένος μέσα στα βαθιά χαράματα. Μια ανατριχίλα απλώθηκε παντού. Το εχθρικό στρατόπεδο αγρυπνούσε. Όλες οι καρδιές σφίχτηκαν για λίγο. Τα κορμιά έμειναν ακίνητα μέσα στις βάρκες. Οι αναπνοές συγκρατήθηκαν, τα μάτια άνοιξαν περισσότερο και τ’ αυτιά τεντώθηκαν ασυνήθιστα. Για κάποιο δευτερόλεπτο δεν ξεχώριζε κανείς αν τα πάντα είχαν νεκρωθεί ή όλα ζούσαν πιο έντονα.
Πάνω στην υπερένταση ένας δυνατός κρότος ξέσχισε το πέπλο της νύχτας και θρυμμάτισε τη σιωπή. Ένα πανδαιμόνιο ξέσπασε με μιας και μια βροχή από σφαίρες άρχισε να πέφτει ασταμάτητα κι απ’ όλες τις κατευθύνσεις πάνω στα μικρά κι απροστάτευτα πλεούμενα. Η σύγχυση αναποδογύρισε πολλά απ’ αυτά κι οι στρατιώτες έπεσαν στη θάλασσα και πάλευαν με κάθε τρόπο να βγουν στη στεριά. Αλλά το βάρος των όπλων και του υλικού που κουβαλούσαν στις πλάτες τους τους τραβούσε στο νερό και οι σφαίρες των εχθρών τους έστελναν στον πάτο.
Πάρα πολλοί δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στη στεριά. Όσοι έφτασαν, έβαλαν ‘’εφ’ όπλου λόγχη’’ και, καλυμμένοι όπως-όπως, περίμεναν να αντιμετωπίσουν τον όγκο των Τούρκων, που αλαλάζοντας κατέβαινε τρέχοντας απ’ τους λόφους. Η μάχη άρχισε σκληρή, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα απ’ το κύμα. Σε μια θέση που θα μείνει για πάντα πλέον γνωστή στην ιστορία σαν ο ‘’Όρμος ΑΝΖΑC’’.
Η λέξη A.N.Z.A.C. σχηματίζεται απ’ τα αρχικά των λέξεων Australian And Newzealand Army Corps. Δηλαδή Αυστραλέζικο και Νεοζηλανδικό Εκστρατευτικό Σώμα.
Οι Αυστραλοί και οι Νεοζηλανδοί ήταν όλοι εθελοντές στρατιώτες που έτρεξαν αμέσως στο κάλεσμα της Αγγλίας για την άμυνα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας οι χώρες τους ήταν τα πιο απομακρυσμένα μέλη. Όλοι τους ήταν άπειροι και κανένας δεν περίμενε να ανταποκριθούν στις περιστάσεις. Ο ηρωισμός, όμως, η επιμονή και το κουράγιο που έδειξαν στον ‘’Όρμο ANZAC’’ έγιναν παράδοση. Απέκρουσαν τους Τούρκους πέρα απ’ την ακτή και, με τις απαστράπτουσες στις πρώτες ακτίνες του ήλιου λόγχες τους, τους απώθησαν μακριά στους λόφους. Μέσα στις πρωινές κιόλας ώρες οι Αυστραλονεοζηλανδοί είχαν προχωρήσει ένα περίπου μίλι πέρα απ’ το κύμα.
Παρ’ όλα αυτά το ‘’μεγάλο’’ στρατηγικό σχέδιο είχε κιόλας παραλύσει και καταρρεύσει. Αντί για μια φανταχτερή, κεραυνοβόλα κι επιβλητική γενική προέλαση είχε απολήξει σε αιματηρές μάχες ακροβολιστών. Η ιστορία του γαλλικού μετώπου είχε επαναληφθεί.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο ηρωισμός και η γενναιότητα των Αυστραλονεοζηλανδών εκμηδενίστηκε και προδόθηκε απ’ την ανικανότητα των αρχηγών τους.
Αρχιστράτηγος της εκστρατείας της Καλλίπολης ήταν ο Άγγλος στρατηγός σερ Ίαν Χάμιλτον, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα (16 Ιανουαρίου 1853) και στη διάρκεια της καριέρας του πήρε μέρος σε πολλές κι ονομαστές εκστρατείες. Σε τούτη την εκστρατεία, όμως, αποδείχτηκε πως ήταν ένας μονόπλευρος και λιγόστροφος αρχηγός, ο οποίος διηύθηνε τις επιχειρήσεις μέσα απ’ το άνετο σαλόνι του θωρηκτού ‘’Βασίλισσα Ελισάβετ’’, που βρίσκονταν τρία μίλια μακριά απ’ τις ακτές, αποκομμένος από κάθε επαφή με τους διοικητές των δύο Σωμάτων Στρατού που είχε στις διαταγές του κι αποξενωμένος τελείως απ’ τους στρατιώτες που μάχονταν σώμα με σώμα στις ακτές.
Αλλά, ούτε και οι διοικητές των Σωμάτων βρίσκονταν κοντά στους στρατιώτες τους. Είχαν διαταχτεί να κατευθύνουν τις επιχειρήσεις των τμημάτων τους απ’ τις γέφυρες δύο πολεμικών. Και, επειδή οι επικοινωνίες με τα μάχιμα τμήματά τους διακόπηκαν απ’ τις πρώτες κιόλας στιγμές των συγκρούσεων, έχασαν κάθε επαφή μαζί τους και δεν είχαν κι αυτοί καμιά απολύτως γνώση του μεγέθους του δράματος και των όσων συνέβαιναν γενικά στις ακτές.
Διοικητής του Σώματος των Αυστραλονεοζηλανδών (ANZACς) ήταν ο στρατηγός σερ Ουίλιαμ Μπίρντγουντ. Ικανός και πολυμήχανος αξιωματικός. Δυστυχώς, όμως, αποδυναμώθηκε κι αυτός και καθηλώθηκε απ’ τις δυσκίνητες και ανεδαφικές διαταγές των ανωτέρων του. Διοικητής του άλλου Σώματος ήταν ο στρατηγός σερ Χάντερ Ουέστον, ο οποίος διοικούσε την 29η Μεραρχία, που αποτελούνταν από βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις. Σ’ αυτόν ο αρχιστράτηγος Χάμιλτον στήριζε, όπως έλεγε, όλες του τις ελπίδες.
Οι άντρες του Ουέστον αποβιβάστηκαν σε πέντε διαφορετικά σημεία του ακροτηρίου Χέλλες στην άκρη της Χερσονήσου της Καλλίπολης. Ορισμένα απ’ τα τμήματα αυτά είχαν σαν αποστολή τους να δημιουργήσουν δυο εικονικά μέτωπα, για να αποπροσανατολίσουν τον εχθρό και να τον κάνουν να στρέψει την προσοχή του στις περιοχές αυτές, μίλια μακριά απ’ τα πραγματικά σημεία της κύριας επίθεσης.
Η πρώτη δύναμη από δυο χιλιάδες Βρετανούς, που έφτασε στο ακρωτήρι Χέλλες, πλησίασε τη στεριά κι αποβιβάστηκε στην ακτή Σεντ-Ελ-Μπαχίρ, στην περιοχή ενός ερημικού ανθρακωρυχείου, κοντά στις εισβολές του ποταμού Κλάιντ. Αυτή η απόβαση έγινε μια ώρα μετά την απόβαση των ANZACς στο Αρί-Μπουρνού.
Οι Βρετανοί βγήκαν στην ξηρά με το φως της μέρας και βρήκαν τους Τούρκους να τους περιμένουν πανέτοιμοι. Καθώς δε ήταν εύκολα ορατοί, έπεσαν κάνω σε καταιγιστικά πυρά των ταμπουρωμένων εχθρών, που παρακολουθούσαν το πλησίασμά τους με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Εκατοντάδες στρατιώτες σκοτώθηκαν απ’ τις πρώτες ριπές, καθώς συνωστίζονταν σα σαρδέλες στις επισημασμένες απ’ τα τουρκικά πολυβόλα αποβάθρες του ανθρακωρυχείου, για να αποβιβαστούν στην ξηρά και να βρουν κάποιο καταφύγιο κατά μήκος της ακτής. Οι λιγοστοί που κατάφεραν να ξεφύγουν  προς τη στεριά αποτελειώθηκαν ένας-ένας απ’ τα ασταμάτητα κι εύστοχα πυρά των εχθρών, καθώς ξεμυτούσαν δώθε-κείθε, ψάχνοντας κάποιο έρισμα ή πασχίζοντας να προστατευτούν από κάποιο προκάλυμμα.
Τέσσερις ώρες μετά την πρώτη απόβαση κι ύστερα από απεγνωσμένες προσπάθειες, περίπου 200 Βρετανοί κατόρθωσαν να κρατηθούν στη στεριά, να τρυπώσουν κάπου και να σωθούν.
Ο πιλότος ενός αναγνωριστικού αεροπλάνου, που πέταξε πάνω απ’ την περιοχή αυτή εκείνο το πρωί της απόβασης, ανέφερε: ’’ . . . η θάλασσα παρουσιάζει τρομαχτική όψη. Είναι βαμμένη κατακόκκινη απ’ το αίμα . . . ‘’
Η μάχη του Σεντ-Ελ-Μπαχίρ είχε χαθεί πριν ακόμα αρχίσει.
Μέσα σε μια λουρίδα μήκους λίγων μόνο μιλίων του ακρωτηρίου Χέλλες είχαν γίνει άλλες τέσσερις κρούσεις, οι οποίες είχαν κάποια καλύτερη τύχη.
Τα άλλα βρετανικά τμήματα που αποβιβάστηκαν σε άλλα τρία σημεία συνάντησαν λίγη μόνο αντίσταση. Έτσι, κατάφεραν να καταλάβουν τα κυριότερα υψώματα της περιοχής τους, όπου και παρέμειναν περιμένοντας νέες διαταγές. Προς δόξαν, όμως, της ανικανότητας της ηγεσίας τους τέτοιες διαταγές δεν τους ήρθαν ποτέ.
Στην άλλη παραλία, στην παραλία ‘’Υ’’, όπως την ονόμαζαν, τα συμμαχικά τμήματα δεν βρήκαν καμιά απολύτως αντίσταση. Δυο χιλιάδες άντρες βγήκαν στη στεριά κι ανενόχλητοι πήραν τις πλαγιές κι ανέβηκαν στους γύρω λόφους. Κάθισαν στις κορφές άπρακτοι κι άκουγαν τον αχό της μάχης και τις οιμωγές των συναδέλφων τους, που αποδεκατίζονταν ομαδικά σε μια απόσταση μιας μόνον ώρας πορείας πιο κάτω.
Μόνο τα τμήματα της παραλίας ‘’Υ’’ ξεπερνούσαν αριθμητικά όλες τις τουρκικές δυνάμεις του ακροτηρίου Χέλλες. Μπορούσαν τα τμήματα αυτά να κινηθούν, να κυκλώσουν και να εξουδετερώσουν εύκολα όλες τις εχθρικές δυνάμεις του ακρωτηρίου εκείνη τη μέρα. Δεν το έκαναν, όμως. Και τούτο, γιατί, όταν οι αξιωματικοί των τμημάτων αυτών ζήτησαν απ’ την ηγεσία τους την άδεια να κινηθούν, η πρότασή τους απορρίφτηκε. Έτσι, δυο χιλιάδες άντρες κάθισαν άπρακτοι στα υψώματα ‘’Υ’’ ολόκληρη τη φονική εκείνη μέρα και περίμεναν νέες διαταγές. Αλλ’ αντί για νέες διαταγές κατέφτασαν κατά το δειλινό νέες τουρκικές δυνάμεις και τους επιτέθηκαν με σφοδρότητα.
Οι Βρετανοί, που περίμεναν ανά πάσα στιγμή διαταγή εκκίνησης, δεν ασχολήθηκαν καθόλου με την οργάνωση του εδάφους κι ούτε δημιούργησαν πρόχειρα έργα κάλυψης για κάθε περίπτωση ενδεχόμενης επίθεσης. Έτσι, όταν εκδηλώθηκε η επίθεση, βρέθηκαν τελείως απροετοίμαστοι, αιφνιδιάστηκαν και, κάτω απ’ τα ξαφνικά και καταιγιστικά πυρά των εχθρών, σκόρπισαν και αποκόπηκαν στα δυο. Τα μισά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν προς την παραλία, ενώ τα άλλα μισά απωθήθηκαν προς την ενδοχώρα. Επειδή δε, δεν υπήρχε καμιά διαταγή που να καθορίζει το σκοπό και τη στάση των τμημάτων στην περιοχή ‘’Υ’’, οι αξιωματικοί δεν ήξεραν τι θέση να πάρουν και τι να διατάξουν. Γι’ αυτό και οι υποχωρούντες στρατιώτες που έφταναν στις ακτές, έμπαιναν στις βάρκες και κωπηλατώντας τραβούσαν για τα πλοία εγκαταλείποντας όπως-όπως την παραλία.
Στο μεταξύ, οι στρατιώτες του άλλου τμήματος που είχαν απωθηθεί προς το εσωτερικό συνέχισαν να μάχονται ως το βράδυ και όλη τη νύχτα. Το πρωί της άλλης μέρας διαπίστωσαν ότι είχαν αποκοπεί κι ότι είχαν μείνει μόνοι τους στη στεριά και τελείως ακάλυπτοι. Ίσως η απόγνωση αυτή τους έκανε να πολεμήσουν τόσο σκληρά, ώστε να αναγκάσουν κατά το μεσημέρι τους Τούρκους να τραπούν σε φυγή.
Για άλλη μια φορά η μεγάλη ευκαιρία της νίκης είχε χαθεί.
Οι επιτιθέμενοι σύμμαχοι ξεπερνούσαν τους αμυνόμενους Τούρκους στο ακρωτήρι Χέλλες έξι προς ένα. Αλλ’ επειδή δεν υπήρχε ανώτερος αξιωματικός με αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες, για να συντονίσει επιτόπου τις ενέργειες των τμημάτων και να ενεργήσει συνδυασμένες επιχειρήσεις, οι σύμμαχοι, παρ’ ότι είχαν υπεροχή σε δυνάμεις και θέσεις, απέτυχαν του σκοπού τους. Οι Τούρκοι έφυγαν απ’ τη μάχη αλλά οι σύμμαχοι έφυγαν απ’ την ακτή.
Το μόνο μέρος των όλων επιχειρήσεων που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν επιτυχία ήταν εκείνο του γαλλικού τμήματος στην ασιατική πλευρά των Στενών. Στο Κουμ-Καλαί. Εκεί οι Γάλλοι, με ένα σύνταγμα των αφρικανικών κτήσεων σε μάχη σώμα με σώμα, κυρίεψαν ένα σημαντικό τουρκικό οχυρό που έλεγχε την είσοδο των Στενών. Οι Τούρκοι εδώ είχαν τραπεί σε φυγή. Αλλά, πάνω στη στιγμή της νίκης, οι Γάλλοι διατάχτηκαν να αποσυρθούν και να πλεύσουν προς το ακρωτήρι Χέλλες. Το Κουμ-Καλαί ήταν απλώς μια παραπλανητική ενέργεια. Κανένας δεν σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί και να αξιοποιήσει την επιτυχία αυτή.
Ως το μεσημέρι της 26ης Απριλίου είχαν αποβιβαστεί στη Χερσόνησο της Καλλίπολης συμμαχικά τμήματα που αριθμούσαν πάνω από τριάντα χιλιάδες άντρες. Σε κανένα, όμως, απ’ αυτά δεν επιτράπηκε απ’ την ηγεσία τους να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο είχε αποβιβαστεί εκεί.
Στο μεταξύ η αρχική δύναμη των Αυστραλονεοζηλανδών ((ANZACς) είχε ενισχυθεί με άλλους 15 χιλιάδες άντρες. Αλλά και ο εχθρός δεν άφησε τον καιρό να πάει χαμένος. Συγκέντρωσε τον όγκο των δυνάμεών του στα υψώματα Αρί-Μπουρνού, γύρω απ’ τις θέσεις των ANZACς. Κατά το σβήσιμο της μέρας οι Αυστραλονεοζηλανδοί είχαν αποκλειστεί σ’ ένα μικρό κι ανοιχτό τμήμα της παραλίας, χωρίς καμιά προστασία και κάλυψη.
Κατά τα μεσάνυχτα ο στρατηγός Μπίρντγουντ κατάφερε να στείλει  ένα σήμα στο πλοίο του αρχιστράτηγου Χάμιλτον, με το οποίο του ζητούσε την άδεια υποχώρησης των δυνάμεών του κι απαγκίστρωση απ’ τις ακτές. Το σήμα έλεγε:
‘’Οι μέραρχοί μου και οι ταξίαρχοι αναφέρουν ότι φοβούνται, πως οι άντρες τους έχουν αποδιοργανωθεί και πως έχουν τελείως διαλυθεί, ύστερα μάλιστα από εξαντλητική και ηρωική προσπάθεια που κατέβαλαν όλο το πρωί. Ορισμένοι έχουν αποσυρθεί έξω απ’ τη γραμμή της μάχης και δεν μπορούν να επανασυνδεθούν λόγω των δυσκολιών του εδάφους. Ακόμα και η ταξιαρχία των Νεοζηλανδών, η οποία μόλις πρόσφατα πήρε μέρος στη μάχη, έχει μεγάλες απώλειες και έχει σε κάποιο βαθμό αποθαρρυνθεί. Εάν οι δυνάμεις μου ξαναδεχτούν αύριο νέους κανονιοβολισμούς και νέες επιθέσεις, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα γενικής συμφοράς, καθότι δεν διαθέτω κανένα ξεκούραστο τμήμα, για να το προωθήσω στην πρώτη γραμμή προς ανακούφισή τους. Αντιλαμβάνομαι πως η αναφορά μου αυτή είναι πολύ σοβαρή αλλά αν πρέπει να αποσυρθούμε από δω αυτό πρέπει να γίνει αμέσως’’.
Χιλιάδες ζωές μπορούσαν να σωθούν την ώρα που ο Χάμιλτον στριφογύριζε στα δάχτυλά του το σήμα του Μπίρντγουντ, πάνω στο αγγλικό θωρηκτό. Αλλά η εξέλιξη των γεγονότων δεν κρίθηκε απ’ την αναφορά του σωματάρχη. Κρίθηκε από ένα άλλο δεύτερο σήμα, που είχε φτάσει στον αρχιστράτηγο, πριν αποφασίσει πώς να απαντήσει στο πρώτο.
Το δεύτερο σήμα προέρχονταν απ’ τον υποπλοίαρχο Χώου Στόκερ, κυβερνήτη του αυστραλέζικου υποβρυχίου ΑΕ2. Το υποβρύχιο είχε μπει μέσα στα Δαρδανέλια, αναδύθηκε στην επιφάνεια και έπλευσε κατά μήκος των Στενών κάτω απ’ τα πυροβόλα των παράκτιων οχυρών. Οι ομοβροντές των εχθρικών κανονιών το ανάγκασαν να ξανακαταδυθεί και να περάσει κάτω απ’ το θαλάσιο ναρκοπέδιο των Τούρκων. Για να ελέγξει την περιοχή και να εξακριβώσει τη θέση του, αναγκάστηκε να αναδυθεί δυο φορές μέσα στο ναρκοπέδιο και να δεχτεί και τις δυο φορές τις ομοβροντίες των πυροβόλων των ακτών. Τελικά ο Στόκερ έφτασε μπροστά στον τουρκικό στόλο που στάθμευε πέρα απ’ το ναρκοπέδιο και εκτόξευσε μια τορπίλη πάνω σ’ ένα εχθρικό καταδρομικό. Το καταδρομικό έρχονταν ολοταχώς επάνω του και το υποβρύχιο μόλις και πρόλαβε να βυθιστεί και να αποφύγει τη σύγκρουση. Η τορπίλη, όμως, βρήκε το στόχο της. Ο τουρκικός στόλος αναστατώθηκε. Αντιτορπιλικά και άλλα ελαφρά σκάφη κινήθηκαν αμέσως. Ο υποπλοίαρχος κράτησε το σκάφος ακίνητο στο βυθό για 16 ώρες, διαβάζοντας στο πλήρωμα προσευχές κι αποσπάσματα απ’ την Αγία Γραφή. Ήταν μέρα Κυριακή.
Μόλις οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την αναζήτηση του υποβρυχίου, το ΑΕ2 έφυγε έξω απ’ τα Στενά και τηλεγράφησε την επιτυχία του στη ναυαρχίδα.
Ο ταλαντευόμενος Χάμιλτον πήρε το σήμα του Στόκερ και κατακυριεύτηκε από το μοναδικό ευχάριστο της ημέρας. Επηρεασμένος δε κυριολεκτικά απ’ αυτό αποφάσισε να στείλει την  παρακάτω απάντηση στο Μπίρντγουντ, που του είχε ζητήσει νωρίτερα έγκριση αποχώρησης του σώματός του:
‘’Τα νέα σας είναι πραγματικά σοβαρότατα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά να γαντζωθείτε στο έδαφος και να μείνετε σκαλωμένοι σ’ αυτό. Θα χρειαστούν τουλάχιστο δυο μέρες για να αποσυρθείτε στα πλοία. Στο μεταξύ ένα αυστραλέζικο υποβρύχιο, που κατόρθωσε να εισβάλει στα Στενά, τορπίλισε ένα καταδρομικό των εχθρών. Ο στρατηγός Ουέστον, παρά τις βαριές του απώλειες, θα προελάσει αύριο, γεγονός το οποίο θα ανακουφίσει τα τμήματά σας απ’ τις πιέσεις που δέχονται. Στείλτε προσωπικό μήνυμα στους άντρες σας, ώστε, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, να κρατήσουν το έδαφός τους. Περάσατε το δύσκολο στάδιο. Το μόνο που έχετε να κάνετε τώρα είναι να γαντζωθείτε, να γαντζωθείτε, να γαντζωθείτε στις θέσεις σας, ώσπου να είστε ασφαλείς’’.
Κι αυτοί ‘’γαντζώθηκαν, γαντζώθηκαν, γαντζώθηκαν.’ Το μόνο που έκαναν.
Μέσα σε μια παραλιακή λουρίδα, φάρδους εκατό περίπου μέτρων, διάσπαρτη από δυο και πλέον χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και με τα γύρω υψώματα και τους λόφους γεμάτους Τούρκους οι Αυστραλονεοζηλανδοί έσκαψαν όπως-όπως χαντάκια και προπετάσματα, άλλα στις απότομες πλαγιές κι άλλα στα ισάδια των ακτών και χώθηκαν σ’ αυτά. Το ίδιο, αλλά με την άνεσή τους, έκαναν και οι Τούρκοι πάνω στις κορφές των λόφων και στα φρύδια των γκρεμών.
Το μεγαλεπίβουλο ‘’Σχέδιο Καλλίπολης’’, μέσα σε λίγες μόνο ώρες απ’ την εφαρμογή του, είχε απολήξει στην ίδια φριχτή κατάσταση του πολέμου των χαρακωμάτων που επικρατούσε στο γαλλικό μέτωπο κι όπου χάνονταν εκατομμύρια ζωές χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Οι άντρες στον όρμο ANZAC και στο ακρωτήριο Χέλλες ήταν γραφτό να μείνουν σε κείνα τα χαρακώματα και σε κείνα τα λαγούμια για άλλους οχτώ μήνες και έπρεπε οι απώλειες των συμμάχων να φτάσουν τις 250 χιλιάδες πριν η περηφάνια των αρχηγών τους καταδεχτεί να ενδώσει, ώστε να τους επιτρέψει να δουν την ήττα τους και να διατάξουν την υποχώρηση του αποδεκατισμένου στρατού τους.
Στις 29 Απριλίου έφτασαν νέα στο Λονδίνο που έλεγαν ότι ‘’η εκστρατεία της Καλλίπολης δεν απέβη επιτυχής όσο ελπιζόταν’’. Τα νέα αυτά δεν προέρχονταν απ’ τον αρχιστράτηγο Χάμιλτον, ο οποίος, διαστρέφοντας την αλήθεια, απέφυγε να ανακοινώσει την αποτυχία της αποστολής του. Τα νέα για την καταστροφή ανακοινώθηκαν απ’ το ναυτικό.
Τα τμήματα που μάχονταν απεγνωσμένα στη στεριά ζητούσαν κάθε μέρα επιγόντως ενισχύσεις. Και ξεκούραστες εφεδρείες υπήρχαν μπόλικες στην Αίγυπτο. Εκεί είχε συγκεντρωθεί αρχικά η όλη δύναμη για την εκστρατεία στη Μεσόγειο κι εκεί υπήρχε πληθώρα στρατού, που έμενε αργός και άπρακτος, περιμένοντας εντολή να αναχωρήσει για την Καλλίπολη. Αλλά ο Χάμιλτον ουδέποτε στράφηκε προς το στρατόπεδο αυτό. Και τούτο, είτε γιατί δεν γνώριζε ότι υπήρχαν στο Κάιρο δυνάμεις στη διάθεσή του, είτε το γνώριζε αλλά, από ανόητη περηφάνια, δεν ήθελε να τις χρησιμοποιήσει. Πάντως, όσο πιθανό φαίνεται το πρώτο, τόσο κουτό είναι το δεύτερο. Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη ακριβώς. Όλοι, όμως, οι διοικούντες την εκστρατεία γνώριζαν ότι η κατάσταση στο μέτωπο ήταν τραγική. Την τραγικότητα αυτή είδαν από κοντά οι κυβερνήσεις των πλοίων που επισκέφτηκαν την περιοχή και πληροφόρησαν σχετικά το Λονδίνο.
Έτσι, με τον καιρό κι ύστερα από εντολή του Λονδίνου, οι ενισχύσεις έπλευσαν προς την Καλλίπολη. Δεκαέξι μεραρχίες αποβιβάστηκαν συνολικά στη Χερσόνησο. Ήταν όμως αργά, γιατί οι Τούρκοι με το Μουσταφά Κεμάλ είχαν μεταφέρει τις καλύτερες μονάδες τους στο στενό μέτωπο του μικρού προγεφυρώματος της Καλλίπολης.
Μέσα σε δυο βδομάδες, ύστερα απ’ την αρχική απόβαση, ο στρατηγός Ουίλσον είχε χάσει 6,5 χιλιάδες άντρες στο ακρωτήρι Χέλλες, χωρίς να πετύχει τίποτα. Οι στρατιώτες αποδεκατίζονταν απ’ τα πολλά και εύστοχα πυρά των Τούρκων και οι τραυματίες πέθαιναν από έλλειψη ιατρικής περίθαλψης. Επιπλέον, τα πυρομαχικά τους ήταν ελάχιστα και οι οβίδες σπάνιζαν πολύ. Οι επιθέσεις με εφ’ όπλου λόγχη και οι συγκρούσεις σώμα με σώμα που έφερναν βαριές απώλειες ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Η κατάσταση και στον όρμο ANZAC ήταν η ίδια αν όχι χειρότερη. Σε κάθε στρατιώτη δίνονταν δυο σφαίρες την ημέρα, εκτός από περιπτώσεις συγκρούσεων μεγάλης διάρκειας.
Κατά μήκος της πρώτης γραμμής τα χαρακώματα των αντιμαχόμενων στρατευμάτων ήταν τόσο πολύ κοντά, που σε πολλά σημεία πλησίαζαν στα 30 ή και 25 μέτρα. Οι στρατώτες ζούσαν σαν τους αρουραίους στις λασπωμένες και βρόμικες τρύπες τους, ενώ στις ακρογιαλιές οι τραυματίες πέθαιναν ομαδικά πάνω στα φορεία τους απ’ το ασταμάτητο κανονίδι των εχθρών.
Στις 18 Μαΐου έγινε στον όρμο ANZC η αιματηρότερη μάχη όλης της εκστρατείας. Οι Τούρκοι είχαν φέρει νέες εφερδείες, που τώρα ξεπερνούσαν τους συμμάχους κατά τρία προς ένα. Οι Αυστραλονεοζηλανδοί, όσοι είχαν απομείνει εκεί κι ήταν ακόμα ικανοί για πόλεμο, έφταναν τις δώδεκα χιλιάδες. Στις 5 το απόγευμα το τουρκικό πυροβολικό άρχισε ένα σφοδρό κανονιοβολισμό γύρω και πάνω στους ANZCς, που ήταν ο σφοδρότερος που είχαν ποτέ τους δει οι στρατιώτες του Νότου. Ο βομβαρδισμός αυτός συνεχίστηκε όλη τη νύχτα και τους καθήλωσε στα λαγούμια τους. Στις 3 το πρωί ο στρατηγός Μπρίντγουντ διέταξε όλους τους άντρες του να είναι έτοιμοι, για να αντιμετωπίσουν αναμενόμενη επίθεση των εχθρών. Αμέσως τα τμήματα πήραν θέσεις, έβαλαν εφ’ όπλου λόγχη και περίμεναν. Ο βομβαρδισμός των τουρκικών πυροβόλων κάποια στιγμή σταμάτησε. Απόλυτη ησυχία επικράτησε σ’ όλη τη γραμμή. Ξαφνικά ένας αλαλαγμός ακούστηκε κι ατέλειωτα στίφη Τούρκων ξεχύθηκαν απ’ τα χαρακώματά τους κι όρμησαν πάνω στους Αυστραλονεοζηλανδούς. Κύματα-κύματα εισορμούσαν οι Ασιάτες στη στενή ζώνη που χώριζε τα αντίπαλα χαρακώματα, όπου θερίζονταν κυριολεκτικά πριν κατορθώσουν να την διαβούν. Οι λιγοστοί που κατάφερναν να την περάσουν καρφώνονταν απ’ τις ξιφολόγχες των ANZACς κι έπεφταν νεκροί μέσα στα αυστραλονεοζηλανδικά χαρακώματα. Κάθε φορά, όμως, που ένα τούρκικο κύμα εξολοθρεύονταν απ’ τα συγκεντρωτικά πυρά και τις ξιφολόγχες των συμμάχων, άλλο ξεπηδούσε πίσω απ’ τα στηθαία των χαρακωμάτων κι επιτίθονταν, για να βρει κι αυτό την τύχη του προηγούμενου.
Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν όλο το πρωί και κράτησαν ως το μεσημέρι. Όταν οι Τούρκοι αρχηγοί διέταξαν να σταματήσουν οι επιθέσεις, 10 χιλιάδες απ’ τους άντρες τους είχαν σκοτωθεί. Και οι μισοί απ’ αυτούς λίγες μόνο γυάρδες μακριά απ’ τα συμμαχικά χαρακώματα.
Τις ώρες και μέρες που ακολούθησαν, ύστερα απ’ την απόσυρση και των δύο πλευρών στα οχυρά τους, επικράτησε και πάλι στο μέτωπο σχετική ησυχία. Την  ησυχία αυτή ξέσχιζαν οι κραυγές και τα βογκητά εκείνων που είχαν πέσει βαριά τραυματισμένοι στην ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στα χαρακώματα. Κι όσο οι κραυγές αραίωναν, τόσο η οσμή της σήψης των σωμάτων φούντωνε κι ο κίνδυνος γενικών επιδημιών αυξάνονταν.
Οι ANZACς πρότειναν στο Χάμιλτον να διαπραγματευτεί κάποια εκεχειρία με τους Τούρκους για την ταφή των νεκρών. Αλλά ο εγωιστής στρατηγός αρνήθηκε, λέγοντας πως μια τέτοια πρόταση θα έπρεπε να γίνει από μέρους των Τούρκων. Όμως, παρ’ όλες τις δυστροπίες του, οι εθελοντές στρατιώτες απ’ τους Αντίποδες πήραν οι ίδιοι την υπόθεση στα χέρια τους και στις 20 Μαΐου ύψωσαν μια σημαία του Ερυθρού Σταυρού πάνω στο οχυρό ενός προχωρημένου σημείου της πρώτης γραμμής. Η σημαία πυροβολήθηκε αμέσως απ’ τους Τούρκους και το κοντάρι της χτυπήθηκε απ’ τις σφαίρες και έσπασε. Τότε συνέβη κάτι το πραγματικά απίστευτο. Μούγκρισε και τραντάχτηκε ο τόπος. Όλα τα όπλα του μετώπου έβαλαν με μιας. Το παραμικρό ξεμύτισμα έξω απ’ τα αμπριά ήταν, για όποιον το αποτολμούσε, σίγουρος θάνατος.
Μόλις κατασίγασαν τα πυρά ένας Τούρκος στρατιώτης πετάχτηκε ξαφνικά από ένα χαράκωμα και, με τα χέρια ψηλά, χειρονομώντας και φωνάζοντας, πέρασε τη λουρίδα γης που χώριζε τις αντίπαλες γραμμές κι έφτασε λαχανιασμένος μπροστά στους Αυστραλούς. Με σπασμένα γαλλικά, ζήτησε συγνώμη για τον πυροβολισμό της σημαίας από μέρους τους και βιαστικός ξαναγύρισε στις γραμμές του. Σε λίγα λεπτά μια λευκή σημαία με κόκκινη ημισέλινο υψώθηκε στο απέναντι εχθρικό χαράκωμα. Απόλυτη σιγή ξαπλώθηκε παντού.
Ο στρατηγός Ουώκερ, διοικητής της 1ης αυστραλέζικης μεραρχίας σηκώθηκε όρθιος, βγήκε απ’ το χαράκωμά του κι άρχισε σιγά-σιγά να προχωρεί ανάμεσα στα πτώματα προς τις τουρκικές γραμμές. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Μόνο τα αργά βήματα του στρατηγού τράνταζαν τη σιωπή. Πέντε Τούρκοι αξιωματικοί βγήκαν απ’ τα αμπριά τους και ήρθαν να τον συναντήσουν. Μίλησαν γαλλικά και πρόσφεραν ο ένας στον άλλο τσιγάρα. Χιλιάδες κεφάλια ανασηκωμένα μέσα απ’ τα χαρακώματα κι απ’ τις δυο πλευρές του μετώπου παρακολουθούσαν με κρατημένη την ανάσα τη συνάντηση αυτή.
Ύστερα από δέκα περίπου λεπτά οι αξιωματικοί αποχώρησαν με την υπόσχεση πως το απόγευμα θα ξανασυναντηθούν, για να συζητήσουν για μια εκεχειρία.
Στις 24 Μαΐου έγινε ‘’υποστολή των όπλων’’, για να δοθεί χρόνος στην κάθε πλευρά να θάψει τους νεκρούς της.
Τώρα, οι δυο αντίπαλοι, ο ένας δίπλα στον άλλο και, κάτω απ’ την καθοδήγηση Αυστραλών αξιωματικών, έσκαβαν ομαδικούς τάφους κι ετοίμαζαν την τελευταία κατοικία των άμοιρων συναδέλφων τους.
Ο Σκωτσέζος αξιωματικός Κάμπτον Μακένζυ, γνωστός σε μας τους Έλληνες απ’ τις εξιστορήσεις του για τα γεγονότα του Ρούπελ το 1916 και τις δραστηριότητες του βασιλιά Κωνσταντίνου και των ανθρώπων του παλατιού υπέρ των Γερμανών, ο οποίος τότε υπηρετούσε στο επιτελείο του Χάμιλτον, επισκέφτηκε το μέτωπο εκείνη τη μέρα και περιγράφει έτσι σ’ ένα βιβλίο του το τι αντίκρυσε:
«Παντού Τούρκοι έσκαβαν κι έσκαβαν ασταμάτητα τάφους για τους συμπατριώτες τους, που αποσυντίθονταν σε σωρούς εκείνη τη ζεστή μέρα του Μάη. Η εντύπωση που δημιούργησε στο μυαλό μου εκείνη η σκηνή έσβησε κάθε άλλη που είχα ως τότε σχηματίσει για την τρομαχτικότητα των γραμμών των ANZACς. Το μυαλό μου δεν είχε θέση για τίποτε άλλο απ’ όσα συνέβαιναν σε κείνη την περιοχή. Θυμάμαι πως τίποτε δεν μπορούσε να εξαλείψει απ’ την όσφρησή μου τη μυρουδιά του θανάτου για 15 και πλέον μέρες. Δεν βρίσκονταν κανένα αρωματικό φυτό που να έχει τόσο άρωμα, ώστε να μπορέσει να μετριάσει και να διώξει την οσμή του θανάτου από γύρω μου . . .».
Η εκεχειρία επρόκειτο να λήξει στις 4 και 30’ το απόγευμα της 24ης Μαΐου. Μισή ώρα νωρίτερα Τούρκοι και Αυστραλοί στρατιώτες, που ως τώρα έσκαβαν δίπλα-δίπλα κι έθαβαν συναδέλφους τους, πρόσφεραν ο ένας στον άλλο τσιγάρα, φρούτα κι άλλα μικροδωράκια για ενθύμια. Στο τέλος αντάλλαξαν με βαθιά λύπη χειραψίες και γύρισαν ο καθένας στο χαράκωμά του.
Λίγο μετά τις 4 και 30’ κι αφού όλοι είχαν αποσυρθεί στα οχυρά, κάποιος Τούρκος έριξε έναν πυροβολισμό. Οι Αυστραλοί απάντησαν κι ο πόλεμος ξανάρχισε. Ελάχιστες μόνο διακοπές έγιναν στη διάρκεια των υπόλοιπων εφτά ημερών. Το κακό συνεχιζόταν κάθε μέρα.
Στις 6 Αυγούστου ο Χάμιλτον εξαπέλυσε νέα επίθεση στον κόλπο της Σούβλας, βόρεια απ’ τις θέσεις των ANZACς. Ο εχθρός υπερκεράστηκε κυριολεκτικά και έφυγε πίσω κακήν-κακώς. Κατά το τέλος της μέρας οι σύμμαχοι υπερτερούσαν στην περιοχή αυτή κατά δεκαπέντε προς ένα.
Αλλά και τούτη τη φορά η επιτυχία πήγε χαμένη. Διαταγές για περαιτέρω προέλαση όχι μόνο δεν ήρθαν έγκαιρα αλλά δεν ήρθαν καθόλου. Οι Τούρκοι ανασυγκροτήθηκαν και πάλι, έφεραν ενισχύσεις και έκλεισαν εύκολα τα κενά τους. Επαναλήφτηκε κι εδώ η παλιά ιστορία της αδράνειας και της σύγχυσης, που εξουδετέρωσε κι έσβησε την επιτυχία. Επήλθε κι εδώ τελμάτωση στις επιχειρήσεις κι επικράτησε η ρουτίνα του πολέμου των χαρακωμάτων.
Καθώς το 1915 προχωρούσε, η ζωή είχε γίνει κόλαση για κείνους που βρίσκονταν στο ακροτήρι Χέλλες. Οξύτατη δυσεντερία ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρο το στρατό και περίπου χίλιοι στρατιώτες διώχνονταν την εβδομάδα απ’ το μέτωπο εξαιτίας της. Τα τρία τέταρτα των Αυστραλονεοζηλανδών ήταν σοβαρά προσβλημένοι απ’ αυτή. Επίσης, μισοί και παραπάνω απ’ αυτούς έπασχαν από δερματικά νοσήματα, λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους στα υγρά και βρόμικα χαρακώματα. Η τροφή ήταν άσχημη και δεν υπήρχε καθόλου πηγαίο ή τρεχούμενιο νερό στην περιοχή. Πόσιμο νερό για το στρατό έρχονταν με τα πλοία απ’ την Αίγυπτο, 750 μίλια μακριά. Στη διάρκεια του καλοκαιριού σύννεφα από μύγες σκέπαζαν όλο το στρατόπεδο κι επιτάχυναν την εξάπλωση των επιδημιών.
Τελικά, ο χειμώνας πρόσθεσε κι άλλο ένα κακό. Κρυοπαγήματα σε 15 χιλιάδες στρατιώτες.
Τον Οκτώβριο ο ολέθριος Χάμιλτον παύτηκε κι ανακλήθηκε στην Αγγλία κι αρχιστράτηγος ανέλαβε ο στρατηγός σερ Τσαρλς Μόνρο. Ο Μόνρο ανέφερε αμέσως στο Πολεμικό Συμβούλιο στο Λονδίνο:
‘’Τα στρατεύματα στη Χερσόνησο, εκτός απ’ τα τμήματα των Αυστραλών και Νεοζηλανδών, δεν είναι ικανά για μια συνεχή καταπόνηση που επιδιώκεται από απειροπόλεμους αξιωματικούς. Χρειάζεται εκγύμναση των ανδρών και αναμόρφωση των συνθηκών σε ορισμένες μονάδες. Έχω λοιπόν τη γνώμη, ότι άλλη μια από μέρους μας προσπάθεια διάσπασης των τουρκικών γραμμών δε θα μας προσφέρει καμιά ελπίδα επιτυχίας. Θέτοντας τα πράγματα σε καθαρώς στρατιωτική βάση εισηγούμαι την εκκένωση της Χερσονήσου.’’
Οι πολιτικοί συζήτησαν και ξανασυζήτησαν το πράγμα, διαφωνούντες και διαξιφιζόμενοι μεταξύ τους, ώσπου τελικά, ύστερα κι από επίσκεψη του υπουργού πολέμου Κίτσινερ στο μέτωπο, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το ‘’Μέγα Σχέδιο’’ και να εκκενώσουν τη Χερσόνησο. Ο Τσόρτσιλ παραιτήθηκε και πήγε να διοικήσει ένα τάγμα πεζικού στο γαλλικό μέτωπο. Η γαλλική κυβέρνηση έπεσε.
Ο εμπνευστής του ‘’σχεδίου’’ περιέγραψε με πικρία το ρόλο του στρατηγού Μονρό και με τρεις μόνο λέξεις: «Ήρθε, είδε, παραδόθηκε.»
Ο κόλπος της Σούβλας και ο όρμος ANZAC εκκενώθηκαν το Δεκέμβριο του 1915, το δε ακροτήρι Χέλλες νωρίς τον επόμενο μήνα.
Μια από τις καταστροφικότερες περιπέτειες της ιστορίας είχε πάρει τέλος. Μισό εκατομμύριο συμμαχικού στρατού αντιμετώπισε μισό εκατομμύριο Τούρκων για οχτώ μήνες. Και το αποτέλεσμα ήταν: Συμμαχικές απώλειες 252 χιλιάδες άντρες. Απώλειες των Τούρκων 251 χιλιάδες άντρες.
Σε τούτο το μέτωπο, ακόμα κι ο θάνατος ήρθε ‘’αμφίρροπος’’ και με κάποια σχεδόν απόλυτη ‘’ισορροπία’’.



No comments:

Post a Comment